Εργατικός Αγώνας

Ο Joker στο δικό μας Γκόθαμ Σίτι

Του Θανάση Σκαμνάκη.

Το Joker δεν είναι πια μόνο μια ταινία. Όταν στις δυο βδομάδες προβολής του στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει τα 450.000 εισιτήρια. Όταν από στόμα σε στόμα μεταδίδεται η πληροφορία πως στις κινηματογραφικές αίθουσες κάτι συμβαίνει, δημιουργώντας ουρές στα ταμεία. Όταν στις ΗΠΑ το FBI στέλνει πράκτορες στις προβολές για να ελέγξουν την κατάσταση, μην τυχόν οι νεαροί θεατές προσπαθήσουν να μιμηθούν τα όσα βλέπουν στην οθόνη. Όταν, όταν…, δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με ένα κινηματογραφικό έργο αλλά με ένα πολιτικό και κοινωνικό γεγονός. 

 Επανέρχεται μια παλιά αξία. Οι αίθουσες γίνονται προάγγελοι των γεγονότων! Ή έστω αποτυπώνουν μια ρέουσα υπόγεια αναζήτηση και προσδοκία!

Μέσα εκεί, με κεντρικό ανακλαστή την οθόνη, γίνεται η επικοινωνία χιλιάδων θεατών που σταδιακά παύουν να είναι θεατές και γίνονται, κατά έναν τρόπο, συμμέτοχοι, ή και συνένοχοι. Μια επικοινωνία προϋπόθεση πολλών άλλων.

 Στην ταινία επανέρχεται η φωνή του Τομ Γουλφ που έρχεται από το 1987:

Για κατεβείτε από τους ουρανοξύστες σας, όλοι εσείς μέλη των διοικητικών συμβουλίων  και δικηγόροι συγχωνεύσεων! Εδώ είναι ο Τρίτος Κόσμος! Οι Πορτορικανοί, οι μετανάστες απ’ τις Δυτικές Ινδίες, οι Ταϊτινοί, οι Δομινικανοί, οι Κουβανοί, οι Κολομβιανοί, οι Ονδουρανοί, οι Κορεάτες, οι Κινέζοι, οι Θιβετιανοί, οι Βιετναμέζοι, οι Εκουαδοριανοί, οι Παναμέζοι, οι Φιλιππινέζοι, οι Αλβανοί, οι Σενεγαλέζοι, οι Αφροαμερικανοί!… Όλοι εσείς που μαστορεύετε τα Σάββατα πιστεύετε πως είστε ασφαλείς μέσα στις μικροαστικές σας ανέσεις; Δεν σκέφτεστε ότι σας χωρίζει μόνο μια γέφυρα από το μέλλον; Κι εσείς, οι Wasp, (λευκοί αγγλοσάξονες προτεστάντες, δηλαδή η άρχουσα τάξη στην αμερικάνικη κοινωνία) με τους φιλανθρωπικούς χορούς σας, που στρογγυλοκάθεστε σε βουνά από χρήμα που κληρονομήσατε εκεί ψηλά στα υπέροχα διαμερίσματά σας με τα πανύψηλα ταβάνια και τις δυο πτέρυγες, μια για σας και μια για το υπηρετικό προσωπικό, πιστεύετε στ’ αλήθεια πως είστε στο απυρόβλητο; Κι εσείς, πάλι, Γερμανοεβραίοι τραπεζίτες, που καταφέρατε τελικά να χωθείτε σ’ αυτά τα κτίρια για ν’ απομονωθείτε καλύτερα από τις ορδές των στελτ (μικρή εβραϊκή πόλη ή χωριό στην ανατολική Ευρώπη), έχετε την εντύπωση πως απομονωθήκατε από τον Τρίτο Κόσμο;” (Τομ Γουλφ: Η πυρά της ματαιοδοξίας”, εκδ. Σέλας)        

 Υπάρχει μια σκηνή στην αρχή της ταινίας, όπου ο Άρθουρ αναφέρει στους συναδέλφους του ότι του πήραν την ταμπέλα κάποια αλητάκια και εν συνεχεία τον ξυλοκόπησαν χάριν παιχνιδιού, σχολιάζοντας πως εκεί έξω γίνεται πόλεμος, και πως το σύστημα είναι μια εξόντωση. Εκείνη τη στιγμή έχεις την αίσθηση πως ανοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας στο δρόμο βρίσκεσαι μέσα στη δίνη ενός πολέμου. Καθένας απέναντι, δίπλα, μπροστά σου είναι εν δυνάμει εχθρός. Όχι ένας υπόγειος αλλά ένας εν εξελίξει πόλεμος. 

Και εν τω μεταξύ, ούτε μπορείς να τον κλείσεις απέξω. Είναι παρόν και στο στενό σου χώρο, επαγγελματικό και οικογενειακό, όπως διαπιστώνει με φρίκη εν συνεχεία ο Τζόκερ. Ο κόσμος του είναι ο δικός μας κόσμος, ο σύγχρονος καπιταλισμός.

Και δεν υπάρχει ασφαλές καταφύγιο.

 Στην πραγματικότητα μέσα στην υπερβολή και το συμπυκνωμένο χρόνο μιας ταινίας περιέχεται το παρόν μας και κάποια από τα στοιχεία του μέλλοντος μας.

 Καθόμαστε σ’ ένα βαρέλι με μπαρούτι έτοιμο να εκραγεί. Ποιός θα ανάψει τη φλόγα και πότε, είναι ένα ενδιαφέρον αλλά και αφελές ερώτημα. Η φλόγα μπορεί να ανάψει οποιαδήποτε στιγμή με οποιαδήποτε αφορμή. Οι αιτίες είναι συσσωρευμένες.   

 Φυσικά οι εκρηκτικές ύλες που συσσωρεύονται όταν πυροδοτηθούν καταστρέφουν  ανεξέλεγκτα, ανθρώπους, οικοδομές, φύση, σε μια δραματική αλληλουχία η οποία καταντάει να μην έχει σκοπό και δημιουργική δυνατότητα. Το τοπίο φλέγεται αδιακρίτως. Όπως στο τέλος της ταινίας. Αλλά, ωστόσο, αναγνωρίζει τους ήρωές του και τους αντιπάλους του. Ακόμα κι αν δεν μπορεί να βρει τη συνέχεια στο παραμύθι. Ένα ακόμα αδιέξοδο; Μια ακόμη τυφλή έκρηξη; Οι ερωτήσεις τίθενται και καλούμαστε να βρούμε και να δώσουμε απαντήσεις στο παρόν.    

 Στο οποίο παρόν επικρατεί ο φόβος, η απογοήτευση μέχρι απελπισίας, η απόγνωση του αδιέξοδου, η ασφυξία μιας σάλας όπου είμαστε μαζεμένοι όλοι και η οποία δηλητηριάζεται σταδιακά και κάποιοι το καταλαβαίνουν αλλά οι περισσότεροι συνηθίζουν σιγά-σιγά το δηλητήριο και διατάζουν τους ανησυχούντες να κάνουν ησυχία για να ακούσουν τον ομιλητή. Αλλά το δηλητήριο διοχετεύεται και το συμπτώματα ασφυξίας πολλαπλασιάζονται. Η ζάλη μπορεί να τους σκοτώσει, μπορεί και να τους εξεγείρει. Προς το παρόν τους ναρκώνει. Κι αν δεν θέλουν να πεθάνουν δηλητηριασμένοι, αργά ή γρήγορα θα συνειδητοποιήσουν πως χρειάζεται να μιμηθούν εκείνους τους ανήσυχους που κάνουν φασαρία.   

 Βιώνουμε τις εποχές μια αφασίας αλλά που είναι ταυτόχρονα εποχές του αναγκαίου αναστοχασμού. Όταν οι θόρυβοι έχουν κοπάσει στους δρόμους, τα επείγοντα καθήκοντα δεν καταδιώκουν τους επαναστατημένους και τους ανήσυχους, η αδράνεια ωθεί σε περισυλλογή και εξαγωγή συμπερασμάτων, μη δε και αυτοκριτική, όπου νέες δυνάμεις ψάχνουν τους τρόπους να βγουν στο προσκήνιο,

Οι εποχές κάνουν στάση για να σκεφτούν και να ανασυνταχθούν, αδιαφορώντας για τα θύματα αυτής της “ειρήνης”. Για τις παραιτήσεις, την απελπισία, τις αυτομολίες, την τρέλα και τις αυτοκτονίες…

 Προς το παρόν, αυτά. Αλλά, όπως δείχνουν οι ποικίλες αίθουσες, οι προετοιμασίες γίνονται κάπου εκεί πίσω. Και μερικές φορές, όπως έχει αποδείξει το παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο, ανάμεσα σ’ αυτό που προφητεύει η οθόνη και σ’ αυτό που ακολουθεί στην πραγματικότητα η απόσταση μπορεί να είναι ούτε καν ένας δρόμος ή μια κλειστή πόρτα.

 

Πηγή: kommon.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας