Εργατικός Αγώνας

Το Κυπριακό και το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ

Του Στέλιου Στυλιανού.

Το Κυπριακό αποτελεί σαφώς ένα εντελώς διαφορετικό και πολύ πιο σύνθετο ζήτημα σε σύγκριση με την ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ). Παρόλα αυτά, η κατάσταση των δύο προβλημάτων επηρεάζεται καίρια από τις εθνικιστικές περιρρέουσες στα κράτη και τους λαούς που εμπλέκονται, με αποτέλεσμα να εκτροχιάζεται μονίμως ο διάλογος και να μειώνονται οι πιθανότητες της οριστικής τους επίλυσης.

Για διάφορους λόγους που αφορούν την επέκταση και τη συνοχή του ΝΑΤΟ και των υπόλοιπων οργανισμών της ιμπεριαλιστικής παγκόσμιας τάξης, προωθείται ξανά μια συνεννόηση ανάμεσα στην Ελλάδα και την πΓΔΜ. Η άλυτη επί τρεις σχεδόν δεκαετίες διαφορά περί της ονομασίας των βορείων γειτόνων της Ελλάδας, είναι μεν αγκάθι για τη δυτική συμμαχία αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί ένα διεθνές και περιφερειακό πρόβλημα που έχει «παραωριμάσει» και απαιτεί επιτακτικά μια τελική διευθέτηση.

Ανεξάρτητα από την επιδιαιτησία που αναλαμβάνουν αυτόβουλα οι Αμερικανοί και τους άλλους παράγοντες που ωθούν για μια αμοιβαία αποδεκτή πρόταση, τα λαϊκά κινήματα οφείλουν να αναλύουν με το δικό τους ταξικό και διεθνιστικό φακό τα προβλήματα που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Το ΚΚΕ έχει ευθαρσώς τοποθετηθεί από το 1992 υπέρ μιας συμβιβαστικής λύσης που θα ομαλοποιεί τις σχέσεις των δύο χωρών και κατ’ επέκταση των λαών τους, επαναβεβαιώνοντας πρόσφατα τη σωστή αυτή θέση[1].

Η συμπερίληψη του όρου «Μακεδονία» στην ονομασία της πΓΔΜ, δεν είναι από μόνη της ικανή να δημιουργήσει επίφοβες καταστάσεις. Το ζητούμενο είναι να διασφαλιστεί μέσω διμερών και διεθνών συμφωνιών, πως το μικρό και αδύναμο κράτος στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας δεν εποφθαλμιά και δεν αναφέρεται στα εδάφη της υπόλοιπης Μακεδονίας, ιδιαίτερα όσης συμπεριλαμβάνεται στην ελληνική επικράτεια.

Ο αλυτρωτισμός εκατέρωθεν

Μια λύση από τη δεκαετία του ’90 που θα ικανοποιούσε αυτές τις παραμέτρους, μια ονομασία δηλαδή «στη βάση των πραγματικοτήτων» και την παράλληλη απαλοιφή των όποιων «αλυτρωτικών όρων» από το σύνταγμα και την επίσημη ρητορική της πΓΔΜ, θα ήταν η ενδεδειγμένη και θα έβαζε τις σχέσεις των δύο χωρών σε μια σωστή βάση. Αντί αυτού, η υποχωρητικότητα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ απέναντι στον εθνικιστικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο, άφησε έκτοτε το ζήτημα άλυτο και έτοιμο με κάθε ευκαιρία να δηλητηριάσει τους δύο γείτονες με το ακροδεξιό και μιλιταριστικό αφήγημα.

Την ίδια στιγμή και για να είμαστε δίκαιοι, η ανάγκη της άρχουσας τάξης νέου κράτους να δημιουργήσει τη δική της «εθνική σταθερά» που θα λειτουργεί ενοποιητικά ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες της επικράτειας, οδήγησε σε υπερβολές και ανεκδιήγητες ιστορικές ερμηνείες που βάζουν νερό στο μύλο της αντιπαράθεσης και οξύνουν τα προβλήματα στις σχέσεις του με τον Ελληνικό λαό.

Επί του πρακτέου, αποτέλεσμα του λαϊκισμού γύρω από το επίμαχο ζήτημα, είναι το γεγονός πως ολόκληρος ο πλανήτης αποκαλεί την πΓΔΜ ως σκέτο-νέτο «Macedonia». Ο προσδιορισμός «Σκόπια» ή «FYROM» χρησιμοποιείται μόνο και για ειδικούς λόγους στην Ελλάδα και την ε/κ κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αναβλητικότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης, συνδυαζόμενη με τις ισχυρές φονταμενταλιστικές τάσεις που παρατηρούνται και που αποτελούν το «ψωμοτύρι» του βαθέως κράτους της Δεξιάς, είναι φανερό πως δεν εξυπηρετεί ούτε κατ’ ελάχιστο τα λαϊκά συμφέροντα και τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και τον κόσμο.

Μια σύνθετη προσέγγιση του τύπου «Βόρεια Μακεδονία» δεν θα πρέπει να θεωρείται απαράδεκτη ούτε στην πΓΔΜ αλλά ούτε και στην Ελλάδα, αφού μπορεί να προσδώσει ένα γεωγραφικό περιεχόμενο στην ονομασία, αφαιρώντας παράλληλα και τις όποιες παρερμηνείες σε σχέση με τα όρια του μικρού και περίκλειστου αυτού κράτους. Άλλωστε, το σύνθημα «η Μακεδονία είναι ελληνική» (ή «η Μακεδονία είναι Ελλάδα») που φιγουράρει στην κορυφή του ελληνικού εθνικιστικού ρεπερτορίου, περιέχει στην ουσία τον ίδιο ή και περισσότερο βαθμό αλυτρωτισμού με τους ισχυρισμούς των Σκοπιανών μαξιμαλιστών.

Η Μακεδονία ως γεωγραφικός χώρος, κατοικείται εδώ και χιλιετίες από διάφορες εθνικές ομάδες και έχει διαχωριστεί κατά τους τελευταίους δύο αιώνες ανάμεσα σε πολλά βαλκανικά κράτη. Ως εκ τούτου, μια επίσημη ή ανεπίσημη προσπάθεια προβολής μίας και μόνης εθνικής κυριαρχίας πάνω σ’ αυτά τα εδάφη, είναι εξ ορισμού μια επεκτατική θεώρηση που βάζει σε κίνδυνο την σταθερότητα στην περιοχή και στρώνει το χαλί στον εξτρεμισμό και την ακροδεξιά.

Το ακροδεξιό και εθνικιστικό παρακράτος σε Κύπρο και Ελλάδα

Το γεγονός ότι οι Αμερικανοί και γενικότερα οι Δυτικοί θέλουν για τους δικούς τους λόγους να «τελειώνουν» με το θέμα, δεν αναιρεί τις ευθύνες των συστημάτων εξουσίας στις δύο χώρες και δεν μπορεί να κρύψει τη ροπή τους προς τον εθνικισμό και τη μονομέρεια. Η ίδια κατάσταση, για να έρθουμε πιο κοντά στο προκείμενο του παρόντος σημειώματος, επικρατεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ανεξαρτησίας και στην Κύπρο, με το βαθύ κράτος της Δεξιάς στις δύο κοινότητες να κτίζει και να συντηρεί με το αίμα και τις θυσίες του απλού λαού το τείχος της διαίρεσης.

Το σημερινό ΚΚΕ και άλλοι «καλοθελητές» στην ελληνική Αριστερά και Κεντροαριστερά, έχουν εμμέσως πλην σαφώς κατηγορήσει το ΑΚΕΛ και το επανενωτικό κίνημα του νησιού πως εξυπηρετεί τάχα τους ιμπεριαλιστές, επειδή παλεύει για μια ειρηνική και συμβιβαστική λύση στο πρόβλημα[2]. Αυτή η συκοφαντία είναι αναμενόμενο να εκτοξεύεται και κατά των προοδευτικών κινημάτων στην Ελλάδα που προτείνουν μια ορθολογιστική και δίκαια αντιμετώπιση του ζητήματος της ονομασίας της πΓΔΜ, και μάλιστα από τους ίδιους τους φασίστες!

Ας αναλογιστούν οι σύντροφοι στην Ελλάδα την απογοήτευση και την αποθάρρυνση του δημοκρατικού κυπριακού λαού, όταν το ΚΚΕ εγκατέλειπε τη γραμμή της ομοσπονδιακής επίλυσης του προβλήματος προσχωρώντας στο εθνικιστικό στρατόπεδο, παρέα με τις πλέον αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις σε Κύπρο και Ελλάδα. Και ένας καλός τρόπος για να καταφέρουν να προσεγγίσουν αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα, είναι να αναπολήσουν το πρόθυμο ξέπλυμα του φασισμού εκ μέρους του Μίκη Θεοδωράκη στο πρόσφατο συλλαλητήριο των Αθηνών.

Η «άφεση αμαρτιών» της Χρυσής Αυγής προς τον άλλοτε ηγέτη της αντιφασιστικής νεολαίας της Ελλάδας, δεν έρχεται τυχαία[3]. Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε σχέση με το ΚΚΕ και τις υπερεθνικιστικές πολιτικές ομάδες στην Κύπρο που τάσσονται ενάντια στην ομοσπονδιακή επίλυση του προβλήματος. Η ακροδεξιά του νησιού χρησιμοποιεί την αναθεώρηση της ηγεσίας του ΚΚΕ στο Κυπριακό και την αντιπαραθέτει με την επανενωτική δράση και τις απόψεις της κυπριακής Αριστεράς, για να υποστηρίξει το ιδεολόγημα πως τα λαϊκά συμφέροντα εξυπηρετούνται με μια πιο «διεκδικητική πολιτική» και την επιστροφή στο «ενιαίο κράτος».

Ούτε η Κύπρος αλλά ούτε και η Μακεδονία είναι απόλυτα ελληνικές ως ιστορικές, γεωγραφικές και δημογραφικές περιοχές. Κανένας λαός, κανένα έθνος δεν ζει μόνο του[4]. Οι κομμουνιστές γνωρίζουν πολύ καλά αυτές τις πραγματικότητες και αντιστέκονται με το δημόσιο λόγο και τις πράξεις τους στα φαινόμενα που αφοπλίζουν τις ταξικές διεκδικήσεις και απορροφούν με απίστευτη ταχύτητα την κοινωνική διαμαρτυρία.

Το ακροδεξιό παρακράτος βολεύεται μια χαρά με τις «γειτονικές απειλές» και τα «θερμά επεισόδια», τα οποία βεβαίως-βεβαίως απαιτούν τους ανάλογους εξοπλισμούς και τα γνωστά «bonus» που εισρέουν στα ταμεία των διαπλεκόμενων της κάθε εξουσίας. Το ζήτημα είναι τι κοστίζει αυτή η αντιπαράθεση στο λαό και ποιοι εξυπηρετούνται τελικά από τα άλυτα εθνικά προβλήματα.

Το λαϊκό κίνημα και ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας

Βολεμένη με τις εθνικές αντιπαραθέσεις και τους μαξιμαλισμούς, άρρηκτα και ιστορικά συνδεδεμένη με το βαθύ εμφυλιακό και χουντικό σύστημα χειραγώγησης των μαζών, αποδεικνύεται για άλλη μια φορά η «Εκκλησία ΑΕ». Τα ίδια συμβαίνουν ασφαλώς και στην Κύπρο, με την τοπική Ιερά Σύνοδο να κατευθύνει και να αναπαράγει την αντίδραση απέναντι σε μια δικοινοτική ομοσπονδιακή φόρμουλα.

Συνειρμικά, έρχεται στη μνήμη αυτό που είχε κάποτε πει η Λιάνα Κανέλη, όταν δήλωνε «συνειδητή ορθόδοξη χριστιανή» αν και προσπαθούσε δήθεν «να πεθάνει ως κομμουνίστρια»[5]. Σαν πρώτο βήμα στον αγώνα της, ίσως θα έπρεπε να της προταθεί τότε η ολομέτωπη ρήξη με τις εκκλησιαστικές και κατά βάση ακροδεξιές και παραστρατιωτικές δομές που διαιωνίζουν το φαύλο κύκλο του εθνικισμού.

Τα πράγματα πρέπει επιτέλους να λεχθούν με το όνομά τους για το ρόλο της επίσημης εκκλησίας και τη βαθιά σχέση της με την αντίδραση. Μόνο έτσι άλλωστε θα μπορούσε το ΚΚΕ και κάθε σοσιαλιστικό κίνημα να απευθυνθεί στους σκεπτόμενους νέους, στους επιστήμονες και τη διανόηση, το σύγχρονο και ελεύθερο άνθρωπο του τόπου, δημιουργώντας δημοκρατικά μέτωπα για την ανατροπή και τη λαϊκή εξουσία.

Να λοιπόν μια λαϊκή συμμαχία που μένει εκεί ορφανή, περιμένοντας να την περιμαζέψει κάποιο υπεύθυνο εργατικό κίνημα από τα αζήτητα: Η συμμαχία με τις χειραφετημένες συνειδήσεις «απ’ όπου κι αν προέρχονται», τους αντικληρικαλιστές και τους αντιφασίστες, τους πραγματικά φιλελεύθερους πολίτες που έχουν νιώθουν την ανάγκη να διαχωρίσουν τη θέση τους από την οπισθοδρόμηση και τον κρετινισμό.

Στην Κύπρο, την περασμένη Κυριακή το 44% του κυπριακού λαού ψήφισε το Σταύρο Μαλά, τον υποψήφιο που στάθηκε απέναντι στους φασίστες του ΕΛΑΜ και το ορθόδοξο κατεστημένο, ξεκαθαρίζοντας πως η διακυβέρνησή του θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα το διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Ως αντίδραση, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ εξέφρασε ανοικτά την υποστήριξή του στο Νίκο Αναστασιάδη και τον οδήγησε, μαζί με το σύνολο της κυπριακής ακροδεξιάς, σε μια δεύτερη συνεχόμενη επικράτηση έναντι της κοινωνικής συμμαχίας που συσπειρώνεται γύρω από το ΑΚΕΛ[6].

Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα σημαντικό μέρος των αγώνων του σύγχρονου εργατικού διεθνισμού, παρά τα εμπόδια που ορθώνονται στο δρόμο του και τον εθνικιστικό βραχνά που επανέρχεται με νέες αιτιάσεις και προσωπεία. Η πάλη για εκδημοκρατισμό και χειραφέτηση της κοινωνίας από τη μισαλλοδοξία, τη ψευδοεπιστήμη και τις θεοκρατικές αντιλήψεις, είναι πρωταρχικό καθήκον για ένα κίνημα που θέλει πραγματικά να συμβαδίσει με την εποχή του και να ανοικοδομήσει την επαναστατική του θεωρία και πράξη.

 

Ο Στέλιος Στυλιανού είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του Ανοικτού πανεπιστημίου Κύπρου.

 


[1] Παφίλης Θ. 2017 ‘Η θέση του ΚΚΕ για το όνομα της ΠΓΔΜ είναι σταθερή’ 902. GR 29/12/2017

[2] Αθανασίου Θ. 2016 ‘ΚΚΕ: Λαθεμένη, αδιέξοδη η πολιτική του ΑΚΕΛ-Οδηγεί σε μεγάλες περιπέτειες τον κυπριακό λαό’ tvonenews.com.cy 2/11/2016  

[3] Κασιδιάρης Η. 2018 ‘Ο Μίκης ξεκίνησε από την Ε.Ο.Ν. του Ιωάννου Μεταξά […] Οι ενδιάμεσες στάσεις/κυβιστήσεις παραγράφονται’ Twitter 4/2/2018

[4] Παπαρήγας Θ. 1995 ‘Για τον εθνικισμό και το ρατσισμό’ Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Τεύχος 2 1995

[5] Χασαπόπουλος Ν. 2010 ‘Η κόκκινη Λιάνα από την Εκάλη’ Το Βήμα 17/12/2010

[6] Philenews 2018 ‘Αρχιεπίσκοπος: Αναστασιάδη στηρίζει η Εκκλησία’ Φιλελεύθερος 2/2/2018

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας