Εργατικός Αγώνας

Ταράζει ακόμα τον ύπνο της αστικής τάξης

Το άρθρο που αναδημοσιεύεται σήμερα γράφηκε σε ανύποπτο χρόνο, στις αρχές του 2017, με αφορμή συζητήσεις για το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, όπου μοιραία η κάθε πολιτική κίνηση έπαιρνε θέση και έδινε τις δικές της απαντήσεις στο ερώτημα, τι είδους κοινωνίες ήταν αυτές που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη και την Ασία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917.

Η αντιπαράθεση αυτή το Νοέμβρη του τρέχοντος έτους έχει αναζωπυρωθεί με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την Οκτωβριανή επανάσταση.

Αν και η επίσημη πολιτική σκηνή σιωπά μπροστά στο κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον ελληνικό τύπο, ο οποίος έχει παρουσιάσει δεκάδες άρθρα και ένθετα για την επανάσταση του Οκτώβρη, κατά βάση απορριπτικά και αφοριστικά. Με αφορμή το γεγονός αυτό, σε ένα συμπέρασμα οδηγούμαστε: Ότι το φάντασμα της Οκτωβριανής επανάστασης, συνεχίζει να ταράζει τον ύπνο της διεθνούς αστικής τάξης, εκατό χρόνια μετά την εκδήλωση της, παρά το γεγονός, ότι το κίνημα αυτό ηττήθηκε ή κατ’ άλλους, οι κοινωνίες στις οποίες εφαρμόστηκαν τα πολιτικά του προστάγματα, κατέρρευσαν.

Το ερώτημα που δημιουργείται εύλογα, είναι, γιατί συνεχίζουν να αναλώνουν τόσες δυνάμεις για να συκοφαντήσουν και να δαιμονοποιήσουν μία επανάσταση και ένα κίνημα, τη στιγμή που οι ίδιοι θεωρούν ότι η προσπάθεια δημιουργίας ενός διαφορετικού τύπου οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας από τον καπιταλισμό, οδηγήθηκε σε αποτυχία και χρεοκοπία.

Ποιους προσπαθούν να πείσουν, ειδικά σήμερα που ο διεθνής καπιταλισμός βιώνει μία παρατεταμένη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, όταν υποστηρίζουν ότι κάθε προσπάθεια κομμουνιστικής οργάνωσης της κοινωνίας έχει το στοιχείο της ουτοπίας; Τι προσπαθούν να αποτρέψουν.

Τους επικριτές της Οκτωβριανής επανάστασης, μπορούμε να τους κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες.

Τους ανοιχτά μισαλλόδοξους αντικομμουνιστές οι οποίοι χαρακτηρίζουν την Οκτωβριανή επανάσταση, σαν ένα πραξικόπημα των μπολσεβίκων κατά της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης Κερένσκι. Η ίδια η συγκλονιστική πορεία των εξελίξεων και η οξύτατη πολιτική και ιδεολογική πάλη που έλαβε χώρα από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη του 17, η συμμετοχή σ’ αυτή όλων των τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων της ρωσικής κοινωνίας, τα μπρος – πίσω και τα ζικ-ζακ της επαναστατικής πορείας τους διαψεύδουν. Η ρωσική επανάσταση, ήταν μια αυθεντική προλεταριακή επανάσταση, ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που συγκλόνισε τον κόσμο και άλλαξε την πορεία της ανθρωπότητας και αυτό ανεξάρτητα από την κατοπινή έκβαση των γεγονότων.

Η δεύτερη κατηγορία των επικριτών, η οποία δεν υστερεί σε τίποτα από την αντικομμουνιστική εμπάθεια που χαρακτηρίζει την πρώτη ομάδα, είναι αυτή που ξεχωρίζει την επανάσταση του 17, από την κατοπινή της πορεία.

Η κριτική της εστιάζεται στα ζητήματα της κατάπνιξης, όπως υποστηρίζουν, της εργατικής δημοκρατίας, στις γραφειοκρατικές δομές του σοβιετικού κράτους, στον παρεμβατικό ρόλο του κόμματος στις κρατικές υποθέσεις και στη στέρηση πολιτικών ελευθεριών από τους πολίτες των χωρών αυτών.

Δεν αρνούμαστε, ότι τέτοια φαινόμενα ήταν υπαρκτά στις κοινωνίες αυτές. Διαφωνούμε όμως ως προς τις αιτίες τους.

Όπως θα διαβάσει ο αναγνώστης στο άρθρο που αναδημοσιεύουμε σήμερα, το μεγάλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ήταν η μη εξάπλωση της στις άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αν όχι του πλανήτη, τουλάχιστον της Ευρώπης.

Οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του 20 διέψευσαν τις προσεγγίσεις των θεωρητικών του μαρξισμού, οι οποίοι εκτιμούσαν, ότι με τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, είχαν δημιουργηθεί οι υλικές προϋποθέσεις για την εκδήλωση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης. Κάνεις δεν μιλούσε ως τότε για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού, σε μια μόνο χώρα. Αυτό προέκυψε με το στοιχείο της αναγκαιότητας από τις κατοπινές εξελίξεις.

Δυστυχώς για το εργατικό και επαναστατικό κίνημα, ο καπιταλισμός κατάφερε να διατηρήσει αλώβητα όλα τα αναπτυγμένα κέντρα που έδιναν τον τόνο και καθοδηγούσαν την παγκόσμια οικονομία, τα οποία, οι μαρξιστές της εποχής, εκτιμούσαν ότι θα αποτελούσαν την κοιτίδα των προλεταριακών επαναστάσεων.

Με τα νέα αυτά δεδομένα, όλοι οι παράμετροι του προβλήματος άλλαξαν και άλλαξαν ριζικά.

Αν το επαναστατικό κίνημα είχε νικήσει, τουλάχιστον στην Ευρώπη, στη συνέχεια όλα θα ήταν πιο εύκολα.

Από τη στιγμή που δεν έγινε αυτό, όλα έγιναν δύσκολα. Εξαιρετικά δύσκολα. Και αυτό το επιβεβαιώνουν τα κατοπινά γεγονότα, με τη Σοβιετική Ένωση να βρίσκεται υπό συνεχή και ασφυκτική πίεση από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πίεση, η οποία άλλοτε εκδηλωνόταν με την ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση, όπως έγινε τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του σοβιετικού κράτους και στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου και άλλοτε με τη μορφή του «ψυχρού» πολέμου, που εξανάγκαζε τους σοβιετικούς να δαπανούν τεράστια ποσά για στρατιωτικές δαπάνες, τη στιγμή που η ειρηνική οικονομία είχε ανάγκη από νέες επενδύσεις, οι οποίες θα έδιναν νέα ώθηση και στο βιοτικό επίπεδο του λαού της.

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο κοινωνικά συστήματα, ήταν ανελέητη, αμείλικτη και εκδηλώθηκε σε όλα τα μέτωπα.

Στη σύγκρουση αυτή, οι δυτικοί διέθεταν μεγάλη δύναμη πυρός στην οικονομία, καθώς ήταν σε θέση να κινητοποιήσουν τεράστια κεφάλαια. Εκεί κυρίως κρίθηκε το παιγνίδι. Μπροστά στην αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στις καπιταλιστικές χώρες που σημειώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 50, η οποία πήρε τη μορφή της δεύτερης και τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, οι οικονομίες των σοσιαλιστικών χωρών έμειναν στάσιμες, λόγω της έλλειψης των αναγκαίων κεφαλαίων. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι δεν μπόρεσαν να εισάγουν μαζικά στην οικονομία τους τις νέες τεχνολογίες, οι οποίες θα οδηγούσαν σε άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας και θα αύξαναν τον υλικό τους πλούτο.

Το χάσμα της οικονομικής δύναμης μεταξύ των δύο κοινωνικών συστημάτων, μπορεί να το δει κανείς από τη συμμετοχή τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Το 1990 όταν και διαλύθηκε επίσημα η Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και οι χώρες της τότε ΕΟΚ, κατείχαν περισσότερο από το 60% του παραγόμενου παγκόσμιου προϊόντος, τη στιγμή που η συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης αντιστοιχούσε στο 12,5%.

Η μάχη είχε ήδη κριθεί πολλά χρόνια πριν. Απλώς το 1989-90, ανακηρύχθηκε και επίσημα ο νικητής.

Η πρώτη προσπάθεια της εφόδου στους ουρανούς απέτυχε. Ο δρόμος όμως είναι γνωστός και βατός…

Θ.Κ.

 

Σχετικά με το σοσιαλιστικό εγχείρημα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη

Γράφει ο Θανάσης Κανιάρης.

Στην Ελλάδα και διεθνώς, έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τις κοινωνίες που σταδιακά εμφανίστηκαν στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, με απαρχή τη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και τις υπόλοιπες χώρες οι οποίες εμφανίστηκαν στον γεωγραφικό χάρτη της γηραιάς ηπείρου ύστερα από την συντριβή του ναζισμού – φασισμού το 1945. Χώρες, οι οποίες διατηρήθηκαν ως φυσική ύπαρξη ως το 1989 – 1990.

Η συζήτηση αυτή είναι υπαρκτή και εντός του Εργατικού Αγώνα, όπου, μέσα από την αρθρογραφία των μελών του, έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις.

Γενικότερα θα λέγαμε ότι οι προσεγγίσεις της καθ’ ημάς Αριστεράς για τις κοινωνίες αυτές είναι στο σύνολο τους απορριπτικές. Τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά ή κομμουνιστικά, θεωρούν ότι στις συγκεκριμένες χώρες δεν οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός, αλλά αντίθετα κυριάρχησε ένα αντιδημοκρατικό γραφειοκρατικό-κομματικό μοντέλο, που οδήγησε στην απόσπαση της κομματικής και κρατικής ελίτ από την λαϊκή βάση. Ότι τις κοινωνίες αυτές τις διαπερνούσαν ανταγωνιστικές ταξικές αντιθέσεις, οι οποίες δομήθηκαν στη βάση του ελέγχου της κρατικής περιουσίας από την ελίτ των κομματικών και κρατικών στελεχών την οποία χρησιμοποιούσαν για ίδιο όφελος. Συμφωνούν επίσης, ότι καλώς εξέλειπαν οι χώρες αυτές, γιατί όσο υπήρχαν, συνέβαλαν στη δυσφήμιση του πραγματικού νοήματος των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών..

Η κριτική ορισμένες φορές φτάνει σε ακραίες μορφές.

Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι σε εκδήλωση του διοργανώθηκε πριν λίγο καιρό από αριστερή συλλογικότητα, με θέμα την ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, ένας εκ των εισηγητών, παλιό γνωστό στέλεχος του ΚΚΕ στον τομέα της ιδεολογίας, υποστήριξε ότι όσες φορές επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, έβλεπε γύρω του ανθρώπους δυστυχισμένους… Αν επεκτείνουμε τον συλλογισμό, αυτό καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι οι οικονομικές και κοινωνικές δομές που δημιουργήθηκαν στις χώρες αυτές, καταπίεζαν τους ανθρώπους στην καθημερινότητα τους και προκαλούσαν σε μαζικό επίπεδο τη δυστυχία. Εμείς από την πλευρά μας, απλώς θα επισημάνουμε ότι τέτοιες απόψεις ήταν κυρίαρχες στα δυτικά προπαγανδιστικά επιτελεία την περίοδο του ψυχρού πολέμου.

Η πιο ήπια ας πούμε κριτική ασκείται από το ΚΚΕ το οποίο στο δημόσιο διάλογο που πραγματοποιήθηκε στο 18ο συνέδριο το 2009 κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι κοινωνίες αυτές ηττήθηκαν επειδή έγιναν παραχωρήσεις στις δυνάμεις της αγοράς…

Οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε ένα κράτος;

Όσοι έχουν εντρυφήσει στην μαρξιστική φιλολογία των αρχών του 20ου αιώνα από τις αναλύσεις του Λένιν και των άλλων θεωρητικών της εποχής εκείνης, θα έχουν παρατηρήσει, ότι τα επαναστατικά κινήματα στην Ευρώπη στη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου ανέμεναν το ξέσπασμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, σαν το αποτέλεσμα της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, την μαζική εξαθλίωση των λαών και την άνοδο του αντιαποικιακού–αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στον υπόλοιπο κόσμο..

Προλεταριακές επαναστάσεις όντος ξέσπασαν σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά μόνο η Ρωσική επιβίωσε. Αντίθετα, το επαναστατικό ξέσπασμα σε Γερμανία και Ουγγαρία, πνίγηκε στο αίμα των εξεγερμένων. Παρά ταύτα, η προσμονή της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης ήταν ακόμα υπαρκτή τη δεκαετία του 20 στους κύκλους των επαναστατών και μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 30, όταν άρχισαν να υποχωρούν οι περισσότερο οξείες μορφές της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929-1933, οι ηγετικοί παράγοντες της Σοβιετικής Ένωσης κατανόησαν ότι η πολυεθνική τους χώρα ήταν υποχρεωμένη να συνυπάρξει επί μακρόν με το διεθνή καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό περίγυρο.

Και επειδή ως μαρξιστές γνωρίζουμε, ότι η ζωή είναι εκείνη που θέτει τα ερωτήματα στα οποία καλείται στη συνέχεια να δώσει απαντήσεις η θεωρία, στην προκειμένη περίπτωση το ερώτημα που τέθηκε, ήταν, αν ήταν δυνατή η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα. Κάτω από την πίεση των πραγμάτων, το κόμμα των μπολσεβίκων εξαναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις προηγούμενες πολιτικές και ιδεολογικές προσεγγίσεις και να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία ένα σοσιαλιστικό νησί -αν και υπερβολικά μεγάλο νησί- θα έπρεπε να επιβιώσει μέσα στην καπιταλιστική θάλασσα.

Όμως οι νέες αυτές προσεγγίσεις, περί της δυνατότητας οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, δημιούργησαν άλλου είδους προβλήματα.

Οι θεωρητικοί του μαρξισμού, είχαν διατυπώσει τη θέση, ότι μεταξύ της καπιταλιστικής και της κομμουνιστικής κοινωνίας, μεσολαβεί μία μεταβατική περίοδος, στη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να γίνουν οι αναγκαίες προεργασίες που θα επιτρέψουν το πέρασμα από τον παλιό τρόπο παραγωγής στο νέο. Στη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου, το προλεταριάτο, ως κυρίαρχη τάξη, μαζί με τους συμμάχους του διατηρεί την οικονομική και πολιτική εξουσία. Πολιτική εξουσία, η οποία δεν θα μπορούσε να πάρει άλλη μορφή από αυτή της δικτατορίας του νικηφόρου προλεταριάτου, σε βάρος της ηττημένης αστικής τάξης. Της αστικής τάξης που ηττήθηκε αλλά δεν παραιτήθηκε από την ιδέα της επανάκτησης της χαμένης της εξουσίας.

Υπό το βάρος των συνθηκών που δημιούργησε η αδήριτη πραγματικότητα, η οποία είναι πιο πλούσια και πολυκύμαντη και από το τελειότερο θεωρητικό σχήμα, θα έπρεπε να δοθούν απαντήσεις που να συνταιριάξουν την πραγματική ζωή με τα θεωρητικά σχήματα των κλασικών του μαρξισμού, πράγμα καθόλου εύκολο. Όλοι συμφωνούσαν ότι η νέα σοβιετική εξουσία, δεν θα μπορούσε παρά να είναι δικτατορία του προλεταριάτου και των φτωχών αγροτών κατά των κουλάκων και των μεγάλων γαιοκτημόνων που συγκροτούσαν το παλιό καθεστώς.

Το ερώτημα όμως του τρόπου περάσματος από την μεταβατική περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία, επί της ουσίας έμεινε αναπάντητο, καθώς ήταν προφανές, ότι, όσο υπήρχε ο καπιταλιστικός περίγυρος, δεν θα μπορούσε να γίνει καμία σοβαρή συζήτηση για απονέκρωση των κρατικών δομών εξουσίας που κληρονόμησε το νέο σοσιαλιστικό κράτος από τις παλαιότερες ταξικές κοινωνίες. Η ύπαρξη του καπιταλισμού δημιουργούσε ένα αξεπέραστο φραγμό στο μισοκράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, γιατί επί ποινή θανάτου, δεν του επέτρεπε την περαιτέρω εξέλιξη, το πέρασμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας προς το βασίλειο της ελευθερίας. Η προτεραιότητα της Σοβιετικής Ένωσης στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου -και αυτό το επίτασσε η κοινή λογική- δεν ήταν η πορεία προς την αταξική κομμουνιστική κοινωνία, αλλά η ενίσχυση του αμυντικού της συστήματος, καθώς απέναντι της είχε μια Δύση που την απειλούσε με πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Η περίοδος της στασιμότητας

Όλες οι κοινωνίες, από τις πλέον αρχέγονες, ως τις σύγχρονες, είναι ζωντανοί οργανισμοί, οι οποίοι, μέσα από την σύγκρουση αντιτιθέμενων δυνάμεων που συνυπάρχουν στο εσωτερικό τους, βρίσκονται σε μια διαδικασία, αέναης εξέλιξης. Η κατάσταση στασιμότητας, είναι μόνο παροδικό φαινόμενο. Αυτό που χαρακτηρίζει την υλική ζωή, είναι η κίνηση, το πέρασμα από μια κατώτερη βαθμίδα εξέλιξης σε μια ανώτερη, ενώ το αντίθετο αποτελεί την εξαίρεση και όχι την επιβεβαίωση του κανόνα.

Στους νόμους της εξέλιξης υποτάσσεται φυσικά και το σοσιαλιστικό κράτος, το οποίο δεν είναι παρά μεταβατικός οικονομικός και κοινωνικός σχηματισμός στην πορεία της ανθρωπότητας από την ταξική στην αταξική, κομμουνιστική κοινωνία. Ήταν όμως αυτό δυνατό σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης των σοσιαλιστικών χώρων;

Η μη δυνατότητα υπέρβασης των κρατικών ορίων, τα οποία είχε θέσει και οριοθετήσει ο επικρατούν τότε συσχετισμός δυνάμεων, είχε σαν αποτέλεσμα την ανακοπή της εξελικτικής πορείας των κοινωνιών αυτών. Στην εσωτερική σύγκρουση, ανάμεσα στην ανάγκη υπέρβασης των κρατικών ορίων και τη διατήρηση τους, η ίδια η πραγματικότητα υπαγόρευε, όχι απλώς τη διατήρηση των κρατικών, εξουσιαστικών δομών, αλλά και την αποφασιστική ενίσχυση τους.

Όπως όμως ήδη αναφέραμε, η σοσιαλιστική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, δεν είναι παρά μια παροδική βαθμίδα της εξελικτικής πορείας προς τον κομμουνισμό. Όσο η μορφή αυτή υπηρετεί το στόχο αυτό διατηρεί τα προοδευτικά της χαρακτηριστικά. Σε αντίθετη περίπτωση μετατρέπεται σε φραγμό της κοινωνικής εξέλιξης.

Αποτέλεσμα; Στασιμότητα. Στασιμότητα οικονομική, κοινωνική, πολιτική.

Εκεί πρέπει να αποδοθούν τα φαινόμενα γραφειοκρατίας που εμφανίστηκαν μέσα στη σοβιετική κοινωνία από τη δεκαετία του 70 και μετά, ο περιορισμός της δημοκρατίας στα συνδικάτα και η απόσπαση του κόμματος από τον εργαζόμενο λαό, φαινόμενα νεποτισμού και διαφθοράς στην κομματική και πολιτική ιεραρχία.

Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε περαιτέρω από τους τεράστιους εξοπλισμούς που ήταν υποχρεωμένη να πραγματοποιεί η Σοβιετική Ένωση, για καθαρά λόγους αποτροπής της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας.

Σε μία περίοδο που η πολυεθνική αυτή χώρα είχε ανάγκη να αναπτύξει την ειρηνική της οικονομία, ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων της επέβαλε να δαπανά τεράστια ποσά για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, σε βάρος του βιοτικού επιπέδου των λαών της. Τι συνέπειες είχε το στρατιωτικό βάρος που ήταν υποχρεωμένη να σηκώνει η Σοβιετική Ένωση, φαίνεται σήμερα, από τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ, στις απαιτήσεις των αμερικανών να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ. Οι στρατιωτικές δαπάνες που πραγματοποιούσε η Σοβιετική Ένωση, ήταν πολλαπλάσιες.

Μακροπρόθεσμα το σχήμα υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, υλική και πολιτική στήριξη του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, υψηλού επιπέδου κοινωνικές δομές, μηδενική ανεργία, χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας λόγω έλλειψης των αναγκαίων κεφαλαίων που θα επέτρεπαν τον εκσυγχρονισμό της τεχνικής παραγωγικής βάσης, δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι βιώσιμο. Αν στο όλο σχήμα προσθέσουμε και τον παράγοντα σοσιαλιστική συσσώρευση, η οποία έχει εντελώς διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε τα δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κοινωνίες αυτές.

Ευεργετική η επίδραση στις διεθνείς σχέσεις

Παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε το σχήμα «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε ένα και μόνο κράτος», η επίδραση των σοσιαλιστικών χωρών στις διεθνείς σχέσεις ήταν καθοριστική και άλλαξε τον χάρτη της παγκόσμιας ιστορίας. Για πρώτη φορά η Ευρώπη έζησε μια τόσο παρατεταμένη περίοδο ειρήνης, η οποία διακόπηκε βίαια στις αρχές του 1990, όταν αμερικάνοι και γερμανοί πυροδότησαν την γιουγκοσλαβική κρίση, η οποία κορυφώθηκε με την απόσχιση του Κοσόβου από την Σερβία μετά την άνανδρη επίθεση που εξαπέλυσαν οι χώρες του ΝΑΤΟ στην βαλκανική αυτή χώρα το 1999.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Η περίοδος 1950 – 1990 μπορεί δίκαια να χαρακτηριστεί σαν ο “χρυσός αιώνας” της Ευρώπης, καθώς τις πέντε αυτές δεκαετίες υπήρξε μια άνευ προηγουμένου άνοδος του βιοτικού επιπέδου των ευρωπαϊκών λαών, πρωτοφανής στην ιστορία της γηραιάς ηπείρου. Κάτω από τον φόβο της κοινωνικής επανάστασης, το δυτικό κεφάλαιο άνοιξε το πουγκί του και εξαναγκάστηκε σε πρωτόγνωρες παραχωρήσεις στο εργατικό και λαϊκό κίνημα.. Σήμερα τα παίρνουν όλα πίσω με τη βία.

Η βελτίωση της θέσης των εργαζομένων την περίοδο αυτή, συνοδεύτηκε και από μία επίσης πρωτόγνωρη άνθιση όλων των μορφών της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ειδικά τη δεκαετία του 60 ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος και η ευρωπαϊκή μουσική σκηνή έγραψαν λαμπρές σελίδες στην ιστορία τους, καθώς με τα έργα τους βάθυναν την αισθητική αντίληψη για τον σύγχρονο κόσμο.

Τα χρόνια αυτά σημειώθηκε η κατάρρευση του αποικιακού συστήματος, καθώς οι χώρες της Ασίας και της Αφρικής, τις οποίες οι μεγάλες ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις είχαν καταλάβει με τη δύναμη των όπλων, μετά από αιματηρούς αγώνες κατάφεραν να κατακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Η στήριξη που παρείχαν η Σοβιετική Ένωση και οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης στο διεθνές επαναστατικό κίνημα, ήταν καθοριστική για την έκβαση των επιτυχιών του. Χωρίς την υλική και πολιτική στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, το Βιετνάμ δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχει την περιφανή νίκη σε βάρος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που συγκλόνισε τότε ολόκληρο τον κόσμο και πυροδότησε τις μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στις δύο άκρες του Ατλαντικού.

Την περίοδο 1950-1990 ο κόσμος ήταν αισιόδοξος. Θεωρούσε ως δεδομένο ότι ο χρόνος λειτουργούσε υπέρ του, ότι σταδιακά θα βελτίωνε την οικονομική και κοινωνική του θέση. Αντίθετα σήμερα είναι βαθιά απαισιόδοξος Η νίκη του διεθνούς ιμπεριαλισμού συνοδεύτηκε με μια βίαιη υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, κατακτήσεις δεκαετιών και ολόκληρης εκατονταετίας παίρνονται πίσω, το δηλητήριο του εθνικισμού και του ρατσισμού απειλεί να μολύνει τους λαούς, η θρησκοληψία και ο μυστικισμός αναζωπυρώθηκαν, η υποχώρηση των δημόσιων συστημάτων υγείας είχε σαν αποτέλεσμα να εμφανιστούν και πάλι ασθένειες οι οποίες είχαν καταπολεμηθεί αποτελεσματικά στο παρελθόν και είχαν εξαφανιστεί από τα ιατρικά δελτία, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι που ξέσπασαν μετά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 90 απειλούν ολόκληρη την ανθρωπότητα με νέους κύκλους αίματος.

Αποτέλεσμα; Έρεβος, φόβος για το αύριο, γενικευμένη ανασφάλεια.

Και ‘όμως η σημερινή ελληνική και διεθνής αριστερά, συνεχίζει να υποστηρίζει ότι τα καθεστώτα της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης ήταν αντιδημοκρατικά και καταπιεστικά, ότι δυσφημούσαν τις ιδέες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Και απολογούμενα επί της ουσίας στην αστική τάξη, δίνουν όρκους πίστης, ότι ο…σοσιαλισμός που αυτή επαγγέλλεται, δεν θα έχει την παραμικρή σχέση με τα εκφυλιστικά αυτά καθεστώτα… Και περιμένουν έτσι να κάνουν προκοπή.

Πετώντας στην λάσπη τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του εργατικού και επαναστατικού κινήματος, αναμένουν την αναγέννηση του, η οποία όμως συνεχώς αναβάλλεται…

Δυστυχώς η σημερινή Αριστερά σε όλες της τις εκφάνσεις είναι βαριά άρρωστη. Διαβρωμένη από την ιμπεριαλιστική ιδεολογία, έχει αποκηρύξει τον ζωντανό και δημιουργικό μαρξισμό-λενινισμό, τη μοναδική επαναστατική θεωρία που είναι ικανή να την επανασυνδέσει με την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και έτσι πελαγοδρομεί μέσα από ηχηρές διακηρύξεις για την ανάγκη αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος, για τον κομμουνισμό του μέλλοντος, ήχοι και φράσεις που δεν συγκινούν κανένα και σε τελική ανάλυση δεν ενδιαφέρουν και κανένα, πέρα από τους μικρούς πολιτικούς κύκλους οι οποίοι εξαγγέλλουν την έλευση του νέου μεσσία. Πρόκειται για πολιτικές θέσεις και διακηρύξεις βουτηγμένες στην φορμόλη του επαναστατικού μικροαστισμού και του οπορτουνισμού που με βουλιμία διαβρώνει και καταστρέφει όλα τα υγιή κύτταρα του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Σε αυτή την κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα. Ο δρόμος της ανασύνταξης του κινήματος πάνω σε επαναστατικές αρχές είναι ακόμα μακρύς και δύσβατος.

Περί σταλινισμού και σταλινολογίας…

Και για να κλείσουμε το κομμάτι αυτό, θα πρέπει να πούμε δύο λόγια για τους απανταχού σταλινολόγους της Δύσης.

Κατ’ αρχάς, είναι σχήμα οξύμωρο, μια προσωπικότητα, ο Στάλιν εν προκειμένω, αν και μη Ρώσος στην καταγωγή, να θαυμάζεται τόσο πολύ στη Ρωσία και στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες στις οποίες υπήρξε ηγέτης από το 1924 ως το 1953 και να μισείται σε βαθμό παράνοιας στις χώρες της Δύσης οι οποίες δεν θίχτηκαν στο παραμικρό από τη Σοβιετική Ένωση την συγκεκριμένη περίοδο. Το αντίθετο μάλιστα συνέβη καθώς οι άμεσες και οι έμμεσες παρεμβάσεις και ραδιουργίες της Δύσης σε βάρος της πολυεθνικής αυτής χώρας ήταν συνεχείς, κυνικές και απροκάλυπτες.

Κατά δεύτερο, αυτοί που σήμερα μιλάνε για σταλινικές θηριωδίες και μικρόψυχοι είναι και εμφορούνται από ταπεινά ιδιοτελή κίνητρα.

Τους ηγέτες, η Ιστορία δεν τους κρίνει από το πόσο άγριοι ή πόσο ήπιοι ήταν, αλλά από το αν συγχρονίστηκαν με τις ανάγκες της εποχής τους.

Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Αννίβας, ο Ταμερλάνος, ο Τζένκινς Χαν , ο Αττίλας, ο Ναπολέοντας, θεωρούνται οι μεγάλοι στρατηλάτες της παγκόσμιας ιστορίας. Και ο τίτλος αυτός τους έχει αποδοθεί, παρά το γεγονός, ότι ως στρατιωτικοί ηγέτες διέπραξαν θηριωδίες και ευθύνονται για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων.

Προφανώς, η ιστορική επιστήμη έχει άλλα κριτήρια, για να κατατάξει κάποιον στις σελίδες της ή να τον απορρίψει και να τον αγνοήσει.

Αυτό δε σημαίνει, ότι αποδεχόμαστε τον όρο «σταλινικές θηριωδίες». Η Ιστορία θα κρίνει τον Στάλιν, σαν τον ηγέτη εκείνο που σε θυελλώδεις και ταραγμένους καιρούς, κατάφερε να κρατήσει την χώρα του όρθια και όχι μόνο. Η Σοβιετική Ένωση, ήταν εκείνη που σήκωσε το κύριο βάρος της αποσόβησης του μεγαλύτερου κινδύνου που αντιμετώπισε ως τότε η ανθρωπότητα. Η χώρα που έσπασε την ραχοκοκαλιά του ναζιστικού τέρατος.

Γιατί η ιστορία έγραψε ότι στις 9 Μάη του 1945 τα νικηφόρα στρατεύματα του ηρωικού κόκκινου στρατού ύψωσαν την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στα συντρίμμια του Ράιχστανγκ.

Γιατί έτσι γράφεται η πραγματική ιστορία. Η οποία δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις θολωμένες και μπερδεμένες ιδέες που έχουν στα κεφάλια τους οι μικροαστοί, οι οποίοι δεν ασχολούνται με το ιστορικό γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά μυξοκλαίνε και γκρινιάζουν για το πώς θα ήθελαν οι ίδιοι να είχαν συντελεστεί τα ιστορικά γεγονότα

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας