Εργατικός Αγώνας

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι αντιθέσεις των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών

του Περικλή Παυλίδη.

1. Η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν αποτέλεσμα της εκρηκτικής εκδήλωσης των προβλημάτων και αδιεξόδων που αντιμετώπιζε η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, τα οποία οξύνθηκαν στο έπακρο από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Συχνά οι εχθροί της Οκτωβριανής Επανάστασης παρουσιάζουν το ξέσπασμά της ως πραξικοπηματική ενέργεια των μπολσεβίκων, η οποία απομάκρυνε δήθεν τη Ρωσία από τη βασική κατεύθυνση ανάπτυξης του παγκόσμιου πολιτισμού, εννοώντας βεβαίως τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Αυτό ωστόσο που επιλέγουν να αγνοούν είναι ότι ακριβώς η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η είσοδός του στο στάδιο του ιμπεριαλισμού είχε οδηγήσει στην πρωτόγνωρης έκτασης ανθρωποσφαγή του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, γεγονός που αποκάλυψε την τεράστια επικινδυνότητα αυτού του συστήματος για την ανθρωπότητα.

Η επανάσταση προέκυψε ακριβώς ως αντίδραση στις εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες που είχε για τη Ρωσία ο πόλεμος σε συνάρτηση με την ταυτόχρονη έκρηξη εσωτερικών αντιθέσεων (αντίθεση κεφαλαίου–εργασίας, γαιοκτημόνων–αγροτών, κυρίαρχου έθνους–καταπιεζόμενων εθνοτήτων), στις οποίες το τσαρικό καθεστώς και οι κυρίαρχες τάξεις των αστών και γαιοκτημόνων αδυνατούσαν επί μακρόν να δώσουν λύσεις.

Η εξέγερση των μπολσεβίκων εκδηλώθηκε σε μια συγκυρία παρατεταμένης επαναστατικής κατάστασης, στην οποία η κεντρική κρατική εξουσία είχε σχεδόν καταρρεύσει, ενώ όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις (δεξιές και αριστερές), κινούμενες στα όρια των στρατηγικών στόχων των κυρίαρχων τάξεων αδυνατούσαν να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο στο οποίο είχε βρεθεί (αδυνατούσαν να βγάλουν τη χώρα από τον πόλεμο, να δώσουν τη γη στους αγρότες, να αντιμετωπίσουν το εθνικό ζήτημα και πολύ περισσότερο να καταργήσουν την ταξική εκμετάλλευση των εργαζομένων), πράγμα δηλωτικό της ιστορικής χρεωκοπίας τους.

Παρουσιάζει ενδιαφέρον η άποψη που διατυπώνει για τα αίτια της επανάστασης ένας από τους ιδεολογικούς της αντιπάλους, ο Νικολάι Μπερντιάεφ: «Ο λαός στο παρελθόν αισθανόταν την αδικία του κοινωνικού καθεστώτος, το οποίο στηριζόταν στην καταπίεση και εκμετάλλευση των εργαζομένων. Υπέμενε όμως ταπεινά και καρτερικά τα βάσανά του. Αλλά ήρθε η στιγμή που αρνήθηκε πλέον να υπομένει και τότε ανετράπη όλη η δομή της λαϊκής ψυχής. Πρόκειται περί συνήθους διαδικασίας. Η ταπεινότητα και καρτερικότητα μπορούν να μετατραπούν σε ανυπακοή και σκληρότητα. Ο Λένιν δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το επαναστατικό σχέδιό του και να καταλάβει την εξουσία, χωρίς την ανατροπή των συναισθημάτων στην ψυχή του λαού» (Berdjaev, 1990, 102).

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το σοσιαλιστικό καθεστώς που προέκυψε από αυτή γέννησαν τεράστιες ελπίδες για το εφικτό της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της κομμουνιστικής ενοποίησης της κοινωνίας και τοιουτοτρόπως ενεργοποίησαν μεγάλες δυνάμεις του εργαζόμενου λαού σε όλο τον κόσμο σε σκληρούς και αποφασιστικούς αγώνες με στόχο την κοινωνική χειραφέτηση.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας επιχειρήθηκε η συνένωση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και η συνεργατική-σχεδιασμένη ανάπτυξή τους, στην κατεύθυνση της ικανοποίησης των θεμελιωδών ανθρώπινων αναγκών. Η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δημιούργησε τις απαραίτητες συνθήκες για την κοινωνική κατοχύρωση της θέσης του κάθε ανθρώπου στο σύστημα της εργασίας, της πρόσβασής του στα αναγκαία μέσα επιβίωσης και πολιτισμικής ανάπτυξης: κοινωνική διασφάλιση του δικαιώματος στην περίθαλψη, στη μόρφωση, στην αναψυχή, στη στέγη, στην προστασία του γήρατος και της μητρότητας, στην μετακίνηση, στην πρόσβαση σε βασικά είδη διατροφής.

Η αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων στην ΕΣΣΔ επέτρεψε την επίλυση σε σημαντικό βαθμό (όχι όμως ολοκληρωτικά) και του εθνικού ζητήματος, ενός από τα πλέον κρίσιμα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα. Μεταξύ των πολλών λαών και εθνοτήτων που είχε η ΕΣΣΔ αναπτύχθηκαν εν πολλοίς σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Συνάμα, λαοί που αρχικά βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης έκαναν μεγάλα βήματα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής προόδου.

Τα κοινωνικά επιτεύγματα της ΕΣΣΔ καθώς και των υπόλοιπων σοσιαλιστικών χωρών έδωσαν ισχυρή ώθηση στους ταξικούς αγώνες των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο και υποχρέωσαν την κεφαλαιοκρατία σε μεγάλες υποχωρήσεις προς όφελός τους.

Με την Οκτωβριανή Επανάσταση και την εμφάνιση των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων η ανθρώπινη ιστορία απέκτησε για πρώτη φορά αισιόδοξη – απελευθερωτική προοπτική.

2. Η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν σχετικά εύκολο να νικήσει στις συνθήκες της Ρωσίας και εξαιρετικά δύσκολο να ολοκληρώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα και με κοινωνικά ανώδυνο τρόπο το μετασχηματιστικό της έργο.

Η επανάσταση ήδη από τα πρώτα βήματά της αποκάλυψε το γεγονός ότι η πορεία προς το χειραφετημένο μέλλον θα είναι γεμάτη από εξαιρετικά απρόβλεπτες καταστάσεις και σκληρές δοκιμασίες και, κυρίως, από εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις.

Όσον αφορά τις υλικές προϋποθέσεις οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αφενός, η χώρα διέθετε μεγάλους ανθρώπινους πόρους, συγκεκριμένες βιομηχανικές υποδομές, σημαντικές εγχώριες επιστημονικές – πολιτισμικές παραδόσεις και βεβαίως τεράστιες πρώτες ύλες. Από αυτή τη σκοπιά, δεν επιχειρήθηκε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού απλώς σε μια χώρα, αλλά σε μια από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες τότε χώρες του πλανήτη (αν και βεβαίως ασθενέστερη των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών κρατών).

Αφετέρου, το μεγαλύτερο μέρος της Ρωσίας βρισκόταν ακόμα στην προβιομηχανική εποχή, με δεδομένη την κυριαρχία στην οικονομία των χειροκίνητων μέσων παραγωγής και της χειρωνακτικής εργασίας, αλλά και με πληθώρα καταλοίπων προκεφαλαιοκρατικών (σε ορισμένες περιοχές και λαούς – προταξικών) κοινωνικών σχέσεων και μορφών συνείδησης. Έτσι η πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού/κομμουνισμού απαίτησε την καταβολή τεράστιων προσπαθειών για την κατάκτηση σε καθολική κλίμακα της υλικής βάσης (μεγάλη βιομηχανία) που είναι χαρακτηριστική για την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, η οποία όμως, όπως απεδείχθη στην συνέχεια, ήταν εισέτι αναντίστοιχη προς τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής και καθιστούσε εφικτή την εμφάνιση κοινωνικών φαινομένων αντίθετων προς το σοσιαλιστικό καθεστώς.

3. Ένα από τα πλέον αντιφατικά και επίμαχα φαινόμενα της Οκτωβριανής Επανάστασης και της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ (το οποίο παρατηρείται και στην Κίνα καθώς και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες) ήταν η εκτενής χρήση βίας, η συστηματική κρατική καταστολή εναντίον μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, πράγμα που προσέδιδε στο σοσιαλιστικό καθεστώς αυταρχικά χαρακτηριστικά. Το φαινόμενο αυτό προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση σε αρκετούς οπαδούς του σοσιαλισμού. Υπήρξε ένα από τα βασικά αίτια των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος.

Οι θεμελιωτές του μαρξισμού φαντάζονταν ότι με τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης και τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους θα αρχίσει η διαδικασία μαρασμού της κρατικής εξουσίας, ως μηχανισμού άσκησης βίας της κυρίαρχης τάξης πάνω στην υπόλοιπη κοινωνία. Οι Μαρξ και Ένγκελς εκλάμβαναν ως πρότυπο οργάνωσης αυτού του υπό μαρασμό προλεταριακού κράτους την Κομμούνα του Παρισιού, θεωρώντας θεμελιώδη στοιχεία του την αντικατάσταση του τακτικού στρατού από τη λαϊκή πολιτοφυλακή και την συνένωση της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία σε ένα σύστημα λαϊκής αντιπροσώπευσης, κλιμακούμενης από τις τοπικές περιοχές προς την κεντρική διοίκηση, στη βάση του αιρετού και ανακλητού όλων των αξιωματούχων και της αμοιβής όλων των δημόσιων υπαλλήλων με μισθούς αντίστοιχους αυτών των εργατών.

Οι ιδέες αυτές των θεμελιωτών του μαρξισμού απεδείχθησαν στις συνθήκες του 20ου αιώνα εντελώς ουτοπικές.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και αρκετά από τα λοιπά σοσιαλιστικά εγχειρήματα ήταν συνυφασμένα όχι μόνο με την πρωτόγνωρη στη μέχρι τώρα ιστορική εξέλιξη μαζική, ταξικά συνειδητή και αποφασιστική εξεγερσιακή κινητοποίηση του εργαζόμενου λαού, αλλά και με την πλέον συνειδητή, αποφασιστική και λυσσαλέα αντίσταση των κυρίαρχων τάξεων και των συμμάχων τους, οι οποίες για πρώτη φορά αισθάνθηκαν τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής τους εξαφάνισης. Η άνοδος του εργαζόμενου λαού στην εξουσία είχε ως συνέπεια για πρώτη φορά στη ιστορία τα μέλη των εκμεταλλευτικών τάξεων, οι κοινωνικοί τους σύμμαχοι, οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, οι οργανικοί τους διανοούμενοι να γνωρίσουν την οργανωμένη, συστηματική βία του εργατικού κράτους, στην προσπάθειά του να επιβάλει τις νέες κοινωνικές σχέσεις, να αποτρέψει την αντεπαναστατική υπονόμευσή τους, να διασφαλίσει την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση κατέστησε εμφανή στις εκμεταλλευτικές τάξεις τα ιστορικά τους όρια και συνέβαλε ακούσια στην ιστορικά μέγιστη ταξική συνειδητοποίηση και αντεπαναστατική δραστηριοποίησή τους.

Το φαινόμενο της βίας στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα δεν μπορεί να κατανοηθεί αν αποσπαστεί από το χαρακτήρα των κοινωνικών αλλαγών και το μέγεθος των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα. Η επανάσταση στη Ρωσία και αργότερα στις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επέφερε μια πρωτόγνωρης κλίμακας αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας (την κατάργηση όχι μόνο της κεφαλαιοκρατικής και φεουδαρχικής ιδιοκτησίας, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις σχεδόν όλων των μορφών ιδιωτικής ιδιοκτησίας στην πόλη και στο χωριό), πράγμα που συνοδεύτηκε από σφοδρότατες ταξικές συγκρούσεις .

Η μεγάλη έκταση της βίας στο σοσιαλισμό του 20ου αιώνα οφείλεται, πρωτίστως, στο γεγονός ότι οι κοινωνικές αλλαγές που επιχειρήθηκαν, ευρισκόμενες συχνά, ως προς το περιεχόμενο και την κλίμακά τους, σε αναντιστοιχία προς τις υλικές τους προϋποθέσεις και συνοδευόμενες από τεράστιες δυσκολίες υλοποίησης, απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και επιδείνωση των γενικών συνθηκών ζωής, προκάλεσαν ισχυρότατη αντίδραση εκ μέρους μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού: βεβαίως εκ μέρους των εκμεταλλευτικών τάξεων (κεφαλαιοκρατών και γαιοκτημόνων), των ιδεολογικών και πολιτικών τους υπαλλήλων και των κοινωνικών τους συμμάχων (των μικρομεσαίων ιδιοκτητών), αλλά και εκ μέρους της διανόησης, τμημάτων των αγροτών και ενίοτε των βιομηχανικών εργατών.

Η άσκηση βίας από τα πρώτα σοσιαλιστικά καθεστώτα και η συναπτόμενη με αυτή ενίσχυση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών συνδεόταν οπωσδήποτε και με το γεγονός ότι αυτά είχαν αναπόφευκτα εμπλακεί σε μια δραματική αναμέτρηση με το σε όλους τους τομείς (οικονομικό, επιστημονικό-τεχνολογικό, στρατιωτικό) ισχυρότερο στρατόπεδο των καπιταλιστικών –ιμπεριαλιστικών χωρών, το οποίο είτε άμεσα –διαμέσου στρατιωτικών επεμβάσεων, είτε έμμεσα με τη χρήση μεθόδων οικονομικού πολέμου και την υποστήριξη εσωτερικών αντεπαναστατικών δυνάμεων επιχειρούσε την ανατροπή της σοσιαλιστικής εξουσίας.

Εν γένει, τα αυταρχικά χαρακτηριστικά των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων σε συνάρτηση με τους ισχυρούς κατασταλτικούς μηχανισμούς που ανέπτυξαν ήταν απότοκα των σημαντικών απειλών που αντιμετώπιζαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους, της ισχύος των εχθρών τους και βεβαίως της δικής τους αδυναμίας να φέρουν γρήγορα σε πέρας το επαναστατικό εγχείρημα, να ολοκληρώσουν τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και τοιουτοτρόπως να καταστήσουν τις κοινωνικές αλλαγές μη αναστρέψιμες. Με άλλα λόγια, η εκτενής χρήση βίας ήταν απότοκη της διαρκούς αστάθειας που γνώριζαν αυτά τα καθεστώτα, της διαρκούς αβεβαιότητας των προοπτικών του σοσιαλιστικού εγχειρήματος.

4. Για την υλοποίηση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας δεν ήταν αρκετή η άσκηση βίας μόνο εναντίον των εκμεταλλευτικών τάξεων της πόλης και του χωριού, συμπεριλαμβανομένων και των ιδεολογικών και πολιτικών εκπροσώπων τους. Προκειμένου να εγκαθιδρυθούν και να λειτουργήσουν οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, συγκεκριμένη βία χρειάστηκε να ασκηθεί εναντίον τμημάτων των ίδιων των εργαζομένων.

Η ανεπάρκεια της υλικής βάσης στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες (παρά την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο που σημειώθηκε σε αυτές), είχε ως συνέπεια τη διατήρηση του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας (της αντίθεσης μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής, διοικητικής και εκτελεστικής, δημιουργικής, ξεκούραστης, ευχάριστης και ανιαρής, κουραστικής, ανθυγιεινής εργασίας), με τις αναπόφευκτες συγκρούσεις μεταξύ των εργαζομένων που αυτός επιφέρει. Συνάμα και δεδομένης της μερικής εκμηχάνισης της παραγωγής και της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας (πράγμα που σε ορισμένες περιπτώσεις οφειλόταν στην απερίσκεπτη εγκαθίδρυση των σοσιαλιστικών σχέσεων σε εντελώς αναντίστοιχες προς αυτές παραγωγικές δυνάμεις) το προοριζόμενο για ατομική κατανάλωση κοινωνικό προϊόν απείχε πολύ, ως προς τις ποσοτικές και ποιοτικές παραμέτρους του, από το επίπεδο που θα επέτρεπε την βέλτιστη ικανοποίηση των αναγκών. Η αδυναμία της νέας κοινωνίας να ικανοποιεί κατά τον βέλτιστο τρόπο τις ανθρώπινες ανάγκες άφηνε μεγάλα περιθώρια κοινωνικής δυσφορίας, η οποία, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούσε να εκφραστεί με αντεπαναστατικό τρόπο .

Ένα από τα πλέον πικρά για τους κομμουνιστές (αλλά και πολύτιμα για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής θεωρίας) διδάγματα της εμπειρίας των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων είναι ότι με την κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας –των σχέσεων ταξικής εκμετάλλευσης και την εγκαθίδρυση της κοινωνικής/κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δε σταματά ο κοινωνικός ανταγωνισμός μεταξύ των εργαζομένων.

Ο καθημερινός ανταγωνισμός για καλύτερη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών και για ενασχόληση με περισσότερο ξεκούραστη και ενδιαφέρουσα εργασία ήταν ένα αναπόφευκτο φαινόμενο των σοσιαλιστικών κοινωνιών του 20ου αιώνα. Οι εξαιρετικά φτωχές υλικές συνθήκες στην Ρωσία, στην Κίνα καθώς και σε αρκετές άλλες σοσιαλιστικές χώρες προσέδωσαν σε αυτό τον ανταγωνισμό ιδιαίτερη οξύτητα. Εκφάνσεις του ήταν οι πολυάριθμες περιπτώσεις κλοπής της κρατικής περιουσίας, η χαμηλή εργασιακή πειθαρχία και ενίοτε η αδιαφορία για την ίδια τη σοσιαλιστική εργασία, η μαύρη αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, οι παράνομες εμπορευματικές δραστηριότητες κρατικών επιχειρήσεων και οργανισμών, ο καριερισμός, ο νεποτισμός, ο καταναλωτικός – ιδιοτελής προσανατολισμός του βίου.

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η περίπτωση της μαύρης αγοράς (της σκιώδους οικονομίας) οφειλόταν πρωτίστως στο γεγονός ότι το προοριζόμενο για ατομική κατανάλωση κοινωνικό προϊόν ήταν ποσοτικά και ποιοτικά ανεπαρκές για την βέλτιστη ικανοποίηση των ατομικών αναγκών του πληθυσμού, ενώ οι ίδιοι οι παραγωγοί δεν μπορούσαν να γνωρίζουν εκ προοιμίου όλες τις ποσοτικές και ποιοτικές διαστάσεις αυτών των αναγκών. Έτσι η πρόσβαση των πολιτών στα καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες γινόταν αναπόφευκτα διαμέσου εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων (των επίσημων, εντός της κρατικής και συνεταιριστικής αγοράς και των παράνομων, εντός της μαύρης αγοράς) και ενείχε στοιχεία ανταγωνισμού μεταξύ τους, για την απόκτηση περισσότερων και καλύτερων αξιών χρήσης.

Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και η κοινωνική διασφάλιση θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων μετρίαζαν βεβαίως αυτό τον ανταγωνισμό, απάλυναν τις συνέπειές του, καλλιεργώντας συνάμα μεταξύ των εργαζομένων σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Η εξάλειψη όμως του ανταγωνισμού και γενικότερα της αντίθεσης μεταξύ ατομικού και κοινωνικού συμφέροντος δεν ήταν εφικτή. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι στις υλικές συνθήκες του 20ου αιώνα σε καμία χώρα του πλανήτη δε θα ήταν δυνατό να εξαλειφθεί αυτός ο ανταγωνισμός, πράγμα που σημαίνει ότι κι αν ακόμα σοσιαλιστικά καθεστώτα εγκαθιδρύονταν στις πλέον ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες (για μια σειρά λόγων θεωρώ ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό) θα εμφανίζονταν και σε αυτές αρκετές από τις τυπικές αντιθέσεις των κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Βέβαια, οι παραπάνω αντιθέσεις που ήρθαν στο προσκήνιο με την κατάργηση των εκμεταλλευτικών τάξεων ήταν μη ταξικού τύπου. Επρόκειτο για αντιθέσεις που ανακύπτουν στο εσωτερικό της ίδιας της εργασίας και τη χαρακτηρίζουν σε όλη τη μέχρι τώρα ιστορική της εξέλιξη. Από αυτές προέκυψε κάποτε η ίδια η ταξική διάσπαση της κοινωνίας, και για όσο διάστημα οι εν λόγω αντιθέσεις είναι υπαρκτές οι αυθόρμητα διαμορφούμενες εντός των πλαισίων τους μορφές συνείδησης, στάσεις ζωής και κοινωνικές συμπεριφορές σημαντικού μέρους των εργαζομένων θα βρίσκονται σε απόσταση από την ηθική και τα ιδεώδη της σοσιαλιστικής κοινωνίας ή και σε αντίθεση προς αυτά, και συνακόλουθα θα διατηρούνται οι προϋποθέσεις παλινόρθωσης των ταξικών, εκμεταλλευτικών σχέσεων.

Στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ο έλεγχος των εν λόγω αντιθέσεων απαιτούσε οπωσδήποτε (παράλληλα προς τη σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση των εργαζόμενων και τη διαρκή βελτίωση των συνθηκών ζωής τους) και τον κατασταλτικό ρόλο του σοσιαλιστικού κράτους, πράγμα όμως που γεννούσε μιαν εξαιρετικά ισχυρή τάση γραφειοκρατικού εκφυλισμού του.

5. Στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες διατηρούταν αναπόφευκτα ο διευθυντικός έλεγχος των εργαζομένων από ξεχωριστούς – αποσπασμένους από τους άμεσους παραγωγούς διοικητικούς μηχανισμούς, κάτι που συνιστά την πεμπτουσία του γραφειοκρατικού φαινόμενου.

Η διεύθυνση των εργαζόμενων – άμεσων παραγωγών από ένα ξεχωριστό γραφειοκρατικό διευθυντικό μηχανισμό συνδεόταν κυρίως με το γεγονός ότι οι ίδιοι ως χειρώνακτες εργαζόμενοι (ως χειριστές χειροκίνητων ή εκμηχανισμένων μέσων παραγωγής) αδυνατούσαν να έχουν την απαραίτητη για τις διευθυντικές δραστηριότητες σφαιρική και βαθειά γνώση των παραγωγικών διαδικασιών, ενώ η παρουσία τους στο σύστημα της παραγωγής υπό την ιδιότητα των άμεσων –φυσικών συντελεστών του τους καθιστούσε αντικείμενο της κοινωνικής διεύθυνσης των παραγωγικών δυνάμεων.

Δέον να σημειωθεί εμφατικά ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο επίπεδο της μεγάλης βιομηχανίας για μεγάλο διάστημα αυξάνει, αντί να μειώσει, την απόσταση μεταξύ διοικητικής και εκτελεστικής εργασίας, δεδομένου ότι αφενός καθιστά αναγκαίες διοικητικές, σχεδιαστικές, οργανωτικές δραστηριότητες εδραζόμενες στην κατοχή υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης και αφετέρου διατηρεί μεγάλο αριθμό χειρωνακτικών δραστηριοτήτων για τις οποίες αρκούν στοιχειώδεις γνώσεις και δεξιότητες.

Έτσι, στις συνθήκες των βιομηχανικών σοσιαλιστικών κοινωνιών του 20ου αιώνα η ιδέα της αυτοδιεύθυνσης των εργαζομένων – άμεσων παραγωγών ήταν εντελώς ουτοπική . Το μόνο ζήτημα που ήταν εφικτό και αναγκαίο να διευθετηθεί ήταν η συμμετοχή (ο βαθμός και οι μορφές συμμετοχής) των εργαζομένων στις διάφορες διαδικασίες σχεδίασης – διεύθυνσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων, πράγμα άλλωστε που στον ένα ή τον άλλο βαθμό λάμβανε χώρα, έστω και με τη μορφή των διαπραγματεύσεων μεταξύ διεύθυνσης και εργαζομένων για την απόσπαση της συναίνεσής τους αναφορικά με την υλοποίηση διαφόρων στόχων παραγωγής.

Επιπροσθέτως, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η διατήρηση της διεύθυνσης των εργαζομένων από γραφειοκρατικούς μηχανισμούς συνδεόταν και με την ανάγκη εξωτερικής – διοικητικής κινητοποίησής τους και συνάμα ελέγχου τους για τη διασφάλιση της πειθαρχημένης εκτέλεσης των καθηκόντων τους και της διαρκούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Δεδομένου ότι η εκμηχανισμένη εργασία, λόγω του δυσμενούς χαρακτήρα της για το σώμα και τον ψυχισμό των ανθρώπων (ως εργασία κατά κανόνα μονότονη, ανιαρή, κοπιώδης, πραγματοποιούμενη συχνά σε ανθυγιεινές συνθήκες), είναι αδύνατο να αποτελέσει σε μεγάλη κλίμακα εσωτερική ανάγκη και συνειδητό σκοπό γι’ αυτούς, και συνάμα δεδομένου ότι με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής εξασθένησαν σημαντικά οι μηχανισμοί οικονομικού εξαναγκασμού των εργαζομένων σε εργασιακή προσπάθεια, αναπόφευκτα ενισχύθηκαν οι διοικητικές – πολιτικές μέθοδοι εξαναγκασμού, σε καταστάσεις όπου η αύξηση της παραγωγικότητας και η βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος ήταν εξαιρετικά κρίσιμος παράγων για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας και την κοινωνική πρόοδο της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών .

6. Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές που επιχειρήθηκαν στα πρώτα σοσιαλιστικά καθεστώτα προϋπόθεταν την μέγιστη δυνατή θεωρητική διευκρίνηση της κατεύθυνσης και του περιεχομένου τους, τη μέγιστη δυνατή θεωρητική τεκμηρίωση της επαναστατικής στρατηγικής. Την ίδια στιγμή τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα αναπτύχθηκαν χωρίς να υπάρχει (ούτε θα μπορούσε άλλωστε να υπάρξει) συγκροτημένη θεωρία της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η οικοδόμηση της ριζικά νέας, κομμουνιστικής κοινωνίας, υπόθεση κατεξοχήν συνειδητής επαναστατικής δράσης (δεδομένου ότι δεν μπορεί να προκύψει αλλιώς ο κομμουνισμός) αποτελούσε εγχείρημα ιδιαίτερα περίπλοκο, το οποίο ως προς το περιεχόμενο των στρατηγικών σκοπών του, την προγραμματική ιεράρχηση των σταδίων υλοποίησής τους, την κατεύθυνση και το χαρακτήρα των επιχειρούμενων στην εκάστοτε συγκυρία κοινωνικών αλλαγών, ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες στοχασμού και πολιτικής αυτενέργειας των μαζών.

Σε κοινωνίες όπου για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων ήταν αναπόδραστη η διάσταση μεταξύ σκέψης και πράξης και ο ορίζοντας της κοινωνικής τους συνείδησης δεν υπερέβαινε την άμεσα βιωμένη πραγματικότητα, η ύπαρξη επαναστατικής πρωτοπορίας, φορέα της σοσιαλιστικής στρατηγικής και του προγράμματος των επαναστατικών ενεργειών, ήταν εξαιρετικά αναγκαία για την επιτυχή πορεία προς τον κομμουνισμό. Η επαναστατική πρωτοπορία προϋποθέτει ακριβώς ανθρώπους ικανούς προς θεωρητική σύλληψη της προοπτικής και προς στρατηγική σχεδίαση των κατευθύνσεων των κοινωνικών αλλαγών.

Η επαναστατική πρωτοπορία μπορούσε να διαμορφωθεί μόνο στη βάση της συγκρότησης θεωρίας και στρατηγικής της επίλυσης των νομοτελών αντιθέσεων του σοσιαλισμού στην κατεύθυνση της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας. Συνάμα, η κατανόηση των αντιθέσεων αυτών καθώς και η συνειδητοποίηση των τρόπων επίλυσής τους δεν ήταν εφικτή πριν την ίδια την εμφάνιση των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών και τη συσσώρευση επαρκούς εμπειρίας αναφορικά με τις ιδιαιτερότητες και αντιθέσεις τους. Πριν δηλαδή την εμφάνιση και τη σχετική εξέλιξη των νέων κοινωνιών δεν μπορούσαν να προκύψουν οι κατάλληλες συνθήκες για τη στοιχειώδη συγκρότηση θεωρίας της σοσιαλιστικής/κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η δυσκολία της κατάστασης είχε να κάνει με το γεγονός ότι η κομμουνιστική στρατηγική ήταν αναγκαία για την εμφάνιση και ανάπτυξη των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών, ενώ η συγκρότησή της δεν ήταν εφικτή πριν την πρωταρχική εμφάνιση και έναρξη της διαμόρφωσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Έτσι, στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα η επαναστατική στρατηγική παλινδρομούσε μεταξύ, αφενός, ορισμένων μαρξιστικών ιδεών που αφορούσαν συνήθως στα πιο γενικά χαρακτηριστικά του τελικού σκοπού – της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας, οι οποίες, ως προς την πραγματικότητα που περιέγραφαν, απείχαν παρασάγγες από τις δυνατότητες των πρώτων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και, αφετέρου, αναγκαίων υποχωρήσεων σε περισσότερο προσιτές πρακτικές, οι οποίες, πέραν κάποιου μέτρου, εγκυμονούσαν τον κίνδυνο απώλειας του στρατηγικού στόχου και εκ θεμελίων υπονόμευσης του σοσιαλιστικού εγχειρήματος. Είναι γεγονός ότι αρκετοί από τους ηγέτες και ιδεολόγους του κόμματος των μπολσεβίκων (κάτι που συναντάμε στους ηγέτες και άλλων σοσιαλιστικών καθεστώτων) εμφορούνταν μετά τη νίκη της επανάστασης (βάσει μιας εξαιρετικά δογματικής και απλουστευτικής προσέγγισης των ιδεών του Μαρξ) από εξαιρετικά προωθημένες και κατ’ ουσίαν ανεδαφικές – ουτοπικές ιδέες αναφορικά με την εφικτή κλίμακα των επιχειρούμενων αλλαγών στην ΕΣΣΔ (Losurdo, 2007).

Αυτό που διέκρινε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ στην Κίνα και σε μικρότερη κλίμακα και στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες είναι η προσπάθεια βιαστικής προώθησης των επαναστατικών αλλαγών όσο γίνεται πιο κοντά στον τελικό σκοπό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εξαιρετικά ανεπαρκείς συνθήκες για κάτι τέτοιο . Η συνειδητοποίηση των αντικειμενικών ορίων των επιχειρούμενων επαναστατικών αλλαγών, η αποτόλμηση διορθωτικών κινήσεων, αναγκαίων ελιγμών και υποχωρήσεων αποτέλεσε στην ιστορία των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών μια εξαιρετικά δύσκολη και επώδυνη διαδικασία, συνυφασμένη με δραματικές – βίαιες συγκρούσεις στο εσωτερικό της επαναστατικής ηγεσίας, διασπάσεις και αντιπαραθέσεις στο κομμουνιστικό κίνημα.

Εν τέλει η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις χώρες αυτές ήταν σκοποκατευθυνόμενη στο βαθμό που στηριζόταν στη γενική μαρξιστική πρόγνωση της κομμουνιστικής προοπτικής.

Εκεί όμως όπου αυτή η πρόγνωση δεν επαρκούσε (και γενικά δεν επαρκούσε για να καθοδηγήσει συγκεκριμένες αλλαγές εντός των συνθηκών του 20ου αιώνα) η επαναστατική στρατηγική είχε υποκατασταθεί κατ’ ανάγκη από την πρακτική της δοκιμής – λάθους, με πολλές και αναπόφευκτες περιπτώσεις άστοχων και εσφαλμένων ενεργειών.

Η τελική ανατροπή των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» προκλήθηκε από τη δράση κοινωνικών δυνάμεων, δημιουργημένων από τις εσωτερικές τους αντιθέσεις σε συνθήκες όπου οι πολιτικές ηγεσίες τους είχαν παντελώς απολέσει τη στρατηγική προοπτική, και συνεπώς αδυνατούσαν να δρομολογήσουν την επίλυση αυτών των αντιθέσεων σε κατεύθυνση κομμουνιστική.

Σήμερα θα πρέπει πλέον να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι το εγχείρημα του πρώιμου σοσιαλισμού κατέδειξε τις δυνατότητες αλλά και τα όρια της κλασικής μαρξιστικής θεωρίας του κομμουνισμού.

7. Στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα η κοινωνική συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συμμετείχαν σε αυτά ενσάρκωνε όλες τις αντιφάσεις της εργασίας, των υλικών συνθηκών του βίου και των κοινωνικών σχέσεων, διατηρώντας παράλληλα ισχυρά κατάλοιπα μορφών συνείδησης του παρελθόντος, οι οποίες αντιστοιχούσαν όχι μόνο στις κεφαλαιοκρατικές και φεουδαρχικές-πατριαρχικές σχέσεις, αλλά ενίοτε και σε προταξικές.

Πρωτοπόρο ρόλο στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα έπαιξαν αναμφιβόλως τα στρώματα των βιομηχανικών εργατών, τα οποία διέθεταν στοιχειώδη ιδεολογική συγκρότηση, θεμελιωμένη κυρίως σε συγκεκριμένου βαθμού πρόσληψη των ιδεών του μαρξισμού.

Η πλειοψηφία όμως των λαϊκών μαζών που συμμετείχαν στα επαναστατικά γεγονότα, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, ήταν αναμφιβόλως αγροτικής προέλευσης. Σε συνάρτηση με αυτό, είναι εξόχως σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι τα μεγάλα τμήματα της φτωχής αγροτιάς και της νεαρής – αγροτικών καταβολών βιομηχανικής εργατικής τάξης εισερχόμενα στο ιστορικό προσκήνιο, στελεχώνοντας πληθώρα θεσμών της επαναστατικής εξουσίας και συμμετέχοντας σε οξύτατες ταξικές συγκρούσεις δεν εμφορούνταν από κάποια επεξεργασμένη κομμουνιστική ιδεολογία (κάτι τέτοιο ήταν παντελώς αδύνατο), αλλά από τις δικές τους, θεμελιωμένες στην αυθόρμητη κοινωνική εμπειρία και στις ιστορικές παραδόσεις των λαϊκών αγώνων αντιλήψεις περί ιδεώδους κοινωνίας. Στο σοσιαλισμό του 20ου αιώνα το μαρξιστικό πρόταγμα του κομμουνισμού ως θεμέλιο της επαναστατικής ιδεολογίας αποτελούσε στην κλίμακα των επαναστατημένων μαζών ένα πολύ μικρό εποικοδόμημα πάνω σε ποικίλες εκδοχές λαϊκής εξισωτικής ουτοπίας, οι καταβολές της οποίας βρίσκονταν στα εξισωτικά στοιχεία του κοινοτικού αγροτικού παρελθόντος.

Τα βίαια χαρακτηριστικά κρίσιμων επιχειρημάτων, όπως η κολεκτιβοποίηση στην ΕΣΣΔ και η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα (για να μην αναφερθούμε στα γνωστά τραγικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Καμπότζη των Ερυθρών Χμερ) δεν είναι δυνατό να κατανοηθούν, αν δε ληφθεί υπόψη η κοινωνική συνείδηση των πρωταγωνιστών τους και κυρίως το ιστορικό φορτίο που αυτή κουβαλούσε, όσον αφορά την αντίληψη της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ιδεώδους κοινωνίας.

Σε κοινωνίες με ισχυρά στοιχεία προκεφαλαιοκρατικών – αγροτικών – κοινοτικών σχέσεων και μορφών συνείδησης υπήρξε σαφής και σημαντικός ο ρόλος των ιδεών ενός εξισωτικού «κομμουνισμού», ο οποίος στο όνομα της απόλυτης ισότητας στην κατανάλωση αγαθών περιφρονούσε την ανεπτυγμένη υποκειμενικότητα και τον πολιτισμό, και όπως, προφητικά, είχε δηλώσει ο Μαρξ, όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να υπερβεί την αστική ιδιωτική ιδιοκτησία, αλλά αδυνατούσε να ανέλθει στο επίπεδό της (Μαρξ, 1975, 124) .

Στην ΕΣΣΔ, στην Κίνα και σε ορισμένες ακόμη χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού η αγροτική κοινότητα, δομούμενη σε ένα ευρύ δίκτυο προ-κεφαλαιοκρατικών, ημι-φεουδαρχικών, αλλά και προταξικών σχέσεων του γένους και της φυλής, αποτέλεσε πηγή, αφενός μεν, ισχυρών αντικαπιταλιστικών διαθέσεων, αφετέρου δε, ενός ακραίου εξτρεμισμού, μιας ανυπόμονης, εσχατολογικής διάθεσης να επιτευχθεί αμέσως με καθαρά βουλησιαρχικές και βίαιες ενέργειες η μετάβαση στην κομμουνιστική «γη της επαγγελίας». Στο σοσιαλισμό του 20ου αιώνα αρκετά επαναστατικά γεγονότα που χαρακτηρίζονταν από εξάρσεις βίας αφορούσαν στην υλοποίηση ακριβώς ενός τέτοιου πληβειακού «κομμουνιστικού» ιδεώδους .

8. Ένα από τα πλέον επίμαχα και προβληματικά φαινόμενα της μαζικής κοινωνικής συνείδησης σε ορισμένες από τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν αυτό της προσωπολατρίας. Δέον να σημειωθεί ότι η κρισιμότητα του ρόλου της ηγεσίας και επαναστατικής πρωτοπορίας στο σοσιαλισμό του 20ου αιώνα ήταν η άλλη όψη της ιστορικής αδυναμίας των μαζών να συνειδητοποιήσουν τις πραγματικές δυνατότητες και κατευθύνσεις της χειραφέτησής τους, να δώσουν μόνες τους σκοπό και προσανατολισμό στην κοινωνική τους δράση.

Η τεράστια καθοδηγητική σημασία της επαναστατικής ηγεσίας στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα εκδηλώθηκε πρωτίστως στο γεγονός ότι η ίδια η έναρξη της επανάστασης, το περιεχόμενο της επαναστατικής πολιτικής στις εκάστοτε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και χρονικές συγκυρίες, οι αναγκαίες επιμέρους μεθοδεύσεις, οι ελιγμοί τακτικής, έφεραν το στίγμα της διορατικότητας και των ευρύτερων ηγετικών ικανοτήτων συγκεκριμένων προσωπικοτήτων. Ο σοσιαλισμός του 20ου αιώνα αποτελούσε αναμφιβόλως έργο των αγώνων και των προσπαθειών εκατομμυρίων ανθρώπων. Σε συνθήκες όμως όπου λίγοι μπορούσαν να έχουν κάποια αντίληψη της προοπτικής και του στόχου, ο ρόλος της προσωπικότητας ακριβώς με την έννοια του ηγέτη της επανάστασης ήταν τεράστιος και πολύ συχνά μοιραίος.

Στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα η στόχευση και ο προσανατολισμός των επαναστατικών προσπαθειών, οι επιλογές των δρόμων και μεθόδων οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, διαμορφώθηκαν ή επηρεάστηκαν αποφασιστικά από τις ιδέες ιστορικών ηγετών, όπως ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Μάο, αλλά και ο Τίτο, ο Κάστρο, ο Χο Τσι Μιν κ.α.

Ως εκ τούτου, το τεράστιο κύρος της επανάστασης στη συνείδηση των λαϊκών μαζών εκφράστηκε συχνά διαμέσου του κύρους των ηγετών της, παίρνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τη μορφή της προσωπολατρίας.

Αναφορικά με την προσωπολατρία κρίνω αναγκαίο να υπογραμμίσω ότι δεν ήταν προϊόν απλώς κυβερνητικών επιλογών και μεθοδεύσεων, ασχέτως του αν αξιοποιήθηκε εκτενώς και ενισχύθηκε από τις ηγεσίες των σοσιαλιστικών χωρών για τη στήριξη της πολιτικής τους, αλλά προέκυψε πρωτίστως αυθόρμητα και σηματοδότησε τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο πλατιές λαϊκές μάζες αντιλήφθηκαν και ερμήνευσαν τα συγκλονιστικά γεγονότα στα οποία λάμβαναν μέρος.

Στη «λατρεία» της προσωπικότητας του ηγέτη, στην απόδοση σε αυτή εξαιρετικών ικανοτήτων (μέχρι βαθμού που θυμίζει θεοποίηση), εκδηλώθηκε πρωτίστως η αδυναμία ευρύτατων λαϊκών μαζών, φορέων κληρονομημένων από το ιστορικό παρελθόν πατριαρχικών και θρησκευτικών κοσμοαντιλήψεων, να κατανοήσουν τα πραγματικά αίτια και τις κινητήριες δυνάμεις των συντελούμενων αλλαγών και συνάμα η προσπάθεια υπέρβασης αυτής της αδυναμίας δια της ταύτισης των αιτίων με την προσωπικότητα του ηγέτη.

Στην περίπτωση της προσωπολατρίας, η μορφή του ηγέτη λειτούργησε ως παραστατικά δοσμένη (και συνεπώς προσιτή – εύληπτη για εκατομμύρια ανθρώπων) εκδοχή του ιδεώδους, της φωτεινής κοινωνικής προοπτικής. Ο ηγέτης πρόβαλε ως προσωποποίηση του νοήματος των αγώνων, της σπουδαιότητας του επαναστατικού σκοπού, αλλά και της βεβαιότητας για την τελική νίκη.

Στο πλαίσιο της εν λόγω σχέσης προς τη μορφή του ηγέτη εκατομμύρια εργαζομένων – φορέων κοινωνικής συνείδησης αναπόδραστα εγκλωβισμένης στον στενό ορίζοντα των καθημερινών βιωμάτων μπορούσαν να προσανατολίζονται στις αρχές και τους σκοπούς της επαναστατικής προσπάθειας. Για τους ανθρώπους αυτούς η αφοσίωση στην υπόθεση της επανάστασης ταυτιζόταν με την αφοσίωση στον ηγέτη, με την υιοθέτηση και εφαρμογή του παραδείγματός του. Έτσι, όταν ενίοτε επερχόταν η απαξίωση του ηγέτη (όπως με εξαιρετικά απερίσκεπτο τρόπο συνέβη στην ΕΣΣΔ με την προδιαγραφών γαλλικού Διαφωτισμού ερμηνεία της προσωπολατρίας του Στάλιν, ως συνέπειας δηλαδή καθαρά βουλησιαρχικών – σκόπιμων ενεργειών της εξουσίας, και την καταγγελία αυτής) αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση στην καρδιά και στο νου πληθώρας απλών ανθρώπων του ίδιου του επαναστατικού ιδεώδους.

9. Η ανεπαρκής ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες (η εκμηχάνιση των μέσων παραγωγής σε αντιδιαστολή προς την αυτοματοποίησή τους σημαίνει ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας υφίσταται αλλά δεν έχει ακόμη καταστεί ώριμος) συνεπαγόταν την ανεπαρκή ανάπτυξη των ίδιων των εργαζομένων ως προσωπικοτήτων (παρά την τεράστια πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης και ευρύτερα πολιτισμικής καλλιέργειάς τους), της ικανότητάς τους να κατανοούν και να διευθύνουν τις κοινωνικές διαδικασίες, να αυτενεργούν.

Η διατήρηση σε μεγάλη κλίμακα της χειρωνακτικής εργασίας στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ακόμη και σε συνθήκες βιομηχανικής παραγωγής, σήμαινε ότι ο μαζικότερος τύπος εργαζομένου ανήκε στην περίοδο που ο Μαρξ αποκαλούσε προϊστορία της ανθρωπότητας, παρέμενε εγκλωβισμένος σε ένα κοινωνικό καταμερισμό εργασίας που διαχώριζε τη σκέψη από την πράξη, τους διευθυντικούς ρόλους από τους εκτελεστικούς, την παραγωγική δραστηριότητα από την πολιτισμική δημιουργία. Αυτός ο τύπος εργαζόμενου στερούταν νομοτελώς τη δυνατότητα εργασιακής και κοινωνικής αυτενέργειας. Είχε πάντα την ανάγκη μιας καθοδηγητικής πρωτοπορίας, προκειμένου να κινητοποιηθεί πολιτικά.

Αυτό φάνηκε με ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο στην κρίσιμη περίοδο της αντεπαναστατικής ανατροπής των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων, όταν η απουσία αυτής της πρωτοπορίας, σε συνάρτηση με το γραφειοκρατικό εκφυλισμό των ηγετικών κομμουνιστικών κομμάτων, κατέστησε ανέφικτη την κινητοποίηση των εργαζομένων για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού.

Η εμπειρία των πρώτων σοσιαλιστικών εγχειρημάτων ανέδειξε τις ιστορικές δυνατότητες και τα όρια της βιομηχανικής εργατικής τάξης, τους αναπόδραστους περιορισμούς αυτής της τάξης σε ό,τι αφορά την ανάληψη της διεύθυνσης της σοσιαλιστικής/κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η βιομηχανική εργατική τάξη μπόρεσε να ανατρέψει μέσα από συλλογικούς – οργανωμένους και σκληρούς αγώνες την εξουσία των αστών και να δρομολογήσει την πρωταρχική σοσιαλιστική συσσώρευση. Συνάμα, απεδείχθη ανίκανη να δημιουργήσει την ανεπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία.

Η τελική ήττα – ανατροπή των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων οφείλεται, σε τελευταία ανάλυση, στην αδυναμία τους (ως συνέπεια πολλών αντικειμενικών παραγόντων) να δημιουργήσουν μαζικά εκείνο τον τύπο εργαζομένου που θα μπορούσε να καταστεί αυθεντικό υποκείμενο της εργασίας και της κοινωνικής εξέλιξης, εγγυώμενος το μη αναστρέψιμο των κομμουνιστικών μετασχηματισμών.

Η ανάπτυξη του κομμουνισμού απαιτούσε, εκτός από την αφετηριακή κατάργηση της αστικής τάξης (καθώς και των άλλων εκμεταλλευτικών τάξεων), και την υπέρβαση του βιομηχανικού εργάτη ως βασικού τύπου εργαζόμενου.

Δέον να σημειώσω ότι η δημοφιλής σε ορισμένα ρεύματα της σοσιαλιστικής σκέψης ιδέα του χειρώνακτα εργάτη (στην καλύτερη περίπτωση του εργάτη της μεγάλης βιομηχανίας), ο οποίος παραμένοντας εργάτης, υποταγμένος δηλαδή στις διαδικασίες παραγωγής, θα έπρεπε συνάμα να καταστεί και διευθυντής τους, αποτελεί περίπτωση εξαιρετικά απλουστευτικής αντίληψης των αντιθέσεων του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Συνιστά προσπάθεια άμεσης ταύτισης των πλευρών τους, αντί της επίλυσης/υπέρβασής τους. Η ιδέα των εργατών – διευθυντών με την έννοια των αυτοδιαχειριζόμενων συνεταιρισμένων παραγωγών παραγνωρίζει τελείως το γεγονός ότι η αυτοδιαχείριση των συνεταιρισμένων παραγωγών προϋποθέτει άλλου τύπου παραγωγούς, ριζικά διαφορετικούς από τους εργαζόμενους των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών. Η εμπειρία του σοσιαλισμού του 20ου αιώνα καταδεικνύει με δραματικό τρόπο τον ουτοπικό χαρακτήρα της εν λόγω ιδέας. Μετά την ιστορική ήττα του τίθεται εκ νέου το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου της κομμουνιστικής εργασίας και κοινωνίας.

10. Η ανθρωπότητα βρίσκεται ενώπιον πρωτόγνωρων προκλήσεων εντός της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας, αλλά και πρωτόγνωρων δυνατοτήτων αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων. Χωρίς όμως σαφή κατανόηση των δυνατοτήτων αυτών, των θεμελιωδών τάσεων και προοπτικών κοινωνικής εξέλιξης δεν μπορεί να υπάρξει σαφές ιδεώδες και στρατηγική επαναστατικής πολιτικής δράσης και συνακόλουθα δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική χειραφέτηση. Οι αυθόρμητοι κοινωνικοί αγώνες, ως εκδήλωση απόγνωσης και οργής, δεν μπορούν από μόνοι τους να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στην έξοδο από το καθεστώς της κεφαλαιοκρατίας και συνάμα από το βασίλειο της ταξικής εκμετάλλευσης.

Μετά την εμπειρία του σοσιαλισμού του 20ου αιώνα η αντίληψη της κομμουνιστικής προοπτικής θα πρέπει να επαναθεμελιωθεί σε μια βαθύτερη κατανόηση της περιπλοκότητας, του βάθους και της διάρκειας των κοινωνικών αλλαγών που αυτή συνεπάγεται.

Από αυτή τη σκοπιά είναι καθοριστικής σημασίας η προσέγγιση του κομμουνισμού από τον Β. Α. Βαζιούλιν ως βαθμίδας ωριμότητας της κοινωνικής ολότητας στη οποία έχουν μετασχηματιστεί όλες οι προηγούμενες κοινωνικές σχέσεις, ταξικές και προταξικές, η εργασία ως ουσία της κοινωνίας (ως αλληλεπίδραση παραγωγικών δυνάμεων –σχέσεων παραγωγής), ο ίδιος ο τύπος κοινωνικής εξέλιξης.

Ο Βαζιούλιν επαναθεμελιώνει την αντίληψη του κομμουνισμού σε μια νέα (εν συγκρίσει με το μαρξισμό) αντίληψη της ιστορίας. Σύμφωνα με αυτή, η ιστορία ως διαδικασία αφορά στην πρωταρχική εμφάνιση των κοινωνικών σχέσεων εντός πλαισίου φυσικών δεσμών των ανθρώπων με το περιβάλλον και μεταξύ τους (πρωτόγονη κοινότητα του γένους) και στη συνέχεια στο σταδιακό μετασχηματισμό των φυσικών δεσμών από τους κατεξοχήν εργασιακούς –κοινωνικούς. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού των φυσικών δεσμών από τους κοινωνικούς συνιστά και τη διαμόρφωση της ίδιας της κοινωνίας (περίοδος των ταξικών κοινωνικών σχηματισμών). Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού των φυσικών σχέσεων των ανθρώπων με το περιβάλλον και μεταξύ τους από τις εργασιακές – κοινωνικές οδηγεί στην ωρίμανση των κοινωνικών σχέσεων, στην εμφάνιση της ώριμης κοινωνίας. Κατεξοχήν ώριμη βαθμίδα ανάπτυξης της κοινωνίας, στην οποία έχει μετασχηματισθεί όλος ο προηγούμενος τύπος ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, θεωρείται ο κομμουνισμός.

Βάσει των παραπάνω η σοσιαλιστική επανάσταση και η εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως αναγκαία κατώτερη – μεταβατική φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, στην οποία σταδιακά μετασχηματίζονται όλοι οι όροι της εργασίας (τα μέσα, οι συνθήκες και η διαδικασία της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, το παραγόμενο κοινωνικό προϊόν, ο άνθρωπος ως υποκείμενο της εργασίας), όπως αυτοί έχουν κληρονομηθεί όχι μόνο από τον καπιταλισμό αλλά από όλο το ιστορικό παρελθόν της ανθρωπότητας. Ένα πιθανό σοσιαλιστικό εγχείρημα του μέλλοντος θα κληθεί να μετασχηματίσει τον μέχρι τώρα κυρίαρχο τύπο εργασίας, στο πλαίσιο του οποίου οι άνθρωποι αποτελούν ακόμη, σε σημαντικό βαθμό, τους άμεσους – φυσικούς συντελεστές της παραγωγής.

Απαραίτητη προϋπόθεση εμφάνισης της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι βεβαίως η κυριαρχία εκμηχανισμένων μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας και η παραγωγή μηχανών από μηχανές. Αυτή η υλική βάση επιτρέπει την κυριαρχία της κοινωνικής/κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και καθιστά εφικτή τη σχεδιοποιημένη ανάπτυξή τους.

Όμως, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η εκμηχανισμένη παραγωγή συνιστά υλική βάση εισέτι αναντίστοιχη του κομμουνισμού, επί της οποίας επιβιώνουν και αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις και φαινόμενα που απάδουν προς την κομμουνιστική προοπτική. Η εμφάνιση εσωτερικής κινητήριας δύναμης ανάπτυξης του κομμουνισμού και η κατοχύρωση του μη αναστρέψιμου χαρακτήρα του προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή της κληρονομημένης από το παρελθόν υλικής βάσης, με τρόπο ώστε να είναι σε μέγιστο βαθμό αντίστοιχη της νέας κοινωνίας και να μην απομένουν περιθώρια διατήρησης και αναπαραγωγής αλλότριων προς αυτήν σχέσεων.

Ως εκ τούτου ο σοσιαλισμός θα πρέπει να γίνει αντιληπτός ως μια αναπόφευκτα αντιφατική κοινωνία για την εξέλιξη της οποίας σε ώριμη κομμουνιστική κοινωνία καθοριστικές είναι μεταξύ άλλων τέσσερις προϋποθέσεις:

α) Η σχεδιασμένη, δυναμική προώθηση και ολοκλήρωση της αυτοματοποίησης των μέσων παραγωγής, η αυτοματοποίηση της παραγωγής στην κλίμακα επιχειρήσεων, κλάδων, της κοινωνίας συνολικά. Υλική βάση αντίστοιχη του κομμουνισμού – της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας είναι η παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα με δεδομένη και την αυτοματοποίηση του ελέγχου και της διεύθυνσης των παραγωγικών διαδικασιών.

Σε συνθήκες ολοκληρωμένης αυτοματοποίησης της παραγωγής περιορίζεται στο ελάχιστο και καθίσταται αμελητέος ο όγκος της εργασίας που απαιτείται για τη χρήση τους, ενώ η εργασιακή δραστηριότητα μετατρέπεται κατεξοχήν σε τεχνολογική εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης.

Εκτός αυτού, η αυτοματοποίηση της παραγωγής καθιστά εφικτή την ακριβή σχεδίαση των παραγωγικών διαδικασιών, τον ακριβή υπολογισμό των ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων τους και συνακόλουθα την υψηλή προβλεψιμότητα των αποτελεσμάτων τους από ποσοτική και ποιοτική σκοπιά.

Αυτό έχει τεράστια σημασία για την ωρίμανση της σχεδιοποιημένης οικονομίας και τη διασφάλιση του μη αναστρέψιμου των σοσιαλιστικών/κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

β) Η εξαιρετική μείωση έως την πλήρη εξαφάνιση της μονότονης, κοπιώδους, ανθυγιεινής εργασίας και συνάμα η κυριαρχία της εργασίας ως δημιουργικής διευθυντικής – διανοητικής δραστηριότητας, η οποία προσφέρει στον εργαζόμενο αισθητική, νοητική και ηθική ικανοποίηση.

Η μετατροπή της εργασίας σε αισθητικά ευχάριστη διαδικασία, σε πεδίο εκδίπλωσης και ανάπτυξης των δημιουργικών ικανοτήτων των ανθρώπων, επηρεάζει καίρια τις σχέσεις μεταξύ τους: κυρίαρχο στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων και κύρια επιδίωξη των ανθρώπων δεν είναι πλέον η κατανομή του παραγόμενου προϊόντος (αν και η κατανομή του προϊόντος της παραγωγής ως πτυχή των κοινωνικών σχέσεων, ως σχέση παραγωγής, ποτέ δεν θα πάψει να υφίσταται), αλλά η ίδια η εργασία και ο ελεύθερος καταμερισμός αυτής, η εργασία ως εσωτερική ανάγκη και αυτοσκοπός. Η κυριαρχία της εργασίας ως αυτοσκοπού καθιστά εφικτή και αναγκαία την αντιμετώπιση της ελεύθερης ανάπτυξης της κάθε ξεχωριστής προσωπικότητας ως προϋπόθεσης για την ελεύθερη ανάπτυξη του συνόλου των ανθρώπων.

γ) Η δυνατότητα παραγωγής μέσων κατανάλωσης ανταποκρινόμενων κατά βέλτιστο τρόπο στις ποσοτικές και ποιοτικές πλευρές των ατομικών αναγκών. Η κυριαρχία της εξατομικευμένης παραγωγής, σε συνάρτηση με την αυτοματοποίηση και της επικοινωνίας μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών.

Δέον να σημειώσουμε ότι για όσο διάστημα σε μια σοσιαλιστική κοινωνία η ποιότητα και ποσότητα των μέσων κατανάλωσης επαρκούν για την ελάχιστη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών, ή ξεπερνούν αυτό το ελάχιστο όριο αλλά δεν φτάνουν για τη βέλτιστη ικανοποίηση των αναγκών, θα διατηρούνται ποικίλες μορφές ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων για την ιδιοποίηση όχι μόνο ποσοτικά επαρκούς αλλά και ποιοτικά καλύτερου μέρους από το παραγόμενο προϊόν.

Η διασφάλιση από τη σοσιαλιστική κοινωνία σταθερής επάρκειας από ποσοτική και ποιοτική πλευρά μέσων κατανάλωσης για τη βέλτιστη ικανοποίηση των ατομικών βιολογικών αναγκών εξαλείφει τις προϋποθέσεις για τέτοιους ανταγωνισμούς.

δ) Η κυριαρχία εργαζομένων φορέων υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης και ολόπλευρα καλλιεργημένων διανοητικών – πολιτισμικών ικανοτήτων, ικανών να δημιουργούν επιστημονικές γνώσεις και να διαχειρίζονται συλλογικά το σύστημα της υλικής παραγωγής.

Για να αποτελέσουν οι εργαζόμενοι αυθεντικούς συλλογικούς διαχειριστές της εργασίας (αυτοδιευθυνόμενα συλλογικά υποκείμενα) και συνεπώς για να καταστεί εφικτή η ευρεία ανάπτυξη σχέσεων κομμουνιστικής διεύθυνσης των παραγωγικών διαδικασιών θα πρέπει να έχουν βαθιά επιστημονική γνώση των μέσων, των αντικειμένων και των τρόπων εργασίας, αλλά και εξαιρετικά ανεπτυγμένη γνωστική ικανότητα, δηλαδή ικανότητα όχι μόνο αυτενεργού απόκτησης έτοιμων γνώσεων αλλά και δημιουργίας γνώσεων. Θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουν την ικανότητα να θέτουν τους σκοπούς της εργασίας, και μάλιστα να διατυπώνουν καινοτόμους σκοπούς στη βάση της κατανόησης των τάσεων και προοπτικών της επιστημονικής – τεχνολογικής και κοινωνικής προόδου.

Επίσης θα πρέπει να είναι φορείς κοινωνικής συνείδησης ανεπτυγμένης στην ηθική, αισθητική και φιλοσοφική διάστασή της, να έχουν δηλαδή συνείδηση του εαυτού τους ως υποκειμένου και της ενότητάς του με τα άλλα άτομα –υποκείμενα, με άλλα λόγια να αντιλαμβάνονται τον κοινωνικό δεσμό τους με την ανθρωπότητα ως δεσμό για τον οποίο οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σε ένα από τα πλέον κρίσιμα και δραματικά γεγονότα αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, όπως η κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ, εναντίον του σοβιετικού καθεστώτος υπό την ηγεσία των κουλάκων (της αστικής τάξης του χωριού) κινητοποιήθηκαν χιλιάδες αγροτών. Ο αριθμός αυτών που συμμετείχαν σε ένοπλες εξεγέρσεις έφτασε το 1930 τα 2.468.625 (Viola, 1996, 140).

Ο Τρότσκι αναγνωρίζει με οξυδέρκεια το ρόλο της ανεπάρκειας μέσων κατανάλωσης στην διατήρηση ανταγωνισμών μεταξύ των εργαζομένων της ΕΣΣΔ: «Η βάση της γραφειοκρατικής κυριαρχίας είναι η φτώχεια της κοινωνίας σε αντικείμενα κατανάλωσης, με αποτέλεσμα τον αγώνα του καθένα ενάντια σε όλους. Όταν υπάρχουν αρκετά αγαθά σε ένα κατάστημα οι αγοραστές μπορούν να έρθουν όποτε θέλουν. Όταν υπάρχουν λίγα αγαθά, οι αγοραστές αναγκάζονται να κάνουν ουρά. Όταν οι ουρές είναι πολύ μακριές είναι αναγκαίο να διοριστεί ένας αστυφύλακας για να κρατάει την τάξη. Αυτή είναι η αφετηρία της εξουσίας της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Αυτή “ξέρει” ποιος πρέπει να πάρει κάτι και ποιος πρέπει να περιμένει.» (Τρότσκι, 1984, 96). Ωστόσο, δηλώσεις όπως η παραπάνω, αφενός δεν εξαντλούν την ερμηνεία του γραφειοκρατικού φαινομένου από τη στιγμή που δεν αγγίζουν τον αναγκαίο ρόλο της γραφειοκρατίας μέσα στο σύστημα της παραγωγής (ο Τρότσκι αποφεύγει συστηματικά να εξετάσει αυτή την πλευρά του ζητήματος), αφετέρου δεν επηρεάζουν τα ευρύτερα θεωρητικά και πολιτικά συμπεράσματά του αναφορικά με τα ζητήματα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Η βουλησιαρχική του αντίληψη περί πολιτικής αντιγραφειοκρατικής επανάστασης παραγνωρίζει με κραυγαλέο τρόπο την ύπαρξη υλικών αιτίων του γραφειοκρατικού φαινομένου, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που αναφέρεται στην παραπάνω δήλωση. 

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις σε παράνομες δραστηριότητες του τομέα της σκιώδους οικονομίας (παραοικονομίας) της ΕΣΣΔ συμμετείχαν λιγότερα από 8 εκατομμύρια πολιτών στις αρχές της δεκαετίας του ’60, 17 έως 20 εκατομμύρια το 1974 και περίπου 30 εκατομμύρια το 1989 (Keeran and Kenny, 2010, 75). Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι περιπτώσεις εξαπάτησης του κράτους από τις επιχειρήσεις, όσον αφορά τα παρεχόμενα από αυτές στοιχεία της δραστηριότητάς τους, καθώς και περιπτώσεις διοχέτευσης στη μαύρη αγορά προϊόντων της βαριάς βιομηχανίας, όπως τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, παρατηρούνται ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 (Gregory, 2004, 145-148).

Ο Μαρξ στο έργο του «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» κάνει λόγο για άνιση κατανομή του προοριζόμενου για κατανάλωση προϊόντος στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας με βάση την προσφερόμενη από τον καθένα διαφορετική ποσότητα εργασίας. Αποκαλεί μάλιστα αυτό το είδος κατανομής «αστικό δίκαιο» χωρίς αστική τάξη (Μαρξ, 1994, 22-23). Δεν αντιλαμβάνεται όμως –δεδομένου ότι θεωρεί αυτονόητη την κατάργηση ήδη σε αυτή τη φάση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων– ότι πρόκειται για κατανομή η οποία ενέχει στοιχεία ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας, από τη στιγμή που ουδόλως είναι εξασφαλισμένη η ποσοτικά και ποιοτικά βέλτιστη ικανοποίηση των αναγκών τους και συνακόλουθα ότι αυτός ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να μην έχει και εμπορευματικά χαρακτηριστικά.

Εντελώς ουτοπική ήταν και η ιδέα της πολιτικής αντιγραφειοκρατικής επανάστασης. Επί του θέματος αυτού αξίζει να έχει κανείς υπόψη τις επισημάνσεις του Λένιν: 

«Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας θα απαιτήσει δεκαετίες. Είναι μια πάλη πολύ δύσκολη και όποιος σας πει ότι θα απαλλαγούμε αμέσως από τη γραφειοκρατία ψηφίζοντας αντιγραφειοκρατικές πλατφόρμες θα είναι απλώς ένας αγύρτης που του αρέσουν τα ωραία λόγια» (Lenin, 1963, 248).

«Μπορεί να διώξει κανείς τον τσάρο, να διώξει τους τσιφλικάδες, να διώξει τους καπιταλιστές. Αυτό εμείς το κάναμε. Όμως δεν μπορείς να “διώξεις” τη γραφειοκρατία σε μια αγροτική χώρα, δε μπορείς “να την εξαλείψεις από το πρόσωπο της γης”. Μπορείς μόνο με αργή, επίμονη δουλειά να τη μειώσεις» (Lenin, 1965, 193).

Την αναγκαιότητα ενός τέτοιου διοικητικού εξαναγκασμού των εργαζομένων αναγνώριζε ευθέως ο Λένιν, ο οποίος στο έργο του «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας» δηλώνει τα εξής: 

«θα ήταν η μεγαλύτερη ανοησία και ο πιο παράλογος ουτοπισμός να νομίζουμε ότι χωρίς εξαναγκασμό και χωρίς δικτατορία μπορεί να περάσουμε από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό» (Λένιν, 1982,194)

«…κάθε μεγάλη εκμηχανισμένη βιομηχανία –δηλαδή ακριβώς η υλική, η παραγωγική πηγή και το βάθρο του σοσιαλισμού –απαιτεί απόλυτη και αυστηρότατη ενότητα θέλησης που να κατευθύνει την κοινή εργασία εκατοντάδων, χιλιάδων και δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων … είναι απόλυτα απαραίτητη η αναντίρρητη υποταγή σε μια ενιαία θέληση για να πετύχουν οι διαδικασίες της εργασίας που είναι οργανωμένη σύμφωνα με τον τύπο της μεγάλης εκμηχανισμένης βιομηχανίας …η επανάσταση … ακριβώς προς το συμφέρον του σοσιαλισμού, απαιτεί αναντίρρητη υποταγή των μαζών στην ενιαία θέληση των καθοδηγητών της διαδικασίας της εργασίας» (Λένιν, 1982, 200). 

Την αναγκαιότητα του διοικητικού εξαναγκασμού των εργαζομένων αναγνώριζε κάποτε και ο Τρότσκι:

«Χωρίς την υποχρέωση της εργασίας, χωρίς το δικαίωμα να δίνουν διαταγές και να απαιτούν την εκτέλεσή τους, τα συνδικάτα χάνουν την ουσία τους, γιατί είναι αναγκαία στο νεαρό σοσιαλιστικό κράτος που οικοδομείται, όχι για να παλέψουν για καλύτερες συνθήκες εργασίας –αυτό είναι καθήκον του συνόλου της κυβερνητικής κοινωνικής οργάνωσης– αλλά για να οργανώσουν την εργατική τάξη για την παραγωγή, για να την πειθαρχήσουν …για να εντάξουν αυταρχικά τους εργάτες, σε πλήρη συμφωνία με την εξουσία, μέσα στα πλαίσια του ενιαίου οικονομικού σχεδίου» (Τρότσκι, 1979, 187).

«Το κράτος –δεν υπάρχει λόγος να το πούμε – πρέπει να τοποθετήσει διαμέσου του συστήματος των πριμ τους καλύτερους εργάτες σε πιο ευνοϊκές συνθήκες ζωής. Αυτό όμως όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά αντίθετα προϋποθέτει πως το κράτος και τα Συνδικάτα (που χωρίς τη βοήθειά τους η σοβιετική κυβέρνηση δε θα οικοδομήσει τη βιομηχανία της) θα αποκτήσουν ορισμένα καινούργια δικαιώματα πάνω στον εργάτη. Ο εργάτης δεν διαπραγματεύεται με το σοβιετικό κράτος. Είναι υποταγμένος στο κράτος, υποτάσσεται σε αυτό από κάθε άποψη, γιατί είναι το κράτος του» (Τρότσκι, 1979, 212).

Δέον να σημειωθεί ότι την αναγκαιότητα εξαναγκασμού σε εργασία των εργαζομένων από το σοσιαλιστικό κράτος αναγνώριζε ο Τρότσκι και για την περίπτωση που ο σοσιαλισμός θα επικρατούσε σε χώρες πολύ πιο αναπτυγμένες από τη Ρωσία: «Ένα σοσιαλιστικό κράτος, ακόμα και στην Αμερική, πάνω στη βάση του πιο προχωρημένου καπιταλισμού, δε θα μπορούσε άμεσα να προμηθεύει στον καθένα όλα όσα χρειάζεται, και έτσι θα ήταν υποχρεωμένο να σπρώχνει τον καθένα να παράγει όσο το δυνατό περισσότερα. Το καθήκον του παρακινητή, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, πέφτει φυσικά στο κράτος, που με τη σειρά του, δεν μπορεί παρά να καταφύγει, με διάφορες αλλαγές και ελαφρύνσεις, στη μέθοδο της πληρωμής της εργασίας που έχει επεξεργαστεί ο καπιταλισμός» (Τρότσκι, 1984, 51).

Χαρακτηριστική και ιδιαίτερα κρίσιμη περίπτωση αποτελεί η προσπάθεια γρήγορης συρρίκνωσης – κατάργησης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων. Ήδη στα πρώτα χρόνια του σοβιετικού καθεστώτος, στην περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού, επιχειρείται συνειδητά ο εκτενής περιορισμός της εμπορευματικής παραγωγής και η μετάβαση σε ένα σύστημα άμεσης κρατικής διανομής των αγαθών. Ο Λένιν σχολιάζει με καυστικό τρόπο την αποτυχία αυτής της προσπάθειας: 

«κάναμε το λάθος να αποφασίσουμε να περάσουμε αμέσως στην κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή των προϊόντων» (Λένιν, 1990, 265). «Καμία αμφιβολία δεν μπορούν να έχουν οι κομμουνιστές πως πάθαμε πάρα πολύ βαριά οικονομική ήττα στο οικονομικό μέτωπο, μιας και συνειδητά θέτουν το ζήτημα για τη νέα οικονομική πολιτική» (Στο ίδιο, 266). «Στο οικονομικό μέτωπο, προσπαθώντας να περάσουμε στον κομμουνισμό, πάθαμε την άνοιξη του 1921 μια ήττα πιο σοβαρή απ’ όλες τις ήττες που μας προξένησε ο Κολτσάκ, ο Ντεκίκιν είτε ο Πιλσούδσκι, μια ήττα πολύ πιο σοβαρή, πολύ πιο ουσιαστική κι επικίνδυνη» (Στο ίδιο, 267). Στις παραπάνω δηλώσεις ο Λένιν ασκεί κατ’ ουσίαν κριτική και στον εαυτό του, μιας και ο ίδιος εμφορούταν πρωτύτερα από την αντίληψη του εφικτού της γρήγορης μετάβασης στην «κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή των προϊόντων».

Οι θεμελιωτές του μαρξισμού απέφευγαν συστηματικά να αναφερθούν λεπτομερώς στα χαρακτηριστικά του κομμουνισμού, προκειμένου να μην οδηγηθούν σε αφηρημένες εγκεφαλικές και εντέλει ουτοπικές κατασκευές της κοινωνίας του μέλλοντος. Δεδομένου ότι δεν είχαν ενώπιόν τους και συνεπώς δεν μπορούσαν να μελετήσουν κανένα συγκεκριμένο σοσιαλιστικό εγχείρημα (η Κομμούνα του Παρισιού σαφώς δεν αποτελούσε τέτοια περίπτωση) οι απόψεις τους για την κομμουνιστική προοπτική δεν μπορούσαν παρά να έχουν τη μορφή γενικών υποθέσεων. Ως εκ τούτου, στις περιορισμένες δηλώσεις τους για τον κομμουνισμό, εκτός από εξαιρετικά σημαντικές – οξυδερκείς ιδέες, υπήρξαν και ορισμένες που είχαν απλουστευτικό χαρακτήρα. Γενικότερα παρατηρείται στους κλασικούς του μαρξισμού η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η εκμηχάνιση των μέσων παραγωγής για την οικοδόμηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. 

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της παρακάτω δήλωσης του Ένγκελς: «Μόλις η κοινωνία γίνει κάτοχος των μέσων παραγωγής και τα χρησιμοποιεί για την παραγωγή κοινωνικοποιώντας τα άμεσα, η εργασία του καθενός, όσο διαφορετικός κι αν είναι ο ιδιαίτερα χρήσιμος χαρακτήρας της, γίνεται ευθύς εξαρχής και άμεσα κοινωνική εργασία. Τότε, η ποσότητα κοινωνικής εργασίας, που είναι ενσωματωμένη σ’ ένα προϊόν, δε χρειάζεται να διαπιστωθεί έμμεσα: η καθημερινή πείρα δείχνει άμεσα πόση απ’ αυτή την ποσότητα χρειάζεται κατά μέσον όρο. Η κοινωνία μπορεί απλά να υπολογίζει πόσες ώρες εργασίας είναι ενσωματωμένες σε μια ατμομηχανή, σ’ ένα εκατόλιτρο σιταριού της τελευταίας συγκομιδής, σε εκατό τετραγωνικά μέτρα υφάσματος μιας ορισμένης ποιότητας» (Ένγκελς, 2001, 470).

Δυστυχώς όπως προκύπτει από την εμπειρία των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών η εκμηχάνιση της παραγωγής δεν καθιστά ομοιογενείς τις δαπάνες εργατικής δύναμης στη μονάδα του χρόνου, ώστε η ποσότητα αυτών των δαπανών (και όχι φυσικά της κοινωνικής εργασίας, δεδομένου ότι στα προϊόντα ενσαρκώνεται η εργατική δύναμη – η δαπανηθείσα φυσική ενέργεια του εργαζόμενου, ενώ η εργασία συνιστά διαδικασία αυτής της ενσάρκωσης) να μπορεί να μετρηθεί σε απλές ώρες εργασίας και βάσει αυτών να πραγματοποιηθεί η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. Η παραπάνω αντίληψη του Ένγκελς, η οποία συναντάται και στο Μαρξ, σαφώς δε δίνει λύσεις στο ζήτημα της αντιμετώπισης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων και της αντικατάστασής τους με εναλλακτικό – σχεδιοποιημένο τρόπο κατανομής του κοινωνικού προϊόντος. Η ανεπάρκεια της αντίληψης αυτής γίνεται μεγαλύτερη αν αναλογιστούμε το ζήτημα της κατανομής του παραγόμενου προϊόντος σε συνθήκες όπου κυριαρχεί η διανοητική εργασία και συνεπώς οι δαπάνες φυσικής ενέργειας στη μονάδα του χρόνου είναι μικρές και ουσιωδώς άσχετες προς την «παραγωγικότητα» και την κοινωνική σημασία της εργασίας του καθενός. 

Τους περιορισμούς της μαρξιστικής θεωρίας του κομμουνισμού σε συνάρτηση με τους περιορισμούς της μαρξιστικής θεωρίας της κοινωνίας και της ιστορικής της εξέλιξης αποκαλύπτει ο Βαζιούλιν στο θεμελιώδες έργο του Λογική της Ιστορίας. Επανεξετάζοντας τη δομή και την ιστορία της κοινωνίας βάσει της εμπειρίας των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών και της αξιοποίησης της μαρξικής διαλεκτικής μεθόδου, όπως αυτή ενσαρκώνεται στο Κεφάλαιο, ο Βαζιούλιν επιχειρεί την άρση του θεωρητικού κεκτημένου του μαρξισμού, τον κριτικό αναστοχασμό του και την ένταξή του σε μια ευρύτερη, περισσότερο αναπτυγμένη-ολοκληρωμένη κοινωνική θεωρία (Βαζιούλιν, 2013). 

Η αρνητική στάση απέναντι στις κληρονομημένες από το παρελθόν πολιτισμικές παραδόσεις, (ισχυρή για ορισμένη περίοδο στην ΕΣΣΔ, εξαιρετικά ακραία στην Κίνα της Πολιτιστικής Επανάστασης), η καχυποψία προς τον κόσμο της τέχνης, της λογοτεχνίας και της επιστήμης, η άσκηση βίας εναντίον των εκπροσώπων της καλλιτεχνικής και επιστημονικής διανόησης, εξέφραζε βεβαίως το ταξικό μίσος της πλειονότητας των εργαζομένων προς προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, τα οποία είτε προέρχονταν από την τάξη των αφεντικών, είτε την υπηρετούσαν, είτε έμεναν αδιάφορα προς τις ζοφερές συνθήκες ζωής του εργαζόμενου λαού. Συνάμα το πληβειακό μίσος των επαναστατημένων εκπροσώπων της χειρωνακτικής εργασίας προς τους εκπροσώπους της διανοητικής εξέφραζε την μεγάλη αδυναμία των πρώτων να αντιληφθούν τη σημασία του πολιτισμού, της επιστήμης και της τέχνης για την πραγματική χειραφέτηση της εργασίας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η νέα «προλεταριακή» τέχνη σε ΕΣΣΔ και Κίνα, προβάλλοντας και εξιδανικεύοντας για πρώτη φορά στην ιστορία τους ανθρώπους της χειρωνακτικής εργασίας (πράγμα οπωσδήποτε προοδευτικό – μεγάλης κοινωνικής σημασίας), πολύ συχνά εξιδανίκευε απλουστευτικά την ίδια τη χειρωνακτική εργασία. Εξιδανίκευε δηλαδή συνθήκες εργασίας που για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων αποτελούσαν άχθος και σε καμία περίπτωση δε συνιστούσαν κατάσταση πραγματικής χειραφέτησης. Το ιδεώδες που πρόβαλε η τέχνη αυτή ήταν στραμμένο στο παρελθόν της ανθρωπότητας και όχι στο μέλλον. 

Είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά του Τρότσκι σε ορισμένα χαρακτηριστικά της κολλεκτιβοποίησης των αγροτικών νοικοκυριών στην ΕΣΣΔ: «Η κολλεχτιβοποίηση εμφανιζόταν στον αγρότη πρώτα απ’ όλα με τη μορφή μιας απαλλοτρίωσης όλων των υπαρχόντων του. Κολλεχτιβοποιούσαν όχι μόνο τα άλογα, τις αγελάδες τα πρόβατα, τους χοίρους, αλλά ακόμα και τα μικρά κοτόπουλα. “Αποκουλακοποιούσαν”, όπως έγραψε ένας ξένος παρατηρητής, “ακόμα και τα μικρά παιδιά βγάζοντας τους βίαια από τα πόδια τα τσόχινα μποτάκια που φορούσαν”» (Τρότσκι, 1984, 40). 

Η επισήμανση αυτή του Τρότσκι αντιστοιχεί οπωσδήποτε στην πραγματικότητα. Εκείνο όμως που ο ίδιος εμφανώς αποσιωπά ή αδυνατεί να αντιληφθεί είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι που «κολλεκτιβοποιούσαν» τους αγρότες ήταν και οι ίδιοι αγρότες, κατά κανόνα φτωχοί αγρότες και εργάτες της υπαίθρου, οι οποίοι στήριξαν μαζικά τη διαδικασία κολλεκτιβοποίησης, αντιπαραθέτοντας στη μεγάλη δύναμη των κουλάκων και μέρους των μεσαίων αγροτών που αντιστάθηκαν στην κολλεκτιβοποίηση μια εξίσου μεγάλη και αποφασισμένη κοινωνική δύναμη. Στη συνείδηση λοιπόν των φτωχών αγροτών τα «τσόχινα μποτάκια» (μια απρόσιτη πολυτέλεια γι’ αυτούς), δήλωναν ακριβώς ένα κόσμο εχθρικό, τον οποίο έπρεπε να καταστρέψουν επιβάλλοντας ένα καθεστώς γενικής καταναλωτικής ισότητας. 

Όπως είχε επισημάνει ο Μαρξ «το άτομο Α δεν μπορεί να φέρεται προς το άτομο Β ως προς μια μεγαλειότητα, χωρίς ταυτόχρονα για το άτομο Α η μεγαλειότητα να παίρνει τη σωματική μορφή του Β…» (Μαρξ, 1978, 68). 

Σημειωτέον ότι οι πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες αδυνατούσαν να διασφαλίσουν τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα των νέων σχέσεων παραγωγής από τη στιγμή που στην παραγωγή διατηρούνταν ακόμη σε μεγάλη έκταση τα φυσικά χαρακτηριστικά των συντελεστών της – των παραγωγικών δυνάμεων. Διατηρούταν σε μεγάλη έκταση η χειρωνακτική εργασία, η οποία ως προς την παραγωγικότητά της εξαρτάται από πληθώρα αστάθμητων παραγόντων, συνδεδεμένων εν πολλοίς με την υποκειμενικότητα του εργαζόμενου. Επίσης, σε αρκετούς κλάδους (σε καθοριστικό βέβαια βαθμό στη γεωργία) διατηρούταν η ισχυρή επίδραση κατεξοχήν φυσικών παραγόντων (κλίμα, έδαφος, οργανισμοί) πράγμα που δυσκόλευε εξαιρετικά τον υπολογισμό της απόδοσης των μέσων παραγωγής και την αποτελεσματική σχεδίαση της παραγωγικής δραστηριότητας. 

Ως συνέπεια αυτής της κατάστασης η σχεδίαση της λειτουργίας των διαφόρων μονάδων παραγωγής καθώς και των μεταξύ τους αλληλεξαρτήσεων αποτελούσε πάντα αρκετά δύσκολο και αβέβαιο εγχείρημα, με αποτέλεσμα οι προβλέψεις, οι δείκτες και οι εντολές των οργάνων του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού σε σημαντικό βαθμό να μην εκφράζουν την αντικειμενική πραγματικότητα και να μην κατευθύνουν αποτελεσματικά την παραγωγική διαδικασία. Μάλιστα, όσο περισσότερο αναπτύσσονταν κατά εκτατικό τρόπο οι παραγωγικές δυνάμεις των σοσιαλιστικών χωρών και αυξανόταν ο αριθμός των παραγωγικών δραστηριοτήτων, τόσο περισσότερο το σύστημα του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού αδυνατούσε να ελέγξει και να κατευθύνει τη λειτουργία τους. 

Οι αναπόφευκτες, στις δεδομένες συνθήκες, ανεπάρκειες του κεντρικού σχεδιασμού υπονόμευαν την εύρυθμη λειτουργία όλου του συστήματος παραγωγής, προκαλούσαν μεγάλες ανισορροπίες στην παραγωγική διαδικασία, σπατάλες πόρων, ελλείψεις στην τροφοδοσία του πληθυσμού, προβλήματα στην ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών, ενώ άφηναν σημαντικά περιθώρια για την ανάπτυξη σκιώδους οικονομίας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαζιούλιν, Β.Α. (2013). Η λογική της Ιστορίας. 2η έκδοση. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ.

Ένγκελς, Φ. (2001). Αντί-Ντίρινγκ. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Λένιν, Β.Ι. (1982). «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας», στο: Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ.36. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Λένιν, Β.Ι. (1990). «Η νέα οικονομική πολιτική και τα καθήκοντα των επιτροπών πολιτικής διαφώτισης» στο: Β. Ι. Λένιν, Για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση (κείμενα 1917-1923). Αθήνα: Α/συνέχεια. 

Losurdo, D. (2007). «Ο Στάλιν, οι διαψεύσεις του επαναστατικού μηχανισμού και ο μύθος της προδομένης επανάστασης», Ουτοπία, τεύχος 77, 107-140. 

Μαρξ, Κ. (1975). Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα. Αθήνα: Εκδόσεις Γλάρος.

Μαρξ, Κ. (1978). Το κεφάλαιο, τ.1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1994). Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Τρότσκι, Λ. (1979). Τρομοκρατία και κομμουνισμός. Αθήνα: Εκδόσεις «Αλλαγή».

Τρότσκι, Λ. (1984). Η προδομένη επανάσταση. Αθήνα: Εκδόσεις «Αλλαγή».

Berdjaev, N.A. (1990). Istoki i smysl russkogo kommunizma. Moskva: Nauka. 

Gregory, P.R. (2004). The Political Economy of Stalinism. Cambridge: Cambridge University Press.

Keeran, R. and Kenny, T. (2010). Socialism Betrayed. Behind the Collapse of the Soviet Union. Bloomington, IN: iUniverse. 

Lenin, V.I. (1963). “II vserossijskij s’ezd gornorabocih”, V.I. Lenin, (1963). Polnoe sobranie socinenij, t.42 . Moskva: Politizdat.

Lenin, V.I. (1965). “M.F.Sokolovu”, V.I. Lenin, (1965). Polnoe sobranie socinenij, t.52 . Moskva: Politizdat.

Viola, L. (1996). Peasant Rebels Under Stalin. Collectivization and the Culture of Peasant Resistance. N.Y. and Oxford: Oxford University Press.

 

Πηγή: Κόκκινη Σημαία

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας