Εργατικός Αγώνας

Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος.

Στις 24 Δεκέμβρη του 1943, σε μία έκτακτη έκδοσή του, ο «Ριζοσπάστης» φιλοξενούσε μια ανατριχιαστική είδηση. Κάτω από τον τίτλο «Η τραγωδία των Καλαβρύτων – Οι Ούννοι κολυμπάν στο αίμα», έγραφε1:

«Στα Καλάβρυτα ξετυλίχτηκε μια φρικαλέα πράξη απ’ την πιο φοβερή τραγωδία που έζησε η Ελλάδα και ολόκληρη η Ευρώπη. Ορδές των Ούννων έκαναν επιδρομή και μπήκαν στα Καλάβρυτα που ο πληθυσμός είχε αδειάσει και αποσύρθηκε ολόκληρος στα βουνά. Οι άνανδροι Ούννοι, βαρβαρότεροι και απ’ τις άγριες φυλές της ζούγκλας, κάλεσαν τον πληθυσμό να ξαναγυρίσει στα Καλάβρυτα με την υπόσχεση ότι δεν είχε να πειραχτεί κανένας. Ο πληθυσμός ξαναγύρισε και τότε οι Ούννοι, οι προστάτες των Ράλληδων Ντερτιλήδων, ρίχτηκαν στην εξόντωση των αθώων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Εκλεισαν όλα τα γυναικόπαιδα σε ένα σχολείο και έβαλαν φωτιά. Τυλιγμένες απ’ τις φλόγες οι γυναίκες πάλεβαν να σπάσουν τις πόρτες, ενώ έριχναν τα παιδιά όξω απ’ τα παράθυρα για να σωθούν. Έσπασαν τις πόρτες και μισοκαμένος και ξετρελαμένος αυτός ο κόσμος ρίχτηκε στους δρόμους οπότε αντιμετώπισε άλλο φρικτό θέαμα. Οι Ούννοι είχαν συγκεντρώσει σε μια διπλανή πλαγιά τον άρρενα πληθυσμό από δεκάξι χρονών και πάνου και τον θέριζαν με πολυβόλα. Σκότωσαν πάνου από οχτακόσιους ανθρώπους και κάμποσες γυναίκες που με θρήνους και οδυρμούς έτρεξαν να περιμαζέψουν τα πτώματα που είταν βουτηγμένα σε βούρκο αίματος. Οι Ούννοι απόκλεισαν τα Καλάβρυτα και απαγόρεψαν και στον Ερυθρό Σταυρό να επικοινωνήσει και να στείλει οποιαδήποτε βοήθεια στα τραγικά θύματα. Οι Ούννοι, αυτές οι ύαινες που γρυλίζουν για πολιτισμό και για θρησκεία, έκαναν επιδρομή και στο ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Λεηλάτησαν αυτό το εθνικό μνημείο και σκότωσαν όλους τους καλόγερους γκρεμίζοντάς τους στους βράχους».

Ένα μήνα αργότερα, η εφημερίδα «ΔΟΞΑ», της συντηρητικής οργάνωσης «Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζόμενων Νέων», γνωστής από τα αρχικά της και ως ΠΕΑΝ, έγραφε για το ίδιο θέμα, υπό τον τίτλο «Από τα όργια της Καταραμένης Φυλής»2: «Στα Καλάβρυτα εκτελέσθησαν με πολυβόλα όλοι οι άρρενες, 1.465 τον αριθμόν, ύστερα από την άκοπη όσο κι εγκληματική για τις συνέπειές της εκτέλεση 83 Ούννων αιχμαλώτων από τους παρτιζάνους του ΚΚΕ». Έτσι, το ΚΚΕ εμφανίστηκε τότε από τις συντηρητικές αστικές οργανώσεις αν όχι ως ο κύριος υπεύθυνος της τραγωδίας των Καλαβρύτων, τουλάχιστον ως συνυπεύθυνος, με τον ίδιο βαθμό ευθύνης που έφεραν οι κατακτητές. Η προπαγάνδα αυτή – διότι περί προπαγάνδας επρόκειτο – συνεχίστηκε και εντάθηκε ακόμη περισσότερο κατά την περίοδο του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού καθεστώτος, με αποτέλεσμα κάθε έγκλημα και θηριωδία των κατακτητών να ερμηνεύεται και να δικαιολογείται από τη δράση των κομμουνιστών ανταρτών και συγκεκριμένα του ΕΛΑΣ.

Ας επιστρέψουμε όμως στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα»

«Ο αφανισμός των Καλαβρύτων – γράφει ο Δ. Γατόπουλος3 – είχε την αρχήν του από τα 20 Οκτωβρίου 1943, οπότε συνεκροτήθη η μάχη της Κερπινής. Εις την μάχην αυτήν προς τους αντάρτας, εις την οποίαν εχρησιμοποιήθη ένα ολόκληρον γερμανικόν τάγμα, οι Γερμανοί υπέστησαν αληθινήν πανωλεθρίαν. Ενας λόχος Γρεναδιέρων εξωλοθρεύθη μέχρι και του τελευταίου σχεδόν ανδρός. Οσοι από τους άνδρας του επέζησαν, 69 τον αριθμόν, καθώς και τρεις τραυματίαι, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθησαν αιχμάλωτοι παρά των ανταρτών πλησίον των Καλαβρύτων. Οι Γερμανοί έφεραν πολύ βαρέως τας τεραστίας απώλειάς των, με διάφορα δε προσχήματα, εκδικούμενοι, διέταξαν την εκτέλεσιν ομήρων εις τας περιοχάς Πατρών και Αιγίου, αντί να στραφούν κατά των ανταρτών. Τούτο προεκάλεσε την επέμβασιν των ανταρτών, οι οποίοι ειδοποίησαν την γερμανικήν διοίκησιν να σταματήση τας εκτελέσεις αθώων ομήρων, διότι “εν εναντία περιπτώσει – ετονίσθη από τους αντάρτας – θα ευρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να προβούμε εις αντίποινα, εις εκτελέσεις, των εις χείρας μας Γερμανών αιχμαλώτων”. Παρά την προειδοποίησιν, όμως, των ανταρτών, οι Γερμανοί όχι μόνον εξηκολούθησαν τας εκτελέσεις, αλλά προέβησαν και εις άλλα σκληρότερα μέτρα. Τότε το δράμα που απέληξε εις τον αφανισμόν των Καλαβρύτων ήρχισε να προσλαμβάνη την φοβεράν μορφήν του. Ολίγας ημέρας αργότερα και εις απάντησιν εκτελέσεων ομήρων παρά των Γερμανών, διετάχθη παρά του αρχηγείου των ανταρτών η εκτέλεσις των εις χείρας των Ελλήνων Γερμανών αιχμαλώτων. Και η εκτέλεσις επραγματοποιήθη εις την περιφέρειαν των Καλαβρύτων. Από της στιγμής εκείνης οι Γερμανοί – παρ’ όλον που αυτοί οι ίδιοι προεκάλεσαν τον θάνατον των στρατιωτών των, αφού δεν εσταματούσαν τις εκτελέσεις των αθώων ομήρων – απεφάσισαν αγρίαν εκδίκισιν. Και δεν ήργησαν να την πραγματοποιήσουν, κατά τον τρομακτικώτερον τρόπον».

Πέραν ορισμένων ιστορικών ανακριβειών, ειδικότερα δε αυτής που αναφέρεται στην εκτέλεση των Γερμανών ομήρων πριν την καταστροφή των Καλαβρύτων, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η απαρχή της τραγωδίας της πόλης και των γύρω περιοχών έχει βαθύτερα αίτια από αυτά που ο Γατόπουλος παρουσιάζει. Ας τα δούμε αναλυτικότερα.

Στις 8 Σεπτέμβρη του 1943 ο φασιστικός άξονας δέχτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα. Ολόκληρη η Ευρώπη μάθαινε από τις συχνότητες του BBC, μέσω ενός μαγνητοφωνημένου ραδιοφωνικού μηνύματος του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγού Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ, ότι η ιταλική κυβέρνηση παρέδωσε άνευ όρων τις στρατιωτικές της δυνάμεις4. Η ιταλική συνθηκολόγηση – που είχε γίνει από τις 3 Σεπτέμβρη του 1943 όταν η 8η αγγλική στρατιά του στρατηγού Μοντγκόμερι πέρασε το στενό πορθμό της Μεσσήνης από τη Σικελία κι αποβιβάστηκε στη μύτη της ιταλικής μπότας, αλλά κρατήθηκε, για ευνόητους λόγους, μυστική5 – υποχρέωσε τη Γερμανία να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων χωρών όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν και ιταλικά στρατεύματα. Αυτό ακριβώς έγινε και στην Ελλάδα.

Πέραν όμως της αντικατάστασης των ιταλικών δυνάμεων κατοχής με γερμανικές, οι ναζί, ειδικά, για την Ελλάδα πήραν επιπλέον μέτρα, τα οποία οφείλονταν στους φόβους τους ότι μετά τη συμμαχική απόβαση στην Ιταλία θα ακολουθούσε απόβαση και στην Ελλάδα κατά μήκος των ακτών προς το Ιόνιο, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου. Μια διαταγή του Χίτλερ – που διαβίβασε, στις 6/10/1943, ο στρατάρχης Κάιτελ προς τον στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς, στρατιωτικό διοικητή της Νοτιανατολικής Ευρώπης – αναφέρει χωρίς περιστροφές πως σε περίπτωση απόβασης συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα τα γερμανικά στρατεύματα θα πρέπει να καταστρέψουν τα πάντα νότια της γραμμής Κερκύρας – Μετσόβου – Ολύμπου6.

Πριν όμως φτάσουν στο σημείο να καταστρέψουν κατ’ αυτό τον τρόπο, οι ναζί όφειλαν να ξεμπερδεύουν με την Εθνική Αντίσταση, χτυπώντας αλύπητα όχι μόνο τους αντάρτες, αλλά και όσους τους υπέθαλπαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή τα χωριά, τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου υπήρχαν πολιτικές οργανώσεις Εθνικής Αντίστασης κι όπου συχνά οι αντάρτικες δυνάμεις έβρισκαν καταφύγιο, τροφή και κάθε είδους υποστήριξη.

Μια έκθεση της 117ης γερμανικής Μεραρχίας Κυνηγών (καταδρομών), γραμμένη στα τέλη Νοέμβρη του 1943 αναφέρεται στην κατάσταση που ήδη έχει διαμορφωθεί στην Πελοπόννησο, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα7: «Ολόκληρη η Πελοπόννησος πρέπει να θεωρείται σήμερα συμμορίτικη περιοχή. Οι διαρκείς επιθέσεις δείχνουν ότι κι εκεί όπου υπάρχουν συγκεντρωμένα γερμανικά στρατεύματα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ειρηνοποίηση της χώρας. Η ορεινή ενδοχώρα είναι υπό την πλήρη κυριαρχία των συμμοριών. Εκεί αυτές αποτελούν κράτος εν κράτει κι ασκούν απεριόριστα την κομμουνιστική κυβερνητική εξουσία τους…». Ακριβώς στο πλαίσιο αυτών των στρατιωτικών υπολογισμών σχεδιάζεται και η «επιχείρηση Καλάβρυτα», η οποία θεωρείται αναγκαία για τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής που υπολόγιζαν πως στην ευρύτερη περιοχή Καλαβρύτων βρίσκονταν περί τις 5.000 αντάρτες, η ισχυρότερη δηλαδή αντάρτικη δύναμη σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο8.

Οι Γερμανοί, γράφει ο Ευάγγελος Μαχαίρας στις αναμνήσεις του, «ήξεραν πως η κύρια βάση των ανταρτών ήταν τα Καλάβρυτα… Από την περιοχή των Καλαβρύτων ξεκίνησαν οι πρώτοι αντάρτες. Τα Καλάβρυτα και η ορεινή περιοχή τους ήταν το ασφαλές καταφύγιό τους, το κέντρο ανεφοδιασμού και της στρατολογίας τους και έπρεπε να το καταστρέψουν. Πολύ περισσότερο που οι αντάρτες της περιοχής Καλαβρύτων είχαν ταπεινώσει το γερμανικό στρατό στη μάχη της Κερπινής και είχαν στα χέρια τους 80 αιχμαλώτους. Ηξεραν ακόμη ότι Καλάβρυτα – Μέγα Σπήλαιο – Αγία Λαύρα ήταν ορμητήρια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 και ότι η παράδοση αυτή θα συνεχιζόταν. Η ιερή αυτή για τους Ελληνες περιοχή θα ήταν το ορμητήριο χιλιάδων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, που θα χτυπούσαν αλύπητα τους κατακτητές. Επομένως ο σκοπός της εκστρατείας τους κατά της περιοχής των Καλαβρύτων ήταν διπλός: Πρώτον, η σκληρή τιμωρία, δηλαδή η πλήρης εξόντωση των αντάρτικων τμημάτων που τόλμησαν να χτυπήσουν γερμανική φάλαγγα, να τη διαλύσουν και να την αιχμαλωτίσουν, δεύτερον να καταστρέψουν τα ιστορικά εθνικά μας κέντρα (Καλάβρυτα – Μέγα Σπήλαιο – Αγία Λαύρα) και ολόκληρη τη γύρω περιοχή, να την μετατρέψουν σε καμένη γη, ώστε να μην μπορεί να είναι ούτε ορμητήριο, ούτε φωλιά ανταρτών. Να είναι ερημιά, ερείπια, στάχτες, που να εμπνέουν στους περαστικούς το φόβο, τον τρόμο και την απελπισία»9.

Η διαταγή για την «επιχείρηση Καλάβρυτα» δόθηκε από τον Χίτλερ και τον στρατάρχη Κάιτελ στις 29/10/1943. Η εκτέλεση της επιχείρησης ανατέθηκε στον διοικητή της 117ης Μεραρχίας, αντιστράτηγο Καρλ φον Λε Σουίρ. Ο τελευταίος αφού συγκέντρωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις που του ήταν απαραίτητες, στις 25/11/1943, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 1296 διαταγή προς τις μονάδες που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση10.

Απ’ όσα αναφέραμε γίνεται σαφές ότι η καταστροφή των Καλαβρύτων δεν ήταν απλά μια πράξη αντεκδίκησης και αντιποίνων των κατακτητών. Εντούτοις, πριν περάσουμε να δούμε πώς εκτελέστηκε η «επιχείρηση Καλάβρυτα», οφείλουμε να σταθούμε περισσότερο σ’ αυτήν την περιβόητη θεωρία των αντιποίνων που γνωρίζει διάφορες νεκραναστάσεις ακόμη και στις μέρες μας.

Η θεωρία των αντιποίνων: Σκοπιμότητες, προεκτάσεις και η ιστορική αλήθεια

Σημειώσαμε στην αρχή το γεγονός ότι τόσο στα χρόνια της Κατοχής όσο και αργότερα, ιδιαίτερα δε στη μετεμφυλιακή περίοδο, η αντίδραση δικαιολογούσε την καταστροφή των Καλαβρύτων από τους Γερμανούς, επικαλούμενη εκτέλεση Γερμανών στρατιωτών ομήρων από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Η θεωρία αυτή ορισμένες φορές έφτανε στα όρια της φαιδρότητας. Για παράδειγμα, σε μια μπροσούρα του δικηγόρου Ιωάννη Τρόκαλλη με τίτλο «Η τραγωδία των Καλαβρύτων», που κυκλοφόρησε το 1946 (περίληψη του περιεχομένου της είχε μεταδοθεί από τον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών στις 25/3/1945) διαβάζουμε: «Διατί οι Γερμανοί προέβησαν εις ομαδικήν εκτέλεσιν των Καλαβρυτινών, την πυρπόλησιν των Καλαβρύτων και της Αιγιαλείας; Διότι ο Κομμουνισμός, εν τη εφαρμογή του σχεδίου του να γενικεύση την απαθλίωσιν του πληθυσμού της επαρχίας των Καλαβρύτων διά να πυκνώση τας φάλαγγας των προλεταρίων και αναρχικών οπαδών του, προέβη εις ωρισμένας ενέργειας εις βάρος των Γερμανών με τον αποκλειστικόν σκοπόν να εφαρμοσθούν τα υπό τούτων εξηγγελμένα αντίποινα κατά του αμάχου πληθυσμού και να ευοδωθούν ούτω οι εκτεθέντες αναρχο-πολιτικοί του Κομμουνισμού σκοποί»11.

Άλλοτε πάλι η φαιδρότητα κρυβόταν πίσω από την επισημότητα κάποιου προσώπου και η θεωρία των αντιποίνων πρόβαλλε ως δήθεν σοβαρή ιστορική ανάλυση. Το 1960, για παράδειγμα, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Καραμανλή, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, δικαιολογούσε τις σφαγές των χιτλερικών στη μαρτυρική πόλη των Καλαβρύτων με το επιχείρημα ότι «ο ΕΛΑΣ έφταιξε που έσφαξε αιχμαλώτους Γερμανούς»12. Χωρίς αμφιβολία η αντικομμουνιστική τύφλωση δεν επέτρεπε στους κατά καιρούς κομμουνιστοφάγους να σκεφτούν το εντελώς κοινότυπο και λογικό, ότι σε έναν πόλεμο, όσο σκληρός κι αν είναι, με τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η μαζική σφαγή άμαχου πληθυσμού, το ξεθεμέλιωμα πόλεων και χωριών. Θα μπορούσε, συνεπώς, να ερμηνεύσει κανείς τη θεωρία των αντιποίνων επικαλούμενος τον αντικομμουνισμό της εποχής που γράφτηκαν και ειπώθηκαν τα προαναφερόμενα. Αλλά μήπως ίδια δεν είναι και η λογική με την οποία προσεγγίζουν σήμερα την περίοδο της Κατοχής οι λεγόμενοι αναθεωρητές της ιστορίας (Καλύβας, Μαρατζίδης, κλπ.) όταν στο όνομα της ύπαρξης και δράσης (πραγματικής ή κατασκευασμένης δεν έχει σημασία) του ΕΛΑΣ, επιχειρούν να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη δράση των κατοχικών δυνάμεων αλλά και τη δράση των ντόπιων συνεργατών τους; Εν πάση περιπτώσει, το εκάστοτε πολιτικό συμφέρον της κυρίαρχης τάξης ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων. Ας εξετάσουμε επομένως αν όντως ευσταθεί ο ισχυρισμός των αντιποίνων, αν δηλαδή υπήρχε βάση για τα οποιαδήποτε αντίποινα.

Αναφερόμενος στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, ο Βρετανός ιστορικός Mark Mazower (Μαρκ Μαζάουερ) κι ένας εκ της ομάδος των αναθεωρητών της Ιστορίας, ισχυρίζεται ότι οι πράξεις των Γερμανών στα Καλάβρυτα και στη γύρω περιοχή στηρίζονταν στη λογική των αντιποίνων. Συγκεκριμένα γράφει13: «Μια σφαγή ιδιαίτερα – ο μαζικός τουφεκισμός άνω των 500 ανδρών στα Καλάβρυτα – μετέτρεψε την πρακτική των αντιποίνων σε έντονα διαμφισβητούμενο πολιτικό ζήτημα. Στα τέλη Οκτωβρίου 1943 αντάρτες της Βόρειας Πελοποννήσου είχαν απαγάγει και σκοτώσει 78 στρατιώτες της 117ης Μεραρχίας Γέγκερ του Λε Σουίρ. Αυτό έγινε σε μια στιγμή που ο πασίγνωστος ανθέλληνας Λε Σουίρ ένιωθε πως η περιοχή που διοικούσε ξέφευγε από τον έλεγχό του, οι αντάρτες σχημάτιζαν “ένα κράτος εν κράτει” στην Πελοπόννησο, παρά τις εκτεταμένες επιχειρήσεις του εναντίον τους τους τελευταίους εκείνους μήνες. Σε αντεκδίκηση για το θάνατο των ανδρών του, αποδύθηκε σε μια σειρά από αποτρόπαιες επιδρομές αντιποίνων στα βουνά γύρω από τα Καλάβρυτα και στα μέσα Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του είχαν κάψει 25 χωριά και τουφεκίσει 696 Ελληνες, μαζί και όλο τον αρσενικό πληθυσμό των Καλαβρύτων, όπου οι πληροφοριοδότες του ισχυρίζονταν ότι είχαν οδηγηθεί οι απαχθέντες στρατιώτες της Βέρμαχτ».

Ο Μαζάουερ προβαίνει σε πολλές παραποιήσεις της ιστορικής αλήθειας που είναι εμφανείς διά γυμνού οφθαλμού. Μιλάει, για παράδειγμα, για απαχθέντες Γερμανούς στρατιώτες κι όχι για αιχμαλώτους, θέλοντας μάλλον να δώσει το χαρακτήρα συμμορίας – και όχι στρατού οργανωμένου – στους αντάρτες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, τα οποία δεν μπορεί να αγνοεί κανείς στις μέρες μας, βεβαιώνουν πως όταν οι Γερμανοί πραγματοποιούσαν το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων δε γνώριζαν πως οι στρατιώτες τους είχαν εκτελεστεί από τους αντάρτες14. Επίσης, όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν την «επιχείρηση Καλάβρυτα» οι αιχμάλωτοι δεν είχαν εκτελεστεί (εκτελέστηκαν μεταξύ 13/12/1943 και 15/12/1943), πράγμα που σημαίνει πως το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων εξυπηρετούσε για τις δυνάμεις κατοχής στρατιωτικούς σκοπούς ανεξάρτητους από την τύχη των αιχμαλώτων, στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί. Σχολιάζοντας το θέμα ο Ευάγ. Μαχαίρας γράφει στις αναμνήσεις του15: «Τα αντίποινα δεν διατάχθηκαν, ούτε εφαρμόστηκαν μετά την εκτέλεση των αιχμαλώτων, αλλά πριν απ’ αυτήν. Πριν από την εκτέλεση κάηκαν τα Καλάβρυτα και είκοσι ακόμη χωριά… Πριν από την εκτέλεση των αιχμαλώτων εκτελέστηκαν 1.000 περίπου στα Καλάβρυτα και 300 περίπου στα παραπάνω χωριά και μοναστήρια…».

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΕΛΑΣ επιδίωξε να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή των αιχμαλώτων με ανθρώπους της Αντίστασης που είχαν στα χέρια τους οι ναζί αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Επιπλέον, η βρετανική στρατιωτική αποστολή στα ελληνικά βουνά και το Συμμαχικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή είχαν εκφράσει αντίθεση στις εν λόγω διαπραγματεύσεις. Αναλύοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι αντάρτες οδηγήθηκαν κάποια στιγμή στην απόφαση να εκτελέσουν τους Γερμανούς αιχμαλώτους, ο Αντώνης Κακογιάννης γράφει16: «Καθώς τελείωνε ο Νοέμβριος (σ.σ. του 1943), είχαν συμβεί διάφορα γεγονότα τα οποία έκριναν τελικά τη μοίρα των Γερμανών αιχμαλώτων στη μάχη της Κερπινής. Πρώτον, οι διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή τους δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα. Δεύτερον, οι Γερμανοί βομβάρδισαν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ στο Σκεπαστό, προσπαθώντας να σκοτώσουν τους ανθρώπους με τους οποίους υποτίθεται διαπραγματεύονταν για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Τρίτον, οι Γερμανοί είχαν ήδη αποφασίσει την “επιχείρηση Καλάβρυτα” και οι αντάρτες το έμαθαν αυτό από τα γερμανικά έγγραφα που είχαν πέσει στα χέρια τους. Τέταρτον, οι Γερμανοί εκτέλεσαν εκατόν δεκαοχτώ σημαίνοντα πρόσωπα της Σπάρτης στο Μονοδένδρι της Λακωνίας, στις 25 Νοεμβρίου 1943, ένα γεγονός που λύπησε βαθιά την Αντίσταση. Τέλος, η βρετανική αποστολή στην “Ελεύθερη Ελλάδα” και το Συμμαχικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους στις διαπραγματεύσεις των ανταρτών με τους Γερμανούς για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Γι’ αυτούς τους λόγους οι αντάρτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι και η τελευταία ελπίδα να ανταλλάξουν τους Γερμανούς αιχμαλώτους με δικούς τους κρατούμενους στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είχε χαθεί. Εν τω μεταξύ, το να κρατούν τους Γερμανούς αιχμαλώτους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για τους αντάρτες εν όψει της νέας γερμανικής εκστρατείας στην περιοχή». Αυτή είναι και η ιστορική αλήθεια. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Ας επιστρέψουμε όμως στην εξιστόρηση των γεγονότων για να δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες πώς συντελέστηκε η τραγωδία των Καλαβρύτων.

Οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα – Το ολοκαύτωμα

Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4/12/1943. Οι δυνάμεις των Γερμανών που πήραν μέρος ξεκίνησαν από την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη, τον Πύργο Ηλείας και από την περιοχή της Κορινθίας.

Στο διάβα τους τα ναζιστικά στρατεύματα σκορπούσαν το θάνατο. Καίγανε και δολοφονούσαν, αφήνοντας πίσω τους την καταστροφή και την ερήμωση σε κάθε χωριό της περιοχής των Καλαβρύτων, από το οποίο έτυχε να περάσουν. «Μεγάλες καταστροφικές επιδόσεις – γράφει ο Κ. Μπρούσαλης17 – παρουσιάζει η φάλαγγα που ξεκίνησε από το Αίγιο». Ο αριθμός των θυμάτων τους ξεπερνά τα 1.100 άτομα. Στο χωριό Αιγείρα εκτέλεσαν 5 πατριώτες, στην Ανω Ζαχλωρού 12, στα Κλειτωριά και Χανιού 19, στο Σκεπαστό 16, στη Βρώσθαινα 7, στα Ζαχλωρίτικα 14, στην Κερπινή 45, στη Ροδοδάφνη 2, στην Ακράτα, στην Κροκόβη 4, στη Μαμουσιά 5 κ.ο.κ.18. Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το μέγεθος της θηριωδίας που προηγήθηκε του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, αξίζει να αναφέρουμε τούτο. Στις 8 Δεκέμβρη του 1943 γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στην ιστορική μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Εκεί συνέλαβαν όλους τους μοναχούς και μερικούς λαϊκούς, συνολικά 19 άτομα, κι αφού τους μετέφεραν σε μικρή απόσταση από τη Μονή τους δολοφόνησαν πετώντας τους σε γκρεμό. Μετά από λίγες μέρες, επέστρεψαν στη μονή και την καταλήστευσαν, ενώ έβαλαν φωτιά στο ιερό και στον ξενώνα19.

Την Πέμπτη 9 Δεκέμβρη του 1943, πρωί πρωί, τα γερμανικά στρατεύματα, πλαισιωμένα από γερμανοντυμένους Έλληνες των Ταγμάτων Ασφαλείας20, μπήκαν πάνοπλα στα Καλάβρυτα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Καλαβρυτινοί έβλεπαν Γερμανούς στην πόλη τους. Και πριν από τρεις περίπου μήνες το ίδιο είχε συμβεί. Όμως, τώρα ένας ανεξήγητος φόβος τους συγκλόνιζε. Ίσως γιατί φεύγοντας οι Γερμανοί την προηγούμενη φορά είχαν απειλήσει ότι θα κατέστρεφαν την πόλη, στην περίπτωση που οι κάτοικοί της ενίσχυαν τους αντάρτες. Ισως ακόμη γιατί οι αντάρτες κρατούσαν Γερμανούς αιχμαλώτους κι υπήρχε κίνδυνος αντιποίνων από τους κατακτητές. Ίσως… Αλλά δεν ήταν μόνο τα «Ίσως» που βάραιναν την ατμόσφαιρα. Τούτη τη φορά, οι ναζί ήταν πιο απειλητικοί στην έκφραση, πιο απρόσιτοι, πιο ψυχροί στις κινήσεις. Η παρουσία τους και μόνον έφερνε την αίσθηση του θανάτου.

Η πρώτη κίνηση των Καλαβρυτινών ήταν να θερμάνουν κάπως το κλίμα, να πλησιάσουν και να διαγνώσουν τις προθέσεις του εχθρού. Δημιούργησαν, λοιπόν, στα βιαστικά μια επιτροπή επισήμων για την υποδοχή των Γερμανών: Ήταν ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χρ. Παπανδρέου, ο γυμνασιάρχης Αντ. Οικονόμου, ο καθηγητής Γυμνασίου Α. Δημόπουλος, ο αρχιμανδρίτης Δωρόθεος, ο επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων Θ. Παπαβασιλείου, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Μήτσος Σαμψαρέλος και ορισμένοι άλλοι, αντιπρόσωποι κοινωνικών ομάδων21.

Στους Γερμανούς απευθύνθηκε ο Θ. Παπαβασιλείου, που ήξερε τα γερμανικά και τους δήλωσε πως ο λαός των Καλαβρύτων ήταν φιλήσυχος, φιλειρηνικός και νομοταγής, αλλά και «ευτυχής», που δεχόταν ξανά στην πόλη του το γερμανικό στρατό.

Ο Γερμανός διοικητής θέλησε να καθησυχάσει τους φοβισμένους κατοίκους. Ανέβηκε σ’ ένα μπαλκόνι, του Ανδρέα Αντωνακόπουλου, κι άρχισε να μιλάει. Ο Παπαβασιλείου μετέφραζε22:

«Οι κάτοικοι – είπε – δεν πρέπει να φοβούνται. Να ησυχάστε πρώτα εσείς και να βοηθήσετε κι εμάς να ησυχάσουμε. Να παραδώσετε, αν έχετε, όπλα και πολεμικό υλικό. Εμείς καταδιώκουμε μόνο αντάρτες. Εσείς, εφόσον είσθε φιλήσυχοι και φιλόνομοι, δεν πρέπει να φοβάσθε. Επειδή βγαίνουν περίπολα δεν πρέπει να κυκλοφορείτε πέραν της 16.00 ώρας. Από την πόλη επίσης δε θα βγείτε, διότι, όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα θεωρηθεί ως αντάρτης και αμέσως θα θανατώνεται. Να μας υποδείξετε, πού κρύβονται οι αντάρτες να τους τιμωρήσουμε. Εμείς αθώους δεν τους πειράζουμε καθόλου».

Ο Γερμανός διοικητής ζήτησε ακόμη έναν κατάλογο με τα ονόματα των οικογενειών που είχαν μέλη τους αντάρτες.

Οι Καλαβρυτινοί που, μάλλον, πίστεψαν στα λόγια του Γερμανού διοικητή ότι δεν κινδύνευαν, θέλησαν να φανούν συνεργάσιμοι, με την ελπίδα πως θα γλίτωναν την πόλη τους. Έτσι, παρέδωσαν τον κατάλογο που τους ζήτησε. Πρώτο πρώτο φιγουράριζε το όνομα της οικογένειας του Χρ. Παπανδρέου, που είχε δυο γιους στην Αντίσταση, τον έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ και τον άλλο στο Περιφερειακό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ23. «Υπάρχουν κι άλλοι παρτιζάνοι», ήταν η απάντηση του διοικητή, που ο κατάλογος του φάνηκε μικρός. «Είσαστε όλοι παρτιζάνοι!»24. Αυτή η διαπίστωση έμοιαζε περισσότερο σαν απειλή. Σε λίγο ήρθαν και οι αποδείξεις.

Οι Γερμανοί πήγαν στο ξενοδοχείο «Χελμός», το οποίο οι αντάρτες είχαν χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο της Αντίστασης και το έκαψαν. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τα σπίτια των οικογενειών που είχαν μέλη τους στην Αντίσταση. «Η επιλεκτική πυρπόληση σπιτιών – γράφει ο Κακογιάννης25 – ήταν το δεύτερο μεγάλο τέχνασμα εξαπάτησης που χρησιμοποίησαν οι ναζί στα Καλάβρυτα. Ένας τέτοιος ελιγμός εύκολα έδινε την εντύπωση ότι οι “λογικοί” Γερμανοί ήταν ικανοποιημένοι τιμωρώντας μόνο τις οικογένειες όσων είχαν μέλη επίσημα αναμεμειγμένα στην Αντίσταση. Άρα, η υπόλοιπη πόλη δεν έπρεπε να ανησυχεί για τίποτα και η ζωή μπορούσε να συνεχιστεί ομαλά».

Στην πραγματικότητα βέβαια, επρόκειτο για τον πρόλογο της καταστροφής.

Δευτέρα 13 Δεκέμβρη 1943. Δεν είχε χαράξει ακόμη, όταν ακούστηκε να χτυπά με φρενήρη τρόπο η καμπάνα της μητρόπολης. Σε λίγο έφτασε και η διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι στο δημοτικό σχολείο. Εκεί χώρισαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες.

Γύρω στις 9 το πρωί έβγαλαν τους άνδρες, από 14 ετών και πάνω, από το σχολείο και τους οδήγησαν στο χωράφι του δάσκαλου Καπή που απείχε περί τα δέκα λεπτά και τους έζωσαν ολόγυρα με πολυβόλα. Την ίδια ώρα, άλλα τμήματα Γερμανών στρατιωτών άρχισαν τη λεηλασία και την καταστροφή της πόλης. Γύρω στο μεσημέρι, μια φωτοβολίδα που έπεσε από την πόλη έδωσε το σύνθημα. Τα πολυβόλα άρχισαν να κροταλίζουν κι ο αντρικός πληθυσμός των Καλαβρύτων να πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλον. Πόσοι, άραγε, σκοτώθηκαν; Κατά μία εκδοχή «υπερχίλιοι», κατά μία άλλη 1.436 άνδρες από 14 έως 80 ετών, δηλαδή το 70,5% του αρσενικού πληθυσμού της πόλης26. Κατάφεραν να σωθούν μόνο 13 άτομα που καταπλακώθηκαν από τους νεκρούς συμπολίτες τους και θεωρήθηκαν νεκροί από τους ναζί.

Μια διαρκή τραγωδία έζησαν οι γυναίκες. Ήταν αυτές που έμειναν πίσω να θάψουν και να κλάψουν τους νεκρούς τους και πάνω απ’ όλα να βρουν το κουράγιο να συνεχίσουν να ζουν.

 

Πηγές:

1 «Ριζοσπάστης» 24/12/1943, στην έκδοση: «Ριζοσπάστης Περίοδος 1941-1945: Κατοχή – Δεκεμβριανά», Εκδοση «Ριζοσπάστης» – «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 142

2 Εφημερίδα «ΔΟΞΑ», αριθμός φύλλου 31, 15 Ιανουαρίου 1944

3 Δημ. Γατόπουλου: «Ιστορία της Κατοχής», εκδόσεις «Μέλισσα», σελ. 438.

4 Ρεμόν Καρτιέ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», Εκδόσεις «Πάπυρος», τόμος β`, σελ. 168

5 Λ. Χαρτ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος β`, σελ. 5.376

6 Βλέπε τη διαταγή: Μάρτιν Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό – Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 203-204

7 Μάρτιν Ζέκεντορφ, στο ίδιο, σελ. 209

8 Περικλή Ροδάκη, στο ίδιο, σελ. 247-250

9 Ευάγγελος Μαχαίρας: «50 χρόνια μετά…», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 322

10 Περικλή Ροδάκη: «Καλάβρυτα 1941-1944 – Η Αντίσταση στην Επαρχία – Το ολοκαύτωμα», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 278-279

11 Ιωάννου Τρόκαλλη: «Η Τραγωδία των Καλαβρύτων», Αθήναι 1946, σελ. 5

12 Φοίβου Γρηγοριάδη: «Το Αντάρτικο: ΕΛΑΣ- ΕΔΕΣ – ΕΚΚΑ – 5/42», εκδόσεις «Καμαρινόπουλος», τόμος 5ος, σελ. 286

13 Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ – Η εμπειρία της κατοχής», Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελ. 205-206

14 Περικλή Ροδάκη, στο ίδιο, σελ. 293

15 Ευάγγελος Μαχαίρας: «50 χρόνια μετά…», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 327

16 Αντώνης Κακογιάννης: «Η θηριωδία των Ναζί στην Ελλάδα: Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων», Εκδόσεις «Καστανιώτη» σελ. 252-253

17 Κ. Μπρούσαλης: «Η Πελοπόννησος στο πρώτο αντάρτικο 1941-1945», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 298

18 «Στ’ Αρματα – Στ’ Αρματα – Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1967, σελ. 239

19 Δ. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής 1941-1944», Αθήναι 1949, επανέκδοση Φόρμιγξ 1996, σελ. 107

20 Την παρουσία των Ταγμάτων Ασφαλείας στα Καλάβρυτα κατέγραψαν και οι Αγγλοι. Σε μια έκθεση του Βρετανού πρεσβευτή στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, γραμμένη λίγο μετά το ολοκαύτωμα, στις 22/12/1943, αναφέρεται: «Τα γερμανικά στρατεύματα πλαισιούμενα και βοηθούμενα από τις Ελληνικές ομάδες ασφαλείας πέτυχαν να καθαρίσουν τα Καλάβρυτα και κατέστρεψαν τα πάντα στην πορεία τους» (Δημήτρης Βουρτσιάνης: «Ενθυμήματα από την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 137)

21 Αντώνης Κακογιάννης: «Η θηριωδία των Ναζί στην Ελλάδα: Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων», Εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 284-285

22 Δημήτρη Καλδίρη: «Το δράμα των Καλαβρύτων», εκδόσεις «Επτάλοφος ΑΒΕΕ», σελ. 55

23 Περικλή Ροδάκη: «Καλάβρυτα 1941-1944 – Η Αντίσταση στην Επαρχία – Το ολοκαύτωμα», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 278-279

24 Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 286

25 Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 289

26 «Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945», εκδόσεις «Αυλός», επιμέλεια Β. Γεωργίου, τόμος 3ος, σελ. 946

 

Αρχική δημοσίευση: rizospastis.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας