Εργατικός Αγώνας

Αφήστε τη φύση και τους δασολόγους να κάνουν τη δουλειά τους

Γράφει ο Κώστας Ζαφειρόπουλος.

Στον δημόσιο λόγο για την τραγωδία της 23ης Ιουλίου το κέντρο βάρους της συζήτησης εντοπίζεται στον τρόπο αντίδρασης της Πολιτικής Προστασίας, στα ακραία φαινόμενα και στην ανεξέλεγκτη δόμηση, η οποία δημιούργησε στο Μάτι μια πραγματική παγίδα θανάτου.

Στα κυβερνητικά μέτρα άμεσης παρέμβασης που εξαγγέλθηκαν η έμφαση δίνεται στο δομημένο περιβάλλον, ωστόσο απουσιάζει προς το παρόν η καθοριστική συμβολή των δασολόγων.

Κι όμως σε κάθε πυρκαγιά εκτός από τις καιρικές συνθήκες ο κρισιμότερος παράγοντας είναι η διαθέσιμη καύσιμη ύλη.

Γιατί στην Ελλάδα, και ειδικά στην Ανατολική Αττική, η οποία καίγεται με πανομοιότυπο τρόπο τα τελευταία 40 χρόνια, καταστρέφονται οι ίδιες εκτάσεις, με τις εστίες να βρίσκονται σε περιοχές που αρκετές είχαν ήδη αναδασωθεί;

Η «Εφ.Συν.» επιχειρεί να φωτίσει το ζήτημα της αποκατάστασης δασικών οικοσυστημάτων και τοπίων ύστερα από φυσικές καταστροφές διαπιστώνοντας πως σοβεί χάσμα μεταξύ της επιστημονικής γνώσης και των εφαρμογών που ακολουθούνται στη διαδικασία αποκατάστασης.

Το μακρινό 1999, ο καθηγητής στο ΕΚΠΑ, στο ΑΠΘ και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Νίκος Μάργαρης, ειδικός στην οικολογία των μεσογειακών οικοσυστημάτων, έγραφε στο «Βήμα»:

«Οι πανεθνικές εκστρατείες δενδροφύτευσης με ό,τι δέντρο βρούμε πρόχειρο, που το φυτεύουμε όπου μας καπνίσει και συγχρόνως περιμένουμε να γίνει δάσος, θυμίζουν παράλογη κωμωδία. Όταν βλέπω στην τηλεόραση να προβάλλονται τέτοιες δραστηριότητες και τους τοπικούς άρχοντες να ποζάρουν πανευτυχείς αναλύοντας τα μακρόπνοα σχέδιά τους, ειλικρινά απελπίζομαι. [..] Παράδειγμα, οι πρόποδες του Υμηττού. Οι πρόσκοποι πάνε και φυτεύουν πεύκα και τους ακολουθούν τα ΚΑΠΗ που αναδασώνουν με ευκάλυπτους, το ΠΑΚΟΕ με ό,τι βρει πρόχειρο, οι ορειβάτες με κυπαρίσσια και τα ‘‘λυκόπουλα’’ με ό,τι περίσσεψε από τους παραπάνω. Οπότε η αναδάσωση-κουρελού είναι γεγονός ώς την επόμενη πυρκαγιά».

Το άρθρο του είχε τον προκλητικό, όπως συχνά και ο συγγραφέας του, τίτλο «Πώς οι αναδασώσεις καταστρέφουν τα δάση» και παρότι μοιάζει κάπως άδικο για όλους τους εθελοντές, αναδεικνύει μια διαχρονική αλήθεια.

Συμπεράσματα

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η κατατοπιστική, αναλυτική μελέτη (2014) του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Συστημάτων (Γ. Καρέτσος, Γ. Ξανθόπουλος, Ευαγγελία Τσάρτσου):

«Το πρώτο μας μέλημα δεν είναι η αναδάσωση, η οποία πολλές φορές με τον τρόπο που γίνεται προκαλεί μεγαλύτερα προβλήματα, αλλά η προστασία και η αναγέννηση της φυσικής αναγέννησης» (Κεφάλαιο 2, σελ. 44).

«Τα είδη που βάζουμε πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στα τοπικά οικοσυστήματα. Λάθη γίνονται πολύ συχνά με την τοποθέτηση ακατάλληλων ειδών κυρίως από τους εθελοντές. Επίσης συχνά δεν φυτεύονται σωστά και έτσι δημιουργείται μεγαλύτερο πρόβλημα, γίνεται ένας αγώνας επιβίωσης και τότε χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες νερού. Τώρα ο ΣΚΑΪ κάνει μια προσπάθεια να αλλάξει κάποια πράγματα γιατί είδε πολλές από τις αναδασώσεις του τα προηγούμενα χρόνια να πεθαίνουν», εξηγεί ο δασολόγος Γαβριήλ Ξανθόπουλος, ένας εκ των συντακτών της παραπάνω μελέτης.

Σε πολλές από τις αναδασώσεις, όπως αυτές της Πάρνηθας, συμμετοχή δεν είχε μόνο ο τηλεοπτικός σταθμός, αλλά και το δασαρχείο της περιοχής, ο Φορέας Διαχείρισης του εθνικού δρυμού και η Διεύθυνση Αναδασώσεων Αττικής αλλά και εταιρείες στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

Στην Πάρνηθα πάντως η αναδάσωση, σύμφωνα με τους οργανωτές, γίνεται με εθελοντές που έχουν περάσει τα στάδια εκπαίδευσης σύμφωνα με το πρόγραμμα του Φορέα Διαχείρισης, ενώ συμβολή στην εκπαίδευση έχει και το WWF.

«Οι ενέργειες των αναδασώσεων είτε του ΣΚΑΪ είτε των προσκόπων έχουν κυρίως εκπαιδευτικό χαρακτήρα και το αποτέλεσμα είναι μηδαμινό. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν να φυτεύουν, δεν ξέρουν καν να πιάνουν αξίνα, πώς ένα παιδί μιας πόλης θα σκάψει ένα έδαφος το οποίο είναι σκληρό, άγονο και δύσκολο; Είναι πολύ καλύτερο απλά να πάνε να ποτίσουν. Είναι έγκλημα να φυτεύουν έτσι όπως το κάνουν και είναι έγκλημα για όλες τις προσπάθειες που έχει κάνει η δασική υπηρεσία ώστε να μεγαλώσει αυτά τα δεντράκια που καταδικάζονται σε θάνατο», αντιτίθεται ο ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, Γιώργος Καρέτσος.

Κανένας βέβαια, ούτε ο τελευταίος, δεν ισχυρίζεται πως για τις φονικές πυρκαγιές υπαίτιοι είναι όσοι καλοπροαίρετα επιχειρούν τις αναδασώσεις.

Όμως η φύση έχει τους δικούς της κύκλους, τη δική της εξέλιξη και διαδοχή. Έτσι η βλάστηση είναι δυναμική, άλλοτε σε έξαρση άλλοτε σε υποχώρηση, αναλόγως κυρίως από τον ανθρώπινο παράγοντα.

Τι δείχνουν τα στοιχεία

Στην εστία της καταστροφικής φωτιάς στην Πεντέλη υπήρξε σαφέστατα αυξημένη καύσιμη ύλη, εξηγούν οι δασολόγοι. Υπήρχε πευκοδάσος που είχε αναγεννηθεί μετά τις προηγούμενες φωτιές, καθώς ο Βουτζάς είχε ήδη καεί από το 2005.

Κοντά στα οικοτροφείο Λύρειο, στα βορειοανατολικά του Ν. Βουτζά, είχαν πραγματοποιηθεί αρκετές αναδασώσεις στο παρελθόν.

Οι επιστήμονες επισημαίνουν πως η άνοδος της θερμοκρασίας μαζί με την ξηρασία αποτελούν φονικό συνδυασμό. Όμως φέτος δεν είχαμε τόση ξηρασία εξαιτίας των πολλών βροχών.

Συνέβησαν τρία πράγματα:

Πρώτον, οι πυρκαγιές ήταν επικόρυφες (πυρκαγιές κόμης), δηλαδή διαδίδονταν πολύ γρήγορα από τις κορυφές, εξαιτίας της ταχύτητας του ανέμου αλλά και χάρη στη γειτνίαση εύφλεκτων δένδρων.

Δεύτερον, η υγρασία στο έδαφος δεν άφηνε να καούν τα κάτω μέρη των δέντρων.

Τρίτον, ακριβώς επειδή είχε βρέξει πολύ είχαν αναπτυχθεί τα αποκαλούμενα θερόφυτα, φυτά που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της άνοιξης και στη συνέχεια ξεραίνονται, οπότε πολύ εύκολα μετέφεραν τη φωτιά με μεγάλη ταχύτητα.

Όπως προκύπτει από τις πρώτες έρευνες, πολλοί οικοπεδούχοι στο Μάτι, στη Νέα Μάκρη, στην Καλλιτεχνούπολη και στον Βουτζά δεν καθάριζαν τα οικόπεδά τους από ξερά χόρτα και εύφλεκτα σκουπίδια. Αυτά που είχαν την τιμητική τους ήταν τα πεύκα.

Οι εργολάβοι των αναδασώσεων και οι δήμοι

Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους στην αναδάσωση, όπως υπογραμμίζει και η οργάνωση WWF, είναι ότι «φυτεύουμε ένα δέντρο για κάθε ένα που κάηκε».

«Δεν αναδασώνουμε ποτέ οτιδήποτε έχει καεί. Συνήθως αφήνουμε τη φυσική αναγέννηση να κάνει τη δουλειά της, μας γλιτώνει και κόπο και χρήμα. Είναι και πιο υγιής και πιο προσαρμοσμένη αυτή η βλάστηση από το να φέρουμε από μακριά άλλους σπόρους», λέει στην «Εφ.Συν.» ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος.

Αυτό που πρέπει να αποφεύγεται είναι η μονοκαλλιέργεια και γι’ αυτό προτείνονται πολλά άλλα είδη, όπως οι κουτσουπιές, οι πικροδάφνες, οι χαρουπιές. Οι εικόνες στην Ανατολική Αττική με τα πεύκα να έχουν καεί ολοσχερώς και τις χαρουπιές δίπλα να μην έχουν πάθει τίποτα είναι ενδεικτικές.

Ένα παράδειγμα υποδειγματικής διαμόρφωσης αστικού τοπίου θεωρείται η προσπάθεια του αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη γύρω από την Ακρόπολη από τη δεκαετία του ’50, πολύ πριν από την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, όπου έχει δημιουργηθεί ένας γοητευτικός συνδυασμός διάφορων μεσογειακών φυτών, όπως η χαρουπιά, η αγριελιά, η δενδρώδης μηδική, η δάφνη.

Στο παρελθόν οι αναδασώσεις γίνονταν κυρίως από τη δασική υπηρεσία με αυτεπιστασία. Υπήρχε προσωπικό, υποδομές και φυτώρια.

«Τώρα ποιος θα τα κάνει όλα αυτά; Θα τα δώσουμε σε εργολάβο, ο οποίος πού θα βρει τον σπόρο; Από πού θα αντλήσει φυτά; Θα ανατρέξει σε ιδιωτικά φυτώρια, θα αναγκαστεί να φέρει από το εξωτερικό, θα αρχίσουν οι οικολογούντες να λένε δικαίως ότι καταστρέφεται η βιοποικιλότητα. Ή θα φέρουν από άλλα φυτώρια που είναι στη Βόρεια Ελλάδα και ενδεχομένως γίνουν και άλλα λάθη», επισημαίνει ο Γ. Καρέτσος, ο οποίος υποστηρίζει πως χρειάζεται μια καλή δασική υπηρεσία, καλά χρηματοδοτημένη και οργανωμένη, ώστε σε αυτές τις περιοχές όταν αρχίσει να βγαίνει το δάσος να γίνουν και αραιώσεις.

«Το σημαντικότερο είναι να δώσουμε οδηγίες στους κατοίκους. Στο τέλος, τα σπίτια και τα οικόπεδα αυτοί θα τα χειριστούν. Οφείλουμε να τους πούμε: ‘‘Ως πολιτεία δεν μπορούμε εμείς να εγγυηθούμε ότι δεν θα φτάσει η φωτιά στην πόρτα σου. Οι πιθανότητες είναι πραγματικές, δεν είναι θεωρητικές, είναι δυστυχώς 25-30%’’. Στη συνέχεια θα πρέπει ο Δήμος Νέας Μάκρης και ο Δήμος Ραφήνας να καλέσουν τον χώρο των ειδικών σχετικά με τις αναδασώσεις, σχετικά με τον τρόπο που χτίζουμε τα σπίτια, για τη συλλογή προτάσεων από τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι θα εντοπίζουν τα αδύναμα σημεία», προσθέτει ο Γ. Ξανθόπουλος.

«Η κατάρα του πεύκου»

«Οι αναδασώσεις γίνονται με πεύκα, τα οποία λόγω του ρετσινιού είναι μπουρλότα έτοιμα να ανάψουν. Οι αναδασώσεις δεν γίνονται με τη χλωρίδα που υπήρχε. Στο Πεντελικό Ορος, για παράδειγμα, μόνο ένα μικρό κομμάτι είχε από παλιά πεύκα», διευκρινίζει ο επόπτης του Κέντρου Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, Χρήστος Ζερεφός.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το ξινόπευκο καίγεται επτά φορές πιο γρήγορα από τα άλλα δέντρα, το ρετσίνι που έχει μέσα στον κορμό του είναι ιδιαίτερα εύφλεκτο και το παράγει για να καλύψει τις πληγές του. Όσο το «πληγώνουμε», λένε οι δασολόγοι, κλαδεύοντάς του τα χαμηλά κλαριά του στις αυλές των σπιτιών για λόγους αισθητικούς, αυτό παράγει ακόμα περισσότερο ρετσίνι.

«Είναι σαν το δαδί που χρησιμοποιούσαμε ως προσάναμμα στα χωριά μας», εξηγεί ο δασολόγος Γ. Καρέτσος.

Mας διευκρινίζει πως στα μεσογειακά κλίματα, η φύση ευνοεί το πεύκο γιατί είναι λιτοδίαιτο φυτό, δεν απαιτεί πολύ νερό και αναπτύσσει ένα φοβερό ρίζωμα που είναι δεκαπλάσιο της κόμης του.

Το πεύκο δεν αναγεννιέται με άλλον τρόπο, αλλά μόνο μέσω της φωτιάς, καθώς αναζητά ορυκτό έδαφος. Η φωτιά δεν καίει στο πέρασμά της τα κουκουνάρια και αυτά σκορπίζουν στη συνέχεια δισεκατομμύρια σπέρματα.

Με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου και στην Ανατολική Αττική αυτά θα ξαναβλαστήσουν.

Οι επιστήμονες είναι ξεκάθαροι, το ζήτημα δεν είναι φυσικά η δαιμονοποίηση του… πεύκου, αλλά ο τρόπος και η φιλοσοφία γύρω από την οποία υλοποιείται η αναδάσωση, η πρόληψη, η οργάνωση του χώρου, η προστασία της κατοικίας και του δάσους.Αφέθηκε στη μοίρα της…

Μια από τις υποδειγματικές αναδασώσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ήταν αυτή στην Ηλεία κοντά στον χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας.

Όμως οι πόροι διατέθηκαν μόνο για 3-4 χρόνια μετά τις πυρκαγιές, οι αραιώσεις δεν έγιναν, η χαλέπιος πεύκη επικράτησε και πάλι. Το τοπίο πρασίνισε ξανά καθώς τα εδάφη είναι πραγματικά πλούσια, το θέμα ξεχάστηκε. Σήμερα οι δασολόγοι ανησυχούν.

«Προφανώς κινδυνεύουμε και πάλι στην Ηλεία σε λίγα χρόνια να συμβούν τα ίδια. Προσπαθήσαμε να ευνοήσουμε και άλλα είδη, όπως η κουμαριά, ο σχίνος, το πουρνάρι, η αριά κ.λπ., ακόμα και φυλλοβόλα όπως η δρυς, αλλά ελλείψει πόρων και εργατών αποδείχθηκε ματαιοπονία», μας λέει ανήσυχος ο Γ. Καρέτσος.

Η επόμενη μέρα στο Μάτι

«Στο Μάτι το πρόβλημα δεν είναι μόνο η δόμηση και τα αυθαίρετα. Αν το αφήσεις όπως ήταν, θα γίνει ένα ακόμα πιο πυκνό δάσος, έτοιμο και να ξανακαεί. Αυτά τα είδη δέντρων ανταγωνίζονται μεταξύ τους και όποιο δεν προλαβαίνει να βρει φως και νερό, πεθαίνει. Αυτό που πεθαίνει παραμένει νεκρό ανάμεσα στα άλλα και αυτό έχει αποτέλεσμα να συσσωρεύεται καύσιμη ύλη και να είναι μπουρλότο για τον επόμενο κύκλο», επισημαίνει ο Γ. Ξανθόπουλος.

Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει πρόβλεψη ότι πρέπει μετά την πυρκαγιά να αναμένουμε 1-3 χρόνια για να δούμε τι θα δώσει η φύση.

Στη συνέχεια οι δασολόγοι πρέπει να παρατηρήσουν πού έχει εγκαθιδρυθεί η αναγέννηση και όταν τα φυτά είναι ακόμα στο μισό με ένα μέτρο, ορίζονται αυτά που θα κοπούν.

Στα επόμενα 5 με 10 χρόνια πρέπει να γίνει ακόμα μία αραίωση ώστε να δημιουργηθεί ένα δάσος που να αποτελεί αισθητικά μια ευχάριστη εικόνα, αλλά και να επιτρέπει την άνετη κίνηση.

Μετά τα 15 χρόνια και όταν θα έχουμε ένα ύψος πάνω από 4-5 μέτρα, αρχίζουμε από κάτω να αποκλαδώνουμε, λένε οι ειδικοί. (Εγχειρίδιο αποκατάστασης δασικών οικοσυστημάτων μετά από φυσικές καταστροφές, Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Συστημάτων, 2014).

Επιπλέον απαιτείται μίξη των μη εύφλεκτων ειδών, αποφεύγοντας είδη τα οποία είναι εύφλεκτα, όπως το σπαρτό, το οποίο είναι ωραίο αισθητικά με το κίτρινο χρώμα, αλλά ενέχει μεγάλους κινδύνους.

 

Πηγή: efsyn.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας