Εργατικός Αγώνας

Ελαστική εργασία και ελαστική συνείδηση

του Δημήτρη Κατσορίδα.

«…ένας από τους λόγους της αποτυχίας του επαναστατικού κινήματος βρίσκεται ακριβώς στο ότι η πραγματική ζωή των ατόμων διαδραματίζεται σε επίπεδο διαφορετικό από αυτό που πιστεύουν οι πρωτεργάτες της κοινωνικής επανάστασης που βασίζονται σε μια βαθύτερη γνώση του κοινωνικού είναι». Αυτό, μεταξύ άλλων, ισχυριζόταν ο Βίλχελμ Ράιχ. Και, κατά πώς φαίνεται, δεν έχει άδικο.

Με λίγα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός, ως μεταβατικό πρόγραμμα του αστισμού, μπόρεσε και κυριάρχησε επειδή οι εκπρόσωποί του κατάλαβαν αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν οι αριστεροί: το ζήτημα της ψυχολογίας και της ιδεολογικής ηγεμονίας.

Ουσιαστικά, ο νεοφιλελευθερισμός αποτέλεσε την απάντηση του κεφαλαίου και του κράτους, το οποίο εκφράζει τα συνολικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου, απέναντι στη μεγάλη ισχύ που είχαν αποκτήσει οι εργαζόμενες τάξεις, οι συνδικαλιστικές και πολιτικές τους οργανώσεις και τα άλλα κοινωνικά κινήματα στη διάρκεια της περιόδου 1960-1970.

Η απάντηση του κεφαλαίου ήταν η αναδιάρθρωση, οι ευέλικτες μορφές εργασίας, η εργασιακή απορρύθμιση και η αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος, δηλαδή η ήττα των κινημάτων. Οι εργασιακές σχέσεις άλλαξαν χαρακτήρα, οι συλλογικές διεκδικήσεις και η συνδικαλιστική δράση απαξιώθηκαν ως απολιθώματα του παρελθόντος και η προσωπική ανέλιξη έγινε καθεστώς. Η χειρωνακτική εργασία επίσης απαξιώθηκε επειδή ήταν «βρόμικη», ενώ ο λεγόμενος τριτογενής τομέας ήταν το βασικό όχημα για την επίτευξη της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης (ελαστικοποίηση ωραρίων, μειωμένες αποδοχές, διπλές δουλειές για συμπλήρωση του μισθού κλπ.).

Όμως, η ιδεολογία μέσω της οποίας επικράτησαν όλα αυτά ήταν ο ατομισμός, ο καταναλωτισμός και γενικά η ατομική πρωτοβουλία.

Έτσι, ο νεοφιλελευθερισμός, ως πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα, κατάφερε, με τον δικό του τρόπο, να ενισχύσει και να εκφράσει τα βαθύτερα συναισθήματα και τις επιθυμίες των μαζών, ενισχύοντας αυτό το οποίο ήδη μαθαίνουμε από την παιδική μας ηλικία και βιώνουμε καθημερινά: τον ατομισμό, τον ανταγωνισμό και τον καταναλωτισμό. Στηρίχτηκε πάνω στην αδυναμία της Αριστεράς να εξάψει τη φαντασία και να αφυπνίσει τον ενθουσιασμό των ανθρώπων, αφήνοντας στον αντίπαλο να θίγει τις εσώτερες χορδές τους με στρεβλούς τρόπους.

Ως πρόταγμα αναδείχτηκε το «να περνάμε καλά» και το «να πιάσουμε την καλή», καθώς επίσης όλα τα συμπαρομαρτούντα του νέου τρόπου ζωής: οι πιστωτικές κάρτες και τα δάνεια, η άνθηση του life style και της ατομικής ευημερίας, η εθνική μαγκιά, το χρηματιστήριο, η νυχτερινή διασκέδαση ως μέσο επίδειξης και στιλ, η εκγύμναση, ο ναρκισσισμός, η σεξουαλική ηδονή, τα κέντρα ομορφιάς, τα τατουάζ, τα ροζ τηλέφωνα, η καριέρα, η υπέρμετρη χρήση του διαδικτύου, η διαφήμιση και γενικά ο καταναλωτισμός.

Όλα λοιπόν αυτά, και ανάλογα με το τι ταίριαζε στον καθένα, έγιναν το ατομικό σήμα κατατεθέν, παράλληλα με την καλλιέργεια μιας αίσθησης του ανικανοποίητου. Εγκλωβιστήκαμε σε μια πληθώρα πραγμάτων που πρέπει να καταναλωθούν, σύμφωνα με τις επιταγές και τις επιθυμίες του ατομικού «Εγώ» μας.

Ο ελληνικής καταγωγής σουρεαλιστής ποιητής Νίκολας Κάλας, σε γράμμα του στον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), υπενθυμίζει τη θέση του Β. Ράιχ, σχετικά με το γιατί το πιο προοδευμένο προλεταριάτο του κόσμου, το γερμανικό, αποδέχτηκε ή δεν αντιστάθηκε αρκετά αποτελεσματικά στον ναζισμό. Η ερμηνεία του Ράιχ είναι ότι αυτό συνέβη επειδή η αστική τάξη μπόρεσε και πρόσφερε, στην εργατική τάξη, κάποια οικονομικά πλεονεκτήματα που ταυτόχρονα τα εξωράιζε με ηθικές ή αισθητικές αξίες, επιδείξεις κλπ.

Ψυχολογικά η προσαρμογή πραγματοποιήθηκε γιατί η φασιστική ηθική ζητούσε ταυτόχρονα μια υποταγή που περιόριζε τη σεξουαλική ελευθερία. «Έτσι, στο όνομα μιας ηθικής του υπερεγώ, η απαγόρευση γινόταν ένα αξίωμα που απέτρεπε επίσης την επανάσταση ενάντια στην οικονομική καταπίεση και όχι μόνο την επανάσταση τη σεξουαλική». Ο Κάλας, από αυτήν την προσέγγιση του Ράιχ, συνάγει το συμπέρασμα ότι «αυτός ο μηχανισμός δεν είναι απαραιτήτως το αποτέλεσμα του καθαυτό φασισμού αλλά μπορεί να προωθείται από κάθε αντιδραστική κυβέρνηση που ξέρει να εμπνέει τις μάζες»

Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι παρόμοιο βλέπουμε και με τη διαδικασία επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού. Κατάφερε και πέρασε την ιδεολογία και ψυχολογία της ατομικοποίησης στην οργάνωση της εργασίας και γενικά σε όλο το κοινωνικό σώμα.

Η έκρηξη του λεγόμενου τριτογενούς τομέα της οικονομίας, μαζί με τις τράπεζες, τις ΔΕΚΟ και τον στενό δημόσιο τομέα, οι οποίοι φαίνονταν πιο «καθαροί» από τον δευτερογενή τομέα (βιομηχανία, βιοτεχνία, κατασκευές), στον οποίο οι εργαζόμενοι μπορούσαν να «συμμετέχουν» πιο «δημιουργικά», όπου οι επιστάτες εξωραΐστηκαν και βαφτίστηκαν «υπεύθυνοι τμημάτων» ή μάνατζερ, και ο καθένας έβλεπε τον εαυτό ως μονάδα που θα βελτίωνε τη θέση του εναντίον όλων των υπολοίπων, δημιούργησε το έδαφος για την απαξίωση της συλλογικότητας και του συνδικαλισμού.

Η έλλειψη ιστορικής μνήμης και συλλογικής ταυτότητας, ιδιαίτερα στην τότε νέα γενιά, ο ανταγωνισμός αντί της αλληλεγγύης, το γλείψιμο, η ρουφιανιά, ο καριερισμός και η έκπτωση των αξιών, φυσικοποιήθηκαν και έπαψαν να θεωρούνται κατάπτυστα και ταξική προδοσία.

Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω ήταν οι παράγοντες που βοήθησαν στη νίκη του κεφαλαίου επί της εργασίας. Επιπρόσθετα, με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού μεγάλωσαν δυο γενιές ανθρώπων, οι οποίες γαλουχήθηκαν να σκέφτονται από τη σκοπιά του ταξικού αντιπάλου, ενώ η σημερινή γενιά, η οποία δεν έχει την εμπειρία των κατακτήσεων του παρελθόντος, προσαρμόζεται εύκολα στην εργασιακή ευελιξία, δείχνοντας σε πολλές περιπτώσεις και αδιαφορία για τη συλλογική δράση. Της είναι ξένη. Γι’ αυτό, πολλές φορές, μας κάνει εντύπωση γιατί η κοινωνία, ακόμη και οι τοπικές κοινωνίες, δεν προβαίνουν σε μαζική αντίσταση σε φαινόμενα κλεισίματος επιχειρήσεων και απολύσεων.

 Ή διερωτόμαστε, πώς γίνεται στις απεργίες να συμμετέχουν κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενώ οι νεότεροι να απέχουν, όταν ιστορικά συνέβαινε το αντίθετο. Διότι η κοινωνική συμμετοχή περιλαμβάνει σχέδιο, στόχο, δράσεις και αλληλεπίδραση με τους άλλους με σκοπό να επηρεάσουν πλευρές της δημόσιας ζωής. Όμως, η συλλογική δράση έχει κόστος. Χάνεις ελεύθερο χρόνο και είναι ψυχοφθόρα, και ο εργαζόμενος δεν το θέλει αυτό. Το βαριέται. Ξέχωρα που έχουν τρωθεί τα κοινωνικά πρότυπα (π.χ. τα συνδικάτα έχουν απαξιωθεί, καθώς επίσης και το πρότυπο του συνδικαλιστή).

Το αποτέλεσμα είναι να έχουν μειωθεί τα κοινωνικά αντανακλαστικά, να κυριαρχεί η παραίτηση από την πολιτική και κοινωνική δράση σαν κάτι παρωχημένο, και να συνηθίζουμε στην κάθε αυθαιρεσία, εκφράζοντας μόνο τη συμπόνια μας για τα θύματα, ευχόμενοι να μην είμαστε «εμείς» οι επόμενοι. Μπορεί, βέβαια, να προκαλούν θλίψη τα διάφορα φαινόμενα αυθαιρεσιών, κλείσιμο επιχειρήσεων, απολύσεων κλπ., αλλά γρήγορα ξεχνιούνται και υπάρχει επιστροφή στην «κανονικότητα».

Αυτή η ψυχολογία και αυτές οι πρακτικές δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι επειδή διαψεύστηκαν οι προσδοκίες και η κοινωνία φτωχοποιείται και υποφέρει θα υπάρχει εύκολη επιστροφή στο συλλογικό. Η λογική του «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα» έχει αποδειχτεί λάθος.

Η ταξική συνείδηση των δυνάμεων της εργασίας δεν υπάρχει έτσι και αλλιώς, λόγω της εργασιακής εκμετάλλευσης ούτε λόγω της χειροτέρευσης της κοινωνικής κατάστασης (π.χ. φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση κλπ.).

Ίσως, η ταξική συνείδηση να βρίσκεται σε «παρωχημένα» θέματα και σε καθημερινά ζητήματα, τα οποία όμως απασχολούν τον κόσμο της εργασίας και όχι στις μεγάλες πολιτικές αναλύσεις και αποκαλύψεις που κάνει η Αριστερά. Χωρίς να υποτιμάμε τις πολιτικές και θεωρητικές αναλύσεις, υπάρχει ταυτόχρονα η αναγκαιότητα, από μέρους της Αριστεράς, να βρει μέσω ποιων στοιχείων θα μπορούσε να διαμορφωθεί η ταξική συνείδηση, να την αναπτύξει με βάση τις δοσμένες μορφές της, να την αποσαφηνίσει και να την προωθήσει. Σχετικά με αυτό θα επανέλθουμε.

 

Πηγή: kommon.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας