Εργατικός Αγώνας

Πολέμησε όλο το έθνος στην επανάσταση του 21;

Γράφει ο Πάνος Τσίρος.

Θα κληθούμε και πάλι να «εορτάσουμε με κάθε λαμπρότητα», όπως αναφέρουν ορισμένες εφημερίδες, την επέτειο τής επανάστασης του 1821. Αναντίρρητα η εν λόγω λαμπρότητα γίνεται αντιληπτή από τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Από τους «πανηγυρικούς της μέρας», στις μίνι φούστες των παρελάσεων και τον απαραίτητο -μετά την τελετή- καφέ, στην αφορμή για ύπνο, στην ευκαιρία να βγάλουμε ένα καλό ρούχο απ’ τη ντουλάπα ή να υψώσουμε τη σημαία στο μπαλκόνι κτλ. Το παρόν σημείωμα βέβαια δεν αποτελεί σατυρική προσπάθεια καταγραφής της εορταστικής πραγματικότητας απλώς θα επιχειρήσει να καταγράψει ορισμένες σκέψεις για την επανάσταση και τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν.

Στη συνέλευση της Βοστίτσας το Γενάρη του 1821, ο Αιγιώτης πρόκριτος Σ. Χαραλάμπης αναφωνεί οργισμένος: «Και μετά το τέλος του αγώνα σε ποιον θα παραδώσουμε την εξουσία, σ’ αυτόν που μέχρι χτες δεν ήξερε να πιάσει το πιρούνι να φάει;» δείχνοντας τον αδερφό του Παπαφλέσσα ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω κυκλοφορούσε μονίμως «φρουρούμενος», μιας και οι κοτζαμπάσηδες είχαν επιχειρήσει αρκετές φορές να τον δολοφονήσουν επειδή ο αρχιμανδρίτης τριγύριζε στις επαρχίες του Μωρηά και ξεσήκωνε τον κόσμο. Εδώ παρατηρείται η βασική αντίθεση μεταξύ κοτζαμπάσηδων-λαού όσον αφορά την έναρξη και την εξέλιξη του αγώνα. Ποιος πήρε τ’ άρματα την ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού; Επαναστάτησε όλο το έθνος ή μόνο αυτοί που δεν είχαν να χάσουν τίποτα; Γιατί άραγε προβλεπόταν η αμοιβή του ενός στρέμματος ανά μήνα στρατιωτικής υπηρεσίας σε όσους κατατάσσονταν και υπηρετούσαν στα στρατιωτικά σώματα των οπλαρχηγών; 

Οι «δραγουμάνοι» των νησιών του Αιγαίου, δηλαδή οι Φαναριώτες που διορίζονταν τοπάρχες από την Υψηλή Πύλη είναι ψέμα ότι καταπίεζαν με βαριά φορολογία τους νησιώτες;  «Την εκλαμπρότητά σας δουλικώς προσκυνούμεν», έτσι χαιρετίζουν οι κάτοικοι της Πάτμου τον νέο τους δραγουμάνο Νικόλαο Μουρούζη στα 1819. «Οι κοτζαμπάσηδες ντύνονταν ωσάν Τούρκοι, δε διστάζουσιν από το πότε να αρνώνται τας ποσότητας των πληρωμών, πότε δε να ξαναζητώσι εκείνο που έλαβαν ήδη»αναφέρει ο Ανώνυμος στην Ελληνική Νομαρχία και συνεχίζει για την εκκλησία: «ο ταλαίπωρος λαός πρέπει να χορτάση την λύσσαν και του ληστού της εκκλησίας, ήτοι του αρχιεπισκόπου». Ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει:  «Το πιο εύφορο και καλό μέρος της γης ήταν ιδιοκτησία των μοναστηριών. Μια χούφτα καλόγεροι….έπαιρναν αμύθητα εισοδήματα από γεννήματα, καρπούς, ζωντανά. Χιλιάδες αγρότες ήταν σκλάβοι των μοναστηριών κι έτρεφαν τους μικρούς και μεγάλους καλογέρους με το μόχτο και τον ιδρώτα τους». Στο πατριαρχείο ο Μωάμεθ παρέδωσε μονοπωλιακά την ημικοσμική και θρησκευτική εξουσία. Ούτε στην εποχή του Βυζαντίου δεν απόλαυσαν τέτοια προνόμια και τόσες εξουσίες. «Ο Πατριάρχης επείχεν απόλυτον εξουσία…ηδύνατο να δικάζη τας μεταξύ των χριστιανών διαφοράς…. τα εκκλησιαστικά κτήματα ανεγνωρίσθησαν  αναφαίρετα και αφορολόγητα….πας δε χριστιανός υπεχρεώθη να διαθέτη ωρισμένον μέρος της περιουσίας του υπέρ της εκκλησίας», καταγράφει μεταξύ άλλων το εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ελευθερουδάκη. Στις αρχές του 18ου αιώνα κυκλοφορεί από το πατριαρχείο η περίφημη Πατρική  Διδασκαλία εις ωφέλειαν των ορθοδόξων χριστιανών: «και οικονόμησεν ο άπειρος εν ελέει και πάνσοφος ημών Κύριος, δια να διαφυλάξη αλώβητον την αγίαν και ορθόδοξον πίστιν ημῶν, ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλεία των Οθωμανών αντί αυτής των Ρωμαίων….και ύψωσε την βασιλεία των Οθωμανών περισσότερο από κάθε άλλην….δια να αποδείξη αναμφιβόλως ὁτι θείω εγένετο βουλήματι….».

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι οι προεστοί της Πάτρας προεξάρχοντος του Π. Π. Γερμανού και του Ζαΐμη απείλησαν ότι θ’ αντιστεκόντουσαν στον Κολοκοτρώνη, αν αυτός βάδιζε προς την Πάτρα μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, διότι «ήθελαν ν’ απαλλαγούν μόνοι τους από τους Τούρκους». Το σημαντικό αυτό κάστρο έμεινε στα χέρια των Τούρκων μέχρι και την έλευση του Μαιζώνος ο οποίος το παρέδωσε εν τέλει στο ελληνικό κράτος. «Ο λαός σε όλη τη διάρκεια του αγώνα ήθελε να σκοτώσει τους άρχοντες» αναφέρει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.Ο Αντώνης Οικονόμου δολοφονήθηκε από οπλοφόρους του Ανδρέα Λόντου και Σωτήρη Χαραλάμπη ως ανταμοιβή για τον ξεσηκωμό τής Ύδρας, αφού προηγουμένως είχε φυλακισθεί από την υδραίικη αριστοκρατία. Τέλος, οι δύο φάσεις της εμφύλιας διαμάχης κατά τη διάρκεια του αγώνα μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών (και τους περί αυτών συνασπισμένους) υπαγορεύθηκαν από την ανάγκη άσκησης εξουσίας στο ανατέλλον κράτος καθώς και τη διαχείριση των χρημάτων του αγγλικού δανείου. Κανείς βέβαια δεν αρνείται τη συμμετοχή μέρους του κατώτερου κλήρου καθώς και μερικών επισκόπων (Παπαφλέσσας, Ησαΐας κ. α.) στον αγώνα, απλώς παραθέτουμε τα προνόμια και τις εξουσίες του Κλήρου κατά τη διάρκεια της οθωμανικής σκλαβιάς.

Το παρόν σημείωμα δε στοχεύει στο να παραθέσει ολόκληρη την ιστορία της προεπαναστατικής περιόδου και της περιόδου του αγώνα. Ορμώμενο απλώς από τα φληναφήματα των ημερών περί «ξεσηκωμού ολοκλήρου του έθνους» κτλ. πραγματοποιεί ορισμένες σκέψεις σχετικά με το ζήτημα, θα ήταν δε ευχής έργο αν αποτελούσε τροφή προς σκέψη για τους αναγνώστες του.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας