08/03/2021
Η ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥ ΕΠΙΤΑΧΥΝΕ ΤΗΝ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική καμπή της ανθρωπότητας. Η επιδημία του κορονοϊού επιτάχυνε την «επιδημία της υπερπαραγωγής» που υπέβοσκε έντονα τα δυο τουλάχιστον τελευταία χρόνια, πάνω σε μια φθίνουσα κερδοφορία του κεφαλαίου. Πυροδότησε όλες τις αντιθέσεις του συστήματος. Ανοίγει την αυλαία μιας νέας μεγάλης κρίσης, μόλις 10 χρόνια μετά την προηγούμενη. Η πανδημία του κορονοϊού αποτελεί έναν ακόμη μάρτυρα ότι εδώ και καιρό έχουμε μπει σε μια νέα εποχή του καπιταλισμού.
Η πανδημία προήλθε από την αλληλεπίδραση της καπιταλιστικής οικονομίας με τη φύση. Δεν είναι προϊόν συνομωσίας ή ενός εργαστηρίου βιολογικού πολέμου. Η εμφάνιση νέων κυμάτων και η επανεμφάνιση παλιών επιδημιών πρέπει να αναζητηθεί στην παραβίαση των νόμων της φύσης από τους κοινωνικούς νόμους του κεφαλαίου, από τη χωρίς όρια εκμετάλλευση της φύσης και των εργαζομένων. Η ιλιγγιώδης και αντιδραστική καπιταλιστική ανάπτυξη της οικονομίας επέδρασε καταστρεπτικά στο περιβάλλον. Και αντίστροφα, το διαταραγμένο περιβάλλον διαταράσσει «εκδικούμενο» την οικονομία.
Η πανδημία ήταν και είναι ένας πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή και την υγεία, την παραγωγή και την κοινωνία. Είναι ολοφάνερο ότι οι αστικές δυνάμεις την αξιοποιούν για να περάσουν αντεργατικά και αντιδημοκρατικά μέτρα. Όμως, δεν την δημιούργησαν τεχνητά για μια «επανεκκίνηση της οικονομίας» καταστρέφοντας παραγωγικές δυνάμεις ή για να οικοδομήσουν ένα ολοκληρωτικό κράτος έκτακτης ανάγκης καταστρέφοντας το εργατικό λαϊκό κίνημα. Τέτοιες απόψεις αντιστρέφουν τη σχέση αιτίας – αποτελέσματος, οδήγησαν σε υποτίμηση ή και σε επικίνδυνες στάσεις απέναντι στον κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία των εργαζόμενων μαζών. Από την άλλη πλευρά, απόψεις που υποτιμούν τα μέτρα ενάντια στη εργασία και τη δημοκρατία με πρόφαση την πανδημία, αφήνουν ανοχύρωτο το λαϊκό κίνημα μπροστά στην καταιγιστική επίθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο κύκλο καθολικής κρίσης του συστήματος, που έχει ήδη ξεκινήσει και θα συνεχιστεί μετά την υποχώρηση της πανδημίας. Η καθολική καπιταλιστική κρίση, με κεντρική πλέον την οικονομική, οδηγεί τις αστικές τάξεις σε μια νέα αντιδραστική σχέση ανάμεσα στην ελαστική εργασία και την ανεργία, ανάμεσα στο παραγωγικό, χρηματιστικό και πλασματικό κεφάλαιο, στην αγορά, τον ιδιωτικό και τον κρατικό τομέα, στο εθνικό κράτος και τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, στην αστική δημοκρατία και την καταστολή. Οδηγεί σε μια σειρά από αποδιαρθρώσεις – αναδιαρθρώσεις στη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», προσπάθειες για νέες υπερεθνικές και εθνικές διευθετήσεις και ανασυντάξεις, σε όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Με στόχο μια νέα ισορροπία όπου η σχέση κεφάλαιο θα παραμείνει η ίδια μέσα από τις αλλαγές της.
Χρειάζεται παρακολούθηση των αλλαγών που πραγματοποιούνται στη μέχρι τώρα αστική διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού, η οποία μπαίνει σε βαθύτερη κρίση.
Το κεφάλαιο δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του, ο καπιταλισμός αυτοϋπονομεύεται, αναδεικνύονται οι πολλαπλές χρεοκοπίες του, ζει μέσα στις αντιθέσεις του, στην περίφημη «δημιουργική καταστροφή» το βάρος πέφτει ολοένα και περισσότερο στην καταστροφή. Αλλά το σύστημα δεν αυτοκαταστρέφεται, τουναντίον, μπορεί να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που του δίνουν οι κρίσεις του για να ξαναμπεί σε ένα νέο κύκλο. Για να κινδυνέψει ο καπιταλισμός απαιτείται οργανωμένο αντίπαλο δέος κοινωνικά και πολιτικά που να είναι επικίνδυνο και να απαντά πειστικά στο ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική. Αντίπαλος σήμερα με τέτοιες αξιώσεις, δεν υπάρχει. Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο.
ΕΝΑΣ ΑΡΝΗΤΙΚΟΣ ΑΛΛΑ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ
Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της συνολικής κρίσης στο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις αντιτιθέμενες δυνάμεις της κινητήριας για την ιστορία ταξικής πάλης; Ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο, ανάμεσα στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό και τους λαούς; Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα για την εργατική τάξη, τους μικρομεσαίους και τους φτωχούς αγρότες, για τις καταπιεζόμενες εθνότητες, φυλές και φύλα, για τους κατατρεγμένους μετανάστες και μετανάστριες, τους πρόσφυγες; Για την κοινωνική πλειοψηφία που μπορεί να συγκροτήσει ένα ανταγωνιστικό μπλοκ δυνάμεων απέναντι στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό; Στο σημείο αυτό αναλογεί στην Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας ένα μερίδιο ευθύνης.
Μπαίνουμε σε μια ιστορική περίοδο, με εμφανή τα σημάδια από τις προηγούμενες ήττες για τον κόσμο της εργασίας. Μια εμβληματική μορφή των αγορών, ο Γουόρεν Μπάφετ, επαναλαμβάνει συνέχεια, από τη δεκαετία του ‘90, πως «φυσικά και υπάρχει ταξική πάλη, μόνο που αυτή διεξάγεται μονομερώς από τη δική μου τάξη». Ο ισχυρισμός του έχει προφανώς το στοιχείο της υπερβολής, αποτυπώνει όμως, έστω και έτσι, την πικρή πραγματικότητα για τον κόσμο της εργασίας και όλες τις καταπιεζόμενες κοινωνικές κατηγορίες: Δραματική υποχώρηση της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης, των αξιών της αλληλεγγύης, του κοινού αγώνα, της ταξικής περηφάνιας. Απουσία συλλογικής προοπτικής και ελπιδοφόρου προτάγματος κοινωνικής χειραφέτησης, ανάπτυξη μισαλλόδοξων, ρατσιστικών και εθνικιστικών ιδεολογημάτων. Έλλειμμα αυτοπεποίθησης, πολιτικά αδιέξοδα, απογείωση του ανορθολογισμού, της μοιρολατρίας, της εξατομίκευσης, χάσμα που διαρκώς βαθαίνει με τις νέες γενιές εργαζομένων της επισφάλειας, της ελαστικότητας. Υποχώρηση της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Αρκεί όμως να μη δούμε μόνον αυτή τη πλευρά. Υπάρχει βαθύς θυμός που συνεχώς θα πολλαπλασιάζεται. Πληθαίνουν όσοι και όσες βλέπουν καθημερινά στα νοσοκομεία, στις ουρές των ανέργων, στα λουκέτα και στα συσσίτια, σε παγκόσμια ζωντανή μετάδοση πως ο «βασιλιάς είναι γυμνός». Το σοκ είναι τεράστιο. Όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι και εργαζόμενες, νέοι και νέες, βασανίζονται στη σκέψη πως δεν μπορεί να είναι αυτός «ο καλύτερος όλων των δυνατών κόσμων», πως είμαστε στην κυριολεξία από χέρι χαμένοι αν «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Από το πού θα γείρουν τελικά τα πράγματα, στο φόβο και την υποταγή ή στο θυμό και την αντίσταση, εξαρτάται τελικά αν η νέα ιστορική περίοδος θα σφραγιστεί από μεγάλες αναστατώσεις, συγκρούσεις και ανακατατάξεις που θα επαναφέρουν στο προσκήνιο, αντιστρέφοντας τους διάφορους Μπάφετ, την ταξική πάλη από τη σκοπιά της μισθωτής εργασίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, καθοριστική είναι η ανάγκη ενός στρατηγικού σχεδίου και ενός οργανωμένου πολιτικού αντίπαλου δέους για να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης. Η ανάγκη οικοδόμησης εκ νέου ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος, κινήματος και κόμματος, που θα προσπαθεί να μετασχηματίσει το αυθόρμητο σε συνειδητό, τις σύντομες τυφλές εξεγέρσεις και την τυχαία κίνηση σε σχεδιασμένη και συνεχή, είναι και ήταν κεντρικό καθήκον. Και μαζί με αυτό, η ανάγκη οικοδόμησης νικηφόρων κοινωνικών αντιστάσεων και ενός εργατικού και λαϊκού, κοινωνικο-πολιτικού μετώπου που θα αναμετρηθεί με τον αντίπαλο, θα αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα και θα ανατρέψει τη νέα, αναμενόμενη και πολύ πιο άγρια επίθεση του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και φασισμού.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΟΥΜΕ
Το μεγάλο στοίχημα είναι αμείλικτο: Μπορεί η νέα ιστορική περίοδος και η μεγάλη κρίση που φέρνει να μετατραπούν σε μια νέα ιστορική ευκαιρία για το εργατικό και λαϊκό κίνημα και την κομμουνιστική Αριστερά, που δεν θα τη χάσουμε, όπως τόσες άλλες; Μπορεί να δημιουργηθεί μια αναγεννημένη κομμουνιστική Αριστερά – καταλύτης ενός μαζικού μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα προβάλλει έναν άλλο δρόμο για το «έθνος των εργαζόμενων»;
Ασφαλώς και φαντάζει κάτι τέτοιο μακρινό και άπιαστο όνειρο με βάση τα σημερινά δεδομένα, τις ανεπάρκειες και παθογένειες της υπαρκτής κομμουνιστικής Αριστεράς. Άλλωστε ακόμα και τώρα, μέσα στην πανδημία, δυνάμεις της δεν παύουν διαρκώς να εκπλήσσουν αρνητικά με ένα αμάλγαμα γραφικών, πολιτικά πρωτόγονων απόψεων, ενώ κάποιες άλλες συνεχίζουν να κινούνται όπως και πριν, με μειωμένες προσδοκίες και φοβικά σύνδρομα για τους όμορους πολιτικά χώρους. Οι περισσότεροι αγωνιστές και αγωνίστριες και πρωτίστως ο «λαός των ανένταχτων» αριστερών, των κομμουνιστών και κομμουνιστριών δυσπιστούν με τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται να ησυχάζουν αλλά ησυχία δε βρίσκουν, νοιώθουν ανήμποροι και ακάλυπτοι.
Αν δεν ανατραπεί άρδην αυτή η κατάσταση, για άλλη μια φορά δεν θα μπορέσουμε να γυρίσουμε το παιχνίδι ούτε καν να το παλέψουμε αξιοπρεπώς. Αν ο κόσμος αλλάζει γοργά προς το χειρότερο, οφείλουμε να αλλάξουμε επειγόντως προς το καλύτερο εφόσον φιλοδοξούμε ακόμα να καταργήσουμε την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Δεν έχουμε πια την πολυτέλεια για εύκολα αναθέματα, μνησικακίες, μικροηγεμονισμούς και μικροϊδιοκτησιακές λογικές, μακριά από την εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα και τις ανάγκες τους. Βεβαίως, δεν μιλάμε για τεχνητή συγκόλληση δυνάμεων σε ενιαίο κόμμα, αλλά πρωτίστως για κοινή δράση απέναντι στον κοινό εχθρό, για σχεδιασμένα βήματα πολιτικών συνεργασιών σε κρίσιμα μέτωπα και ζητήματα όπου υπάρχει πολιτική συμφωνία, για πρωτοβουλίες που θα διερευνήσουν ειλικρινά τη δυνατότητα μιας πιο μόνιμης, σταθερής και αναβαθμισμένης πολιτικά μετωπικής συμπαράταξης.
Θέλει τόλμη, αυτοκριτικό πνεύμα, πολιτική ευθύτητα και εντιμότητα, αλλά κυρίως καινοτόμα σκέψη και πολιτική, για να βρεθούν δρόμοι και μορφές συστράτευσης. Αρκεί να μην ακολουθήσουμε τη γνωστή συνταγή «να τα αλλάξουμε όλα για να μην αλλάξει τίποτα».
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η νέα ιστορική καμπή και η ευθύνη που μας αναλογεί απαιτούν να αναζητηθούν απαντήσεις σε τρία αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα: Πρώτο, στα επείγοντα προβλήματα προστασίας και επιβίωσης των εργαζόμενων μαζών από την υγειονομική και οικονομική κρίση, όπου απαιτείται μια όσο το δυνατόν πιο μαζική αντίσταση. Με αιτήματα που να προσπαθούν να τροποποιούν συνειδήσεις και συσχετισμό, στοχεύοντας στην αναβάθμιση της λαϊκής και εργατικής πάλης, απαραίτητα για να αποκατασταθεί στοιχειωδώς το λαϊκό φρόνημα και να αποκτήσει αξιοπιστία και δύναμη η έννοια της αντίστασης.
Δεύτερο, στα δομικά προβλήματα της οικονομίας, των χρεοκοπιών, της ανεργίας και της εργασίας, που απαιτούν μια πορεία αντεπίθεσης με ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων για κατακτήσεις υπέρ της μισθωτής εργασίας και του λαού. Δεν υπάρχει εργατικό και λαϊκό «όχι» χωρίς τα αντίστοιχα «ναι». Διαφορετικά, θα απαντούν πιο πειστικά τα αστικά ή τα διάφορα αριστερά ρεφορμιστικά προγράμματα. Τα άμεσα αιτήματα και η πάλη για κατακτήσεις δεν μπορούν να αποκοπούν μηχανιστικά το ένα από το άλλο.
Με βάση τις ανάγκες, την πρότερη ήττα και τους σημερινούς συσχετισμούς οι πολιτικοί και κοινωνικοί στόχοι άμυνας μπαίνουν σε πρώτο πλάνο για τη συγκέντρωση δυνάμεων στο εργατικό, λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα. Για να δυναμώνει, όμως, η άμυνα και να ανοίγει ο δρόμος για μια συνολική ανατροπή της επίθεσης, οι δυνάμεις της ανατρεπτικής Αριστεράς απαιτείται να θέσουν ταυτόχρονα ένα πρόγραμμα εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων.
Με τη γνώση ότι τέτοιες κατακτήσεις εντός της αστικής κυριαρχίας θα είναι πάντα μερικές και υπό διαρκή αναίρεση όπως έδειξε πικρά η ιστορία.
Για αυτό, τρίτο, απαιτείται να δοθούν απαντήσεις στο πρόβλημα της ιστορικής εναλλακτικής, της επαναστατικής υπέρβασης των αντιθέσεων του κεφαλαίου, της εργατικής εξουσίας σε στενή συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα, με μια αναγεννημένη κομμουνιστική προοπτική που θα απαντά στο αστικό, νεοφιλελεύθερο και νεοσυντηρητικό «Δεν υπάρχει εναλλακτική» (There Is No Alternative – ΤΙΝΑ). Χωρίς αυτή την προοπτική αδυνατίζει τόσο η αντίσταση όσο και η διεκδίκηση για κατακτήσεις, οδηγούνται στην ενσωμάτωση και την ήττα.
Αναζητούμε ένα συνδυασμό τακτικής και στρατηγικής, προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες της επιδημικής και καθολικής οικονομικής κρίσης, που επιχειρεί να υπερβεί τη μηχανιστική απόσπαση ή συγχώνευση μεταξύ τους τις οποίες πλήρωσε ακριβά η Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα. Πιστεύουμε ότι το εργατικό και λαϊκό κίνημα μπορεί να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα. Και κάτω από άλλους συσχετισμούς ότι μπορεί να επιβάλει νίκες με μια κατεύθυνση ρήξης και εξόδου από την αστική κυριαρχία και την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία, προς μια κομμουνιστική κοινωνία ανάλογη με την εποχή μας.
Η εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας δείχνει ότι η έλλειψη μιας κατεύθυνσης ρήξης και εξόδου στο «αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο» του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε στην ενσωμάτωση στο νεοφιλελευθερισμό, την ΕΕ και το σύστημα. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται το ΜεΡΑ25 παρά μια πιο μαχητική ρητορεία. Από την άλλη, η έλλειψη πίστης και η φοβικότητα απέναντι στη δυνατότητα κατακτήσεων οδήγησε το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλα ρεύματα, παρά την προσφορά τους, σε «μέτωπα» γύρω από τον εαυτό τους, στη μείωση της επιρροής τους. Η ΛΑΕ προσπάθησε επίσης, αλλά δεν μπόρεσε να απαντήσει, δεν κατάφερε να συγκροτήσει μία νέα φυσιογνωμία και πρακτική στην κινηματική παρέμβαση και την προγραμματική και στρατηγική συζήτηση.
Όλα αυτά βοήθησαν, τελικά, στην ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στις συνειδήσεις του κόσμου της Αριστεράς και του κινήματος. Αυτά τα λάθη δεν πρέπει να επαναληφθούν στις νέες αναμετρήσεις. Πολύ περισσότερο που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρει την «εναλλακτική εξουσία» απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ ως μια «προοδευτική δημοκρατική διακυβέρνηση» με τα ρετάλια του ΠΑΣΟΚ, πλήρως ενταγμένη πλέον, στο μνημονιακό, νεοφιλελεύθερο, ευρωατλαντικό και αστικό πλαίσιο.
Κεντρικό μας σύνθημα είναι: Αυτή τη φορά να πάει αλλιώς. Να πληρώσει το κεφάλαιο και όχι ο λαός.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Α. Τι δεν έγινε και τι έπρεπε να γίνει
Εδώ και δέκα περίπου μήνες η χώρα δοκιμάζεται από την πανδημία του νέου κορονοϊού. Ανοχύρωτη ως ήταν, παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις, μετά από πολλά χρόνια συνεχούς υποβάθμισης του δημόσιου τομέα περίθαλψης, στην αρχή προβλήθηκε ως λογική επιλογή το γενικευμένο lockdown για να περιοριστεί η διασπορά του ιού, να επιπεδωθεί η καμπύλη και κυρίως για να κερδηθεί χρόνος για την προετοιμασία του ΕΣΥ.
Το δεύτερο κύμα μπορούσε να καθυστερήσει και να αμβλυνθεί εάν είχε αξιοποιηθεί για αυτό η περίοδος του πρώτου lock down και εάν το αναγκαίο άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνίας μετά το πρώτο κύμα συνοδευόταν από γενναία, έκτακτα μέτρα υπέρ της δημόσιας υγείας, της παιδείας και των μεταφορών, μαζί με τα αναγκαία μέτρα της ατομικής υγιεινής. Το δείχνουν η Κούβα, η Βενεζουέλα, η ινδική Πολιτεία της Κεράλα, οι Ζαπατίστας, αλλά και η Κίνα, ακόμη και χώρες με συντηρητική αστική διακυβέρνηση, όπως η Ν. Κορέα και η Ταϊβάν. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση υποτάχθηκαν πλήρως στους επιχειρηματικούς ομίλους, ειδικά του τουρισμού και στον ΣΕΒ, άνοιξαν την οικονομία χωρίς ουσιαστικά μέτρα αποκλειστικά για να σώσουν την κερδοφορία τους. Μετέδωσαν το πνεύμα του εφησυχασμού ενώ ο ιός ήταν ακόμα εδώ.
Αναδείχθηκε η ανωτερότητα, η αποτελεσματικότητα και η κοινωνική χρησιμότητα του δημόσιου απέναντι στο ιδιωτικό σύστημα υγείας. Αποδείχθηκε ότι όσο πιο οργανωμένο Δημόσιο Σύστημα Υγείας έχει μια χώρα, όσο πιο προσβάσιμο στο λαό, τόσο λιγότερες ανθρώπινες απώλειες θα καταμετρήσει. Κέρδισε, όπου εφαρμόστηκε, η πολιτική έκτακτης κινητοποίησης δημόσιων πόρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, η στρατηγική του επιθετικού ελέγχου των εισερχόμενων στη χώρα, των μαζικών τεστ, των κάθετων μέτρων ιχνηλάτησης και καραντίνας.
Είναι προφανές όμως ότι η κυβέρνηση και οι ειδικοί που επιλέγει να ακούει γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τη διεθνή εμπειρία. Οι κυβερνώντες αγχώνονται άλλωστε μόνο για την επικοινωνιακή διαχείριση, το πολιτικό κόστος των ανθρώπινων απωλειών και όχι για την ελαχιστοποίησή τους. Η πολιτική που ακολουθείται παραμένει αγκιστρωμένη σε νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, πλήρως υποταγμένη στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα των ομίλων υγείας, ασφάλισης και φαρμάκου, στο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο που έχουν χτίσει δανειστές και «προστάτες».
Η κυβέρνηση και η ιθύνουσα αστική τάξη δεν αξιοποίησαν το χρόνο που κερδήθηκε στο πρώτο κύμα για να προσανατολίσουν κρατικά κονδύλια και να προχωρήσουν σε μαζικούς, μόνιμους διορισμούς στην πρωτοβάθμια δημόσια υγεία, στα νοσοκομεία και τις ΜΕΘ, στην παιδεία και τις μεταφορές, ώστε να αποφευχθεί ο συνωστισμός και να υλοποιηθεί ο εντοπισμός με μαζικά τεστ, η ιχνηλάτηση και η απομόνωση των περιστατικών της νόσου covid-19. Δεν έλαβαν ουσιαστικά στοχευμένα μέτρα προστασίας των ευπαθών ομάδων που αποδεδειγμένα πλήττονται σοβαρότερα, με αποτέλεσμα σημαντική επιβάρυνση σε χώρους συνωστισμού τους (γηροκομεία, προσφυγικά camps κλπ.). Δεν έκαναν ποτέ ουσιαστικούς ελέγχους για την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων προστασίας σε μαζικούς χώρους δουλειάς (τα παραδείγματα της έξαρσης της επιδημίας στις βιομηχανικές ζώνες της Δυτικής Αττικής, της Βοιωτίας και της Βόρειας Ελλάδας είναι χαρακτηριστικά). Αντίθετα, προσανατόλισαν κρίσιμα κονδύλια στην Αστυνομία, τους ιδιώτες κλινικάρχες και καναλάρχες, στις πολεμικές δαπάνες για το ΝΑΤΟ, προχώρησαν σε μπαλώματα διορισμών προσωρινής και υποπληρωμένης εργασίας. Υπέταξαν την επιτροπή των ειδικών στην πολιτική τους, η οποία κινήθηκε με διαρκείς αντιφάσεις και καθαρά αντιεπιστημονικές απόψεις που προκαλούν τεράστια σύγχυση στο λαό, τροφοδοτώντας το ακροδεξιό ρεύμα της συνωμοσιολογίας. Λαμβάνουν μόνο μέτρα που δεν κοστίζουν. Έκλεισαν τα πανεπιστήμια, τα σχολεία, τα νηπιαγωγεία και τους παιδικούς σταθμούς σε μία απαράδεκτη κίνηση από παιδαγωγική σκοπιά για να μην πάρουν μέτρα όπως οι 15 μαθητές ανά τάξη.
Πολύ περισσότερο όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά συνολικά οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν κάνουν τίποτα και δεν προσανατολίζονται καν να αναπτύξουν και να ενισχύσουν ένα ουσιαστικό σύστημα πρωτοβάθμιας πρόληψης και περίθαλψης. Η βασική άμυνα του πληθυσμού απέναντι σε οποιοδήποτε παθογόνο είναι ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο με ανθρώπινες συνθήκες ζωής και εργασίας που μειώνουν την ευαλωτότητά του. Και δίπλα σε αυτό ένα εκτεταμένο σύστημα πρόληψης, έγκαιρης διάγνωσης και αρχικής αντιμετώπισης προβλημάτων υγείας σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Τα νοσοκομεία και οι ΜΕΘ είναι η ύστατη αναγκαία άμυνα για τις βαρύτερες περιπτώσεις. Στη χώρα μας ποτέ δεν αναπτύχθηκε επαρκώς ένα σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης με ευθύνες όλων των αστικών κυβερνήσεων και κομμάτων. Το λαϊκό κίνημα πρέπει να κινηθεί αποφασιστικά και διεκδικητικά σε αυτή την κατεύθυνση.
Αντί για όλα αυτά, η κυβέρνηση με τις επιλογές της έφερε το δεύτερο κύμα πολύ νωρίτερα, με ανυπολόγιστες υγειονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Για αυτό κατέφυγε σε νέο lock down, ετοιμάζεται και για νέο σκληρότερο και έχει την πλήρη ευθύνη για αυτό. Δεν ήταν αναπόφευκτο αυτό! Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της διάλυσης και της υποτίμησης του ΕΣΥ , ακόμα και εν μέσω πανδημίας, θα το κάνει να φαίνεται διαρκώς «αναπόφευκτο» σε ένα φαύλο κύκλο που θα διαρκέσει πολύ. Δεν συναινούμε σε μια σισύφεια επανάληψη «εκτάκτων συνθηκών» στις οποίες η ίδια η χρεοκοπία της κυβερνητικής πολιτικής οδηγεί και θα αποτελούν την δικαιολογητική βάση για μέτρα όλο και μεγαλύτερου «κυβερνητικού ανορθολογισμού».
Είναι ανάγκη όσο ποτέ ένα μαζικό πολιτικό – κοινωνικό διεκδικητικό ρεύμα που θα επιβάλει τα αναγκαία μέτρα, θα ανατρέψει αυτή την πολιτική αμφισβητώντας το πλαίσιό της. Για ένα κίνημα μέσα και έξω από τα νοσοκομεία, τις δομές υγείας και τους χώρους δουλειάς που θα απαιτήσει να σωθεί ο λαός και οι εργαζόμενοι/ες. Για να ανασάνει η κοινωνία. Για να βγούμε νικητές και όχι νικημένοι στον δύσκολο χειμώνα που ζούμε.
Β. Τι πρέπει να γίνει μπροστά στο τρίτο κύμα, που αναμένεται ακόμη πιο ισχυρό;
Γ. Για ένα καθολικό δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας
Η πανδημία ενισχύει την ανάγκη για μια βαθύτερη κριτική στο σύγχρονο, αστικό μοντέλο υγειονομικής πολιτικής και ταυτόχρονα την ανάγκη για μια νέα, ριζοσπαστική, υγειονομική πολιτική προς όφελος των εργαζομένων και του λαού. Στις σημερινές συνθήκες ένα μέτωπο της μισθωτής εργασίας με τα λαϊκά στρώματα μπορεί να επιβάλει σοβαρές λαϊκές κατακτήσεις στο υγειονομικό σύστημα και ευρύτερα, σε σύγκρουση και ρήξη με την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων της κυβέρνησης και της ΕΕ.
Μια νέα ριζοσπαστική υγειονομική πολιτική απαιτεί ένα ενιαίο, κοινωνικό σχέδιο υγείας σε εθνικό επίπεδο, όπου το δημόσιο θα μετατρέπεται σε καθολικό πάροχο και χρηματοδότη μιας ποιοτικής και δωρεάν περίθαλψης για όλους και όλες. Βασικοί άξονες της πρότασής μας είναι:
Για να υλοποιηθούν όλα αυτά, απαιτείται να δοθεί λόγος και ρόλος στους εργαζόμενους και πρώτα από όλα στους υγειονομικούς. Εκπροσώπηση στη διοίκηση των δομών Υγείας με εκλεγμένους και ανακλητούς εργαζόμενους/ες από τις συνελεύσεις τους, με ένα αναγεννημένο, ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα υγειονομικών, με ισότιμη και αναβαθμισμένη συμμετοχή των ιεραρχικά κατώτερων, των νοσηλευτριών και νοσηλευτών και των άλλων εργαζόμενων.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΕ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΒΑΘΙΑ ΥΦΕΣΗ
Οι αστικές κυβερνήσεις και τα κράτη λαμβάνουν διαρκή μέτρα καραντίνας που παραλύουν μεγάλο μέρος της παραγωγής όχι γιατί το ήθελαν, αλλά για να αντέξουν τα σχεδόν διαλυμένα από την προηγούμενη επέλαση των ιδιωτικοποιήσεων δημόσια συστήματα υγείας. Το αποτέλεσμα είναι το απότομο φρενάρισμα των διεθνών και εγχώριων αλυσίδων παραγωγής, μεταφορών και κατανάλωσης.
Έτσι, η επιδίωξη για μέγιστο και γρήγορο κέρδος με αποφυγή της φορολογίας και των δαπανών για το κοινωνικό κράτος και την υγεία οδηγεί στο αντίθετό της: στην απότομη γενική πτώση των κερδών. Με εξαίρεση μια χούφτα πολυεθνικών και μεγάλων επιχειρήσεων που κερδοσκοπεί πάνω στην πανδημία, στα φάρμακα και τα προστατευτικά υλικά, στο ηλεκτρονικό εμπόριο κ.α. και εκτινάσσουν τα κέρδη τους, καταστρέφουν αδύναμα και μικρά κεφάλαια, συγκεντρώνουν την παραγωγή, την ιδιοκτησία και τον πλούτο. Οι τομείς αυτοί, όμως, δεν μπορούν να εξισορροπήσουν την κατάρρευση των επιχειρήσεων μεταφοράς, τουρισμού και ψυχαγωγίας, την απότομη πτώση της συνολικής ζήτησης που παρέσυρε την προσφορά, δηλαδή την παραγωγή.
Ταυτόχρονα, η ανάγκη για οικονομική στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων από το κράτος απαιτεί δισεκατομμύρια δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Αυτό με τη σειρά του φέρνει την ανάγκη για νέους δανεισμούς των κρατών, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη άνοδο των δημόσιων χρεών. Όλα τα φαντάσματα της προηγούμενης κρίσης επανεμφανίζονται διογκωμένα.
Εάν η προηγούμενη καπιταλιστική κρίση ήταν διεθνής, αυτή εδώ είναι παγκόσμια και συγχρονισμένη. Η Κίνα, για πρώτη φορά μετά από τη δεκαετία του ‘60, μπήκε σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης για ένα τρίμηνο. Η άνοδος που εμφανίζει για το σύνολο του 2020, ενώ τη φέρνει σε πλεονεκτική θέση, δεν μπορεί εύκολα να αντιρροπήσει τη διεθνή πτωτική τάση. Οι ΗΠΑ χτυπιούνται περισσότερο από τον αντίπαλό τους. Στην ΕΕ, το Σύμφωνο Σταθερότητας έγινε κουρελόχαρτο και τίθεται ξανά σε ερώτημα η συνοχή της Ευρωζώνης. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες δεινοπαθούν από την απόσυρση κεφαλαίων προς τις ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες για να αντιμετωπίσουν την πανδημία. Δεν φαίνεται κάποιο κέντρο ικανό να αναδειχθεί άμεσα σε ατμομηχανή της ανάκαμψης.
Οι χώρες που έχουν ασθενέστερη βιομηχανική παραγωγή θα χτυπηθούν βαθύτερα. Σε αυτές ανήκει η Ελλάδα. Ο τουρισμός είναι το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα της κρίσης. Στηριγμένη στην περίφημη «τουριστική βιομηχανία» με πάνω από το 20% του ΑΕΠ της η Ελλάδα αναμένεται να έχει πάνω από 10% πτώση του ΑΕΠ για το 2020, κρατικό έλλειμμα κοντά στο 10%, άνοδο του χρέους πάνω από το 200%, ανεργία πάνω από 20%. Η πορεία αυτή θέτει τη χώρα σε μια πρωτοφανή κατάσταση που εγκυμονεί πολύ μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αναστατώσεις.
Η κυβέρνηση και η αστική τάξη, η ΕΕ και η ΕΚΤ ήδη έδειξαν την κατεύθυνσή τους: Δισεκατομμύρια στις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, εκ περιτροπής εργασία – μοίρασμα της ανεργίας, τηλε-εργασία, αντιδημοκρατικά μέτρα επιτήρησης και καταστολής, άρνηση ακόμη και αναδιάρθρωσης του χρέους με τη μέθοδο των ευρωομολόγων. Η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αλλάξει γραμμή, να γίνει πιο κεϋνσιανή. Ο δρόμος για μέτρα μνημονιακού τύπου είναι αναγκαστική επιλογή για την τάξη που υπηρετεί. Νέες μειώσεις συντάξεων, μισθών και εργαζομένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, λουκέτα σε μικρομεσαίους, είναι στο κέντρο της κρυμμένης ατζέντας της.
Τα μεγάλα ερωτήματα για την εργατική τάξη, το λαό και την Αριστερά αναδύονται με οξύτατη μορφή: Πώς θα σωθεί η μισθωτή εργασία, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρομεσαίοι από την καταστροφή; Μπορεί να αντιμετωπιστεί η ύφεση ή είναι αναπόδραστη; Και αν μπορεί, πώς θα γίνει αυτό; Και μετά; Θα συνεχίσουμε με το ίδιο παραγωγικό, καταναλωτικό και κοινωνικό μοντέλο που οδήγησε στην καταστροφή;
Πεποίθησή μας είναι ότι αυτή τη φορά μπορεί «να πάει αλλιώς» για τη μισθωτή εργασία και το λαό. Υπάρχει άλλος δρόμος. Η ύφεση δεν μπορεί να αποφευχθεί, αλλά μπορεί να μειωθεί και να υπάρξει σταδιακά μια ανάκαμψη σε όφελος της εργασίας και σε βάρος του μεγάλου κεφαλαίου. Για αυτό χρειάζεται ένα όσο το δυνατό πιο σαφές πρόγραμμα πάλης και η αντίστοιχη συγκέντρωση δυνάμεων που θα συγκρουστεί με την αστική τάξη και την ΕΕ για να το επιβάλει.
ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να αποποιείται τις ευθύνες της και τις ρίχνει στο λαό, στη νεολαία, στην «ατομική ευθύνη». Ακόμη χειρότερα, αντί για μια «ανακωχή», ώστε να δοθεί νικηφόρα και με στοιχειώδη συνοχή η μάχη της κοινωνίας ενάντια στον κορονοϊό, αξιοποιεί ξεδιάντροπα το δεύτερο κύμα της πανδημίας για να περάσει τα πιο βάρβαρα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα που είχαν στο συρτάρι τους προκαλώντας δικαιολογημένα αντιδράσεις. Όπως ο νόμος για τις πτωχεύσεις και τη δήμευση της λαϊκής περιουσίας από τις τράπεζες, όπως το νομοσχέδιο για την κατάργηση του 8ωρου, για το χτύπημα στα συνδικάτα, όπως οι προτάσεις της κυβέρνησης για την πανεπιστημιακή αστυνομία και την εξίσωση πανεπιστημίων και κολλεγίων.
Για το πρόγραμμα πάλης και τα βασικά αιτήματα οφείλουμε να συνυπολογίσουμε την ύφεση, το βαθμό ωριμότητας και οργάνωσης των εργατικών λαϊκών τάξεων και, κυρίως, την ανάγκη να επιβιώσουν και να προστατευθούν οι εργαζόμενοι/ες «ελέγχοντας τους τυφλούς νόμους της αγοράς» (Μαρξ).
Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να εντοπιστούν οι τεράστιες ανισότητες ανάμεσα στον κατώτατο μισθό και τις ανώτατες αμοιβές των διευθυντικών στελεχών. Χαρακτηριστικά, ο διευθύνων σύμβουλός της Cosmote, το 2019 έλαβε 1.665.524 ευρώ (139.000 μηνιαίως). Η σχέση με τον κατώτατο μισθό είναι στο 1:230. Το σύνολο των μεγαλο-διευθυντών της Cosmote έλαβε 9,9 εκ. ευρώ, των ΕΛΠΕ, 6,65 εκ., της Aegean 1,5 εκ. Στον όμιλο ΔΕΗ, ο διευθύνων σύμβουλος έλαβε 1,55 εκ. ευρώ, το 2018. Στο δημόσιο, ο μισθός των ανώτατων δικαστικών είναι 8.314,56 ευρώ μηνιαία (100.000 ετησίως). Η Νέα Δημοκρατία αύξησε τους μισθούς των διευθυντών των πρώην ΔΕΚΟ, από 4.600 ευρώ το μήνα στα 7.500 ευρώ (90.000 ετησίως). Για αυτό απαιτείται να τεθεί η διεκδίκηση, όχι μόνο για των κατώτατο μισθό, αλλά και για τις ανώτατες αμοιβές των διευθυντικών στελεχών.
Η κατεύθυνση αυτή δυναμώνει σήμερα την πάλη για την προάσπιση του 8ωρου/40ωρου που βάλλεται. Στοχεύει στην ενοποίηση, σταθεροποίηση και ασφάλεια των κατακερματισμένων εργασιακών σχέσεων. Η μείωση του χρόνου εργασίας πρέπει να συνοδεύεται με μέτρα προστασίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το επιχείρημα ότι θα υπάρξει πτώση του ΑΕΠ ή ότι θα καταρρεύσουν επιχειρήσεις διαψεύδεται από τη διεθνή και ελληνική εμπειρία του παρελθόντος. Η άμεση πάλη πρέπει να απαιτήσει καμία μείωση μισθών, καμία χειροτέρευση των συμβάσεων.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΡΑΓΕΣ
Η πολιτική κατεύθυνση όλων των κυβερνήσεων που διαχειρίστηκαν την προηγούμενη κρίση, καθώς και της ΕΕ, όχι μόνον οδήγησε σε μαζική φτωχοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά βάθυνε και επέκτεινε την ύφεση, ενώ δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια σοβαρή ανάπτυξη. Επιπλέον, η ασθενική ανάπτυξη που σημειώθηκε ήταν αντιδραστική, υπέρ του κεφαλαίου και ειδικά του μεγάλου, με υπερεκμετάλλευση και εκτεταμένη φθορά της μισθωτής εργασίας και του περιβάλλοντος.
Ο άλλος δρόμος που προτείνουμε είναι ο δρόμος μιας νέας ριζοσπαστικής οικονομικής πολιτικής με κέντρο το δημόσιο τομέα και με εκτεταμένο κοινωνικό και εργατικό έλεγχο. Με αυτή την κατεύθυνση μπορεί να μειωθεί χρονικά η ύφεση και να προχωρήσει η χώρα με ταχύτητα σε μια σοβαρή, φιλεργατική και φιλολαϊκή ανάπτυξη. Μια τέτοια ανάπτυξη απαιτεί βαθιές αντικαπιταλιστικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, εθνική αντιιμπεριαλιστική ανεξαρτησία και ισότιμες διεθνείς σχέσεις.
Οι νεοκεϋνσιανές και οι αντινεοφιλελεύθερες μετακεϋνσιανές θεωρίες ασκούν κριτική, αλλά μόνον σε δευτερεύουσες πλευρές αυτού του μοντέλου. Οι θεωρίες της αποανάπτυξης θέτουν κρίσιμα ζητήματα, αλλά δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες. Ριζοσπαστικά αριστερά ρεύματα μένουν μόνον στη υπαρκτή αρνητική διάσταση της αποβιομηχάνισης.
Απαιτείται μια νέα αντίληψη για την ανάπτυξη. Διεκδικούμε μια συνολική παραγωγική, καταναλωτική και πολιτιστική ανασυγκρότηση στηριγμένη στη μισθωτή εργασία, στα δημόσια αγαθά και τις κοινωνικές ανάγκες, στον κοινωνικό σχεδιασμό και το κοινωνικό κράτος, στην υγεία, την παιδεία, τη δημοκρατία και τον πολιτισμό. Στο κέντρο αυτού του μοντέλου είναι η κοινωνία, η εργατική τάξη και ο λαός σε αρμονία με τη φύση.
Πρόκειται, βεβαίως, για μια άλλη αντίληψη για την κοινωνική οργάνωση, που απαιτεί την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση, όμως, το εργατικό και λαϊκό κίνημα μπορεί από σήμερα να επιβάλει κατακτήσεις, να ελέγξει τους «τυφλούς νόμους» του κέρδους, της αγοράς και του χρήματος, να μειώσει την καταστροφή της φύσης, τις επιπτώσεις από τις επιδημίες και τις οικονομικές κρίσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να επιβάλει αυστηρά μέτρα στις πολυεθνικές της αγροδιατροφικής και εξορυκτικής βιομηχανίας που καταστρέφουν τα δάση, τα άγρια και οικόσιτα ζώα, που ωθούν στην κλιματική αλλαγή, με μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
Η κυβέρνηση και οι αστικές δυνάμεις αξιοποιούν κυνικά και συστηματικά την πανδημία για να κατεδαφίσουν συλλογικές λαϊκές ελευθερίες, ατομικά δημοκρατικά δικαιώματα και συνταγματικά κατοχυρωμένες κατακτήσεις. Ο κατάλογος είναι μακρύς: Νόμος για το δραστικό περιορισμό των διαδηλώσεων, σχέδια για αστυνομικά τμήματα στα πανεπιστήμια, αύξηση του αριθμού και των δαπανών για την αστυνομία, άρση ασυλίας για βουλευτές και βουλεύτριες που άσκησαν κριτική στη χρήση κουκουλοφόρων αστυνομικών, αυθαίρετες προσαγωγές και συλλήψεις, ακόμη και δικηγόρων, νέα μέσα καταστολής, σχέδια για νέους περιορισμούς και ηλεκτρονικούς ελέγχους στην απεργία και τα συνδικάτα, ενδυνάμωση του διευθυντικού δικαιώματος, διακυβέρνηση με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου κ.α.
Πρόκειται για μια γενικότερη τάση του καπιταλισμού, η οποία γεννιέται από μια διπλή αδυναμία: Από την αδυναμία του συστήματος να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας, να προσφέρει ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» ενσωμάτωσης. Και από την αδυναμία του εργατικού και λαϊκού κινήματος να αντιτάξει αποτελεσματική μαζική αντίσταση, να συγκροτήσει ένα κοινωνικό και πολιτικό αντίπαλο δέος απέναντι στην αστική πολιτική.
Το αποτέλεσμα είναι να οικοδομείται ένα μόνιμο «κράτος έκτακτης ανάγκης», καταστολής και αστυνόμευσης, σε βάρος του κοινωνικού κράτους. Αντί να ενισχύεται η δημόσια υγεία, παιδεία και ασφάλιση και η δημοκρατική λαϊκή παρέμβαση, ενισχύονται και αντιδραστικοποιούνται η αστυνομία, ο στρατός, το δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα, η εκτελεστική εξουσία. Και μαζί τους, ο έλεγχος του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου και του διαδικτύου από ένα σύμπλεγμα μεταξύ ιδιωτικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων με τους κρατικούς μηχανισμούς, σε βάρος της ελεύθερης πληροφόρησης και κυκλοφορίας των ιδεών, σε βάρος των προσωπικών δεδομένων.
Σε αυτή την αντιδραστική κατεύθυνση κινήθηκαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και των διαφόρων συνδυασμών τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, δεν αντιτάχθηκε σε αυτή την κατεύθυνση και, παρά ορισμένα θετικά μέτρα, συνέβαλε με το νόμο περιορισμού της απεργίας και το ιδιώνυμο στην αντίσταση στους πλειστηριασμούς, ανοίγοντας το δρόμο στη ΝΔ για μια γενικευμένη χρήση του ιδιώνυμου.
Παράλληλα, αναγεννιούνται και ανδρώνονται τα ακροδεξιά, ακόμη και τα νεοφασιστικά, ρεύματα, τα οποία φτάνουν μέχρι τη συγκρότηση «ταγμάτων εφόδου» και τρομοκράτησης των συνδικάτων, των μεταναστών και προσφύγων, των γυναικών και των ομοφυλόφιλων. Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα ως εγκληματικής οργάνωσης αποτελεί μια νίκη του αντιφασιστικού, δημοκρατικού και λαϊκού κινήματος. Όμως, οι κοινωνικές αιτίες και ειδικά οι βαθύτερες σχέσεις του νεοφασισμού στους κρατικούς μηχανισμούς, τους επιχειρηματικούς κύκλους, τα ΜΜΕ, την Εκκλησία, δεν έχουν εκριζωθεί. Ο νεοφασισμός είναι εδώ με διάφορες νέες μορφές.
Για όλους αυτούς τους λόγους, απαιτείται να δημιουργηθεί ένα μαζικό κίνημα, ένα μέτωπο για την υπεράσπιση και τη διεκδίκηση μέτρων διεύρυνσης των λαϊκών ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, για την αντιμετώπιση του νεοφασισμού. Σε αυτό το μέτωπο πάλης μπορεί ιδιαίτερα θα βοηθήσει η ίδρυση μιας μαζικής δημοκρατικής κίνησης.
Απαιτείται ένα πλαίσιο πάλης με τους παρακάτω βασικούς άξονες:
Μέτρα σαν τα παραπάνω μπορούν να επιβληθούν από ένα εργατικό και λαϊκό μέτωπο πάλης, τόσο στην πράξη όσο και νομικά, μέχρι και μια μεγάλη, δημοκρατική αλλαγή του Συντάγματος.
Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων