Εργατικός Αγώνας

Εθνικιστικά συλλαλητήρια και Αριστερά

Του Σπύρου Αλεξίου.

Από τη Δευτέρα 22 Γενάρη τίποτα δεν είναι ίδιο στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.

Το εθνικιστικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης και το αντίστοιχο που προετοιμάζεται στην Αθήνα, μετατόπισαν τον πολιτικό άξονα δεξιά, στα όρια της ακροδεξιάς. Για την ουσία του  Μακεδονικού, τις επιδιώξεις του ΝΑΤΟ και των Αμερικάνων, τα παιχνίδια των κυβερνήσεων και των άλλων πολιτικών δυνάμεων έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά. Αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στην Αριστερά και στον τρόπο που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει το θέμα.

Η εβδομάδα πριν το συλλαλητήριο

Έξι ημέρες πριν το συλλαλητήριο, τη Δευτέρα 15 Γενάρη, ψηφίστηκε στη Βουλή άλλο ένα εφιαλτικό Πολυνομοσχέδιο με δεκάδες μνημονιακά προαπαιτούμενα, μεταξύ των οποίων το χτύπημα στο δικαίωμα της απεργίας και το τεράστιο θέμα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Από την Παρασκευή, 12 Γενάρη η Αριστερά ξεκίνησε προσπάθειες για κινητοποιήσεις κατά του νομοσχεδίου. Τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Η απεργία της Παρασκευής, που κηρύχτηκε κόντρα στις επιλογές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, είχε πολύ μικρά ποσοστά συμμετοχής και αντίστοιχα μικρή ήταν η συμμετοχή στα συλλαλητήρια. Φυσικά δεν υπήρχε κανένας συντονισμός μεταξύ των δυνάμεων της Αριστεράς. Διαφορετικά καλέσματα σε διαφορετικούς χώρους και  καταγγελίες, στοιχεία που όχι μόνο δεν επηρεάζουν την πολιτική κατάσταση αλλά διαμορφώνουν μια εικόνα που, λογικά, δεν εμπνέει ούτε καν τα μέλη των αριστερών οργανώσεων.

Από την άλλη μέρα της ψήφισης του Πολυνομοσχεδίου, η μουδιασμένη Αριστερά σιγά – σιγά συνειδητοποιεί πως η αμερικανόδουλη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ φέρνει στο προσκήνιο ξανά το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και πως εθνικιστικοί κύκλοι προετοιμάζουν συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη. Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν ενδεικτικές της σχέσης της Αριστεράς με την πραγματική κοινωνία: Υποτίμηση και χλευασμός, ειρωνικά σχόλια για τους «γραφικούς μακεδονομάχους». Όσο πλησίαζαν οι μέρες εκφράζονταν κάποιες ανησυχίες , κυρίως όμως για την επανεμφάνιση της Χρυσής Αυγής, την οποία μεγάλα τμήματα της Αριστεράς θεωρούν αποκλειστικό εκφραστή του φασιστικού, ακροδεξιού χώρου.

Μα… που βρέθηκαν όλοι αυτοί;

Αμέσως μετά το τέλος του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης τίποτα δεν ήταν ίδιο. Στην Αριστερά οι αρχικές προσπάθειες απαξίωσης και χλευασμού κρύφτηκαν από τους καπνούς του εμπρησμού της κατάληψης Libertaria, συμβολική του κλίματος τρόμου που έζησε η Θεσσαλονίκη. Το μεγάλο πλήθος του συλλαλητηρίου και η αναπόφευκτη σύγκριση με τις κινητοποιήσεις κατά του Πολυνομοσχέδιου ενέτειναν την αμηχανία, ειδικά όταν όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρχε η εκτίμηση για «νίκες» του αντιφασιστικού κινήματος και υποχώρησης της ακροδεξιάς. Οι φωνές που επεσήμαναν πως προχωρά ο κοινωνικός εκφασισμός και πως είναι λανθασμένη η αποκλειστική στόχευση στη Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζονταν ως «ηττοπαθείς». Η πραγματικότητα τις επιβεβαίωσε, δυστυχώς! Ήρθε δυναμικά στο προσκήνιο ένα κοινωνικό ρεύμα, ιδιαίτερα αντιφατικό που όμως, όσο κι αν μας πονά, ενστερνίζεται σκληρές ακροδεξιές θέσεις και αναζητά έκφραση. Αυτό αλλάζει ριζικά το πολιτικό τοπίο.

«Οι πολλές χιλιάδες που κατέβηκαν στον δρόμο δεν είναι φασίστες», ακούγεται από πολλές πλευρές. Σωστό εν μέρει, το γεγονός όμως πως κατέβηκαν σε ένα συλλαλητήριο με ξεκάθαρα εθνικιστικό περιεχόμενο, ομιλητές «αστέρες» της ακροδεξιάς και τη Χρυσή Αυγή να εισέρχεται στο χώρο εν μέσω αποθέωσης, σίγουρα δεν συνηγορεί στην άποψη πως …ξεγελάστηκαν!

«Εξέφρασαν τη συσσωρευμένη οργή τους», ακούγεται επίσης. Σωστό επίσης, μόνο που και πριν από 6 μέρες υπήρχαν συλλαλητήρια και μάλιστα για την υπεράσπιση του ψωμιού, της δουλειάς και του σπιτιού τους… αλλά συμμετείχαν ελάχιστοι! Γιατί δεν εξέφρασαν κι εκεί την οργή τους; Ας μην σχολιάσουμε επιχειρήματα για «πούλμαν» και «πληρωμένους». Αδικούν τη συζήτηση.

Ας φτάσουμε λοιπόν στο πραγματικό ερώτημα: Γιατί εν μέσω μνημονιακής λαίλαπας, καταπάτησης στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων, ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και απειλής πολέμου η Αριστερά αδυνατεί να εκφράσει και να κινητοποιήσει αξιοπρόσεκτες κοινωνικές δυνάμεις ενώ αντίθετα αυτές κινητοποιούνται από τη σκληρή συστημική Δεξιά που έχει συνυπογράψει και υπερασπίζεται την κοινωνική καταστροφή; Η ολοκληρωμένη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι και η απάντηση στο μεγάλο πρόβλημα της Αριστεράς και φυσικά ξεπερνά τον χώρο ενός άρθρου. Μερικές σκέψεις για προβληματισμό:

Μήπως δεν δίνουμε καν τη μάχη της ιδεολογίας;

Η έκπληξη από την εμφάνιση αυτού του κοινωνικού ρεύματος είναι ισχυρή στην Αριστερά, κακώς όμως. Χρόνια ολόκληρα, ας πούμε συμβατικά από το 1990, έκλεινε τα μάτια στην βαθιά ιδεολογική δουλειά που η αστική τάξη με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της έκανε και κάνει. Ορισμένες πλευρές:

–         Η Αριστερά, που τα συνδικαλιστικά ποσοστά της στους δημόσιους αλλά και ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς αγγίζουν (συνολικά) το 50%, δεν έθεσε ποτέ θέμα περιεχομένου της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αν κανείς διαβάσει τα σχολικά ή φροντιστηριακά βιβλία της Γλώσσας ή των Αρχών Οικονομικής Θεωρίας θα σοκαριστεί. Και φυσικά θα φρίξει αν διαβάσει τα σχολικά ή φροντιστηριακά βιβλία της Ιστορίας, ειδικά της Γ΄ Λυκείου! Κι όμως, ποτέ η Αριστερά, σοβαρά και οργανωμένα, δεν προσπάθησε να παρέμβει σε αυτό που προσλάμβαναν εκατομμύρια νέα παιδιά ως αλήθεια.

–         Αντίστοιχη ιδεολογική καταιγίδα υπήρξε στον χώρο του πολιτισμού, που θεωρείτο προνομιακός για την Αριστερά και είναι καταλυτικός ο ρόλος του στη διαμόρφωση συνειδήσεων, ειδικά των νέων. Από τα πρόσωπα μέχρι τη μάχη των ιδεών η αστική ιδεολογία σαρώνει τα πάντα. Η αντιμετώπιση θα ήταν δύσκολη, ούτως ή άλλως, καθώς η τεχνολογική εξέλιξη έχει δώσει ασύλληπτης εμβέλειας όπλα στο σύστημα. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ιδεολογική υποτίμηση από τη μεριά της Αριστεράς που εκφράζεται είτε με τη μουμιοποίηση του λαϊκού πολιτισμού άλλων εποχών είτε με την άκριτη υπόκλιση σε κάθε καινούργιο ρεύμα στο όνομα της μετα-νεωτερικότητας. Τελικά, αδυνατεί να διαμορφώσει άποψη και πρόταση, θεωρεί πως η παρέμβασή της εξαντλείται στα ετήσια Φεστιβάλ (τα οποία μάλιστα δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να συνδιοργανωθούν, ακόμα κι από οργανώσεις που ανήκουν στο ίδιο πολιτικό μέτωπο).

–         Υποτιμήθηκε πλήρως ο ρόλος της Εκκλησίας που, ούτως ή άλλως, ήταν πάντα σημαντικός στην ελληνική κοινωνία. Κλείσαμε τα μάτια στην πολλαπλή ιδεολογική παρέμβαση, στην εκμετάλλευση των κοινωνικών προβλημάτων. Η αντιμετώπιση ήταν η καταγγελία για σκοταδισμό που όμως παρέβλεπε τα παραπάνω. Η μεγαλύτερη δύναμη της Αριστεράς, το ΚΚΕ, όχι μόνο δεν συγκρούστηκε αλλά αντίθετα ποτέ δεν θέλησε να έρθει σε ρήξη με το «χριστεπώνυμο» πλήθος. Η Λ. Κανέλλη είναι και εδώ(!) το πραγματικό του πρόσωπο. Η πλήρης ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό μπλοκ περιελάμβανε την υποταγή στις επιδιώξεις του ιερατείου, ενώ επικοινωνιακά «προοδευτικά» πυροτεχνήματα κατέληξαν σε φιάσκο για τους εμπνευστές (Φίλης ) και θρίαμβο του ιερατείου. Το γεγονός πως ο «αριστερός» πρωθυπουργός ενός κοσμικού κράτους ενημέρωσε πρώτα τον αρχιεπίσκοπο και μετά τον πρόεδρο της Δημοκρατίας για ένα μεγάλο θέμα εξωτερικής πολιτικής, αποτυπώνει ανάγλυφα την ιδεολογική κυριαρχία τους.

–         Όλοι γνωρίζουμε πως τον πιο αποφασιστικό ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ. Η Αριστερά, για προφανείς λόγους, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα αστικά κανάλια με ίσους όρους. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί το γεγονός της παντελούς – ουσιαστικά – απουσίας της από αυτήν την κορυφαία μάχη! Δεν δικαιολογεί το γεγονός της ύπαρξης δεκάδων εντύπων τα οποία στην πραγματικότητα είναι εσωκομματικά δελτία χωρίς καν τη φιλοδοξία στοιχειώδους απήχησης.  Δεν δικαιολογεί την ανυπαρξία, πειραματικής έστω, προσπάθειας απόκτησης φωνής στο ραδιόφωνο ή αξιοποίησης των δυνατοτήτων του διαδικτύου. Φυσικά ούτε σκέψη για συγκέντρωση δυνάμεων, για τη διαμόρφωση ενός πλατιού δικτύου αντιπληροφόρησης.  Προέχει η «καθαρότητα» των θέσεων. Και ο αντίπαλος προελαύνει ανενόχλητος στην ενημέρωση, στον πολιτισμό, στην επικοινωνία.

–         Τα αποτελέσματα φαίνονταν; Φυσικά! Και δεν ήταν μόνο οι αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες, η σταθεροποίηση του ναζιστικού χώρου, η γενική κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων απόψεων. Φαινόταν κάθε μέρα, για όποιον ήθελε να δει: Φαινόταν στην αλλοίωση κοινωνικών χαρακτηριστικών, φαινόταν από το γεγονός του καθημερινού κοινωνικού κανιβαλισμού στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές. Φαινόταν στις δημοσκοπήσεις όπου πίσω από τα –καταφανώς- στημένα αποτελέσματα για την «πρόθεση ψήφου» υπήρχαν εφιαλτικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εκεί εμφανιζόταν μια κοινωνία που θεωρούσε υπέρτατες αξίες την εκκλησία, τον στρατό, την αστυνομία, που δεν της άρεσε η λέξη ρατσιστής αλλά  ζητούσε πλειοψηφικά «να φύγουν οι ξένοι».  Πάνω από όλα φαινόταν εκεί που κρίνεται το μέλλον, στη συντηρητικοποίηση επί της ουσίας της νέας γενιάς. Από το 2010, χρονιά ορόσημο, αποφεύγουμε επιμελώς το ερώτημα: Πού είναι η νεολαία; Τι συμβαίνει με το κίνημά της; Ακόμα και στις μεγάλες στιγμές του 2010 – 2012,δεν έβαλε σφραγίδα. Βρήκε εκλογική έκφραση στο «όχι» του 2015 αλλά τόσο το ξεπούλημα όσο και η μη ύπαρξη αντίδρασης την απογοήτευσε ακόμα περισσότερο.

Μήπως, τουλάχιστον, δίνουμε τη μάχη της πολιτικής;

Είναι προφανές πως δημιουργήθηκε μια μεγάλη ρωγμή, ξεπήδησε ένα κοινωνικό ρεύμα με τα χαρακτηριστικά του Τραμπισμού, στην ελληνική φυσικά ιδιαιτερότητα, και διαμορφωμένο από τις ιδεολογικές παραμέτρους που προαναφέρθηκαν. Στηρίζεται στην κοινωνική δυσαρέσκεια, στην χαμηλή κοινωνική συνείδηση, στην ενστικτώδη απέχθεια στην παγκοσμιοποίηση. Επενδύει στις πιο αντιδραστικές αντιλήψεις που όμως προσφέρουν την αίσθηση της ασφάλειας, του καταφύγιου, μια φυγή στο παρελθόν. Η πατριαρχική οικογένεια, το έθνος, η θρησκεία.

Χρεώνει την κατάσταση στο «πολιτικό σύστημα» με την μορφή των πολιτικών εκφραστών αναζητώντας «άφθαρτους» και «επιτυχημένους» για να ηγηθούν.  Επιχειρηματίες, θρησκευτικούς ηγέτες  ή… στρατηγούς. Με όλα αυτά, καλύπτει κενό στην κοινωνία και στην πολιτική. Καλύπτει το κενό που αφήνει η Αριστερά, είτε με την υποταγή της στα συστημικά ιδεολογήματα των  μονόδρομων είτε με την αδυναμία της να παρουσιάσει πειστική πρόταση για την ανατροπή της επίθεσης, να εμπνεύσει με οράματα.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που είναι επίκαιρο: Είναι διάχυτη στην κοινωνία η οργή για τον τρόπο που οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί (ΕΕ, ΝΑΤΟ) αντιμετώπισαν τον ελληνικό λαό (προφανώς και όλους τους άλλους όμως, πέρα από την ιδιαιτερότητα της κρίσης, εδώ ζουν αυτοί οι άνθρωποι). Η οργή αυτή θα έπρεπε να μετασχηματιστεί σε αντιιμπεριαλιστικό αίσθημα, καθοριστικό παράγοντα για την αλλαγή συνειδήσεων και πολιτικών συσχετισμών. Θα έπρεπε… Απαιτούσε φυσικά την ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση της Αριστεράς που θα πατούσε στην ενστικτώδη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας για να της δώσει υλική υπόσταση και να την ανεβάσει επίπεδο. Μόνο που στην Αριστερά ο αντι – ιμπεριαλισμός τείνει να γίνει απαγορευμένη έννοια, συνώνυμη της «συμμαχίας με την αστική τάξη» του «αποπροσανατολισμού από την ταξική πάλη» και οριακά του «εθνικισμού». Ας μη μιλήσουμε για την έννοια του πατριωτισμού, αυτή έχει ήδη καταδικαστεί. Ο μόνος ιμπεριαλισμός που καταδικάζει η Αριστερά είναι ο ελληνικός, ορθότατα , όμως είναι τόσο μονόπλευρη αυτή η καταδίκη που φυσικά δεν είναι πειστική. Αντί η Αριστερά να αξιοποιήσει την αποστροφή προς τους ιμπεριαλιστές την ενοχοποιεί παραδίδοντας τα ενστικτώδη αντανακλαστικά της κοινωνίας βορά στο εθνικιστικό ρεύμα που, φυσικά, τα αφυδατώνει και τα στρέφει κατά των «ξένων», αλλά των βολικών: κατά του πρόσφυγα, του μετανάστη, του «γυφτοσκοπιανού». Η φύση κι η πολιτική, απεχθάνονται τα κενά…

Χαρείτε! Λιγοστεύουμε…

Αυτές οι εξελίξεις έχουν για την Αριστερά άμεσες συνέπειες. Συλλογικότητες αλλά και αγωνιστές της επηρεάζονται από το συσχετισμό που διαμορφώνεται. Η πίεση των συσχετισμών και η κοντόφθαλμη (και σίγουρα ατελέσφορη) λογική εκλογικής προσέγγισης αυτών των τμημάτων οδηγούν σε κλιμακωτές υποχωρήσεις: Από την ανοικτή συμπόρευση με το εθνικιστικό ρεύμα μέχρι τη «μη καταγγελία» αλλά και την πρόταξη του «αλυτρωτισμού των Σκοπίων» ως κύριου αντιπάλου. Τμήματα της Αριστεράς δειλά αλλά σταθερά ανακαλύπτουν «λαϊκά» έως και «αντιιμπεριαλιστικά» χαρακτηριστικά στον εθνικιστικό παροξυσμό! Αναφέρθηκε παραπάνω η λανθασμένη και μυωπική άρνηση του ρόλου της αστικής τάξης της ΠΓΔΜ. Ακόμα περισσότερο καταδικαστέο είναι το να ρίχνουν αριστεροί νερό στο μύλο του εθνικισμού αρνούμενοι το προφανές, ότι δηλαδή ισχυρή και επιτιθέμενη στην προκειμένη περίπτωση είναι η ελληνική αστική τάξη. Το δίπολο σεχταρισμού – οπορτουνισμού δυστυχώς είναι πάντα εδώ!

Η εικόνα αυτή καταδεικνύει περίτρανα τη βαθιά κρίση της Αριστεράς και συμπληρώνεται από καταστάσεις που λίγο θέλουν να χαρακτηριστούν κωμικές: κάθε μετατόπιση προς τα δεξιά, συλλογικότητας ή αγωνιστών, αντιμετωπίζεται με ανακούφιση και αλαλαγμούς νίκης και δικαίωσης από τους «συνεπείς». Θεωρούν πως έτσι δικαιώνονται τόσο η δική τους συνέπεια όσο και οι «εκτιμήσεις» τους για τους… λιγότερο συνεπείς. Σε αυτό το κλίμα των κραυγών, ένθεν κακείθεν, δύσκολα ακούγονται οι φωνές που επιμένουν πως κάθε μεταβολή του συσχετισμού υπέρ του αντιπάλου είναι συνολική ήττα, κάθε αριστερό τιμόνι που στρίβει δεν είναι λόγος πανηγυρισμού, αντίθετα βαθύτατου προβληματισμού.

‘Έχει σαν στάμπα τη ζωή μας σημαδέψει…

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές πλησιάζει το εθνικιστικό συλλαλητήριο της Αθήνας με κεντρικό ομιλητή τον Μίκη Θεοδωράκη, μια συμβολική αλλά και ουσιαστική κίνηση επισφράγισης της κυριαρχίας τους. Είναι ανειλικρινές το επιχείρημα  «γιατί να μας νοιάζει ο Θεοδωράκης;», δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Εντείνονται και οι προσπάθειες για μια στοιχειώδη συνεννόηση σημαντικού αριθμού αριστερών συλλογικοτήτων ώστε να υπάρξει μια πρώτη, ενωτική απάντηση! Από κει και πέρα, είναι προφανές πως η ώρα των υπερβάσεων και των ανασυνθέσεων σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο έχει έρθει. Δεν πάει άλλο!!! Αχνά, θετικά μηνύματα υπάρχουν, όλο και περισσότεροι κατανοούν την αναγκαιότητα.

Έρχονται μέρες δύσκολες με καταιγιστικές εξελίξεις!

Πρώτο καθήκον λοιπόν το Σάββατο 3 Φλεβάρη στην πλατεία Ρηγίλλης. Η Αριστερά πρέπει να στείλει το πρώτο μήνυμα πως η μάχη τώρα αρχίζει και πως το εννοούμε όταν λέμε πως: 

«Έχει σαν στάμπα τη ζωή μας σημαδέψει,

δε θα περάσει ο φασισμός»!

 

Πηγή: kommon.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας