Εργατικός Αγώνας

Τραγούδι στην Αθήνα

Ένα μουσικό και λογοτεχνικό αφιέρωμα του Εργατικού Αγώνα στην 77η επέτειο ίδρυσης του ΕΑΜ.

Σήμερα, κλείνουν 77 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Χωρίς άλλο, πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες επετείους της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τον εκ των ων ουκ άνευ ρόλο του στον αγώνα του λαού μας ενάντια στο ναζισμό και το φασισμό, για τον ηρωισμό των μελών και στελεχών του, για το νέο κόσμο που οραματίστηκε και πάλεψε για την υλοποίησή του. Ψυχή και καθοδηγητική του δύναμη, το ΚΚΕ που, με την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου, έγραψε, μαζί με τη μετέπειτα εποποιΐα του ΔΣΕ, μια από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του.

                Ας μην πούμε λοιπόν κι εμείς πολλά λόγια. Περιοριζόμαστε, ως προς το εντελώς θεωρητικό μέρος αυτού του αφιερώματος, να παραθέσουμε ορισμένες αποστροφές του σπουδαίου –ανεξάρτητα από τις επί μέρους πολιτικές διαφωνίες μας– μαρξιστή ιστορικού Σπύρου Ασδραχά:

«Για το ΕΑΜ είναι εύκολο στον καθένα να μιλήσει, με έξαρση μάλιστα, αν ανήκει στη γενεαλογία του. Όσοι ήταν ώριμοι στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 έχουν πάρει το μονοπάτι του θανάτου. Λίγοι από τους νέους της δεκαετίας του 1940 επιζούν. Όσοι ανήκουν στη μικρότερη ηλικιακή κλάση που αγκάλιασε, τα Αετόπουλα, σήμερα κοντεύουν να γίνουν ογδοντάρηδες· άλλοι απ’ αυτούς, όσοι βίωσαν φυσιολογικά, έφυγαν και απομείναντες πήγαν στο ξόδι τους. Το ΕΑΜ όμως δεν είναι μια διαγεναϊκή μνήμη που κρατά όσο και η προφορική διαιώνισή της: το ΕΑΜ είναι ιστορία και η ιστορία δεν έχει τέλος, γιατί δεν είναι μόνο η περιγραφή συμβάντων, αλλά μια ανασηματοδοτούμενη επιθυμία, βούληση και ερμηνευτική προκείμενη του παρόντος. Έχει γίνει μια ζώσα ιστορία».

Και προσθέτει, παρακάτω στην ίδια συνέντευξη: «(…) ο κύριος συντελεστής του, το ΚΚΕ, ήταν κόμμα διεθνιστικό που υπερέβαινε το έθνος μέσω μιας τάξης που από υποτελής γινόταν ηγεμονική, της εργατικής τάξης· μιας τάξης επαναστατικής» (…).

                Ίσως, το σπουδαιότερο μήνυμα πάνω στο οποίο θα πρέπει να στοχαστούμε στις σημερινές συνθήκες, είναι ακριβώς αυτή η τελευταία αποστροφή και τα διδάγματά της: η διεκδίκηση και κατάκτηση της ηγεμονίας από την εργατική τάξη και το κόμμα της.

                Ωστόσο, σήμερα δεν διαλέξαμε το δρόμο της ιστορικής αφήγησης ή της θεωρητικής ανάλυσης. Προτιμήσαμε να αναφερθούμε στη μεγάλη αυτή επέτειο μέσα από ένα δρόμο λίγο λοξό και έξω από τα ειωθότα. Πώς τραγουδήθηκε η εποποιΐα της αντίστασης από τον ελληνικό λαό; Γνωρίζουμε το αντάρτικο τραγούδι, που πάτησε πάνω σε παλιότερες δημοτικές φόρμες ή που αξιοποίησε μουσικές και τραγούδια των χωρών του αντιφασιστικού συνασπισμού (χωρίς να αγνοούμε και σημαντικούς λόγιους συνθέτες που το υπηρέτησαν, όπως ο Αλέκος Ξένος). Όμως, κι ο περιθωριακός (αλλά εξαιρετικά σημαντικός μουσικά) κόσμος του ρεμπέτικου δεν έμεινε αδιάφορος μπροστά στην εποποιΐα. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους με χαλαρή ή και ανύπαρκτη πολιτική συνείδηση, όσο κι αν ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας, συγκλονίστηκαν από τον αγώνα του λαού μας και αφιέρωσαν σε αυτόν σημαντικά κομμάτια του έργου τους.

Γιατί «Τραγούδι στην Αθήνα»

                Δώσαμε αυτό τον τίτλο στο μικρό μας αφιέρωμα, αφού τον δανειστήκαμε από ένα διήγημα του Δημήτρη Χατζή: σ` αυτό, ένας λαϊκός άνθρωπος, χαμάλης, στη διάρκεια της κατοχής, ξεκινά κάθε μέρα με το καρότσι του, τραγουδώντας την περίφημη «Βαρβάρα» για να βρεθεί με τους συναγωνιστές του. Όταν, ένα βράδυ, δεν γυρίζει σπίτι, ο δειλός, μέχρι εκείνη τη στιγμή αδελφός του, ξεκινά το πρωί με το ίδιο τραγούδι στο στόμα και παίρνει στον αγώνα τη θέση του.

                Αυτή η «Βαρβάρα» που «κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει», σε μουσική του Παναγιώτη Τούντα, έγινε, άθελά της, σύμβολο της αντίστασης κατά της δικτατορίας Μεταξά. Οι σκαμπρόζικοι στίχοι της ερμηνεύτηκαν ως σχόλιο πάνω στις … ερωτικές αταξίες της μιας από τις δυο κόρες του δικτάτορα, που είχε και στελεχική θέση στην ΕΟΝ (και πάντως δεν λεγόταν Βαρβάρα). Η μεταξική λογοκρισία απαγόρευσε το τραγούδι και ο Τούντας πέρασε από δικαστήριο! Με την άτακτη «Βαρβάρα» λοιπόν ξεκινάμε το αφιέρωμά μας.

                Ο Μάρκος Βαμβακάρης, άνθρωπος με γνήσιο λαϊκό καλλιτεχνικό αισθητήριο, βρισκόταν ωστόσο σε απόλυτη πολιτική θολούρα. Ωστόσο, με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, έγραψε ή και τραγούδησε τραγούδια άλλων συνθετών ενάντια στο Μουσολίνι. Εδώ, ανθολογούμε «Το όνειρο του Μπενίτο», που ο Μάρκος τραγουδά μαζί με τον Απόστολο Χατζηχρήστο, στο ρυθμό του «Ο Αντώνης, ο βαρκάρης, ο σερέτης».

                Μια παρένθεση: η γράφουσα έχει την υπόνοια (ή, αν θέλετε, την αίσθηση) ότι ο Βαμβακάρης λόγω δόγματος, είχε ένα θέμα «ταυτότητας»∙ ή ότι, σε αυτόν, τον επιλεγόμενο «Φράγκο», ο περίγυρος περίμενε να δει ένα πρόβλημα «ταυτότητας». Ίσως η επιμονή του να τραγουδά κατά των ομοδόξων του εισβολέων, να μην ήταν παρά μια προσπάθεια να αποδείξει την ελληνικότητά του…

                Δεν θα μπορούσε να λείπει από το αφιέρωμά μας, η εμβληματική «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη, που με τη χρήση ισχυρών συμβολισμών περιγράφει τις συνθήκες της κατοχής. Αλλά βέβαια και το έξοχο τραγούδι του πιο πολιτικοποιημένου από τους ρεμπέτες, του Δημήτρη Γκόγκου–Μπαγιαντέρα, με τον τίτλο «Φόρεσε αντάρτη τ` άρματα», αφιερωμένο στη θρυλική μορφή του αρχικαπετάνιου Άρη.

                Τα τραγούδια της εποχής κλείνουν με την αντιστασιακή εκδοχή της γνωστής καντάδας του Τσιτσάνη «Βάρκα–γιαλό». Το τραγούδι, με ευφάνταστους σατιρικούς στίχους και με τον τίτλο «Δεν το πίνουμε το γάλα» ή «Ελ Ντάμπα», τραγουδήθηκε από τους έλληνες εαμίτες φαντάρους που οι «σύμμαχοι» άγγλοι έκλεισαν στο ομώνυμο στρατόπεδο, αλλά και από τους αιχμαλώτους της μάχης του Δεκέμβρη.

                Το αφιέρωμά μας περιλαμβάνει δυο μεταγενέστερα της εποχής τραγούδια: το «Απομεσήμερο στην Καισαριανή» των Ξαρχάκου–Παπαδόπουλου, αφιερωμένο στην ηρωίδα συνοικία της Αθήνας, και το «Ακορντεόν» των Μ. Λοϊζου–Γ. Νεγρεπόντη – χωρίς περαιτέρω συστάσεις …

                Ως προς τα κείμενα που επιλέξαμε: ο Κώστας Βάρναλης, με το ποίημά του «Στην εξορία» (γραμμένο πάντως πριν τη δικτατορία Μεταξά) λειτουργεί αντιστικτικά σε σχέση με το λαϊκό, αυθόρμητο χιούμορ της «Βαρβάρας», δηλώνοντας τη συνειδητή αντίδραση των κομμουνιστών απέναντι στον αυταρχισμό της άρχουσας τάξης. Ο Γιάννης Ρίτσος, στις «Γειτονιές του Κόσμου» εικονογραφεί τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ο Θέμος Κορνάρος, με τη μεγαλόπνοη γραφή του, περιγράφει την αναχώρηση των «200» από το Χαϊδάρι για την Καισαριανή. Ο Γιώργος Σεφέρης, στον «Τελευταίο Σταθμό», στοχάζεται πάνω στη μοίρα των ηρώων, στηλιτεύοντας την τάξη του. Και ο Λόρδος Μπάϊρον, από τα βάθη του χρόνου, περιγράφει στο «Τσάϊλντ Χάρολντ», το Δεκέμβρη του `44. Ακούγεται, τέλος, απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Σπύρου Τζόκα «Ο κύκλος των «μάταιων» πράξεων», αφιερωμένο στο Ναπολέοντα Σουκατζίδη και στους «200», τους κομμουνιστές–πατριώτες που η ζωή και ο θάνατός τους τους έχουν καταστήσει το απόλυτο σύμβολο της θυσίας.

                Ξέρουμε ότι, μπροστά στην τεράστια συμβολή και δράση του ΕΑΜ και στο χώρο του πολιτισμού, το αφιέρωμά μας είναι πενιχρό. Ας το δουν οι αναγνώστες του «Εργατικού Αγώνα» με συμπάθεια, σαν μια μικρή προσπάθεια να τιμήσουμε εκείνο το εμβληματικό επονίτικο σύνθημα, που αποτύπωνε, με πλήρη αλλά και ιδιαίτερο τρόπο, την πολιτική του ΕΑΜ: «Πολεμάμε και τραγουδάμε».

 

Κείμενα – Επιμέλεια: Δώρα Μόσχου

Συνεργάστηκε ο Παναγιώτης Ζαβουδάκης

 

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας