Εργατικός Αγώνας

Ξανά το Μακεδονικό

Tου Νίκου Μεταλληνού.

«ο αναγνώστης θα έπρεπε, όπως πάντοτε στην βαλκανική ιστοριογραφία,

να αφήνει το ένα αυτί του ανοιχτό

για να ακούει τον ήχο του τροχίσματος των τσεκουριών»[1].

 

Με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 η άρχουσα τάξη της χώρας βρέθηκε διχασμένη ως προς την στάση που έπρεπε να κρατήσει απέναντι στο ανεξάρτητο πλέον κράτος που δημιουργήθηκε στα βόρεια σύνορα. Το ένα κομμάτι της, το κοσμοπολίτικο, επιδίωκε ένα συμβιβασμό  στο θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ εκτιμώντας ότι εύκολα η  Ελλάδα θα έθετε υπό   τον οικονομικό  και τον πολιτικό έλεγχο της την πολύ μικρότερη, πληθυσμιακά και οικονομικά, γειτονική χώρα. Κορυφαίος εκφραστής αυτής της άποψης ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με την πασίγνωστη δήλωσή του: «Το όνομα που θα λάβουν τα Σκόπια δεν έχει μεγάλη σημασία, γιατί σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα το θυμάται».

Το άλλο κομμάτι, το εθνικό-λαϊκίστικο, ήταν υπέρ της σκληρής γραμμής η οποία εκφράζονταν από το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική», με άλλα λόγια γραμμή σύγκρουσης που αντικειμενικά άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο διάλυσης, ακόμη και με βίαια μέσα, του γειτονικού κράτους. Ήταν η εποχή  των  συλλαλητηρίων για την Μακεδονία,  στα οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις σύρθηκαν με επικεφαλής την ιεραρχία της εκκλησίας, όπου ακούγονταν συνθήματα του είδους «φωτιά φωτιά στα σκοπιανά σκυλιά». Το ΚΚΕ τότε, προς τιμή του, αρνήθηκε να συμμετάσχει σ’ αυτό το εθνικιστικό παραλήρημα («όλοι πλην Λακαιδεμονίων» όπως πικρόχολα σχολίασε τότε ο μακαρίτης Λεωνίδας Κύρκος).

ΟΙ δύο γραμμές που φαίνονταν τόσο διαφορετικές στην ουσία  ήταν ίδιες αφού το ζητούμενο από τη μία και από την άλλη  ήταν η μεγιστοποίηση των κερδών του ελληνικού καπιταλισμού από τις τεκτονικές πολιτικές και κοινωνικές  ανατροπές στις Βαλκανικές χώρες.

Η εθνικιστική γραμμή επικράτησε εκείνη την περίοδο γιατί την πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού διέσχιζε ένας άκρατος λαϊκισμός αλλά κυρίως επειδή  η  Γιουγκοσλαβία βυθίζονταν σε έναν αιματηρό εμφύλιο που υποδαυλίστηκε και ενισχύθηκε από ΕΕ και ΗΠΑ. Το ενδεχόμενο ανοιχτής  ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής επέμβασης  ήταν πολύ πιθανό και συνέβη το 1999 με τους αμερικανο-νατοϊκούς βομβαρδισμούς στην Σερβία. Για τους Ευρωπαίους και Αμερικάνους «συμμάχους μας» ο εθνικιστικός ίστρος στην Ελλάδα ήταν χρήσιμος γιατί  την έκανε περισσότερο συνεργάσιμη στα επιθετικά τους σχέδια.

Μετά την αμερικανο-νατοϊκή επέμβαση στην Σερβία και τον διακανονισμό που έγινε, όπως έγινε, στην περιοχή εξέλιπε ο λόγος της έντασης με την γειτονική χώρα. Όμως τα δύο κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία τότε (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) είχαν εκτεθεί το προηγούμενο διάστημα τόσο πολύ με εθνικιστικές κορόνες που δεν ήταν εύκολη η αλλαγή τακτικής στο θέμα αυτό.

Τότε, στο γεωπολιτικό παιχνίδι της περιοχής η Ρωσία ήταν εξαιρετικά αδύναμος παίχτης. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, μία αναβαθμισμένη οικονομικά και στρατιωτικά Ρωσία, με ενισχυμένο γόητρο, λόγω της επιτυχημένης επέμβασης  της στην Συρία, αναζητά νέα θέση και ρόλο στα Βαλκάνια. Η επιχειρούμενη είσοδος της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, κάτι που επιθυμεί διακαώς η φιλοδυτική κυβέρνηση αυτής της χώρας, είναι μέρος ενός γενικότερου σχεδίου το οποίο στοχεύει στην ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς  με στόχο την παρεμπόδιση της διείσδυσης της Ρωσίας στα Βαλκάνια.  Ελλάδα και ΠΓΔΜ σύρονται από Αμερικάνους και ΕΕ να προσγειωθούν στον ρεαλισμό και να αποκαταστήσουν σχέσεις καλής γειτονίας υπό τον μανδύα «προστασίας» του ΝΑΤΟ.

Ανεξάρτητα από τις υστερικές κραυγές των εθνικιστών[2] το μέρος που έκανε τις μεγάλες υποχωρήσεις στην υπογραφείσα συμφωνία είναι η ΠΓΔΜ, κάτι λογικό αφού είναι η πλέον αδύνατη πλευρά. Η χώρα αυτή δέχθηκε να αλλάξει το όνομα και το σύνταγμά της, να αρνηθεί την όποια σχέση της με την αρχαία Μακεδονία, να αποδεχθεί την σλαβική μήτρα της γλώσσας  και της εθνότητας της. Ουσιαστικά, οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ καλούνται να αλλάξουν την εθνική τους αφήγηση και αυτό δεν είναι εύκολο για μία κοινότητα ανθρώπων η οποία έχει ολοκληρώσει την εθνογέννεσή της με την συγκρότηση της σε κράτος     (Ομόσπονδο κράτος στα πλαίσια της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας, κράτος όμως)[3]. Όποιο ορισμό του έθνους και να πάρουμε, οι πολίτες της ΠΓΔΜ είναι έθνος, εκτός βέβαια της άποψης που θέλει το έθνος να συγκροτείται από ανθρώπους με κοινή φυλετική καταγωγή. Η άποψη αυτή εκτός από επικίνδυνη (την χρησιμοποίησε ο φασισμός με τις γνωστές τραγικές συνέπειες) είναι αντεπιστημονική και κατάδηλα εσφαλμένη, δεν χρειάζεται άλλη απόδειξη γι’ αυτό αρκεί να δει κανείς τους παίχτες των ομάδων στο παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου!

Το έθνος με   το περιεχόμενο που του δίνουμε σήμερα είναι φαινόμενο που γεννήθηκε με την νεωτερικότητα και τον καπιταλισμό, οι εθνικές αφηγήσεις συνηθίζουν να προσπαθούν  να αποδείξουν ότι υπάρχει προαιώνια. Για να γίνει αυτό δυνατό πρέπει να αλλάξουν ή να αποσιωπηθούν ιστορικά γεγονότα, με άλλα λόγια να κατασκευαστεί η ιστορία και συχνά να προστεθούν μυθοπλαστικά στοιχεία. Τα έθνη «πρέπει να λησμονούν πολλά» έλεγε ο Γάλλος ιστορικός και φιλόσοφος του 19ου αιώνα E. Renan[4]. Από τη στιγμή που η ηγεσία της ΠΓΔΜ δέχθηκε να αφαιρεθούν τα στοιχεία την εθνικής της αφήγησης που συγκρούονται με την αντίστοιχη αφήγηση της Ελλάδας, προφανώς δημιουργούνται συνθήκες εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών. Δυστυχώς αυτές τις εξελίξεις τις επιβάλουν Αμερικάνοι και ΕΕ με γνώμονα αποκλειστικά τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα, γι’ αυτό θα ήταν μάταιο να αναμένουμε ηρεμία στην περιοχή.

Οι έξαλλες φωνές των Ελλήνων εθνικιστών ότι με την συμφωνία αναγνωρίζεται η ύπαρξη μακεδονικού έθνους και μακεδονικής γλώσσας,  είναι μισαλλόδοξες και οδηγούν σε σύγκρουση τους δύο λαούς. Εξάλλου και για να είμαστε ακριβείς,  στην συμφωνία δεν αναγνωρίζεται μακεδονική εθνότητα αλλά μακεδονική ιθαγένεια που είναι κάτι διαφορετικό[5]. Όσο για τη γλώσσα, η άποψη του μεγάλου ιστορικού E. Hobsbawm είναι ότι: «οι εθνικές γλώσσες είναι σχεδόν πάντοτε κατά το ήμισυ τεχνητά κατασκευάσματα και περιστασιακά όπως η σύγχρονη εβραϊκή γλώσσα, κυριολεκτικά επινοημένες. Είναι το αντίθετο από αυτό που η εθνικιστική μυθολογία τις θεωρεί ότι είναι, δηλαδή οι αρχέγονες βάσεις του εθνικού πολιτισμού και οι μήτρες του εθνικού πνεύματος»[6].

Είναι λυπηρό που το ΚΚΕ το οποίο στο μακεδονικό ζήτημα  δεν φοβήθηκε στο παρελθόν να συγκρουστεί με τον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία με λάθη και με κόστος είναι αλήθεια -λάθη όμως  από την μεριά του διεθνισμού- σήμερα, μέσω του Γραμματέα του στην  Βουλή, να καταγγέλλει «την αποδοχή από την Ελληνική κυβέρνηση των ανιστόρητων θέσεων περί μακεδονικού έθνους, μακεδονικής γλώσσας που αποτελούν βασικά στηρίγματα του αλυτρωτισμού».

Το  πρόβλημα δεν είναι ο αλυτρωτισμός της γείτονας χώρας αλλά η πολιτική της εθελοδουλίας στον ευρωατλαντικό άξονα που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση, όπως και όλες οι προηγούμενες εξάλλου. Η ιστορία του τόπου μας διδάσκει ότι η υποταγή στα ιμπεριαλιστικά σχέδια όχι μόνον δεν εξασφαλίζει την ειρήνη και τα συμφέροντα του λαού μας αλλά αντίθετα εκθέτει τη χώρα μας σε πολύ μεγάλους κινδύνους. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την απογοήτευση του κόσμου και την απαξίωση στην συνείδηση του της πολιτικής, το γεγονός ότι μία κυβέρνηση που θέλει να λέγεται ότι είναι «με κορμό την αριστερά» υλοποιεί με εξαιρετική αποτελεσματικότητα τις μνημονιακές πολιτικές και τώρα τα ευρωατλαντικά γεωπολιτικά και οικονομικά σχέδια στα Βαλκάνια.

Αυτός είναι και ο λόγος του πολύ μεγάλου εκνευρισμού της  ΝΔ γιατί βλέπει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κερδίζει την εμπιστοσύνη Ευρωπαίων και Αμερικάνων και αυτό απομακρύνει την προοπτική να κυβερνήσει. Το χειρότερο όμως για την ΝΔ είναι ότι στους κόλπους της βρίσκεται ένα σημαντικό ακραία εθνικιστικό κομμάτι το οποίο οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αυτονομηθεί και να αποχωρίσει. O Μητσοτάκης προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ κοσμοπολίτικου «ρεαλισμού» και εθνικιστικής παράκρουσης, δύσκολη ισορροπία που μπορεί να την χάσει μαζί με το όνειρο να γίνει πρωθυπουργός. Αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετωπίζει και ο Τσίπρας γιατί οι ΑΝΕΛ δέχονται μεγάλες πιέσεις να άρουν την στήριξη στην κυβέρνηση.

Για άλλη μια φορά οι δύο αστικές γραμμές (κοσμοπολιτισμός, εθνικο-λαϊκισμός) συγκρούονται διχάζοντας το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο, με την Αριστερά δυστυχώς να μη μπορεί να παίξει σημαίνοντα ρόλο. Γι’ αυτό, οι πολιτικές εξελίξεις γίνονται απρόβλεπτες παρότι στην Ελληνική πολιτική σκηνή το πλεονέκτημα το έχει συνήθως αυτός που υλοποιεί τους σχεδιασμούς των «συμμάχων και φίλων».

 


[1]Ε.Hobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 94

[2]Για να γίνει κατανοητός ο ανορθολογισμός των εθνικιστών, αρκεί να πούμε ότι θεωρούν απαράδεκτο να λέγεται ο Βόρειος γείτονας Βόρεια Μακεδονία, την ίδια στιγμή που θεωρούν σωστό η Νότια Αλβανία να λέγεται Βόρειος Ήπειρος!

[3]Κατά τη γνώμη μου η αναγνώριση Μακεδονικού Έθνους και η ανακήρυξη ξεχωριστής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας δεν ήταν μία δόλια ενέργεια της Τιτοϊκής ηγεσίας με σκοπό να εγείρει διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας. Ο Τίτο παρότι συγκρούστηκε με τον Στάλιν το 1948 και αποπέμφθηκε από την Κομινφόρμ παράμεινε, ετερόδοξος έστω, κομμουνιστής. Θεωρίες, που διατυπώνονται ακόμη και από ορισμένους Αριστερούς, οι οποίες τον αντιμετωπίζουν περίπου σαν πράκτορα των Αμερικάνων και συνεργάτη των ιμπεριαλιστών, υποτιμούν το ρόλο και μέγεθος της προσωπικότητας. Για τους κομμουνιστές που προέρχονταν ή ανήκαν στο τριτο-διεθνιστικό ρεύμα ήταν θέμα αρχής η υπεράσπιση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση των εθνοτήτων. Η επιτυχημένη εφαρμογή αυτής της αρχής στην πολυεθνική ΕΣΣΔ έκανε ποιο ισχυρή την υπεράσπισή της. Για εσωτερικούς λοιπόν λόγους που είχαν να κάνουν με την σταθερότητα του Γιουγκοσλαβικού κράτους η Τιτοϊκή ηγεσία διαμόρφωσε μία πολύπλοκη ταξινόμηση των εθνικών ομάδων αλλά δημιούργησε και νέες, όπως την Μακεδονική το 1943 και των μουσουλμάνων της Βοσνίας που αναγνωρίστηκαν σαν ξεχωριστό έθνος το 1971.

[4]Αναφέρεται από τον B. Aderson στο βιβλίο του «Φαντασιακές κοινότητες», Εκδ. Νεφέλη, σελ. 238.

[5]Δεν είμαι ειδικός σε θέματα διεθνούς δικαίου ωστόσο αν κάποιος μπει στην διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια wikipedia στο λήμμα ιθαγένεια θα διαβάσει: «Επειδή τα σύγχρονα κράτη είναι δομημένα στη λογική του εθνικού κράτους, συνήθως τα μέλη τους έχουν ίδια ιθαγένεια και εθνικότητα. Αυτό έχει οδηγήσει στην εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες, στην πραγματικότητα όμως οι δύο όροι σημαίνουν διαφορετικές σχέσεις:

 Η ιθαγένεια περιέχει πολιτική-νομική έννοια: εκφράζει τη σχέση κράτους – πολίτη, με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για αμφότερα τα μέρη από αυτήν.

·Αντίθετα, η έννοια της εθνικότητας είναι ηθική-πολιτισμική: εκφράζει τη σχέση του ανθρώπου με τον πολιτισμό απ’ όπου προέρχεται η οικογένειά του και με τις αξίες της οποίας μεγαλώνει.

Η διαφορά των εννοιών γίνεται εύκολα κατανοητή στην περίπτωση των μειονοτήτων. Για παράδειγμα, ένας Βορειοηπειρώτης είναι συνήθως αλβανικής ιθαγένειας, αλλά ελληνικής εθνικότητας».

[6]Ε.Hobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 80.

 

Πηγή: kommon.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας