Εργατικός Αγώνας

Η ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανθελληνική και ιμπεριαλιστική

Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει την εισήγηση του Βασίλη Λάζαρη στην εκδήλωση που πραγματοποίησε στις 8 Ιουλίου 2016 στο Αίγιο η Πρωτοβουλία Κοινωνικού Μετώπου Αντίστασης Πολιτών Αιγιάλειας με θέμα «Υπάρχει φιλολαϊκή διέξοδος στην κρίση;». Διατηρήσαμε την ορθογραφία και το συντακτικό του πρωτοτύπου.

 

 

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια ζέουσα ιστορική παρουσία μέσα σε ένα καθορισμένο χώρο, όπως όλες οι κατά καιρούς ιστορικές παρουσίες; Επιχειρεί την καταξίωσή της, πέρα από τις γνωστές και σε κάποιες περιπτώσεις αιματηρές δραστηριότητές της, και μέσα από μια πολύ σαφή ιδεολογία. Πρόκειται για μια βαρβαρική ιδεολογία που εκφράζει την ουσία της Ενωμένης Ευρώπης και στηρίζεται, εκτός των άλλων, και σε μια συγκεκριμένη αντίληψη της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, όπως αυτή η ανάληψη προβάλλεται από πολυάριθμους προπαγανδιστές μιας νέας τάξης πραγμάτων. Είναι η αντίληψη για την αποφασιστική συμβολή αδυσώπητων στοιχείων του ιμπεριαλισμού στην διαμόρφωση των ιστορικών πραγματικοτήτων – μια θέση που σέρνει μαζί τη την κτηνωδία του Καρλομάγνου και τον εσμό των Σταυροφόρων της Δύσης, ενώ παράλληλα επικαλύπτεται από τις ζοφώδεις διακηρύξεις κάποιου «χριστιανικού καπιταλισμού», που πολύ έντονα θυμίζει την άγρια λεηλασία της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τις συμμορίες του Δάνδολου, του Βονιφάτιου και του Βιλλεαρδουΐνου, και την φωτιά με την οποία έκαψε η καθολική Ιερή Εξέταση τον Τζορντάνο Μπρούνο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη κατασκευάσει με την συνδρομή ξένων αλλά και εγχώριων «φωστήρων» την ιδεολογία της και πάνω σ’ αυτή έχει στήσει την επίσημη Ιστορία της, που στοιχειοθετείται από μια συγκεκριμένη πρόταση, η οποία αναδύεται μέσα από συλλογικές εργασίες για μια «νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική», θεμελιωμένη πάνω σε μια προβαλλόμενη «σύγκρουση θρησκειών και πολιτισμών». Πρόκειται ουσιαστική για ένα και το αυτό καταστατικό κείμενο, προωθημένο από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και από παράγοντες ευρωπαϊκών πολυεθνικών εταιριών και τραπεζικών συστημάτων, από μεγάλης εμβέλειας ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και από δημοσιογράφους, συγγραφείς και εκδοτικούς οίκους, με στόχευση τους την επιβολή της εντελώς απαράδεκτης άποψης (πολύ βέβαια δυσάρεστης για τους δικούς μας αμετανόητους φραγκολάτρες) ότι «η σημερινή Ευρώπη είναι κόρη της λατινικής Εκκλησίας και των βαρβάρων».

Η τέτοιου είδους καταγραφή των ιστορικών πραγμάτων από τους πρόθυμους κονδυλοφόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί σαφή άρνηση της αποδεδειγμένης ιστορικής αλήθειας – μια βάναυση άρνηση εκφρασμένη με μια ποικιλία στρεβλωτικών αναφορών και με παράλληλες πρωτοφανείς αποσιωπήσεις. Έτσι, το Ακυΐσγρανο του Καρλομάγνου (στο οποίο κατά τον δικό μας Ροΐδη επεδείκνυαν κάποτε τη λόγχη, που κέντησε τον Χριστό και λίγο πηλό, που είχε περισσέψει κατά το πλάσιμο του Αδάμ από τον Θεό) προβάλλεται ως βασικό πολιτιστικό κέντρο, μεγεθύνεται στην διαμόρφωση των ευρωπαϊκών πραγμάτων ο ρόλος των θρησκευτικών πολέμων, από τον αγγλογαλικό εκατόχρονο μέχρι τον ευρωπαϊκό τριαντάχρονο, και προσδιορίζεται ως σχεδόν μοναδική η συμβολή του Καθολικισμού και του συντηρητικού Προτεσταντισμού στην ανάπτυξη του παγκόσμιου πολιτισμού.

Από πολλούς δικούς μας «ευρωλάγνους» ίσως να θεωρείται ότι η ευρωπαϊκή Αναγέννηση απετέλεσε για τους φορείς της ιδεολογίας της Ενωμένης Ευρώπης λαμπρό κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Το αντίθετο ωστόσο συνέβη. Η Αναγέννηση εμφανίζεται από μέρος τους ως απλή «νεωτερηκότητα», ενώ η ισλαμική Ισπανία του Αλκαζάρ και της Αλάμπρας παραμερίζεται και η σλαβική ορθόδοξη παρουσία ρίχνεται στα Τάρταρα. Οι ευρωπαϊκές εξάλλου επαναστάσεις του 1789, του 1792, του 1830 και του 1848, ως πράξεις πολέμου εξοβελίζονται και ως τέτοιου είδους πράξεις λογαριάζονται οι νέες τεχνολογίες, η διοικητική θωράκιση της εξουσίας και η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών κρατών μέσα από τις αιματηρές καταστολές των λαϊκών αντιστάσεων και τις ληστρικές επιδρομές και κατακτήσεις.

Ο μεγαλύτερος όμως εχθρός του πνεύματος, που διαχέεται στις αντιλήψεις των προαναφερόμενων ιστοριογράφων, είναι η Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Τούτο βέβαια δεν διακηρύσσεται με άμεσο τρόπο, όσον αφορά τουλάχιστον την Αρχαία Ελλάδα, καταφαίνεται όμως από την επιχειρούμενη εξαφάνιση του ελληνικού παράγοντα, αρχαίου και μεσαιωνικού, στο χτίσιμο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και από την προβολή της θέσης ότι ο εν λόγω πολιτισμός αποτελεί αποκλειστικό γέννημα της δυτικής Εκκλησίας, Καθολικής και Προτεσταντικής, και των εκχριστιανισμένων «βαρβαρικών» φύλων, που είχαν τον 5ο αιώνα καταλύσει το δυτικό ρωμαϊκό κράτος και πάνω στα ερείπιά του είχαν θεμελιώσει τη νέα Ευρώπη.

Η εχθρότητα των «ευρωπαϊστών» ιστοριογράφων για την Ελλάδα δεν πρέπει να καταπλήσσει όλους εκείνους τους δικούς μας, που εξακολουθούν να είναι παραδομένοι στην ευρωλαγνεία τους. Η Ελλάδα απετέλεσε την υψηλότερη έκφραση του πνεύματος της Ανατολής, του χώρου εκείνου δηλαδή, που η Δύση εμφανίζεται να περιφρονεί και ο οποίος εντούτοις υπήρξε η αφετηρία για τη μεγαλειώδη δημιουργική πορεία του ανθρώπου μέσα στον χρόνο.

Οι ευρωπαίοι έχουν βέβαια γεμίσει τα μουσεία τους με αρχαιοελληνικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα, που την αξία τους δεν παύουν να την τονίζουν. Τούτο ωστόσο δεν τους εμποδίζει να τοποθετούν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό γενικά σε δεύτερη μοίρα, να καταβαραθρώνουν τον μεγάλο εραστή του Έρασμο και αντί της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας να προτιμούν ως πρότυπο διακυβέρνησης των λαών την απολυταρχία των Αψβούργων.

Η εχθρότητα των «ευρωπαϊστών» κατά της αρχαίας Ελλάδας είναι διακριτή, όχι όμως εντελώς απροκάλυπτη. Αντίθετα. Το Βυζάντιο έχει ολοκληρωτικά και απροσχημάτιστα καταδικαστεί από μέρους τους, για πολύ βέβαια συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους κανένας Έλληνας δεν πρέπει να αγνοεί ή να λησμονεί.

Συγκεκριμένα, στα μέσα του 5ου αιώνα ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέοντας ο Α’ της δυναστείας των Θρακών, είχε αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα και απόλυτη επιτυχία το γερμανικό στοιχείο, που κυριαρχούσε τότε στον στρατό, εξουδετερώνοντας τον γότθο στρατηγό Άσπαρ, ο οποίος αποτελούσε τον κυριότερο εκφραστή αυτού του στοιχείου και απαλλάσσοντας με αυτό τον τρόπο το Βυζάντιο από την γερμανική απειλή. Επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη ήττα των δυτικοευρωπαίων στην προσπάθειά τους να υποτάξουν την βυζαντινή Ανατολή και να μειώσουν στην περιοχή το ελληνικό στοιχείο.

Οι προσπάθειες της Δύσης να καταστρέψουν το Βυζάντιο συνεχίστηκαν βέβαια σε όλη την διάρκεια της ζωής του, γνώρισαν όμως σε όλες τις περιπτώσεις την αποτυχία – κυρίως κατά την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων. Το Βυζάντιο δηλαδή πάντα αντιστεκόταν στην δυτικοευρωπαϊκή απειλή, με θλιβερές εξαιρέσεις τους συμβιβασμένους Κομνηνούς πλην του Ανδρόνικου Κομνηνού, και τους προδότες Αγγέλους. Βασική δε έκφραση του πνεύματος αυτής της βυζαντινής αντίστασης στην επιδρομική Δυτική Ευρώπη είχαν τότε αποτελέσει εκτός των άλλων και πολλοί βυζαντινοί λόγιοι – πρώτος δε ο μεγάλος Φώτιος, ο οποίος υπήρξε η σημαντικότερη προσωπικότητα της Ανατολικής Εκκλησίας και ένας από τους λαμπρότερους στοχαστές του μεσαιωνικού ελληνισμού.

Ο τρόπος καταγραφής της Ιστορίας από τους «ευρωπαϊστές» στοχεύει ουσιαστικά στην προώθηση και επιβολή μιας ιδεολογίας για τον 21ο αιώνα που αποκλείει, ως μερικό έστω συστατικό της κάθε αρχαιοελληνικό, σλαβικό ή αραβικό στοιχείο. Αποτελεί δηλαδή στην πραγματικότητα η καταγραφή αυτή ένα σύνολο απόψεων, οι οποίες αναφερόμενες στο μέλλον του κόσμου, στηρίζονται πάνω στην προσδιορίζουσα κατάδειξη του ρωμαιοκαθολικισμού, του λουθηρανικού και καλβινικού προτεσταντισμού και της σύγχρονης καπιταλιστικής αντίληψης των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων.

Η ιδεολογία ωστόσο που προωθείται, εκτός των άλλων, και μέσα από τον προαναφερόμενο τρόπο καταγραφής της Ιστορίας δεν απετέλεσε δημιούργημα κάποιων ευρωπαίων διανοουμένων. Είναι κατά παραγγελίαν κατασκεύασμα ενός αμερικανού «στοχαστή» του Σάμιουελ Φίλιπς Χάντιγκτον, ενός «θεωρητικού» του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, που υπήρξε παληότερα ο αρχιτέκτονας της βίαιης μετακίνησης του αγροτικού πληθυσμού του Βιετνάμ στις πόλεις και ο αντικαταστάτης του Κίσινγκερ στη διεύθυνση της «στρατηγικής ασφάλειας» των Ηνωμένων Πολιτειών στα χρόνια της προεδρίας του Κάρτερ. Ο Χάντιγκτον είχε προβάλλει μια πολύ συγκεκριμένη θέση, που αναφερόταν στην «σύγκρουση των πολιτισμών και των θρησκειών» και στον «ανασχηματισμό της παγκόσμιας τάξης» – μια θέση, που ξεχώριζε απόλυτα όλους τους δυτικοευρωπαίους από τους βυζαντινούς, τους μαυριτανούς, τους σλάβους και τους άλλους λαούς του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου και στηριζόταν πάνω στην πολύ χαρακτηριστική άποψη, ότι ο «δυτικός χριστιανισμός» (αρχικά ο Καθολικισμός και κατόπιν ο Προτεσταντισμός) έχει αποτελέσει το κύριο και το πιο σημαντικό ιστορικό γνώρισμα του δυτικού πολιτισμού.

Ο δυτικός πολιτισμός, σύμφωνα με τον Χάντιγκτον, δεν έχει πάρει στην πραγματικότητα κανένα στοιχείο από την αρχαία Ελλάδα – και το κίνημα του Ουμανισμού, που προετοίμασε την ευρωπαϊκή Αναγέννηση, αποτελεί ιστορικό περιστατικό ανάξιο ιδιαίτερης προσοχής. Μπορεί συνεπώς κάποιοι, με βάση αυτές τις σκέψεις του Χάντιγκτον, να θεωρήσουν ότι ο δυτικός πολιτισμός δεν εκφράστηκε κυρίως με τον ρωμανικό και τον κατοπινό γοτθικό ρυθμό, αλλά με τις σφαγές των ανυπότακτων Σαξόνων από τον Καρλομάγνο, με τις προπαγανδιστικές εγκυκλίους του παπισμού και τις αντίστοιχες πράξεις του, με τους «ίντικες» των απαγορευμένων βιβλίων και τα «συγχωροχάρτια», με τις δραστηριότητες του ιησουΐτικου τάγματος του Λογιόλα και τις θρησκευτικές διώξεις της Ιερής Εξέτασης – και ακόμα με την γενοκτονία των ιθαγενών πληθυσμών της Αμερικής από τους ισπανούς, τους πορτογάλους και τους άγγλους αποικιοκράτες και με την κτηνώδη διακυβέρνηση μιας ολόκληρης ομάδας ευρωπαϊκών λαών από τον οίκο των Αψβούργων. Οπωσδήποτε πάντως, κατά τον Χάντιγκτον και πάλι, ο δυτικός πολιτισμός δεν εκφράστηκε με τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης (ούτε βέβαια της Οκτωβριανής) – γιατί αυτές οι επαναστάσεις σηματοδότησαν την «έλευση των μαζών» και οδήγησαν απαρχής στην προβολή μιας απαράδεκτης για τους μεγαλοαστούς ηθικής μέσα από την βίαιη αμφισβήτηση και την τελική ανατροπή της απόλυτης κοινωνικής πειθαρχίας.

Ο δυτικός πολιτισμός, κατά τον Χάντιγκτον πάντα, είναι «μοναδικός», όχι όμως οικουμενικός. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειάζεται να προστατευτεί από τις επιβουλές άλλων πολιτισμών, επιχειρώντας μια «πολιτισμική συσπείρωση» με όλα τα μέσα (ίσως και τα στρατιωτικά) και απομακρύνοντας παράλληλα από τον κορμό του ξένα πολιτιστικά στοιχεία.

Ο Χάντιγκτον, παραμερίζοντας την βασική ιστορική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία όλοι οι πολιτισμοί αναπτύσσονται ήδη με βάση και τις αλληλεπιδράσεις τους, έχει μιλήσει ανοικτά για την ανάγκη εσωτερικών εκκαθαρίσεων των ξένων πολιτισμών και έχει αναφερθεί ειδικά στην Ελλάδα. Σύμφωνα μάλιστα με τις δηλωμένες απόψεις του, η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση ως ορθόδοξος ξένος στους δυτικούς οργανισμούς – γεγονός, που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Και τούτο βέβαια δεν μπορεί παρά να σημαίνει την προτροπή του Χάντιγκτον και των ομοίων του για την εξαφάνιση ή έστω τον περιορισμό της ελληνικής ορθοδοξίας από τον κατακτητικό παπισμό και προτεσταντισμό και για την καταστροφή της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής κοσμικής κληρονομιάς, που έχει εξασφαλίσει την συνέχεια του ελληνισμού μέσα στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας.

Ο Χάντιγκτον αναπτύσσει την ηθική εκείνη αντίληψη των πραγμάτων, η οποία αντιστοιχεί στα συμφέροντα μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, που υπηρετεί ο ίδιος. Είναι η πανίσχυρη οικονομικά μεγαλοαστική τάξη του δυτικοευρωπαϊκού και βορειοαμερικανικού γεωγραφικού χώρο, όσο αφορά την Ευρώπη, αυτή δεν θα οικοδομηθεί σε ξεχωριστές και πραγματικά ανεξάρτητες χώρες, αλλά θα συγκροτηθεί από ένα είδος πολυεθνικής αυτοκρατορίας.

Προφανώς ο εναγκαλισμός των ευρωπαϊκών εθνών από αυτή την πολυεθνική αυτοκρατορία είναι πάρα πολύ δύσκολο (αν όχι εντελώς αδύνατο) να τα εξαφανίσει. Γι’ αυτό τον λόγο η επιδίωξη των οραματιστών της συνεχώς διαλαλούμενης «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» περιορίζεται στην προκειμένη περίπτωση στην εξαφάνιση του εθνικού κράτους, το οποίο, όπως είναι γνωστό, υπήρξε γέννημα της Γαλλικής Επανάστασης.

Η ίδια η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί βέβαια για την ιδεολογία της Ενωμένης Ευρώπης σχεδόν απορριπτέο ιστορικό «περιστατικό» – κυρίως η «ολοκληρωτική δυναμική» της, που αγκαλιάζει όλη την πορεία του εργατικού κινήματος από την πρώτη γερμανική σοσιαλδημοκρατία μέχρι τα κατοπινά κομμουνιστικά κόμματα. Η καταδίκη μάλιστα αυτής της «δυναμικής» της Γαλλικής Επανάστασης εκφράζεται κατά πρώτο λόγο με την φανερή προσπάθεια από μέρους των υποστηρικτών της ιδεολογίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκμηδενίσουν ή τουλάχιστον να μειώσουν την σημασία της στις ιστορικές εξελίξεις, οι οποίες ωστόσο δεν μπορεί να είναι άλλες από εκείνες, που έχουν ως αφετηρία τους αυτή ακριβώς την «δυναμική». Και προφανώς με αυτή την προσπάθεια προβλήθηκε και στον ευρωπαϊκό χώρο η γνωστή θεωρία του Φουκουγιάμα για το «τέλος της Ιστορίας» – μια θεωρία, που αρνείται κυρίως τις κοινωνικές μετεξελίξεις και με αυτή ακριβώς την εντελώς αντιδιαλεκτική θέση της θέλει να εμφανίσει τις υπάρχουσες τώρα σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας όχι ως παροδικές αλλά ως αιώνιες κοινωνικές καταστάσεις.

Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η σκοτεινή, ανθελληνική και ιμπεριαλιστική ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και θα πρέπει συνεπώς οι δικοί μας φραγκολάτρες να αναθεωρήσουν κάποιες απόψεις τους αναφορικά με το «ευρωπαϊκό όνειρο» και να στείλουν τελικά «ες τους κόρακας» τους τωρινούς «ευρωπαϊστές», όπως ακριβώς έπρατταν οι αρχαίοι πρόγονοί μας για τους ανεπιθύμητους. Επειδή διαφορετικά θα έρθει ο καιρός, που θα κληθούν από τους εν λόγω «ευρωπαϊστές» να αντικαταστήσουν τον γαλήνιο Απόλλωνα με τον αιμοσταγή Οντίν και τον καθαρό αρχαιοελληνικό στοχασμό με τις χοντροκομμένες θέσεις των ρυπαρών «πραγματιστών» καλογήρων της μεσαιωνικής Ευρώπης – ή αν είναι φανατικοί ορθόδοξοι χριστιανοί θα τους ζητηθεί να γονατίσουν και να προσευχηθούν όχι κάτω από τους θόλους βυζαντινών βασιλικών αλλά μέσα σε σκοτεινούς γοτθικούς ναούς ή σε ψυχρές προτεσταντικές εκκλησίες.

 

Ο Βασίλης Λάζαρης είναι φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας πολλών βιβλίων που αφορούν το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα του 20ου αιώνα αλλά και την ιστορία της Αχαΐας.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας