Εργατικός Αγώνας

Οι κορυφαίες τομές της μεταβατικής περιόδου

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του Aλέκου Aναγνωστάκη στην εκδήλωση του Kommon, του Εργατικού Αγώνα και του Συλλόγου διάδοσης της Μαρξιστικής Σκέψης Γιάννης Κορδάτος για την επέτειο των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή επανάσταση.

 

Ως γνωστό είναι η ίδια η  συνείδηση των καταπιεζομένων που τείνει αυθόρμητα να αναμετριέται με την παράδοση, με τους ιστορικούς σταθμούς που επέδρασαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης πραγματικότητας.

Αλλά η εντατική επιστροφή στο πιο ευμετάβλητο, το παρελθόν, αυτό το ενδιαφέρον για την ιστορία, έχει να κάνει κυρίως µε τα όσα έρχονται.

Μόνο έτσι μπορούν να ερμηνευτούν τα άρθρα της  Washignton Post στις 7 Νοέμβρη, με τίτλο  « Έρχονται οι νεο-μπολσεβίκοι!» Τι έρχονται, ήρθαν κιόλας» που υπογράφει η  βραβευμένη με Πούλιτζερ Ανν Απλμπάουμ με αφορμή τα 100 χρόνια από τον Οκτώβρη του 1917 ή  το άρθρο  την ίδια ημέρα που δημοσιεύτηκε στους New York Times με τίτλο «Και αν η Ρωσική Επανάσταση δεν είχε συμβεί;» που  υπογράφει ο συγγραφέας των βιβλίων «Οι Ρομανόφ» και «Στάλιν: Η αυλή του κόκκινου τσάρου»,Σάιμον Σέμπαγκ Μοντεφιόρε.

Στο άρθρο του γράφει ότι ο Τραμπ, «εκπροσωπεί έναν νέο μπολσεβικισμό της Δεξιάς όπου ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ο  Τζέρεμι Κόρμπιν, είναι ένας «ημι-λενινιστής» ενώ ο «κομμουνισμός στη Βρετανία ανασταίνεται εκ του τάφου».

Η Ιστορία λοιπόν είναι πεδίο μάχης τα αποτελέσματα της οποίας επιστρέφουν τελικά εδώ, στους σημερινούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς, για να επιδράσει επάνω τους.

Εξ ου  το γενικότερο και εντεινόμενο ενδιαφέρον για την Οκτωβριανή Επανάσταση από όλες τις τάξεις, τα στρώµατα και τα ρεύματα με τον  καταιγισμό από αφιερώματα, από το Παρίσι ως την Κουάλα Λουμπούρ, Τη Νέα Υόρκη ως τη Λευκάδα.

Ο προηγούμενος αιώνας, αυτή η συγκλονιστική ιστορική εποχή, καθορίστηκε από το πέρασμα και μετασχηματισμό του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό – ιμπεριαλιστικό του στάδιο.

Χρωματίστηκε από την πρωτοφανέρωτη όξυνση των  ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οδήγησαν σε δυο παγκοσμίους πολέμους.

Χαράχτηκε ανεξίτηλα από μια σειρά μεγαλειώδεις νικηφόρες εθνικοαπελευθερωτικές και αντιαποικιακές εξεγέρσεις που βελτίωσαν ουσιαστικά  τη ζωή των λαών στις πρώην αποικίες.

Σφραγίστηκε πάνω απ όλα από την κοσμοϊστορικής σημασίας Οκτωβριανή Επανάσταση.

Είναι επομένως μια εποχή ποιοτικής όξυνσης της σύγκρουσης ανάμεσα στον  κυρίαρχο καπιταλισμό, στη μονοπωλιακή – ιμπεριαλιστική πλέον μορφή του και στο εργατικό και λαϊκό  κίνημα.

Ταυτόχρονα όμως είναι μια  εποχή  όχι μόνο ποιοτικής ανόδου του επαναστατικού εργατικού ρεύματος  αλλά  και της ποιοτικής ενίσχυσης και επικράτησης τελικά στο εργατικό κίνημα των τάσεων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης απέναντι στις αντικαπιταλιστικές επαναστατικές  τάσεις.

Αυτές ακριβώς οι συνθήκες σηματοδοτούσαν – και με άλλους όρους σηματοδοτούν σήμερα – και την επιτακτικότητα μιας ουσιώδους ανάπτυξης της θεωρίας της επανάστασης, γόνιμης συμπλήρωσης της εργατικής πολιτικής, της θεωρίας του κόμματος, των πολιτικών μετώπων και του κινήματος προκειμένου να αντιμετωπιστούν θετικά ακριβώς ελλείμματα που φάνηκαν μέσα στην πράξη.

Αντ’ αυτού αυτό που έγινε τότε ήταν η αυτοπαγίδευση πολύ νωρίς  στα πλαίσια της «στασιμότητας» και του «πραγματισμού» των κομμάτων  της τρίτης διεθνούς και βαθμιαία στο «σοσιαλισμό της αγοράς».

ΚΙ έτσι όχι μόνο δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν  την αντίστροφη πορεία που ήταν διαρκώς παρούσα ως απειλή, αλλά αντίθετα οδήγησαν στην αντιστροφή και την ήττα της  επανάστασης.

Με την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού, όπως ονομάστηκε, σοσιαλισμού στην ουσία ένας ιστορικός κύκλος έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα.

Φυσικά, η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων με σκοπό τη στρατηγική επανίδρυση μιας μαζικά ακτινοβολούσας νέας νικηφόρας προοπτικής δεν μπορεί να γίνεται στη βάση μιας «αδέσμευτης, και ουδέτερης δήθεν αναζήτησης» που εξομοιώνει το, εμβρυακά έστω, επαναστατικό με το αντεπαναστατικό. Ούτε με την εύκολη μηδενιστική καταδίκη και ανούσια λαθολογία.

Αυτά πρέπει να δώσουν τη θέση τους στη νηφάλια, τολμηρή, κριτική και αυτοκριτική αποτίμησή της Ιστορίας, χωρίς απόκρυψη, μυστικοποίηση ή δαιμονοποίηση των ιστορικών γεγονότων.

Ο Οκτώβρης που εμπνέει – Ένα δημοκρατικό ξεχείλισμα Δημοκρατίας

Σ’ αυτά τα πλαίσια η «επαναστατική πλευρά» της ιστορίας και ειδικά η ιστορική και διεθνής σημασία της επανάστασης του Οκτώβρη, – αντίθετα με όσους προεξοφλούν από καιρό την εξάντληση  της-   μπορεί να ενισχυθεί με νέο τρόπο, που θα «διαπαιδαγωγεί», θα εμπνέει, θα εξοπλίζει ποιοτικά ανώτερα και πλατύτερα τις άμεσες προσπάθειες της εργατικής πολιτικής.

Ο μετασχηματισμός του Οκτώβρη σε υλική δύναμη του παρόντος και του μέλλοντος που εμπνέει, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί  με τα  καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως απόλυτη σταθερά ή ακόμη χειρότερα με τον Οκτώβρη της αστικής ιστορικής ερμηνείας.

Ο Οκτώβρης μπορεί να «μεγαλώνει» και όχι να μικραίνει, μόνο αν αντιμετωπίζεται ως η επανάσταση  που στην αυγή της κατάφερε να εμφανίσει για πρώτη φορά στον καπιταλισμό, με αναγκαστικά  αντιφατικό τρόπο,  πραγματικά, υλικά, συνειδητά, νέες, ανολοκλήρωτες οικονομικές-κοινωνικές σχέσεις σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού προσανατολισμού. Και πάνω σε αυτή τη βάση,  ως  η επανάσταση  που κατάφερε να εμφανίσει ουσιώδεις  επαναστατικές πολιτικές και κρατικές σχέσεις μετάβασης στην εργατική δημοκρατία, δηλαδή στον καθοριστικό συνειδητό, συλλογικό, πολιτικό ρόλο της πλειονότητας της εργατικής τάξης και των καταπιεζομένων.

Ο Οκτώβρης είναι ένα δημοκρατικό ξεχείλισμα της κοινωνίας, μια ρήξη με τους μηχανισμούς κυριαρχίας, με τους θεσμοποιημένους ρόλους των πολιτικών αρχών, των κυβερνώντων, των θρησκευτικών αρχών, των καθηγητών, των αφεντικών, των πατέρων, των συζύγων, που επιχειρεί να τους υπερβεί.

Ο Οκτώβρης, όπως και κάθε επανάσταση,  είναι  γέννημα μιας ανήσυχης, μιας επαναστατικής εποχής της ίδιας που γέννησε  τα τεράστια άλματα στην Τέχνη και στην επιστήμη, την  επανάσταση του 1905 πριν, το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τις  πρώιμα ηττημένες επαναστάσεις σε Γερμανία, Ουγγαρία, Αυστρία μετά.

Η επανάσταση του Οκτώβρη του 1917 ήταν γέννημα αυτής της εποχής.

Η επανάσταση εκδηλώθηκε στο τέλος ενός μεγάλου πολέμου που αποσάθρωνε το πολιτικό οικοδόμημα της τότε Ρωσίας, δημιουργούσε συνθήκες ριζικών τομών εκείνου ή του άλλου προσανατολισμού.

Αντίθετα  μάλιστα με τη χρεοκοπημένη εικόνα του αδίστακτου, δήθεν, πραξικοπηματία που μεθοδικά επεχείρησαν να δημιουργήσουν για το μπολσεβίκικο κόμμα και το Λένιν οι απανταχού «δυτικοί»,

η νίκη επιτεύχθηκε με κύριο όπλο την ικανότητα των επαναστατών (και δη της ηγεσίας τους) να ηγούνται των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

Να γνωρίζουν και αναγνωρίζουν τα αιτήματα τους, να συμβάλλουν στην ανα ιεράρχηση των σταθερών αιτημάτων: «Ψωμί, Γη, Ειρήνη»,  «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». 

Να τα θέτουν με Τέχνη ανάλογα με τους συσχετισμούς και τη δυναμική τους, γεγονός που μετέτρεπε τους μπολσεβίκους από μια μικρή,  σχετικά, οργάνωση λίγων χιλιάδων ατόμων το Μάρτιο του 1917, σε ένα πολυάριθμο πολιτικό ρεύμα επαναστατών το καλοκαίρι του ίδιου έτους.

Για όλα τούτα η επανάσταση νίκησε!

Επομένως η θεωρίες περί συνομωσίας και πραξικοπήματος ήταν και είναι έξω από τον ιστορικό χρόνο, είναι και ήταν γέννημα του ιδεολογικού αδιεξόδου της ηττημένης τότε  αστικής πολιτικής.

Στην αυγή της ένας νέος τύπος εξουσίας αναδυόταν στη θέση της ηττημένης αστικής εξουσίας,  η εργατική εξουσία, η εξουσία των Σοβιέτ που σηματοδοτούσε για πρώτη φορά στην πράξη τη δυνατότητα οικοδόμησης της εργατικής δημοκρατίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η άμεση και αναγκαία απαλλοτρίωση – κρατικοποίηση των  μεγαλοκαπιταλιστών, των τραπεζών και των μεγάλων τσιφλικιών των γαιοκτημόνων τροποποιεί ριζικά τον ταξικό συσχετισμό στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας και δημιουργεί προϋποθέσεις για μια διαφορετική κοινωνική θέση των εργαζομένων και της αγροτιάς.

Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών  διεκδικεί όχι μόνο τον έλεγχο αλλά και την ίδια την διεύθυνση της παραγωγής θέτοντας «επί τάπητος» το θέμα της εργατικής κυριαρχίας στην παραγωγή.

Ο αστικός στρατός διαλύεται και διακηρύσσεται η ίδρυση  νέου που θα βασίζεται – και αυτό επιδιώχθηκε στην  αρχή – σε δημοκρατικές σχέσεις έξω από το πλέγμα της ιεραρχίας και της αστικής πειθαρχίας.

 Η δικαιοσύνη  εντάσσεται πλέον στις λειτουργίες της λαϊκής αυτοδιοίκησης σπάζοντας το προκάλυμμα της «ανεξάρτητης δήθεν δικαιοσύνης.

Το σχολείο μετασχηματίζεται ριζικά πάνω σε κολεκτιβιστικές βάσεις, δημιουργείται το «ενιαίο σχολείο εργασίας» που συνδέει τη διαδικασία της μάθησης με την κοινωνική ζωή και τις ανάγκες της.

Σημαντικά βήματα γίνονται για την εξασφάλιση της ισότητας των γυναικών.

Στις τέχνες πνέει ένας άνεμος τολμηρού πειραματισμού με στόχο την κοινωνικοποίηση τους και την απαλλαγή τους από την αστική σκουριά.

Στην αυγή της επανάστασης με τις καινοτόμες απελευθερωτικές ιδέες που έμπαιναν στην πράξη από ένα μαζικό επαναστατικό πειραματισμό που προσπαθούσε σε όλους τους τομείς της ζωής των εργαζομένων φαινόταν πως πηγαίναμε προς την αντικατάσταση της αστικής κρατικής «διαχείρισης ανθρώπων» από την εργατική αυτοδιεύθυνση της «διαχείρισης πραγμάτων».

Η Οκτωβριανή επανάσταση όχι μόνο νίκησε αλλά και «κράτησε» κατά τη διάρκεια της εισβολής δεκατεσσάρων  ιμπεριαλιστικών κρατών και του εμφυλίου γιατί στην αρχή της στήριξε και στηρίχτηκε στο κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, τα σοβιέτ, γιατί είχε ως όπλο ένα κόμμα αυστηρά πειθαρχημένο απέναντι όχι προς την αυθυπαρξία του αλλά στο σκοπό του. 

Η επανάσταση άντεξε, σημειώνει ο Hobsbawm, γιατί οι μπολσεβίκοι έδειξαν με αυτοπεποίθηση πως μπορούσαν να εγγυηθούν τόσο το μεγαλύτερο μέρος της πολυεθνικής εδαφικής ενότητας του παλαιού ρώσικου κράτους που κινδύνευε από αποσύνθεση όσο και τα δικαιώματα των εθνοτήτων.

Άντεξε,  γιατί με το μοίρασμα γης, εξ αρχής, δικαίωνε τις αναρίθμητες τοπικές εξεγέρσεις των αγροτών που απαλλοτρίωναν  τη γη των μεγαλοϊδιοκτητών, δυναμώνοντας έμπρακτα το μέτωπο αγροτών – εργατών.

Και τέλος άντεξε  γιατί με το «Κράτος και επανάσταση» και με το «τι να κάνουμε» οι μπολσεβίκοι  είχαν επίγνωση, τουλάχιστον στην αρχή, των επιδιώξεων τους.

Οι επιδράσεις

Η Οκτωβριανή επανάσταση αποτέλεσε τελικά το πρώτο, μετά τη βραχύβια παρισινή κομμούνα, εγχείρημα μετάβασης σε μια κοινωνία απελευθερωμένη από οποιαδήποτε ταξική εκμετάλλευση.

Ο απολογισμός για την  επίδραση της στο εργατικό κίνημα και στο κίνημα των ιδεών συνεχίζεται με κόπο.

Ωστόσο δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πως με την έκρηξη και τη νικηφόρα έκβαση του Οκτώβρη ένα επαναστατικό κύμα σάρωσε τον πλανήτη καθώς «οι λαοί αφουγκράζονται τα σήματα» κατά το ρεφρέν της Διεθνούς.

Επαναστατικά κινήματα εμφανίστηκαν στο Πεκίνο, την Κούβα, την Αργεντινή, στο Μεξικό, στη Γερμανία, στη Φιλανδία, στην Αυστρία την Ουγγαρία, εργατικές πλημμυρίδες σε Ιταλία, Σουηδία, Αγγλία.

Δεν είναι επίσης δύσκολο να αναλογισθεί κανείς το ρόλο που έπαιξε στη διάδοση του σώματος της μαρξιστικής  θεωρίας, το επιπλέον κύρος που της προσέδωσε, την ώθηση για την ανάπτυξη της,

ζητήματα που δρουν και επιδρούν στις σημερινές κοινωνίες.

Ο Οκτώβρης λοιπόν υμνήθηκε και υμνείται.

Τα πρώτα χρόνια της επανάστασης η Ισιδώρα Ντάνκαν χόρευε ξυπόλυτη στο όνομα της επανάστασης, ο Μαγιακόφσκι έγραφε ποιήματα, ο Σοστάκοβιτς αφιέρωνε τη δεύτερη συμφωνία του στον Οκτώβρη, ένα ισχυρό ρεύμα διανοουμένων τασσόταν με την επανάσταση, εμπνεόταν από αυτήν. Η εργατική τάξη, ο κόσμος της εργασίας παγκόσμια ανάπνεαν ένα αέρα ελπίδας, ευθύνης, ανησυχίας και απειλής.

Τα προβλήματα  όμως υπήρχαν από νωρίς.

Ωστόσο αυτά παραμερίστηκαν προσωρινά κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Η ιστορικής σημασίας νικηφόρα μάχη των σοβιετικών εναντίον του φασισμού με τα εκατομμύρια θυσιασμένους πολίτες, 25 μόλις χρόνια από το 17, ήταν ένας «δεύτερος, αλλιώτικος Οκτώβρης» που προστέθηκε στην αίγλη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το Στάλινγκραντ απώθησε τα πως και τα γιατί αλλά δεν τα απάντησε.

Κι έτσι η επανάσταση του Οκτώβρη που νίκησε, δίχως να απαντά στα μεγάλα ερωτήματα που η ίδια έθετε στην εξέλιξη της και για την εξέλιξη της, φρέναρε, αντέστρεφε την πορεία της.

Και τελικά ο Οκτώβρης, παρά τις κατακτήσεις, από νικητής πέρασε στους ηττημένους, ορθότερα έκλεισε οριστικά ένα ιστορικό κύκλο.

Για τους λαούς του κόσμου ο τρόπος κυρίως που συντελέσθηκε η κατάρρευση του «Σοσιαλιστικού Στρατοπέδου» είναι μια τραγωδία.

Έδωσε τα όπλα  στους κατ’ αρχάς ηττημένους, τους αστούς, να οργανώσουν μια συνολική ιδεολογική αντεπίθεση.

Και αυτό γιατί, αντί των 40000 συλληφθέντων της παρισινής κομμούνας, από το εσωτερικό της καταρρέουσας ΕΣΣΔ αναδύθηκαν τελικά η διαφθορά, η απάθεια των λαών στην κατάρρευση, τα προνόμια, ο σκανδαλώδης πλούτος λόγω και της παραοικονομίας, η φτώχεια, η ρώσικη μαφία, θρησκοληπτικά ρεύματα, η μόλυνση της φύσης, τα αναβολικά και ουσίες στον αθλητισμό – πρωταθλητισμό κ.α. 

Και αντί των 30.000 σκοτωμένων και εκτελεσμένων Παριζιάνων της υπερήφανα «ηττημένης» κομμούνας, από τα σπλάχνα της καταρρέουσας ΕΣΣΔ, μετά από 75 χρόνια «εργατικής» εξουσίας, αναδύθηκαν κομματικοκρατικά στελέχη τα οποία λεηλάτησαν τον κοινωνικό πλούτο της χώρας και μεταμορφώθηκαν σε ολιγάρχες.

Και μόνο επιζεί ένα αδύναμο κοινωνικά  αλλά αξιοπρόσεκτο μαρξιστικό ρεύμα επιζεί στην καπιταλιστική κοινωνία που συγκροτείται στη Ρωσία.

 Υπάρχει επομένως η ανάγκη της κατανόησης και συνειδητοποίησης του βάθους της οπισθοχώρησης και του χτυπήματος που δέχθηκε το κομμουνιστικό αι εργατικό κίνημα.

Καμιά νοσταλγία και μάλιστα αυτή ενός ανύπαρκτου χαμένου «σοσιαλιστικού παραδείσου» δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το Λαό.

Οι ρητές ή άρρητες μάλιστα προσεγγίσεις πως όλα τούτα που συνέβησαν στις χώρες που ονομάστηκαν σοσιαλιστικές ήταν δήθεν μια απλή ελαστική παραμόρφωση στο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και φιλοσοφικό σώμα του κομμουνισμού και πως όλα θα βρουν ξανά το αρχικό σχήμα αν αρθούν οι παραμορφώνουσες δυνάμεις, μπορεί να είναι αγνές αλλά δεν οδηγούν πουθενά.

Αντίθετα υπάρχει ανάγκη να αναστοχαστούμε, να διεισδύσουμε ξανά και ξανά στο εσωτερικό του Οκτώβρη, στις ιδέες κυρίως αλλά και στο πρόγραμμα και στα μέσα προώθησης του.

Ο Οκτώβρης  πρέπει να κριθεί κατ ανάλογο τρόπο που κρίθηκε η Κομμούνα.

 Όχι φυσικά για να κάνουμε τον έξυπνο εκ των υστέρων.

 Σε γενικές γραμμές αυτό που είναι να γίνει γίνεται.

Από αυτό όμως που έγινε οφείλουμε με τόλμη να συμπεράνουμε γι αυτό που θα γίνει.

Δυο λοιπόν καίρια ζητήματα:

Πρώτο: Το δημοκρατικό ζήτημα, το ποιος κυβερνά ποιον:

Στη συλλογική απόφαση που ψήφισε το 8ο Συνέδριο του κόμματος (Μάρτης 1919), αναφέρεται:

«Η ανάμειξη των κομματικών λειτουργιών με τις λειτουργίες των κρατικών οργάνων όπως τα σοβιέτ δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση. Καταστροφικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα στις στρατιωτικές υποθέσεις, θα προκύψουν από μια τέτοια ανάμειξη.  Είναι καθήκον του κόμματος να πραγματοποιεί τις αποφάσεις του μέσω των σοβιέτ στα πλαίσια του σοβιετικού συντάγματος. Το κόμμα επιδιώκει να παρέχει καθοδήγηση στα σοβιέτ αλλά όχι να τα υποκαθιστά».

Το κόμμα λοιπόν καθοδηγεί τα όργανα άσκησης της εξουσίας, χωρίς την υποκατάσταση του κρατικού μηχανισμού ή την ταύτιση μαζί του!

Η απόφαση  εναρμονίζεται με τη μαρξική φιλολογία.

Ένα χρόνο όμως μετά την απόφαση, το Μάρτη του 1921, τότε που  με την ήττα των εισβολέων και των λευκών, το ζήτημα της εξουσίας έχει λυθεί, ο Τρότσκι, στο 10ο συνέδριο εκφράζει άλλη άποψη για τη σχέση κόμματος εργατικής τάξης και εξουσίας.

«Η εργατική αντιπολίτευση, τονίζει ο Τρότσκι, παρουσίασε επικίνδυνα σλόγκαν φετιχοποιώντας τις δημοκρατικές αρχές. Βεβαιώνουν το δικαίωμα των εργαζομένων να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους πέρα από το κόμμα, λες και το κόμμα δεν είναι εξουσιοδοτημένο να επιβεβαιώνει τη δικτατορία του ακόμη και όταν αυτή η δικτατορία έρχεται παροδικά σε σύγκρουση με τις εφήμερες διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας. Είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε ανάμεσα μας τη συνείδηση ότι το κόμμα έχει από τη γέννηση του ένα επαναστατικό δικαίωμα».

Το κόμμα λοιπόν κατά τον Τρότσκι, τον ικανότερο της κεντρικής επιτροπής κατά το Λένιν, έχει από γεννησιμιού του «ένα επαναστατικό δικαίωμα», είναι εξουσιοδοτημένο  να επιβεβαιώνει τη δικτατορία του ακόμη και όταν αυτή έρχεται παροδικά σε σύγκρουση με τις εφήμερες διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας.

Αλλά ποιος ορίστηκε να εξουσιοδοτεί και ποιος ορίζει το τι είναι εφήμερο;

 Ο Ζηνόβιεφ γίνεται πιο αποκαλυπτικός βιβλίο του  «Λενινισμός»:

«Τι καθεστώς υπάρχει στην Ένωση των ΣΣΔ – λέει ο Ζηνόβιεφ  – απ’ την άποψη του ταξικού του περιεχομένου: Δικτατορία του προλεταριάτου.  Ποιο είναι το άμεσο ελατήριο της εξουσίας στην ΕΣΣΔ;  Ποιος ασκεί την εξουσία της εργατικής τάξης;  Το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μαυτή την έννοια στη χώρα μας  έχουμε δικτατορία του κόμματος !!!».

Αλλά ο Ζηνόβιεφ ήταν ο γραμματέας της Κομμουνιστικής  Διεθνούς και υπό αυτή την ιδιότητα ο παγκόσμιος εκπρόσωπος του κομμουνιστικού κινήματος.

«Δεν έχουν δίκιο από την άποψη του λενινισμού, και είναι πολιτικά μύωπες οι σύντροφοι εκείνοι που ταυτίζουν ή προσπαθούν να ταυτίσουν τη δικτατορίατου κόμματος και συνεπώς και τη δικτατορία των αρχηγώνμε τη δικτατορία του προλεταριάτου, γιατί παραβαίνουν έτσι τους όρους για τις σωστές αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη» ανταπαντά ο Στάλιν το 1926.  (Στάλιν, 1990 :155)

Ο  Ι. Β. Στάλιν  κριτικάρει και αποκαλύπτει ταυτόχρονα  τις αντιλήψεις που ταυτίζουν την εξουσία της εργατικής τάξης με την εξουσία του κόμματος.  Την ίδια στιγμή όμως και στο ίδιο άρθρο σημειώνει: «Σαν ανώτατη έκφραση του καθοδηγητικού ρόλου του κόμματος π.χ. στη χώρα μας πρέπει να αναγνωριστεί το γεγονός ότι ούτε ένα σοβαρό πολιτικό και οργανωτικό ζήτημα δε λύνεται από τις σοβιετικές και άλλης μορφής οργανώσεις  χωρίς τις καθοδηγητικές υποδείξεις του κόμματος».

«Σαν κόμμα που κυβερνά, συμπυκνώνει ο Στάλιν, δεν μπορούσαμε να μη συγχωνεύσουμε τις κομματικές κορυφές με τις σοβιετικές κορυφές…».  Και όντως  η σοβιετική κυβέρνηση,  αυτή η κορυφή  της εργατικής  εξουσίας, συγχωνεύεται με το κόμμα.

Και τελικά σαν αποκορύφωμα στο 12ο συνέδριο τον Απρίλιο του 1923 αποφασίζουν πως: «η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά με τη μορφή της δικτατορίας της ηγετικής πρωτοπορίας του, δηλαδή του Κ.Κ.»

Το κόμμα λοιπόν ή ταυτιζόταν με την εργατική τάξη και την εξουσίας της (είναι ο ενσαρκωτής του κράτους της), ή προσλαμβανόταν ως ένα είδος εξωτερικής πρωτοπορίας σε σχέση με το κατά περίπτωση “ανώριμο προλεταριάτο”.

Θετικές πολιτικές προτάσεις για το σήμερα

Το κόμμα είναι ένα μικρό επιμέρους τμήμα των συνολικών εργατικών μαζών, μια μερική αλλά ειδική, κρίσιμη και καθοριστική πρωτοπορία.

Ανάμεσα στα εκατομμύρια επαναστάτες που πραγματοποιούν τελικά την επανάσταση, ανάμεσα στις πολυάριθμες ανθρώπινες βουλήσεις και Πράξεις που συμβάλλουν έμπρακτα στη χειραφέτηση του εργάτη – δημιουργού και αποτελούν αντικειμενικά τη γενική πρωτοπορία, το κόμμα συγκροτεί την ειδική πρωτοπορία της στρατηγικής και τακτικής.

Αλλά ακριβώς γι αυτό οφείλει να επεξεργάζεται μια πολιτική εσωτερικής, ως μέρος της τάξης, και ουσιαστικής σύνδεσης του με τις επιμέρους πρωτοπορίες και με τον αγωνιζόμενο, τελικά, Λαό.

 Να μεσολαβεί, κατά την κίνηση της τάξης, ανάμεσα στη θεωρία και στην Πράξη επαληθεύοντας έμπρακτα, όχι εκ θεού και από γεννησιμιού του, τον πρωτοπόρο ρόλο του.

Ο σκοπός ύπαρξης ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος δεν είναι να κυβερνά, αλλά να συγκροτεί τη γενική πολιτική πρωτοπορία.

 Η  γενικότερη πρωτοπορία, το αγωνιζόμενο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο είναι ο χώρος που συντίθενται η συνισταμένη της εργατικής πολιτικής. 

Τα πλατιά όργανα της εργατικής επαναστατικής παρέμβασης των ευρύτερων εργατικών δυνάμεων, τα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια κλπ, αυτά είναι η αποφασιστική πλευρά του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Αυτά εμπνέουν, και μέσω της πλειοψηφίας του αγωνιζόμενου λαού αποφασίζουν και επιβάλλουν.

Εργατική εξουσία, τελικά, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη διακυβέρνηση των εργατών από τις ίδιες τις μαζικές τους οργανώσεις.

Αυτές, μέχρι την εξάλειψη της, συγκροτούν και τη καινούρια κρατική εργατική δομή.

Η κυριαρχία αυτών των οργανώσεων, θεσμοποιημένων μέσα από τη δομή ενός εργατικού κράτους, πρέπει να κατοχυρώνεται νομικά. Το ίδιο και η δημοκρατία μέσα σε αυτές τις οργανώσεις.

Εκεί μπορεί να εκλεγούν και τα όποια κομματικά μέλη που θα στελεχώσουν την κυβέρνηση. 

Αυτό σημαίνει πως κανένα κόμμα δεν μπορεί να επιβάλει τελικά, αυτό και μόνο αυτό και στο όνομα μάλιστα της εργατικής τάξης κανένα μέτρο. Εργατική εξουσία από τη μια και «το κόμμα στην εξουσία και στο όνομα του προλεταριάτου» από την άλλη, ως σχέση, αποτελούν εν ολίγοις παραδοξολογία.

 Εκεί λοιπόν στις νέες συλλογικές δομές  είναι αναγκαία η σύλληψη ενός νέου τύπου κομματικού πλουραλισμού στα πλαίσια της μετεπαναστατικής εργατικής δημοκρατίας και εξουσίας. Χωρίς ουσιαστική δημοκρατία στη λήψη και εκτέλεση των αποφάσεων, οι εργάτες δεν μπορούν να αναδειχθούν ως ο ηγέτης του εαυτού τους.

Εξάλλου η σύγχρονη εργατική τάξη είναι πλέον όσος ο παγκόσμιος πληθυσμός του 60.

Αυτός ο σύγχρονος πολυκόσμος της εργατικής τάξης, αυτή η πλειοψηφούσα δύναμη της κοινωνίας η περισσότερο μορφωμένη αλλά και αλλοτριωμένη και διαιρεμένη,

Δεν μπορεί παρά να αναδεικνύει στο εσωτερικό της πολλά κόμματα εργατικής αναφοράς αλλά και κομμουνιστικής στόχευσης.

Δεύτερο ζήτημα:  Το τι γίνεται αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, ζήτημα της μετάβασης

Η δυσμενής μετεπαναστατική κατάσταση μετά την πρώιμη ήττα της γερμανικής – κυρίως – και της ουγγαρέζικης, της αυστριακής και φιλανδικής επανάστασης, μετατόπιζε τους κομουνιστές στη θεωρία της οικοδόμησης του κομμουνισμού σε μια μόνο χώρα.

Η αντίληψη αυτή  απομάκρυνε τους επιφανείς επαναστάτες της εποχής από τη διεθνή διάσταση της επανάστασης και του κομμουνισμού ως όρο για την κομμουνιστική κοινωνία.

Κι αυτό γιατί  η εργατική τάξη, τελικά,  μπορεί να απελευθερώσει τον εαυτό της μόνο μέσα από την αυτοκατάργηση της. Μόνο και μόνο τότε, καταργώντας τον εαυτό της οριστικά καταργεί οριστικά και τον άλλο πόλο, την αστική τάξη.

Τότε το κράτος καταργείται ως μηχανή ταξικής κυριαρχίας, απονεκρώνεται και δίνει τη θέση του  στις νέες κοινωνικές δομές που θα εμφανιστούν.

Το κράτος όμως ως μηχανή ταξικής κυριαρχίας μπορεί να απονεκρώνεται μόνο αν οι διεθνείς συσχετισμοί το επιτρέπουν, διαφορετικά, αν αυτό επιχειρηθεί σε μια χώρα «οι άλλοι» θα σε καταπιούν.

Αλλά ο κομμουνισμός είναι ο σκοπός που καθώς αναδύεται από το κίνημα, το προσανατολίζει και του επιτρέπει, εν αντιθέσει προς τις χωρίς αρχές πολιτικές, τις αποσπασματικές δράσεις και τους καθημερινούς αυτοσχεδιασμούς, να προσδιορίσει τι μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό τον σκοπό και τι μας απομακρύνει από αυτόν.

Είναι επομένως η γνώση του σκοπού και της διαδρομής.

Είναι η πραγματική κίνηση που περιγελά την ακινησία και τη μοιρολατρία και οδηγεί αδιάκοπα στην κατάργηση της σημερινής κατεστημένης τάξης πραγ­μάτων.

Οι αντιλήψεις περί της οικοδόμησης του κομουνισμού σε μια μόνο χώρα αφαιρούν από το κομμουνιστικό κίνημα τον ίδιο το σκοπό του, είχαν και έχουν επομένως γενικότερες επιδράσεις στο εργατικό κίνημα.

Αν δούμε νηφάλια τα πράγματα θα δούμε πως από την αρχή της νίκης της επανάστασης ξεκίνησε μια  περιπέτεια στην ΕΣΣΔ που συμπυκνώνεται  στην επιβολή του πολεμικού κομμουνισμού αρχικά, το αδιέξοδο και την εγκατάλειψη του σε τριάμισι χρόνια, την επιλογή της ΝΕΠ στη συνέχεια, τη διαμάχη για τη ΝΕΠ και την  απόρριψη της εντός τεσσάρων χρόνων.

Σε αυτή την πορεία στους μπολσεβίκους δημιουργήθηκαν πολλά  ρεύματα σκέψης που αναζητήσουν θεμελιακά ζητήματα.

Οι Μπουχάριν, Τρότσκι και Πρεομπραζένσκι ζητούν άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό με στρατιωτικοποίηση της εργασίας, επίταξη γεωργικών προϊόντων και διανομή τους από το κράτος. Η «πλατφόρμα των 46» (Πρεομπραζένσκι, Οσσίνσκι, Πιατακόφ κ.α.) καταγγέλλει το ’23 την «έλλειψη σχεδιασμού και βοήθειας στη βιομηχανία και την ανεπάρκεια της πιστωτικής πολιτικής» και ταυτόχρονα ότι «η ελεύθερη συζήτηση μέσα στο κόμμα έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί, η κοινή γνώμη μέσα στο κόμμα έχει καταπνιγεί...». Το ’25 – 26  η πλατφόρμα των Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Σοχόλνικοφ και Κρούπσκαγια επιτίθεται στη ΝΕΠ, ζητώντας ταυτόχρονα ελεύθερη συζήτηση και εσωκομματική δημοκρατία.

Ο Ζηνόβιεφ καταγγέλλει τη ΝΕΠ ως «κρατικό καπιταλισμό». 

Ο Μπουχάριν Το ’28-’29 υπερασπίζεται τη ΝΕΠ και ζητάει ταχεία εκβιομηχάνιση στα πλαίσια της.

Ο Στάλιν προτείνει την εγκατάλειψη της και στροφή προς την ταχύρυθμη εκβιομηχάνιση.

Ο Τόμσκι, πρόεδρος των εργατικών συνδικάτων, δεν συμφωνεί με τους περιορισμούς στους μισθούς που επιβάλλει το πρώτο πεντάχρονο κ.α.

Είναι προφανές πως όλα αυτά συνέβαιναν γιατί  υπήρχε και υπάρχει κενό μιας επαρκούς γενικής θεωρίας μετάβασης. Υπήρχε  έλλειψη επαρκών γενικών κατευθύνσεων για το τι κάνουμε μετά την επανάσταση, κενό που κληρονομείται και διογκώνεται στην εποχή μας. Το κενό αυτό  πρέπει να καλυφθεί.

Μερικές λοιπόν νύξεις γι αυτό

Η προλεταριακή επαναστατική «κατάληψη» της εξουσίας σημαίνει την έναρξη μιας μεταβατικής περιόδου, απροσδιόριστης σε διάρκεια και βάθος, όπου η εργατική τάξη δεν αποτελεί απ’ την αρχή και με την πλήρη έννοια την κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας κοινωνικά, οικονομικά και πολύ περισσότερο πολιτιστικά.

Είναι  η  περίοδος των οξύτατων και αναπτυσσόμενων ταξικών αναμετρήσεων ανάμεσα στις κλονιζόμενες και μετασχηματιζόμενες καπιταλιστικές σχέσεις και στις ανερχόμενες σχέσεις, τάσεις και δυνάμεις σοσιαλιστικού  κομμουνιστικού προσανατολισμού.

Επομένως οι κοινωνίες αμέσως μετά το άλμα από την άποψη της κατεύθυνσης των κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών τους θα είναι κοινωνίες έξω από τον καπιταλισμό και έξω από το σοσιαλισμό και ταυτόχρονα μέσα στον καπιταλισμό και μέσα στο σοσιαλισμό.

Πρόκειται για κοινωνίες που, από την άποψη των αντιφάσεων που συσσωρεύονται στον καπιταλισμό, αποτελούν την «ασυνέχειά» του από την άποψη της σχετικά αυτοτελούς, της εσωτερικής τους αυτοκίνησης, αποτελούν διαλεκτική ενότητα συνέχειας και «ασυνέχειας» άρνησης της προηγούμενης ύπαρξής τους αλλά παράλληλα και δυνητικής άρνησης της μελλοντικής υπόστασής τους.

Οι Μπολσεβίκοι κάτω όμως από την πίεση μιας πρωτοφανέρωτης αντιφατικής κίνησης και την αμείλικτη ανάγκη να υπερπηδηθούν τα τεράστια πρωτοφανέρωτα προβλήματα που έβαζαν οι διεθνείς συσχετισμοί και οι εσωτερικές αντιφάσεις της επανάστασης και του εργατικού κινήματος, σχηματοποίησαν τη διαλεκτική της πρώιμης μεταβατικής περιόδου.

Από τη μια τόνιζαν την εξαιρετικά μακρόχρονη και πολύπλοκη διαδικασία απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών, την ανάγκη συνέχισης της επανάστασης κι έβλεπαν την εργατική εξουσία της αρχικής περιόδου σα μεταβατική εξουσία της καταπιεσμένης (της μη κυρίαρχης τάξης) ενάντια στους εκμεταλλευτές. Και από την άλλη αναγόρευαν την πρώτη εισαγωγή σοσιαλιστικών στοιχείων στα πλαίσια των κυρίαρχων ακόμα μορφών του παλαιού τρόπου παραγωγής σε «σοσιαλισμό».

Αλλά ο σοσιαλισμός είναι βαθμίδα του κομμουνισμού. Τότε που  η αντίσταση των κεφαλαιοκρατών θα ‘χει τσακιστεί οριστικά,  θα ‘χουν εξαφανιστεί (κι όχι όταν απλώς θα αλλάξουν μορφή) οι κεφαλαιοκράτες, δεν θα υπάρχουν τάξεις και επομένως η δημοκρατία (των εργατών) θα τείνει να απονεκρώνεται.

Ο  Λένιν ονόμαζε για πολιτικούς λόγους τις σοβιετικές δημοκρατίες σοσιαλιστικές.  Αλλά, όπως λέει ο ίδιος για άλλο ζήτημα (κόμμα), «το όνομα (συχνά) μένει ακόμα και αν δεν είναι επιστημονικά σωστό. Αυτό δεν πειράζει, φτάνει να μην κρύβουμε την επιστημονική ανακρίβεια της ονομασίας του, ώστε να μην το εμποδίζει να αναπτύσσεται προς τη σωστή κατεύθυνση».

Αν πρέπει τιμή στο επαναστατημένο ολιγάριθμο προλεταριάτο της Ρωσίας και στη πολυπληθή φτωχή αγροτιά που ακολουθούσε είναι πως τοποθέτησε στην  ουσία της κοινωνικής επανάστασης όχι πρωτίστως στο αναγκαίο γκρέμισμα, αλλά στο χτίσιμο. Αυτή η συμπεριφορά είναι εργατική συμπεριφορά!

Κι αυτό γιατί η χειραφετούμενη εργατική τάξη είναι η κατ’ εξοχήν δημιουργική τάξη της κοινωνίας.

Αλλά η έμπρακτη τιμή στο σήμερα είναι  να επιστρέψουμε στο παρόν και στο μέλλον  ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος που μπορεί και πρέπει να δημιουργηθεί με συλλογικό κόπο και ιδιαίτερη προσωπική στράτευση.

Το «ατέλειωτο» έργο του Μαρξ, το κεφάλαιο, και η επιστήμη της επανάστασης πρέπει να συνεχίζουν να γράφονται ακριβώς για να επιστρέψει ο Μαρξισμός στον εαυτό του, δηλαδή στην αυτοανάπτυξη του.

Κι ίσως αυτό να είναι και η μέγιστη τιμή  στη μεγάλη  κοινωνική επανάσταση του 20ου αιώνα.

 

Πηγή: kommon.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας