Εργατικός Αγώνας

Δεκατρία χρόνια χωρίς τον Χαρίλαο

Συμπληρώνονται σήμερα 13 χρόνια από τις 22 Μαΐου του 2005 που ο Χαρίλαος Φλωράκης έφυγε από την ζωή. Για την απώλειά του δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο. Η απουσία του είναι αντιληπτή σε όλους όσους έζησαν την περίοδο που ήταν εν ζωή και ενεργός στα πολιτικά πράγματα.

Γνώμη μας ήταν και παραμένει ότι οι ηγετικές προσωπικότητές αυτού του μεγέθους παραμένουν ζωντανές και παραδειγματίζουν μέσα από το έργο τους.

Στο πλαίσιο αυτό δημοσιεύουμε μια έκθεση του Χαρίλαου προς το κόμμα, αμέσως μετά τον εμφύλιο, που αναφέρεται στην δράση του στον ΔΣΕ. Το ντοκουμέντο αυτό έχει μεγάλη ιστορική σημασία για τις πληροφορίες που περιέχει αλλά είναι και ιδιαίτερα διδακτικό καθώς ξεδιπλώνεται η φυσιογνωμία του καπετάν Γιώτη ως στρατιωτικού ηγέτη του ΔΣΕ, επαναστάτη και λαϊκού αγωνιστή.

Εργατικός Αγώνας

 

ΕΚΘΕΣΗ

του σ. Χαρίλαου Γιώτη

Διάβασα τα πορίσματα της Επιτροπής του Π.Γ., σχετικά με τις διάφορες υποθέσεις της Νότιας Ελλάδας, καθώς και τις εκθέσεις των σ. Ηρακλή και Αθανασίου. Με την ευκαιρία αυτή θα επεκταθώ και γενικότερα και για άλλα ζητήματα. Στην προσπάθειά μου αυτή θα μιλήσω και για τον εαυτό μου αναγκαστικά. Θα αναφέρω και ορισμένες λεπτομέρειες που φέρνουν στην επιφάνεια τις δυσκολίες, κάτω από τις οποίες δουλέψαμε. Αυτό το κάνω, όχι για να περιορίσω ή να συμπιέσω την κριτική ή αυτοκριτική μου, ούτε για να περιορίσω τις ευθύνες μου -και για τις συγκεκριμένες υποθέσεις που αναφέρονται στα πορίσματα της Επιτροπής και για τυχόν άλλες ακόμα- ούτε για να παρουσιάσω τώρα σοφία, αλλά γιατί πιστεύω ότι έτσι θα βοηθήσω να πλουτισθούν τα συμπεράσματα, -πράγμα που θα ωφελήσει όλους μας.

Μέχρι το Μάρτη του 1948 ήμουνα στη Ρούμελη, στο Αρχηγείο Δυτικής Στερεάς.

Ποια ήταν η αντίληψή μου για τη Θεσσαλία;

Ότι το Κίνημα δεν πάει καλά. Ότι στη διοίκηση, επιτελείο, παρακάτω διοικήσεις και τμήματα (εκτός από λίγες εξαιρέσεις) υπήρχε εντελώς και ακριβώς αντίθετη νοοτροπία, απ’ ό,τι υπήρχε στη Ρούμελη. Διαφορετικό πνεύμα στον τρόπο διοίκησης και καθοδήγησης, στην τακτική που έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε, στη χρησιμοποίηση των στελεχών, στον τρόπο αντιμετώπισης και λύσης των διαφόρων προβλημάτων κ.λπ.

Από πού σχημάτισα την τέτοια αντίληψη:

Πρώτο, η δράση και γενικότερη κατάσταση της Θεσσαλίας (και τμημάτων) φανέρωνε τί πνεύμα επικρατούσε. Δηλαδή: ήξερα ότι το χειμώνα 1946-47 είχε πάνω από 2.500 αντάρτες (και) ότι μέχρι το χειμώνα του 1948 δεν είχε καμιά αξιόλογη δράση. Το πόσο χτυπητό ήτανε το γεγονός αυτό της έλλειψης δράσης στη Θεσσαλία, φαίνεται και από την παρακάτω χαρακτηριστική φράση του Μοναρχοφασιστικού επιτελείου: Όταν μιλούσε για τη δράση των τμημάτων του Δ.Σ. στη Θεσσαλία, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1948 έλεγε “η αναμολυνθείσα Θεσσαλία”. Ήξερα ότι, είχε τις πλουσιότερες επιμελητειακές πηγές, τα τμήματά της πεινούσαν και, βασικά, το χειμώνα 1947-48 τροφοδοτούνταν από αποθήκες ή πηγές της Ρούμελης.

Δεύτερο, (έχω) άμεση αντίληψη από έναν κοινό ελιγμό που κάναμε από Ευρυτανία – Βάλτο – Τζουμέρκα – Βωβούσα τον Οκτώβρη του 1947 (3η Ολομέλεια) με τα τμήματα του Α.Θ. – Δυτ. Στερεάς – λόχου Ασφάλειας του Α.Ρ. και Διοίκησής του – Άοπλοι Θεσσαλίας – Ρούμελης. Εκεί, με την πρώτη ματιά, διέκρινε κανένας τη διαφορά που επικρατούσε. Το Αρχ. Θεσσαλίας είχε συγκεντρώσει γύρω του -εκτός του πλουσιότατου σε αριθμό επιτελείου- και μια σειρά ακόμα στελέχη, χωρίς καμιά ουσιαστική δουλειά, με την αντίληψη να διαφυλάξουμε τα στελέχη κοντά στο Δ.Σ., έξω από τα τμήματα. Είχανε, για τις ανάγκες της κίνησής τους, όλοι μεταγωγικά για καβάλα και μεταφορά των ατομικών τους ειδών, -μέχρι βελέντζες φλοκιαστές. Αντίθετα, από την πλευρά της Ρούμελης, δεν υπήρχε κανένα μεταγωγικό για τέτοιο σκοπό, κανένα στέλεχος έξω από το τμήμα, κανένας δεν είχε ούτε μια κουβέρτα, -διαπαιδαγωγημένοι όλοι μέσα στη σκληράδα και στην απλότητα. Αναφέρω τρία χαρακτηριστικά γεγονότα του ελιγμού εκείνου, που μαρτυρούν το πνεύμα και τη νοοτροπία που επικρατούσε:

1) Ο σ. Ντίνος Παλαιολόγου (Αμπλιανίτης), ταγματάρχης, βλέποντας για πρώτη φορά το Αρχηγείο Θεσσαλίας στην κίνησή του είπε χαρακτηριστικά: “Τούτο δεν είναι Αρχηγείο, είναι συμπεθερικό”. Την εικόνα αυτή την έδιναν τα μεταγωγικά, οι σύντροφοι που ήτανε καβάλα, οι πολύχρωμες φλοκιαστές κουβέρτες κ.λπ. Το αναφέρω αυτό, γιατί κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν ήταν δυνατό να αποφασίσεις επιθετικό ελιγμό ή, αν αποφάσιζες, δεν μπορούσες να τον πραγματοποιήσεις.

2) Στη μάχη που δώκαμε, κατά τη διάρκεια του ελιγμού στα αντερείσματα του Κοκκινόλακκου, ο λόχος Ασφάλειας του Αρχ. Ρούμελης επί 24 ώρες αντιμετώπιζε 200 χωροφύλακες που επιτέθηκαν από τη γέφυρα του Κοράκου. Η αποστολή του λόχου ήτανε βασική εξασφάλιση του δρομολογίου για το πέρασμα της φάλαγγας προς βορρά. Λόγω των απωλειών του λόχου και για την καλύτερη εκπλήρωση της αποστολής, μπήκε ζήτημα αντικατάστασής του. Η μόνη εφεδρεία που υπήρχε (…) ήτανε ένα τμήμα ουλαμού υπαξιωματικών του Αρχ. Θεσσαλίας. Όταν μπήκε ζήτημα αντικατάστασης του λόχου από τον ουλαμό, το Α.Θ. (σ.σ. λείπει λέξη) την αντίληψη ότι το τμήμα τούτο προορίζεται για στελέχη, δεν πρέπει να πάρουν διάταξη, δεν πρέπει να μπουν στη μάχη κ.λπ.

3) Σε προσωπική συζήτηση με στελέχη του επιτελείου του Α.Θ., ισχυρίζονταν ότι τα τμήματα της Ρούμελης ήταν τυχερά! Όπου χτυπιόντανε με τον εχθρό, τον διαλύανε! Εδώ δείχνει, ότι την υπόθεση της δράσης τη βλέπανε σαν κάτι το τυχερό, όχι σαν υπόθεση και πρόβλημα τακτικής καθοδήγησης. Έχοντας τα παραπάνω υπόψη μου και όταν ο σ. Καραγιώργης το Μάρτη του 1948 μου ανακοίνωσε την τοποθέτησή μου στο Αρχ. Θεσσαλίας, του εκδήλωσα σοβαρές επιφυλάξεις, μπροστά στη Διοίκηση του Αρχ. Ρούμελης σ. Διαμαντή, Κοτσάβρα, αν ήμουνα σε θέση ν’ αναλάβω μια τέτοια σοβαρή αποστολή.

Στο τέλος τον Μάρτη τον 1948 πήγα στη Θεσσαλία. Ποια ήτανε η κατάσταση: Είναι γεγονός ότι βρίσκονταν σε κάποια αναταραχή και, μπορεί να πει κανένας, απαρχή αλλαγής από το προηγούμενο βάλτωμα. Η αναταραχή αυτή έγινε με τις επιχειρήσεις Φαρσάλων – Καλλιφωνίου κ.λπ. και μια σειρά ακτίφ και μέτρα που πήρε στον Όθρυ (σ.σ. λείπει λέξη) ιππικό ο σ. Καραγιώργης στο διάστημα που έκανε διοικητής.

Στο Σ.Δ. του Αρχ. Θεσσαλίας υπήρχε το επιτελείο πλήρες, τουλάχιστον από άποψη αριθμού. Επιτελάρχης ο σ. Αμάρμπεης, I Γραφείο ο σ. Βαγ. Παπαβασιλείου, II Γραφείο ο σ. Κωτούλας, III οι σ. Ζαφείρης και Καραστέργιος, δικαστικό ο σ. Αλεξανδρής, επιμελητεία ο σ. Μανόπουλος και ο σ. Λουλές, υγειονομική υπηρεσία ο σ. Σκύφτης, διαφώτιση ο σ. Καρνάς κ.λπ. Ακόμα υπήρχαν και οι παρακάτω σύντροφοι: 1) Κ. Γκριτζώνας, 2) Π. Περδίκης, 3) Στ. Καραγιώργης (μετέπειτα επίτροπος 192 Ταξιαρχίας), 4) Γ. Παπαϊωάννου, 5) Κ. Δανηλούλης (μετέπειτα επίτροπος τάγματος της πόλης Τρικάλων), 7) I. Κουφόπουλος (μετέπειτα επίτροπος Καρδίτσας), 8) Νοτόπουλος, 9) Παπακώστας, 10) Πλαϊνής, 11) Π. Αβδελίδης, 12) Κλιάφας, 13) Α. Λιάκος, 14) Β. Έξαρχος, 15) Θ. Νταφούλης, 16) Π. Μενιδιάτης.

Όλοι οι παραπάνω σύντροφοι, από τον καιρό που βγήκαν στο βουνό, δεν είχαν χρησιμοποιηθεί σε τμήμα. Γενικά, επικρατούσε το πνεύμα της μαλθακότητας. Υπήρχε το Αρχηγείο Αγράφων (1382). Είχε δύναμη 25 περίπου πιο πάνω από τη σύνθεση μιας κανονικής ορεινής ταξιαρχίας. Στην ουσία, δεν είχε ούτε ένα πλήρες τάγμα μάχιμο. Υπήρχαν διάφοροι σχηματισμοί -μέχρι και λόχος εργατών.

Εξαίρεση αποτελούσε το τάγμα Μπαντέκου, που ήταν τμήμα μαχητικό. Στα υπόλοιπα τμήματα, η κατάσταση ήτανε ασαφής. Το ιππικό λίμναζε στο Λιοντάρι. Η Ανατολική Θεσσαλία -θα μπορούσε να πει κανένας- αποτελούσε ξέχωρο βασίλειο. Αναφέρω ένα ραδιοτηλεγράφημά μου προς την 123 Ταξιαρχία που δείχνει τι γνώριζε το Αρχηγείο Θεσσαλίας γι’ αυτή: σε ποιά κατάσταση βρίσκονταν από άποψη στρατιωτικοποίησης- συναίσθησης ευθύνης, καθοδηγημένης δράσης. Ύστερα από πολλές άκαρπες προσπάθειες αναγκάστηκα να τηλεγραφήσω, επί λέξει: ‘‘Επιτέλους πρέπει να καταλάβετε ότι πρέπει να μάθουμε πόσοι είσθε, πού βρίσκεσθε και τι κάνετε’’. Επιμελητειακά δεν υπήρχε τίποτε. Εξοικονομιόταν 50 δράμια μπομπότα με δάνεια από τη Ρούμελη.

Το βασικότερο απ’ όλα, (όμως) ήταν, ότι, τόσο το Αρχηγείο Θεσσαλίας, όσο και τα τμήματα της Δυτικής Θεσσαλίας, ήταν έξω από τη Θεσσαλία. Ήταν στην περιοχή Κλειτσού, Νευρούπολης – Αργιθέας – Κόζιακα – Τζουμέρκων – Χασιών – Αντιχασιών – Φαρκαδώνας – Οξυάς. Ριζά και στον κάμπο της Θεσσαλίας δεν υπήρχαν τμήματα του Δημ. Στρατού. Η περιοχή του Κόζιακα (ειδικά) βάραινε ιδιαίτερα στους συναγωνιστές σαν κάτι το τρομερό. Είχε τόση επίδραση, που, όταν ετοιμάζαμε τη διείσδυση και στέλναμε αποστολές για πληροφορίες, φθάνανε μέχρι το ποτάμι Πορτιάτης (σύνορα Αργιθέας – Κόζιακα) και γυρίζανε πίσω.

Τα παραπάνω τ’ αναφέρω για να δώσω μια εικόνα του πόσο εύκολη ή δύσκολη ήτανε η δουλειά στη Θεσσαλία, σε συνδυασμό, φυσικά, με τα καθήκοντα για την πραγματοποίηση των σκοπών και επιδιώξεων του ΚΓΑΝΕ και ΓΑ για τη Θεσσαλία. Θα ήτανε, κατά τη γνώμη μου, πολύ ευκολότερη η δουλειά να γίνει κάτι που δεν υπήρχε, παρά να χρειάζεται σύγχρονα να ξεριζώνεις κάτι που στραβά έγινε. Βασική αιτία, κατά τη γνώμη μου, για την κατάσταση που υπήρχε στη Θεσσαλία το γεγονός ότι, οι σύντροφοι του Α.Θ. δεν είδαν ποτέ το καινούργιο του Δημοκρατικού Στρατού, το καινούργιο της κατάστασης, το χαρακτήρα και τις απαιτήσεις του αγώνα. Τον Δ.Σ. τον είδαν σαν ανασύσταση του ΕΛΑΣ. Τα ίδια και απαράλλαχτα πήγαν να εφαρμόσουν -και μάλιστα με κέντρο βάρους τα αρνητικά του ΕΛΑΣ.

Αυτό το βγάζω από τους βαρείς και δυσκίνητους μηχανισμούς και σχηματισμούς από τα πάνω μέχρι κάτω, από τη νοοτροπία της Σ.Δ., το πνεύμα μαλθακότητας, άνεσης κ.λπ., τον τρόπο χρησιμοποίησης των στελεχών, την έλλειψη του επιθετικού πνεύματος, την άρνηση -τουλάχιστον στην πράξη- της βασικής αρχής ότι μόνο με τον πόλεμο τον επιθετικό θα λυθούν όλα τα προβλήματα. Γενικά, από την τακτική που ακολούθησαν για την αντιμετώπιση και λύση των διαφόρων προβλημάτων (εκστρατείες, στρατολογία, διεύρυνση του χώρου, φθορά του εχθρού, διαπαιδαγώγηση τμημάτων και στελεχών κ.λπ.)… (αυτό προκύπτει).

Στη δύσκολη αυτή κατάσταση αγωνίστηκα. Συνάντησα πολλές αντιδράσεις και δοκίμασα πολλές απογοητεύσεις. Ιδιαίτερα στο σπάσιμο του πνεύματος της μαλθακότητας, της απλοποίησης του μηχανισμού, της ανάπτυξης πνεύματος επιθετικού, συναίσθησης ευθύνης και εκπλήρωσης αποστολής. Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα:

Στις επιχειρήσεις της Νευρούπολης τον Απρίλη του 1948 (μόλις είχα πάει), δυο φορές, τάγματα αποσύρθηκαν δίχως διαταγή και δίχως καν να με ειδοποιήσουν. Τη δεύτερη φορά, μάλιστα, παρά λίγο να πέσω στον εχθρό (να ερωτηθεί ο σ. Αμάρμπεης). Κατά τη διείσδυσή μας στον Κόζιακα δυο διλοχίες, του Ασπροπόταμου και Αβραάμ, δεν ακολούθησαν το δρομολόγιο που όριζε η διαταγή και ήρθαν από άλλο… γιατί δεν ήξεραν το δρόμο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση κατά πολύ της απόδοσης της επιχείρησης κατά την είσοδό μας στον Κόζιακα. Σε μια διαδρομή μας είδα το σ. Περδίκη να έχει δυο μεταγωγικά (ένα καβάλα και ένα για τα πράγματά του). Απέφυγα να του κάνω απευθείας παρατήρηση και απλά τον ρώτησα επί λέξει: “Δυο ζώα έχετε, σ. Παναγιώτη”; -θέλοντας με αυτό να του θυμίσω ότι δεν είναι σωστό κ.λπ. Το αποτέλεσμα ήτανε την άλλη μέρα να στείλει ένα 4σέλιδο γράμμα στη Διοίκηση του Αρχ. Θεσσαλίας. Θεωρούσε τον τρόπο της ερώτησής μου προσβλητικό κ.λπ. Γενικά, υπήρχε μια ευθιξία, που εγώ τη χαρακτηρίζω υπερβολική και, μάλιστα, για ορισμένους αρρωστιάρικη.

Το γεγονός αυτό μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση, μίλησα στο σ. Ζήση για την ευθιξία αυτή που υπήρχε. Ο σ. Ζήσης μου απάντησε να μην κάνω σύγκριση με τη Ρούμελη. Εδώ το πολιτικό επίπεδο είναι πολύ ανεβασμένο, -ομολογώ πάντως, ότι μέχρι σήμερα δεν πείστηκα γι’ αυτό-, ότι δηλαδή, η ευθιξία αυτή οφείλονταν στο ψηλό πολιτικό επίπεδο. Γενικά, στην προσπάθειά μου αυτή βοηθήθηκα από τη Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ.

Ο επίτροπος σ. Ζήσης δεν με ενεθάρρυνε. Μπορώ να πω με κράτησε και σε κάποια απόσταση. Ακόμα δε, με τη στάση του απέναντι στους επιτρόπους πόλεων και στη διαχείριση ορισμένων άλλων ζητημάτων, με τη θέση του (“αυτά είναι ζητήματα κομματικά, πολιτικά κ.λπ.) δημιούργησε έναν διαχωρισμό στην ενότητα της Διοίκησης και μου δημιούργησε μια ψυχολογία κάποιας απόστασής του από το κόμμα.

Είναι γεγονός ότι με τη δουλειά όλων των συντρόφων και τη βοήθεια του ΚΓΑΝΕ και του Γ.Α., η κατάσταση στη Θεσσαλία άλλαξε. Το ν’ αναφέρω εδώ συγκεκριμένα, νομίζω δεν έχει κανένα νόημα, γιατί είναι γνωστά και δεν βλέπω το τι πρόκειται να εξυπηρετήσει. Θα πω μονάχα τη γνώμη μου για ορισμένα προβλήματα της Νότιας Ελλάδας και για ορισμένες επιχειρήσεις:

1. Το ΚΓΑΝΕ από την ίδρυσή του και οι Διοικήσεις των Μεραρχιών, δεν είδαμε και δεν λύσαμε το οργανωτικό πρόβλημα των τμημάτων της Ν. Ελλάδας. Η λύση του προβλήματος αυτού έπρεπε να είναι τέτοια που να εξυπηρετεί την αποστολή και τακτική των τμημάτων του ΚΓΑΝΕ. Συνεπώς, η αποστολή, η τακτική δράσης και οι συνθήκες (ανεφοδιασμός κ.λπ.) καθόριζαν το πόσες και τι είδους δυνάμεις και σχηματισμοί χρειάζονταν για τη Ν. Ελλάδα. Η εκπλήρωση της αποστολής των τμημάτων ΚΓΑΝΕ θα πραγματοποιόταν με την τακτική της διαρκούς κίνησης, των επιθετικών ελιγμών και διεισδύσεων, με αιφνιδιαστικές συγκεντρώσεις των δυνάμεων κ.λπ., χωρίς ιδέα διατήρησης μονίμου, σταθερού ελεύθερου χώρου. Η έννοια του δεύτερου μετώπου έπρεπε να τοποθετηθεί σαν αδιάκοπη και πολυποίκιλλη δράση σ’ όλη τη Ν. Ελλάδα, δίχως όρια και σύνορα. Συνεπώς, και η αποστολή και η τακτική καθόριζαν ότι στη Ν. Ελλάδα χρειάζονταν απ’ την αρχή τμήματα επίλεκτα -ευέλικτα, τουλάχιστον από άποψη ποιότητας. Άποψη ποιότητας θα καθόριζαν βασικά διάφοροι άλλοι παράγοντες (πώς λύθηκε το πρόβλημα του εφοδιασμού, η έκταση της αποστολής, η γενική τακτική κατάσταση κ.λπ.). Λέω, ότι το πρόβλημα υπήρχε από την αρχή και ότι η εκστρατεία του εχθρού το 1949 το έφερε στην επιφάνεια σε όλο του το μέγεθος. Ακόμα και ασάφεια στην τακτική και στον τρόπο διατήρησης του ελεύθερου χώρου, για τους παρακάτω λόγους:

α’. Από την αντίληψη για οργάνωση και ετοιμασία των εφεδρειών στη Ν. Ελλάδα.

β’. Από τον τρόπο που βάζαμε στα τμήματα τους νεοστρατολογημένους.

γ’. Από τη χρησιμοποίηση των αιχμαλώτων.

δ’. Από τη δημιουργία ή ανοχή μιας σειράς μηχανισμών και σχηματισμών, -ιδιαίτερα επιμελητειακών.

ε’. Από το καλοκαίρι του 1948 φάνηκε το πρόβλημα: ότι υπήρχε μια σειρά ανθρώπων που δεν μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν στις συνθήκες της Ν. Ελλάδας, βρίσκονταν έξω από τα τμήματα κρούσης και το ζήτημα δεν μπήκε κατηγορηματικά να λυθεί.

στ’. Η διατήρηση μιας σειράς στελεχών, που λόγω σωματικών κ.λπ. αδυναμιών δεν μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν. Και

ζ’. Από το ποσοστό χρησιμοποίησης των γυναικών -(από) 50-60%.

Αν η λύση του προβλήματος αυτού γινότανε αποφασιστικά από το φθινόπωρο του 1948, εκτός των άλλων, θα είχαμε και σοβαρά επιμελητειακά αποθέματα για το 1949. Μόνο από τα Αντιχάσια στείλαμε το καλοκαίρι του 1948 στη Δ. Θεσσαλία περί τις 10.000 πρόβατα και 1.000 γελάδια. Αυτά βασικά φαγώθηκαν από τα έμπεδα και κόσμο που βρίσκονταν έξω από τα τμήματα κρούσης. Όταν το Νοέμβρη του 1948 έφτασα στη Δ. Θεσσαλία και συνάντησα τη Σ.Δ. της Μεραρχίας στο χωριό Καρβασαρά των Αγράφων, μόνο 1.500 πρόβατα υπήρχαν. Φυσικά, είναι γνωστές οι συνέπειες της μη λύσης του προβλήματος αυτού (στέρηση εφεδρειών, αδικαιολόγητες απώλειες, λιποταξίες, μείωση πολεμικής απόδοσης, πείνα κ.λπ.). Την αναγκαιότητα και τα καλά αποτελέσματα που θα είχε η λύση του προβλήματος αυτού, θα μπορούσε κανείς να τα παρομοιάσει με το βοτάνισμα σ’ ένα σπαρτό. Τη διέξοδο στη λύση του προβλήματος αυτού -που κυριολεκτικά μας καταπίεζε, που δεν ήταν διέξοδος λύσης, αλλά περιπλοκή- τη δώσαμε στις Μονάδες Χώρου.

Οι Μονάδες Χώρου, σαν ιδέα και απόφαση, ήταν σωστή, ήταν κάτι που το ζητούσε η κατάσταση, ήταν απαραίτητες. Είναι δε, επίσης, γεγονός, ότι οι περισσότερες πρόσφεραν πολλά. Το λάθος εδώ δεν είναι η δημιουργία των Μονάδων Χώρου. Το λάθος είναι, ότι, αντί να τις πλαισιώσουμε με λίγο και κατάλληλο κόσμο για την εκπλήρωση της αποστολής τους, για την οποία ιδρύθηκαν, στέλναμε ό,τι δεν έκανε για τα τμήματα. Έτσι, οι Μονάδες Χώρου κατάντησαν οι πόλοι συγκέντρωσης των αδυνάτων, ανικάνων και ακατάλληλων για τα τμήματα κρούσης. Δηλαδή, όλον τον κόσμο βασικά που έπρεπε να φύγει για Βόρεια Ελλάδα.

Σχετικά με τον εαυτό μου στο παραπάνω βασικό πρόβλημα: Αναμφισβήτητα φέρνω ευθύνη αφού δεν λύθηκε το πρόβλημα αυτό και σαν υπεύθυνη Διοίκηση και σαν κομματικό στέλεχος. Θα αναφέρω μονάχα ορισμένες προσπάθειές μου σχετικά μ’ αυτό: Από το 1948 ακόμα επανειλημμένα το είχα βάλει στη Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ. Φυσικά, όχι τόσο ολοκληρωμένα, αλλά σαν αποσυμφόρηση από τους αδύνατους, γυναίκες, τραυματίες, στελέχη κ.λπ. Η Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ ήταν σύμφωνη. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να γίνει, γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα ταχτοποίησης εκ μέρους του Γεν. Αρχηγείου. Ομολογώ, ότι ήτανε τόσο στερεωμένη η αντίληψη αυτή μέσα μου, ώστε, όταν το φθινόπωρο του 1948 έστειλα περί τους 50 αδύνατους και τραυματίες -μισούς με το σ. Βαλασούλη και μισούς με το σ. Νέστορα- από τα Χάσια (με δική μου πρωτοβουλία, επειδή απουσίαζε η Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ) περίμενα έλεγχο από το Γ.Α. για την πράξη μου αυτή.

Το Γενάρη τον 1949, όταν οι σ. Καραγιώργης, Κολιγιάννης και Ζωγράφος φεύγανε από το Φουρνά γι’ απάνω, τόνισα ότι το πιο επείγον σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να λυθεί με το Γεν. Αρχηγείο, είναι το πέρασμα του κόσμου απάνω. Τον ίδιο μήνα, έβγαλα προπαρασκευαστική διαταγή προς όλα τα τμήματα -ακόμα και της Αν. Θεσσαλίας- να ξεχωρίσουν, να οργανώσουν και ετοιμάσουν τον κόσμο κανονικά και, μόλις πάρουν νεότερη (περίμενα διαταγή από το ΚΓΑΝΕ), να τον κινήσουν προς τη Μονάδα 77, όπου ορίστηκε ο τελικός χώρος συγκέντρωσης. Στη διαταγή αυτή υπήρχε ειδική παράγραφος, που τόνιζα, να μην επηρεασθούν οι Διοικήσεις από τυχόν μείωση της δύναμής τους, αλλά να ξεχωρίσουν όλους εκείνους που, για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στις συνθήκες της Ν. Ελλάδας. (Παρακαλώ να ρωτηθεί ο σ. Λευτεριάς που ήτανε διοικητής της Μονάδας 77).

Παρόλο που δεν είχα σχετική διαταγή, διέταξα την κίνηση της φάλαγγας -από 1.100 περίπου-, προς Τζούρτζα. Η φάλαγγα έφτασε στις αρχές του Φλεβάρη στη Μεσοχώρα του Κόζιακα. Με διαταγή του σ. Μωρηά η φάλαγγα γυρνάει πίσω στη Μπουκουβίτσα της Αργιθέας. Δημιουργήθηκε ένα καινούργιο πρόβλημα, -ασφάλειας της φάλαγγας, επισιτισμού, εχεμύθειας αποστολής κ.λπ.

Η κατάσταση αυτή επέδρασε ανασταλτικά στη συνέχιση της δουλειάς αυτής, ακόμα και για τους αιχμαλώτους και για τα έμπεδα. Δεν το έβαλα το πρόβλημα αυτό απευθείας στο Πολ. Γραφείο ή στο Γεν. Αρχηγείο. Πιθανόν να επέδρασε το γεγονός, ότι και η Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ δεν είχε αντίρρηση στη λύση του.

2) Σχετικά με την επιχείρηση της Καρδίτσας: Εδώ υπάρχει ένα βασικό λάθος: το ότι δεν υπήρχε άμεση ενιαία διεύθυνση των τμημάτων που ενεργούσαν στην πόλη. Αν αυτό γινόταν, θα αποφεύγονταν ασφαλώς οι ελλείψεις της σύνδεσης και (σ.σ. λείπει λέξη) η δυνατότητα αντιμετώπισης κάθε απροόπτου. Ασφαλώς θα αποφεύγονταν και το δεύτερο λάθος στο σχέδιο: ο χωρισμός των δύο βασικών εχθρικών στηριγμάτων στην πόλη, -ο Σιδηροδρομικός Σταθμός, οι Στρατώνες. Οι δύο αυτοί στόχοι ήταν βασικά στηρίγματα, ιδιαίτερα για την κυριαρχία στο ΒΔ, Δυτικό και ΝΔ μέρος της πόλης. Με την κατάληψη των στόχων άνοιγαν δυο αυτοκινητόδρομοι για τα Ριζά των Αγράφων. Τα στηρίγματα αυτά, λόγω της σημασίας τους, είχαν καλά οχυρωθεί και η εδαφική τους ενότητα, τους επέτρεπε να έχουν συνδυασμένο σχέδιο πυρός αλληλοϋποστήριξης. Ο χωρισμός των δύο στόχων αντίστοιχα στις δύο Μεραρχίες, δεν έδωσε τη δυνατότητα να δεις και ν’ αντιμετωπίσεις την ενότητα των δύο στόχων. Έτσι, είχαμε τυπικά (στον Τομέα Σιδ. Σταθμός – Στρατώνες) δυο κύριες προσπάθειες για δυο συνεχόμενους στόχους και ασυντόνιστες. Αυτό είχε σαν συνέπεια και απώλειες και καθυστέρηση στην κατάληψη του στόχου. (Η παραπάνω σκέψη μου διατυπώθηκε στο κοινό ακτίφ στελεχών 1ης και 2ης Μεραρχίας για την επιχείρηση Καρδίτσας).

Η 2η Μεραρχία φέρει ευθύνη για τη σύνδεσή της και για την ατελή οργάνωση της στρατολογίας. Επίσης, και η 1η Μεραρχία για τα δικά της λάθη. Το ΚΓΑΝΕ, εφόσον είχε διαπιστώσει την έλλειψη σύνδεσης με τη 2η Μεραρχία, δεν έπρεπε να βγάλει τη διαταγή συνέχισης της επιχείρησης. Επίσης, πιστεύω, ότι ο σ. Αθανασίου ευθύνεται περισσότερο από ό,τι ισχυρίζεται, για τη σύνδεση με τα τμήματά του, για το ρόλο του, σαν διοίκηση της 144 (Ταξιαρχίας), στη συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο ισχυρισμός ότι τμήμα του έπιασε το τρένο, δεν λιγοστεύει την ευθύνη σχετικά με την εκπλήρωση της αποστολής. Το τρένο ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Το τρένο ξέφυγε από την αιχμαλωσία κατά την πτώση του Σταθμού και, αν δεν πιανότανε, θα ήταν ένα διαφυγόν κέρδος. Το πιάσιμο ή όχι δεν έπαιξε κανένα ρόλο με την εξέλιξη της επιχείρησης και με την εκπλήρωση της αποστολής της 144 Ταξιαρχίας.

3) Σχετικά με την επιχείρηση των Σοφάδων: Είναι γεγονός, ότι η επιχείρηση των Σοφάδων έπεσε καθολικά στις πλάτες μου. Φέρω ευθύνη γιατί εγώ την διεύθυνα. Εδώ υπάρχει μια βασική ευθύνη του ΚΓΑΝΕ. Η επιχείρηση των Σοφάδων έγινε βασικά για επισιτιστικούς λόγους. Η επισιτιστική ανάγκη πίεζε την κατάσταση και το ΚΓΑΝΕ με διέταξε να χτυπήσω, μέσα σε δυο μέρες, τους Σοφάδες. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν έφτανε ούτε για την κίνηση των τμημάτων στον τελευταίο χώρο κάλυψης. Έφερα σοβαρές αντιρρήσεις και την απόκλεια. (Η συζήτησή μου έγινε μπροστά στη Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ – σ. Γκριτζώνα, σ. Γ. Καβαλλάρη, επιτελάρχη, τότε, της Μεραρχίας, σ. Παπαγεωργίου και σ. Ραχούτη). Ύστερα από σοβαρή επιμονή μου, δόθηκε τρεις μέρες καιρός. Οι Σοφάδες ήτανε ένας δύσκολος στόχος μέσα στον κάμπο -γύρω-γύρω ισχυρά συρματοπλεγμένος κ.λπ. Ο χρόνος μόλις έφτανε για την κίνηση των τμημάτων. Η οργάνωση, πληροφορίες κ.λπ. ελλιπέστατες. Εδώ μας συνεπήρε ο ενθουσιασμός της Καρδίτσας και υποτιμήθηκε σοβαρότατα ο στόχος Σοφάδες.

4) Για την επιχείρηση Βάλτου – Άρτας: Για την υπόθεση αυτή μιλάει η απόφαση του Π.Γ. Και είμαι σύμφωνος. Αφορμή και ευκαιρία την έκθεση του σ. Αθανασίου θα διευκρινίσω ορισμένα σημεία: α) Για πρώτη φορά έμαθα από το σ. Γούσια, ότι ο εχθρός γνώριζε την επιχείρηση αυτή και ότι αυτό τηλεγραφήθηκε στο ΚΓΑΝΕ τότε, β) Το χτύπημα της πόλης ανατέθηκε στην 1η Μεραρχία και η κάλυψη στη 2η Μεραρχία.

Είναι γεγονός, ότι ο σ. Διαμαντής είπε στη Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ ότι δεν είναι σωστό να πάρουν πάλι μέρος στην κύρια προσπάθεια μόνο τμήματα της 1ης Μεραρχίας. Τότε, το ΚΓΑΝΕ έδωσε τη λύση να υπαχθεί τακτικά στην 1η Μεραρχία η 144 Ταξιαρχία της 2ης Μεραρχίας και η 138 της 1ης στη 2η Μεραρχία. Έτσι, η 138 Ταξιαρχία στη διάρκεια των επιχειρήσεων του Βάλτου ήτανε κάτω από τις άμεσες διαταγές της 2ης Μεραρχίας. Από τη 2η Μεραρχία πήρε αποστολή κ.λπ. Νομίζω η λύση αυτή ήτανε λάθος, γιατί έβαλε μια νέα δυσκολία στη διοίκηση των τμημάτων, που δεν υπήρχε λόγος. Και προτιμότερο ήταν να αλλάξουν οι τομείς δράσης των Μεραρχιών και όχι το ανακάτεμα των τμημάτων. Με το ΚΓΑΝΕ χωρίσαμε στο χώρο της Σκουληκαριάς. Εγώ με το σ. Διαμαντή κινηθήκαμε προς Κλειδί. Και εγώ θα κινιόμουνα προς Άρτα. Ο εχθρός με σοβαρές δυνάμεις είχε πιάσει όλα τα στρατηγικά σημεία ανατολικά της Αρτας – Χριστόφορο – Πέτα – Άη Λιά – Άνω Πέτρα – Παναγιά Κλειδιού κ.λπ. Παράλληλα, κινούσε σοβαρές δυνάμεις από βορρά προς Γάβροβο – Σκουληκαριά, από Αμφιλοχία προς Αλίντα – Πρατίνα – Γάβροβο, από Καρπενήσι και Αγρίνιο προς Απεράντιους και Γάβροβο – Αχελώο.

Επιτεθήκαμε αμέσως στην Παναγιά. Εκτοπίσαμε εχθρικό τάγμα και την καταλάβαμε. Συνεχίσαμε τις προσπάθειές μας προς την κατεύθυνση του Αη Λιά Άνω Πέτρας. Ακολούθησαν διήμερες σκληρές και πεισματώδεις μάχες με σοβαρές απώλειες. Το απόγευμα της δεύτερης μέρας ετοιμάσαμε αναφορά για το ΚΓΑΝΕ μαζί με το σ. Διαμαντή, που λέγαμε, ότι επιχείρηση κατά της Άρτας αποκλείεται και προτείναμε να στραφούμε προς βορρά. Την ίδια ώρα πήραμε ραδιοτηλεγράφημα από το ΚΓΑΝΕ που μας έλεγε τα εξής: Το Γενικό μας πληροφορεί ότι εχθρός ανησύχησε ή πανικοβλήθηκε (δεν θυμάμαι ακριβώς τη λέξη), από την κίνησή μας προς Άρτα. Συναντά μεγάλες δυσκολίες στην εξεύρεση και κίνηση ενισχύσεων. Πρέπει επιμείνουμε προς Άρτα. Ύστερα από το παραπάνω τηλεγράφημα, μετατρέψαμε την αναφορά μας σχετικά με την κίνησή μας και προτείναμε το χτύπημα Κομπότι κ.λπ. Το ΚΓΑΝΕ ενέκρινε. Συνεχίστηκαν την άλλη μέρα σοβαρές μάχες σε όλους τους τομείς μέχρι Τούρκα. Εν τω μεταξύ, ο εχθρός κατόρθωσε να διεισδύσει από τη βόρεια κατεύθυνση, με ένα τάγμα του, και να καταλάβει τα υψώματα του Βελεντσικού και, ουσιαστικά, να βγει στα νώτα μας. Το ΚΓΑΝΕ διέταξε την αποχώρηση των τμημάτων και την κίνησή μας βορειοδυτικά. Με την ίδια διαταγή διέταξε εγώ και (όσες) εφεδρείες είχα, ή διαθέσιμα τμήματα, να κινηθώ προς Σκουληκαριά, στο Σ.Δ. του ΚΓΑΝΕ, ο σ. Διαμαντής ν’ αναλάβει τη σύμπτυξη των υπολοίπων τμημάτων. Παράλληλα, το ΚΓΑΝΕ ενήργησε προς Βελεντσικό και εκτόπισε τον εχθρό. Συνάντησα το ΚΓΑΝΕ στη Σκουληκαριά. Στη Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ παρουσία του επιτρόπου σ. Γκριτζώνα και επιτελάρχη σ. Παπαγεωργίου πρότεινα να παραμείνω στη Σκουληκαριά για να βοηθήσω στην αποχώρηση των υπολοίπων τμημάτων. Την πρότασή μου αυτή την έκανα γιατί φοβόμουνα για τη σύμπτυξη της 138 Ταξιαρχίας. Δεν είχα καμιά απολύτως εμπιστοσύνη στον επιτελάρχη της 2ης Μεραρχίας σ. Αυδή. Στο ΚΓΑΝΕ είχα πει τη γνώμη μου, ότι από όλη τη συνεργασία -και από όσο πρωτύτερα τον γνώριζα- ο σ. Αυδής δεν κάνει για επιτελάρχης και ότι ζημιώνει τον σ. Διαμαντή. Ήτανε αφάνταστα βραδύς στη σκέψη του και στις ενέργειές του. Ακόμα, η ισχυρογνωμοσύνη του ήτανε… ζήμιωνε το σ. Διαμαντή. Γιατί, τις διαταγές της Διοίκησης της II Μεραρχίας της εκτελούσε κατά δικό του τρόπο και με την κλασική του βραδύτητα.

Με το ΚΓΑΝΕ κινηθήκαμε προς το χώρο Βελανιδιάς. Το ΚΓΑΝΕ έδωσε στη 2η Μεραρχία κατεύθυνση κίνησης προς γέφυρα Κοράκου. Παράλληλα, κρατούσε τη βασική κορυφογραμμή Μέγα Διάσελο – Αετός -1.008 μέχρι Κοκκινόλακκο, -δηλαδή, ανοιχτά εξασφαλισμένα δρομολόγια προς ΒΔ κατεύθυνση. Την παραπάνω διάταξη την παρέλαβε η 2η Μεραρχία, που, εν τω μεταξύ, είχε φθάσει στο Μέγα Διάσελο με όλα τα τμήματά της, πλην (της) 138 Ταξιαρχίας.

Η Διοίκηση της 2ης Μεραρχίας ευθύνεται: Πρώτο, για το σκόρπισμα της 138 Ταξιαρχίας, με τη διεσπαρμένη διάταξη που της έδωσε -μέχρι ομάδα προς κατεύθυνση της Αμφιλοχίας. Δεύτερο, δεν κατόρθωσε να έχει τακτική σύνδεση και να δώσει στην Ταξιαρχία την κατεύθυνση κίνησης (κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες). Τρίτο, όταν άκουσα τα πυρά προς Απεραντίους και υποψιαστήκαμε ότι πιθανόν ο εχθρός να κινείται προς γέφυρα Αυλακιού, δεν κατέβαλα απλώς προσπάθεια, όπως αναφέρει ο σ. Αθανασίου στην έκθεσή του, αλλά παράλληλα έστειλα στη γέφυρα Αυλακιού τρεις ομάδες μάχιμες από τις τέσσερες που διέθετα με το λοχαγό σ. Στυλογιάννη (ήδη ταγματάρχη στον Πετρίτη) επικεφαλής, με αποστολή να καταλάβει και διατηρήσει τη γέφυρα Αυλακιού, μέχρις ότου συνδεθεί με 138 Ταξιαρχία. Ο σ. Στυλογιάννης πηγαίνοντας προς Αυλάκι διαπίστωσε ορισμένες εχθρικές κινήσεις σε υψώματα κοντά στο Αυλάκι. Επέστρεψε με δύο μαχητές για ν’ αναφέρει το γεγονός. Στο δρόμο συνάντησε το σ. Διαμαντή, το σ. Καβαλλάρη, επιτελάρχες της 1ης Μεραρχίας, που έμενε μαζί με το σ. Διαμαντή, να τον βοηθήσει, και τον σ. Αυδή. Ο σ. Στυλογιάννης ανέφερε την αποστολή του και πληροφορίες στο σ. Καβαλλάρη που γνώριζε. Ο σ. Καβαλλάρης διέταξε τον Στυλογιάννη να πάρει τις τρεις ομάδες και να κινηθεί κοντά του προς γέφυρα Κοράκου. Της ενέργειας αυτής του σ. Καβαλλάρη έλαβε γνώση και ο σ. Διαμαντής και ο σ. Αυδής, αλλά κανείς δεν επενέβη. Για ποιο λόγο το έκαμε αυτό ο σ. Καβαλλάρης δεν μπόρεσε να δώσει καμιά εξήγηση μέχρι σήμερα. Αν έμενε ο σ. Στυλογιάννης στη γέφυρα Αυλακιού, έστω και να την κατείχε ο εχθρός, θα αποφευγόταν η ζημιά, γιατί θα προσανατόλιζε την 138 Ταξιαρχία προς τα που έπρεπε να κινηθεί και τι να κάμει. Φυσικά, και η 138 φέρνει σοβαρές ευθύνες και για καθυστέρηση στην κίνησή της και γιατί δεν κινήθηκε βορειοδυτικά, που οι μάχες στον Κοκκινόλακκο την προσανατόλιζαν.

Σχετικά με την υπόθεση τον Τάγματος Νικηφόρου: Είμαι σύμφωνος με την ουσία των διαπιστώσεων του Πορίσματος και γενικά και ειδικά με την προσωπική μου ευθύνη. Αναφέρω ορισμένα περιστατικά γύρω από την υπόθεση αυτή, τα οποία την ουσία της υπόθεσης και της ευθύνης μου δεν την μεταβάλλουν, με μόνο σκοπό τη διευκρίνηση. Και να δώσω την ευκαιρία στην Επιτροπή να κάμει εκτίμηση, όσον αφορά το βαθμό της ευθύνης μου, να μου επιβάλει τις αντίστοιχες κυρώσεις.

Στην παραπάνω υπόθεση ανακατώθηκα κατά ιδιόρρυθμο τρόπο, μόνο στις 8 ημέρες που βρέθηκα κοντά στο Σ.Δ. του Αρχ. Θεσσαλίας και του ΚΓΑΝΕ στις αρχές του Ιούνη του 1948. Αντικαθιστούσα προσωρινά το σ. Καραγιώργη στο ΚΓΑΝΕ. Μαζί με το σ. Ζωγράφο ανέβηκαν στο Γ.Α. Όλο το προηγούμενο διάστημα, καθώς και το επόμενο, έλειπα από το Σ.Δ. του Α.Θ. που ήτανε ο σ. Ζωγράφος και του ΚΓΑΝΕ που ήτανε μαζί. Από τρίτη ή τέταρτη μέρα που πήγα στη Θεσσαλία, μέχρι τη μέρα που αντικατέστησα το σ. Καραγιώργη, απουσίαζα με τα τμήματα στη διείσδυση και επιχειρήσεις στη Νευρούπολη και σε συνέχεια στον Κόζιακα. Μόλις επέστρεψε ο σ. Καραγιώργης με το σ. Ζωγράφο από το Γ.Α., έφυγα αμέσως για τη Ν. Ήπειρο. Ξανασυναντηθήκαμε με το Δ.Σ. στην κίνησή μας προς Σμόλικα – Γράμμο. Στο 8ήμερο διάστημα της παραμονής μου στο Δ.Σ. έλαβα γνώση της υπόθεσης. Την υπόθεση αυτή τη χειρίζονταν προσωπικά ο σ. Μωρηάς σαν υπεύθυνος της επαγρύπνησης του ΚΓΑΝΕ (το τάγμα Νικηφόρου ανήκε απευθείας στο ΚΓΑΝΕ). Την είχε στα χέρια του πριν την αναχώρηση των σ. Καραγιώργη – Ζωγράφου για το Γ.Α. Στο διάστημα αυτό εγώ δεν πήρα αποφασιστική θέση σαν διοικητής απέναντι του σ. Μωρηά. Παρασύρθηκα απ’ αυτόν, γιατί πίστευα στην τόσο υπεύθυνη κομματική θέση που είχε και από το γεγονός ότι η υπόθεση ήταν σε γνώση της Διοίκησης του ΚΓΑΝΕ και του επίτροπου σ. Ζωγράφου. (Το σ. Μωρηά δεν τον γνώριζα, -για δεύτερη φορά τον έβλεπα). Τότε, ανέφερα στο Γενικό για την υπόθεση και έστειλα το τηλεγράφημα στο σ. Κοτσάβρα.

Ακόμα ήμουνα επηρεασμένος, γιατί στο μυαλό μου υπήρχε κάποια σύγχυση για το ρόλο του υπευθύνου της επαγρύπνησης σε σχέση με το Διοικητή και ακόμη περισσότερο όταν ο σ. της επαγρύπνησης βρίσκονταν στην καθοδήγησή μου. Αναφέρω ένα μόνο χαρακτηριστικό γεγονός: πώς εμφανίζονταν ο υπεύθυνος της επαγρύπνησης σ. Μωρηάς και τι εντύπωση μπορούσε να δημιουργήσει σε έναν, -όταν μάλιστα βρίσκεται σε παρακάτω κλιμάκιο: Απαγόρευσε στον επιτελάρχη του ΚΓΑΝΕ σ. Παπαγεωργίου να δει τους κρατούμενους, τονίζοντας ότι για ζητήματα επαγρύπνησης δεν επιτρέπεται σε κανέναν. Η επαγρύπνηση έχει δική της καθοδήγηση απευθείας από την επαγρύπνηση του Γ.Α. Μόνο ύστερα από δική μου επέμβαση και επιμονή του επέτρεψε (παράκληση να ρωτηθεί ο σ. Παπαγεωργίου). Από την ίδια εσφαλμένη αντίληψη και στην προσπάθειά μου μη τυχόν φέρω εμπόδια στην καλή διεκπεραίωση της υπόθεσης έκαμα το ραδιοτηλεγράφημα στο σ. Κοτσάβρα. Από τον τρόπο διατύπωσης του ραδ/τος (…σας μεταβιβάζω όπως έχει σημείωμα του Νικηφόρου κ.λπ. για να λάβετε γνώση, τέλος…)… Το γεγονός ότι το παραπάνω ραδ/μα το έστειλα προσωπικά στο σ. Κοτσάβρα που πριν δυο μήνες είχα καθοδηγητή μου, φαίνεται ότι δεν έχει το νόημα που δίνει στην έκθεσή του ο σ. Δάλλας, αλλά, αντίθετα, οι φράσεις… “σας μεταβιβάζω για να λάβετε γνώση”, δείχνουν ότι εγώ δεν πίστευα σ’ αυτό που έλεγε ο Νικηφόρος και ότι, απλώς, από το καλώς εννοούμενο καθήκον μου απέναντι της επαγρύπνησης, ήμουνα υποχρεωμένος να διαβιβάσω μια καταγγελία ενός διοικητή τάγματος που ισχυρίζονταν ότι είχε προσωπικά με τους σ. Μπράτσο, Παπαϊωάννου κ.λπ., γιατί είχαν εκτελέσει κάτι συγγενείς του στη…           

Όταν επέστρεψε ο σ. Καραγιώργης και σ. Ζωγράφος, είπα τις επιφυλάξεις μου για την υπόθεση αυτή, εκτός του Γαλάνη για τον οποίο υπήρχαν στοιχεία για τη στάση του σχετικά με τις ομαδικές λιποταξίες του λόχου του, στην εκτέλεση των αποστολών και σχέσεις του με τον Γραμματίκα.

Για τον εαυτό μου εγώ βγάζω τούτα τα συμπεράσματα: Σαν κομμουνιστής και σαν Διοικητής (έστω και προσωρινός) δεν έκαμα το καθήκον μου. Ο Διοικητής είναι απόλυτα και πρώτα υπεύθυνος στον τομέα, στα τμήματα που ορίστηκε να διοικεί. Εδώ, δεν πρέπει να χωράει καμιά επιφύλαξη, καμιά ταλάντευση. Επιφυλάξεις και ταλαντεύσεις αν υπάρχουν σχετικά με την ευθύνη και την αρμοδιότητα, μπορούν να οδηγήσουν σε καταστροφή.

Η λειτουργία του Διοικητή πρέπει να εκφράζεται και έτσι: να συνεργάζεται, να συμβουλεύεται τους συνεργάτες του, από κει και πέρα (όμως) πρέπει ν’ αποφασίζει, να δίνει λύσεις οπωσδήποτε και υπεύθυνα αυτός. Να οργανώνει και να ελέγχει την πιστή εκτέλεση. Ένα κομματικό στέλεχος πρέπει να αγωνίζεται με το μεγαλύτερο θάρρος από αποφασιστικότητα, -ιδιαίτερα για ζητήματα αρχών και ηθικής τάξης για το Κόμμα (αδικίες, βαρβαρότητες κ.λπ.). Η αρμοδιότητα ενός μέλους του Κόμματος και περισσότερο ενός στελέχους, δεν καθορίζεται με όρια. Την αρμοδιότητα και το σύνορο που καθορίζει το συμφέρον του Κόμματος, του αγώνα και κάθε πράξη ή πρόβλημα που έχει σχέση μ’ αυτό το συμφέρον. Πολλοί (από τους βασανισθέντες συναγωνιστές), που αφέθηκαν ελεύθεροι, πολέμησαν καλά. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στις μάχες.

Την υπόθεση αυτή δεν την ανέφερα στο Π.Γ. γιατί πίστευα απόλυτα ότι ήτανε γνωστή. Νόμιζα ότι το ΚΓΑΝΕ την είχε γνωρίσει. Πιθανόν σ’ αυτό (στην πίστη μου ότι τη γνώριζαν στο Π.Γ.) να συνετέλεσε και το γεγονός ότι τόσο ο σ. Καραγιώργης όσο και ο σ. Ζωγράφος, μιλούσανε για λάθος στην υπόθεση αυτή. Είμαι σύμφωνος με τη βασική διαπίστωση της Απόφασης του Π.Γ. “Σχετικά με τα συμπεράσματα για την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο χώρο της Θεσσαλίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εχθρού το 1949”. Δηλαδή, στην έλλειψη της απαιτούμενης οργανωτικής, πολιτικής και τεχνικής προετοιμασίας των τμημάτων μας ν’ αντιμετωπίσουν τέτοιες μεγάλες δυσκολίες.

Εδώ θ’ αναφέρω ορισμένες προσπάθειές μας που πιθανόν να μην αναφέρθηκαν στις δημοκρατικές συνελεύσεις και να μην είναι γνωστές:

1) Για την 138 Ταξιαρχία: Μετά τη ζημιά του Βάλτου πήγε ο επίτροπος της Μεραρχίας σ. Γκριτζώνας. Παρέμεινε κοντά της 10 μέρες. Βοήθησε στην ανασυγκρότησή της, με βάση τη στάση που τήρησαν στη δοκιμασία του Βάλτου -πραγματοποιώντας μια σειρά συσκέψεις. Την ενισχύσαμε με ό,τι καλύτερο υπήρχε στην 77 Μονάδα. Τελικά είχε δυο ελαφρές διλοχίες. Ο σοβαρός τραυματισμός και η απουσία του επιτρόπου της σ. Δανηλούλη στοίχισε πολύ. Δεν είδαμε το σπάσιμο του Παπαδουκάκη. Η τοποθέτηση του σ. Μαντηλά ήτανε λάθος. Οι ενέργειες του εχθρού είχαν εκδηλωθεί στην περιοχή Αγράφων. Ο σ. Γκριτζώνας τους κατατόπισε για την τακτική που έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε βάσει διαταγών που είχαν εκδοθεί. Η Ταξιαρχία αυτή με τις δυο διλοχίες ανέπτυξε δράση μέχρι τέλη του Μάη. Η μια διλοχία της με το σ. Μεταξά πήρε μέρος στις επιχειρήσεις Βουλγαρελιού – Τετρακώμου, στις επιχειρήσεις περιοχής Μουζακίου. Η άλλη διλοχία που ήτανε και ισχυρότερη ανέπτυξε πετυχημένες διεισδύσεις και ενεδρευτικές ενέργειες στην περιοχή του κάμπου Σοφάδων, στα ριζά Ραχούλας, Θραψιμιού και στη Βουλγάρα. Στις 24/4/49 διέλυσε εχθρικό λόχο μεταξύ Βλέσι – Παληαπιδιάς, πήρε όλα τα υλικά του, μεταγωγικά, έπιασε αιχμαλώτους. Εξόντωσε ολοκληρωτικά εχθρική διμοιρία στα Βουλγαρομνήματα. Με τις δυο της διλοχίες πήρε μέρος στις επιχειρήσεις 11- 14 Μάη, με το ιππικό, ενάντια σε 5 εχθρικά τάγματα που ενεργούσαν στον τομέα Γιαννιτσού – Καΐτσας, που ανατράπηκαν με σοβαρές απώλειες σε νεκρούς, αιχμαλώτους και λάφυρα. Ακόμα στις 21/7 ανέτρεψε ισχυρό τάγμα του εχθρού στον Άη Λιά Καρύτσας (βλέπε δελτία δράσης Απρίλη – Μάη 1949). Με τα παραπάνω δεν θέλω να πω ούτε ότι προσέχτηκε όπως έπρεπε, ούτε ότι το τέλος ήτανε διαφορετικό, ούτε δημιουργήθηκε κατάσταση σε στελέχη κ.λπ. Αλλά θέλω να (σ.σ. λείπει λέξη) τη “διαπίστωση” (των σ. Ηρακλή και Αθανασίου) ότι διαλύθηκε ολοκληρωτικά από την αρχή της εκστρατείας του εχθρού και δεν έκανε πόλεμο καθόλου. Ο ισχυρισμός του σ. Μαντηλά ότι ήτανε στη διάθεση της Μεραρχίας κ.λπ. δεν είναι αληθινός. Υπήρχε διαταγή του ΚΓΑΝΕ, έμπαινε στη διάθεση της Μεραρχίας. Ο σ. Γκριτζώνας, προσωπικά, του δήλωσε ότι η διαταγή δεν θα εκτελεσθεί, θα παραμείνει στην Ταξιαρχία και πρέπει να βοηθήσει για την αντιμετώπιση των εχθρικών ενεργειών.

Για την Ταξιαρχία Ιππικού: Όταν μπήκε ζήτημα διοικητή της Ταξιαρχίας Ιππικού το Γενάρη του 1949, εγώ πρότεινα στη Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ τον επίλαρχο σ. Γαζή. Το ΚΓΑΝΕ τοποθέτησε το σ. Θεσσαλό. Ο σ. Θεσσαλός, απειθαρχώντας σε ρητή και κατηγορηματική διαταγή της Μεραρχίας, οδήγησε την Ταξιαρχία Ιππικού σε τυχοδιωκτική επιχείρηση στον κάμπο της Θεσσαλίας και, από μια σειρά προσωπικές του αδυναμίες, είχαμε τη γνωστή ζημιά, όπου χάθηκαν τα περισσότερα και καλύτερα στελέχη του Ιππικού.

Η Μεραρχία βοήθησε το Ιππικό συγκεκριμένα σε τούτο: Εκτός από τις οδηγίες που στάλθηκαν προσωπικά στα στελέχη Πλάτανο, Τζήμα και Γεωργίου, σχετικά με την ανασυγκρότηση και τακτική που έπρεπε να ακολουθήσουν, στείλαμε τον επιτελάρχη της Μεραρχίας σ. Καβαλλάρη που παρέμεινε κοντά της περί τις 20 μέρες. Τον ενισχύσαμε με 10 αξιωματικούς της σχολής του ΚΓΑΝΕ. Με σ. Τζάτζαλο, Μπολασίκη και Γκατζιώρα. Με την ανασυγκρότησή της είχε δυο ελαφρές επιλαρχίες (δυό ίλες η κάθε μια). Μια έφιππη που βάλαμε επικεφαλής το σ. Τζήμα και μια πεζή με επικεφαλής το σ. Μπολασίκη. Διοίκηση τοποθετήθηκε ο σ. Γκατζιώρας – Πλάτανος.

Ο Γκατζιώρας ήτανε διοικητής επιλαρχίας από τους καλύτερους. Με την επιλαρχία του μπήκε στα Τρίκαλα και στη Λάρισα. Είχε εκτίμηση και κύρος στο Ιππικό. Σαν διοικητής τάγματος της 192 Ταξιαρχίας ήτανε καλός. Στο Καρπενήσι έπαιξε αποφασιστικό ρόλο με το τάγμα του. Στην καινούργια του δοκιμασία έσπασε ολοκληρωτικά.

Όταν, κατά τον ελιγμό προς Ανατολική Θεσσαλία συνάντησα το Ιππικό στην περιοχή Καΐτσας, διαπίστωσα στο σ. Γκατζιώρα κάποια ταλάντευση και εκδήλωση φόβου, -σχετικά με τις εχθρικές ενέργειες και την τύχη του Ιππικού, -παρόλο που επί τρεις ημέρες αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία εχθρικά τάγματα και το Ιππικό βασικά τα ανέτρεψε. Τότε ανέθεσα την έφιππη επιλαρχία στο σ. Πλάτανο και την πεζή στο σ. Γκατζιώρα. Το λάθος μου ήτανε κι εδώ που δεν τον πήρα ολωσδιόλου, μια που μου δημιουργήθηκαν αμφιβολίες, αν θα αντέξει. Ο Γκατζιώρας δεν ήταν ο κατάλληλος, η τοποθέτησή του ήταν λάθος. Ο σ. Πλάτανος ανταποκρίθηκε και είναι καλός και ικανός σύντροφος. Σε συνέχεια, το Ιππικό το ενισχύσαμε στα Χάσια με πυρομαχικά/οπλισμό και εκρηκτικό υλικό. Στην Ανατολική Θεσσαλία το ενισχύσαμε με μαχητές, κατά την απόλυτη εκλογή του σ. Πλάτανου.

Για τους τραυματίες: Ιδιαίτερα για τους ανάπηρους, -ανεξάρτητα αν τους είχε το ΓΚΑΝΕ κ.λπ.-, εμένα θα με βαρύνει σε όλη μου τη ζωή σαν ηθικό αυτουργό εγκλήματος (κατά) ανυπεράσπιστων αγωνιστών, που έμειναν βορά του μοναρχοφασισμού. Φυσικά, υπήρχαν τα χιόνια για τα μεταγωγικά. Ωστόσο, αν σωστά βλέπαμε το πρόβλημα, μπορούσε να γίνει ειδική επιχείρηση, σε βάρος άλλων επιχειρήσεων, για το πέρασμά τους. Εδώ, πάλι φαίνεται η έλλειψη προοπτικής, η έλλειψη της οργανοτεχνικής προετοιμασίας. Πιθανόν, η μη ολοκληρωμένη σύλληψη της έκτακτης (και) επίμονης διάρκειας των επιχειρήσεων να μας άφηνε και ψευδαισθήσεις, ότι οι παλιές μέθοδοι αντιμετώπισης τέτοιων προβλημάτων, καταφύγια απόκρυψης κ.λπ., μπορούσαν να εφαρμοστούν και τώρα. Τελειώνοντας τα παραπάνω, σας γνωρίζω ότι από τις 10 του Μάη 1949 και δώθε δεν μπόρεσα να δώσω καμιά άμεση βοήθεια ούτε στην 138 Ταξιαρχία, ούτε στα τμήματα της Δυτικής Θεσσαλίας, γιατί κινήθηκα με την 192 Ταξιαρχία προς Ανατολική Θεσσαλία. Για τα υπόλοιπα τμήματα, πλην της 123 Ταξιαρχίας, η καθοδήγηση και η απευθείας διοίκηση ανετίθετο στο ΚΓΑΝΕ, ύστερα από διαταγή του Γενικού Αρχηγείου. Στο ΚΓΑΝΕ είχα παραδώσει και όλες τις επαφές με τα τμήματα αυτά. Ακόμα πιστεύω ότι, αν, μετά το πέρασμά μου στο Γράμμο, κατέβαινα αμέσως με μικρή αποστολή, κάτι θα προλάβαινα.

Από τα παραπάνω και εξετάζοντας πάλι την κατάσταση, μέσα, φυσικά, στα πλαίσια των πολύ δύσκολων αντικειμενικών συνθηκών και προβλημάτων, της διαρκούς κίνησής μου (στον ενάμιση χρόνο που έκαμα στη Θεσσαλία είναι ζήτημα αν συμπληρώνουν μήνα οι μέρες που συνολικά στάθηκα στο Σ.Δ.) και της αφάνταστης σκληράδας, -πιστεύω ότι δεν είναι δυνατό να περιγράφει η σκληράδα της Νότιας Ελλάδας (και) ιδιαίτερα από τη μάχη της Καρδίτσας και δώθε. Βγάζω για τον εαυτό μου και τούτα τα συμπεράσματα: Εγώ δεν είδα τα σοβαρά προβλήματα ολοκληρωμένα. Δεν αγωνίστηκα (για όσα είδα) με όση αποφασιστικότητα χρειάζονταν για τη λύση τους. Τη συναίσθηση της ευθύνης μου (όση, φυσικά, έχω αναπτυγμένη) την περιόριζα βασικά -τουλάχιστον με τις πράξεις μου- μέσα σε πλαίσια. Όσο ολοκληρωμένα βλέπεις ένα πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερη δύναμη και θάρρος αποκτάς για πάλη, για την προώθηση και λύση του προβλήματος. Τότε ούτε συναισθηματισμοί, ούτε ιεραρχίες μπορούν να επιδράσουν. Το να βλέπεις ένα πρόβλημα ολοκληρωμένα, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την εγγυημένη λύση του.

Ένα κομματικό μέλος και περισσότερο, φυσικά, ένα στέλεχος, πρέπει να έχει αναπτυγμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συναίσθηση της ευθύνης, όχι μονάχα περιορισμένα -στον κύκλο της συγκεκριμένης δουλειάς του- αλλά πολύ πλατιά, για κάθε τι που αφορά το συμφέρον του Κινήματος, -ανεξάρτητα αν δεν είναι άμεσα εντεταλμένο για τη δουλειά αυτή.

Η σκέψη, πως, αφού γι’ αυτή τη δουλειά είναι άλλοι σύντροφοι υπεύθυνοι ή και πιο υπεύθυνοι και μάλιστα στην καθοδήγηση ή, ότι, αφού είναι αυτοί και το βλέπουν, εγώ δεν χρειάζεται να το θέσω ή να επιμείνω. Ακόμα, η αντίληψη, ότι τυχόν επιμονή είναι εκδήλωση απειθαρχίας ή έλλειψης εμπιστοσύνης και σεβασμού προς το Κόμμα και καθοδήγηση, νομίζω ότι είναι σοβαρό λάθος. Το σωστό είναι η αδιάκοπη και δίχως υποχωρήσεις πάλη βοήθειας μέσα στα κομματικά πλαίσια και με κομματικές μεθόδους για το καλό του Κινήματος.

Σχετικά με τις εκθέσεις των σ. Ηρακλή και Αθανασίου: Για τη Ρούμελη προσωπικά πονούσα. Πιθανόν γιατί εκεί ήμουνα συνδεδεμένος με τον ΕΛΑΣ (και) εκεί αγωνίστηκα τον πρώτο δύσκολο καιρό του Δημοκρατικού Στρατού. Το ενδιαφέρον μου αυτό πολλές φορές ήτανε έκδηλο και ορισμένοι σύντροφοι στη Θεσσαλία με πειράζανε. Μια φορά μου κάνανε κριτική σε ακτίφ ο σ. Στάθης Καραγιώργης (π.χ.), ότι μερολήπτησα σε διανομή λαφύρων υπέρ τμήματος της Ρούμελης. Το ίδιο, φυσικά, και για τον αξέχαστο σ. Διαμαντή, που ήμουνα στενά συνδεδεμένος από το 1947 (μάλιστα, πολύ περισσότερο από τους σ. Ηρακλή και Αθανασίου). Μαζί του μοιράστηκα πολλές (χαρές) και πίκρες, στον ΕΛΑΣ, το Δεκέμβρη στην Αθήνα (και) στο ΔΣΕ. Θα αναφέρω (όσα θυμάμαι) ορισμένα συγκεκριμένα παραδείγματα για τη στάση μου. (Και) θα παρακαλέσω το Π.Γ., εφόσον πεισθεί, να κάμει μια σύσταση στους σ. Ηρακλή και Αθανασίου, ότι δεν είναι σωστό, εν ονόματι της ελευθερίας της σκέψης και (της) γνώμης, να διατυπώνουν τέτοια αυθαίρετα συμπεράσματα, -όταν αυτά, μάλιστα, έχουν σχέση με το ήθος ή (το) χαρακτήρα ενός συντρόφου. Τέτοιες προθέσεις ή επιδιώξεις που αφήνουν να υπονοηθούν στις εκθέσεις τους, έχω τη γνώμη (ότι) μόνο ανήθικοι και διεφθαρμένοι μπορούν να έχουν.

1. Από τα τέλη του Φλεβάρη μέχρι το Μάη του 194 7 ήμουνα μαζί με το σ. Διαμαντή στην Παρνασσίδα, εκ μέρους του Αρχηγείου Ρούμελης και εγώ υπεύθυνος. Πουθενά, σε κανένα χωριό ούτε σε τμήματα εμφανίστηκα εγώ σαν τέτοιος (υπεύθυνος). Αντίθετα, παρουσίαζα το σ. Διαμαντή υπεύθυνο, σε τέτοιο βαθμό που μου έγινε σχετική παρατήρηση από το σ. Γούσια.

2. Όταν το Αρχηγείο Ρούμελης με έστειλε Διοικητή του Αρχηγείου Δυτικής Στερεός, είπα στο σ. Γούσια, ότι, αν δεν είναι ανάγκη, προτιμώ να παραμείνω στην Παρνασσίδα ακόμα, σαν υπαρχηγός, με αρχηγό το σ. Διαμαντή.

3. Όταν ο ο. Καραγιώργης, στην έδρα του Αρχηγείου Ρούμελης και μπροστά στη Διοίκησή του (σ. Διαμαντή και Κοτσάβρα) μου ανακοίνωσε ότι πάω διοικητής του Αρχηγείου Θεσσαλίας, αφού του εξεδήλωσα τις επιφυλάξεις μου, τελικά, του είπα ότι προτιμώ να παραμείνω στη Δυτική Στερεά (φυσικά, κάτω από τη Διοίκηση του σ. Διαμαντή).

4. Τους νεοστρατολογημένους που δώσαμε σαν 1η Μεραρχία το φθινόπωρο του 1948 στη Ρούμελη, (ήταν), με προσωπική μου επιλογή, ό,τι καλύτερο υπήρχε (γιατί γνώριζα τις δυσκολίες). (Και) με δυσαναλογία άνδρες – γυναίκες, σε βαθμό που έγιναν παράπονα από τα στελέχη της 1ης Μεραρχίας (παρακαλώ να ερωτηθεί ο σ. Ηρακλής και ο σ. Κοτσάβρας για το υλικό εκείνο). Ενώ, -όπως συνήθως συνέβαινε αλλού και χωρίς μάλιστα να επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς που υπονοούσαν οι σύντροφοι- δίνανε το πιο σκάρτο υλικό και για τον εαυτό τους κρατούσαν το καλύτερο.

5. Όταν φεύγαμε το καλοκαίρι του 1948 για το Σμόλικα, στο σ. Διαμαντή παρέδωσα όλες τις αποθήκες που είχε η 1η Μεραρχία.

6. Στο κοινό ακτίφ των 60 περίπου μεσαίων και ανώτερων στελεχών της 1ης και 2ης Μεραρχίας, το Γενάρη του 1949, εγώ αρνήθηκα να δώσω αναφορά στη Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ. Επέμενα και έδωσε ο σ. Διαμαντής. (Κι αυτός επέμενε για μένα). Για την πράξη μου αυτή μου έγινε σχετική υπόδειξη από τους σ. Καραγιώργη, Κολιγιάννη, Ζωγράφο, ότι, κανονικά, έπρεπε εγώ να δώσω αναφορά, αφού επανειλημμένα έκανα αντικαταστάτης στη Διοίκηση του ΚΓΑΝΕ.

7. Το Νοέμβρη τον 1948 πήρα ένα τηλεγράφημα από το σ. Διαμαντή που ζητούσε πυρομαχικά κ.λπ. Η απάντησή μου ήταν να στείλει να παραλάβει ό,τι έχει η 1η Μεραρχία. (Και) μάλιστα να τον διευκολύνω στη μεταφορά σε μεταγωγικά κ.λπ.

8. Στην επιχείρηση του Καρπενησιού, μου προσφέρανε το αδιάβροχο του Αμερικανού αντισυνταγματάρχη αεροπόρου και τα δυο του αστέρια – διακριτικά του βαθμού του για ανάμνηση. Το αδιάβροχο και το ένα αστέρι τα έδωσα στο σ. Διαμαντή, το άλλο αστέρι το παρέδωσα στο Γ.Α.

Μπορεί πιθανόν το ύφος μου, η εμφάνισή μου, να δείχνει άνθρωπο υπεροπτικό. Είναι γεγονός ότι έκαμα τρεις παρατηρήσεις (όπως θυμάμαι) στα στελέχη της 2ης Μεραρχίας (σε απουσία του σ. Διαμαντή) και στο σ. Αυδή, -όπως έκανα με πολύ περισσότερη οξύτητα και στα στελέχη της 1ης Μεραρχίας. Τις παρατηρήσεις τις έκαμα, πρώτο: γιατί ήμουνα συνδιοικητής με το σ. Διαμαντή στα τμήματα της 1ης και 2ης Μεραρχίας. Δεύτερο: ήμουνα συνυπεύθυνος τουλάχιστον, αν όχι περισσότερο, απέναντι του Γ.Α. και του Π.Γ., τόσο για τα τμήματα της 1ης όσο και της 2ης. Τρίτο: τις παρατηρήσεις τις έκαμα κατά τη διάρκεια σκληρών και δύσκολων επιχειρήσεων. Τέταρτο: είχα το ίδιο θάρρος -όπως στην 1η Μεραρχία έτσι και στη 2η, γιατί όλους τους γνώριζα προσωπικά και με γνώριζαν. Και στους περισσότερους, παλιότερα, ήμουν καθοδηγητής τους. Την πρώτη παρατήρηση την έκανα στο Επιτελείο της 2ης Μεραρχίας κοντά στο χωριό Βελανιδιά του Βάλτου. Κατεβαίνοντας από το Γάβροβο, τα ξημερώματα, βρήκα όλο το Επιτελείο της (ο σ. Διαμαντής έλειπε με τα τμήματα) να κοιμούνται χωρίς κανένα μέτρο ασφάλειας, υπήρχαν σοβαρές εχθρικές κινήσεις. Βγαλμένα τα άρβυλα και τα πιστόλια τους κρεμασμένα στα διπλανά δεντράκια. Πήρα, μάλιστα και δυο πιστόλια -ένα του Παπαευσταθίου δ/ντή του II Γραφείου και ένα άλλο.

Δεύτερη παρατήρηση έκαμα κατά τη διαδρομή μας από το χωριό Καστανούλα προς Τσικλίστα. Κατά τη δίωρη αυτή διαδρομή κατέστρεψαν δυο πλήρεις ασυρμάτους Τρούμαν, που κύλησαν στη χαράδρα από κακή φόρτωση και επίβλεψη (να ερωτηθεί ο σ. Ηρακλής). Τρίτη παρατήρηση έγινε στο σ. Αυδή κατά το δυσκολότατο ελιγμό μας βόρεια (του) Καρπενησιού. Επανειλημμένα κοβότανε η φάλαγγα (φάλαγγα που μόνο τραυματίες είχε 140) και δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον και δραστηριότητα για τη σύνδεσή της. Ο σ. Ηρακλής πρέπει να θυμάται πόσες φορές έτρεξα προσωπικά για τη σύνδεσή της. Τα κοψίματα της φάλαγγας, που ένα ήτανε και από υπαιτιότητα του επιτελείου, μας υποχρέωσαν να δώσουμε τη σκληρή μάχη στα υψώματα της Τσούκας, την άλλη μέρα.

Τη φράση “άντε ρε Γιάννη, πήγαινε να δεις τι γίνεται”, ασφαλώς θα την είπα. Γιατί πάντα με το σ. Διαμαντή μιλούσαμε λεύτερα και δεν κρατούσαμε εθιμοτυπία. Η φιλία μας και η συνεργασία μας ήτανε τόσο στενή και αρμονική, που ποτέ δεν δίναμε σημασία το ποιος θα έλεγε (στον άλλο) να πάει κάπου που ήτανε ανάγκη ή το ποιος θα πήγαινε.

Ωστόσο, εδώ υπάρχει λάθος μου και ας μου γίνει μάθημα, το πόσο πρέπει κανένας να προσέχει, όταν μιλάει, έστω και αθώα.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας