Εργατικός Αγώνας

Για τα 73 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ: πρέπει άραγε να αναστοχαστούμε πάνω στο αυτονόητο;

της Ρένας Γιαννοπούλου

«Ο αγώνας αυτός βγαίνει μέσα από τη σημερινή αντικειμενική πραγματικότητα και από τη σημερινή ψυχική διάθεση ολόκληρου του λαού. Για να πετύχει, πρέπει να ανταποκρίνεται και στις ανάγκες της πραγματικότητας, και στην αληθινή ψυχική διάθεση του λαού. Πρέπει να ριζώσει βαθειά μέσα στα πράγματα, να ριζώσει μέσα στη γη μας, ν` αγκαλιάσει την ακατανίκητη λαχτάρα του λαού για τη λευτεριά του. Γι` αυτό είναι ανάγκη και τα γνωρίσματά του και οι σκοποί του και τα συνθήματά του να βγουν μέσα από τις ανάγκες και μέσα από τους πόθους του λαού, και τότε μόνο θα οδηγηθούμε και στο σωστό δρόμο για την οργάνωσή του».

Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».

Στη θρυλική μπροσούρα με την οποία αναλύει τους σκοπούς του ΕΑΜ, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους πιο τελεσφόρα θα μπορέσει να οργανώσει τον αγώνα του ελληνικού λαού για την εθνική και κοινωνική του ελευθερία, ο μεγάλος φιλόσοφος και παιδαγωγός ορίζει, μεταξύ άλλων, τη σχέση που πρέπει να έχουν οι στόχοι μιας κινηματικής, ακόμη και επαναστατικής διαδικασίας με τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό παράγοντα: με τις αντικειμενικές ιστορικοπολιτικές συνθήκες και τα αιτήματα που αυτές θέτουν, αλλά και με το βαθμό ωρίμασης του υποκειμενικού παράγοντα, των λαϊκών μαζών που η κίνησή τους κινεί ολόκληρη την ιστορία.

Στις μέρες μας, 73 χρόνια μετά, η ιστορική κληρονομιά του ΕΑΜ, mutatismutandis, παραμένει βαθύτατα επίκαιρη. Και τούτο διότι το ΕΑΜ και, βέβαια και κυρίως, ο εμπνευστής, η ψυχή και ο αιμοδότης του, το ΚΚΕ κατώρθωσε να δώσει την καλύτερη, την πληρέστερη απάντηση στο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στις αντικειμενικές συνθήκες και τη βούληση του υποκειμενικού παράγοντα. Και δεν ήταν μόνο αυτή η απάντηση που έδωσε σε μεγάλα και πάντα επίκαιρα ζητήματα της ιστορίας: απάντησε επίσης με μια αξιοσημείωτη ωριμότητα και στο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο εθνικό και στο ταξικό.

                Η πλούσια αγωνιστική εαμική κληρονομιά έχει γίνει θρύλος στη συνείδηση του ελληνικού λαού∙ έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για την τέχνη σε όλες της τις μορφές∙ έχει μελετηθεί από ιστορικούς επιστήμονες και από ιστοριοδίφες. Έχει αντέξει στην προσπάθεια σπίλωσής της, είτε από το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος, είτε από τους δυσώνυμους «τελευταίας κοπής» αναθεωρητές της Ιστορίας, τους «ιστορικούς» τύπου Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, προσπαθούν να δικαιώσουν τα Τάγματα Ασφαλείας και τα λοιπά δοσιλογικά σώματα, με την αιτιολογία ότι η ίδρυσή τους αποσκοπούσε στην … προστασία των πληθυσμών της υπαίθρου από τις βιαιότητες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ!

                Δυστυχώς, ωστόσο, τελευταία, η αμφισβήτηση, ακόμη και η προσπάθεια σπίλωσης της ιστορίας και της προσφοράς του ΕΑΜ δεν περιορίζεται στους πάγιους αρνητές του: πράγμα θλιβερό και επικίνδυνο, η μεγαλύτερη αμφισβήτηση προέρχεται από εκείνους που υποδύονται τους επιγόνους των εμπνευστών του: από τη σημερινή καθοδήγηση του ΚΚΕ. Ανάμεσα στα νέας κοπής ιδεολογήματα που προβάλλουν ως αυταπόδεικτες αλήθειες και στις προσπάθειές τους να αναθεωρήσουν το σύνολο της ιστορίας του Κόμματος, παρουσιάζοντάς την ως μια διαρκή διολίσθηση προς τον οπορτουνισμό, οι εντιμώτατοι αυτοί κύριοι ασκούν κριτική στο ΕΑΜ (και, βέβαια, στο ΚΚΕ) με κριτήρια πολύ όμοια με εκείνα με τα οποία το αντιμετώπισαν οι … τροτσκιστές κατά την περίοδο της κατοχής και του μεγάλου Δεκέμβρη. Σε κείμενά τους, σε δημόσιες παρεμβάσεις τους, ακόμη και στο εξωτερικό, στην καθημερινή πολιτική πρακτική τους, δηλώνουν με κάθε δυνατό τρόπο ότι το ΕΑΜ ήταν ένα λάθος, στηριγμένο εξ ολοκλήρου σε λάθος επεξεργασίες και πολιτικές. Αμφισβητούν με κάθε ευκαιρία την ιστορική 6η Ολομέλεια του 1934, αλλά ακόμη και την ίδια τη στρατηγική που χάραξε η Γ` Διεθνής με το 7ο Συνέδριό της, το 1935, τη στρατηγική των λαϊκών μετώπων για την αντιμετώπιση του φασισμού και του ναζισμού. Αφήνουν να σέρνεται η υπόνοια ότι το ιστορικό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη, με το οποίο καλεί σε συστράτευση τον ελληνικό λαό ενάντια στην ιταλική εισβολή συνιστά … ιδεολογική παρέκκλιση και στροφή προς το … σοσιαλσωβινισμό! Αξιοποιώντας τα – αναμφισβήτητα υπαρκτά – λάθη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, κυρίως προς το τέλος της κατοχής και μετά την απελευθέρωση, ακυρώνουν οποιαδήποτε πολιτική συγκρότησης μετώπου, σε μια πρωτοφανή προσπάθεια σπίλωσης των μεγαλύτερων και ηρωικότερων (μαζί, οπωσδήποτε, με τον αγώνα του ΔΣΕ) στιγμών του Κόμματος, ώστε να δικαιολογήσουν τις δικές τους επιλογές. Και ας μη μιλήσουμε για τη μονοδιάστατη και αντιδιαλεκτική εκτίμηση του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, ως πολέμου ιμπεριαλιστικού και μόνο, ως να μην υπήρχε η Σοβιετική Ένωση, ή ως να ήταν επίσης δύναμη ιμπεριαλιστική … Τι λιγότερο έλεγαν οι τροτσκιστές τη δεκαετία του `40;

                Για όλους αυτούς τους λόγους, θαρρώ ότι δεν είναι άχρηστο να αναστοχαστούμε πάνω στις σημαντικότερες πλευρές της εαμικής εθνικής αντίστασης, έτσι όπως αυτή οργανώθηκε και καθοδηγήθηκε από το ΚΚΕ. Να ξαναθυμηθούμε τις απαντήσεις που έδωσε πάνω στα μείζονα ιστορικο – πολιτικά ζητήματα, όπως αυτά που ήδη τέθηκαν στην αρχή αυτού του πονήματος. Να δούμε την πληρότητα και την πολλαπλότητα των μορφών αγώνα που ανέπτυξε και να ιχνηλατήσουμε τι είδους κοινωνία οραματίστηκε, πώς προσπάθησε να θέσει τα θεμέλιά της, τι είδους άνθρωπο θέλησε να διαπλάσει. Να ξαναδούμε, τέλος, τις παρακαταθήκες του ΕΑΜ, τα θετικά αλλά ακόμη και τα αρνητικά παραδείγματα με τα οποία εμπλούτισε την ιστορική πείρα του λαού μας.

                Η πρώτη – και, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερη – απάντηση που έδωσε η ίδρυση και η προσφορά του ΕΑΜ, ήταν η επίλυση του ζητήματος της σχέσης ανάμεσα στο εθνικό και στο ταξικό. Το ΚΚΕ, πολύ νεαρό ακόμη, στα πρώτα του κιόλας βήματα, αντιμετώπισε, κάτω από εντελώς άλλες συνθήκες, το ίδιο ιστορικό ερώτημα, σε σχέση με τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η απάντηση που έδωσε, παρά την εξαιρετικά μικρή ιστορική και πολιτική εμπειρία του, ήταν και τότε σωστή: άρνηση της εκστρατείας και καταδίκη της ως ιμπεριαλιστική – επεκτατική. Βεβαίως, υπήρχε πίσω το γερό πολιτικό και θεωρητικό υπόβαθρο της θέσης των μπολσεβίκων απέναντι στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ο ίδιος ο – διάφανος, ως προς τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς της ελληνικής αστικής τάξης και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα – χαρακτήρας της εκστρατείας.

                Η εμπλοκή όμως της Ελλάδας στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, με την ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου του `40, βρίσκει ένα ΚΚΕ διαλυμένο στην πράξη, προφανώς με ελλιπή ενημέρωση, ως προς τις επεξεργασίες της Διεθνούς και απόλυτα μπερδεμένο ως προς το τι θα πρέπει να πράξει. Βεβαίως, προϋπάρχει το 7ο Συνέδριο της Διεθνούς, όπου ορίζεται ως ύψιστο καθήκον των κομμουνιστών η αντιμετώπιση του φασισμού, η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και της κάθε χώρας ξεχωριστά που θα δεχόταν την επίθεση μιας φασιστικής δύναμης. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, η έκρηξη του πολέμου με βασικές εμπόλεμες δυνάμεις για ένα περίπου χρόνο τη χιτλερική Γερμανία και την ιμπεριαλιστική Μεγάλη Βρετανία, συντελεί στο χαρακτηρισμό του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού. Η λεγόμενη «Παλαιά Κεντρική Επιτροπή», στελέχη του Κόμματος διασωθέντα από τις διώξεις της δικτατορίας Μεταξά, θα σταθεί αντίθετη με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, παρά την επίθεση που δέχτηκε η χώρα από τη φασιστική Ιταλία. Και εδώ, το γράμμα της 31ης Οκτωβρίου του Νίκου Ζαχαριάδη έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: πιστό στο πνεύμα του 7ου Συνεδρίου της Διεθνούς και σε αγαστή συμφωνία με το λαϊκό περί δικαίου αίσθημα, ζητά τη συστράτευση του ελληνικού λαού στην άμυνα για την υπεράσπιση της πατρίδας, αφήνοντας την υπόσχεση μιας Ελλάδας πραγματικά ανεξάρτητης, μιας Ελλάδας της δουλειάς, ως έπαθλο για τον αγώνα του.

                Αυτό το γράμμα αποτέλεσε τη θεωρητική βάση για την ίδρυση του ΕΑΜ. Η ανοιχτή προδοσία της αστικής τάξης, των θεσμικών οργάνων και των μηχανισμών της, με την εγκατάλειψη του ελληνικού λαού στην τύχη του, μετά τη γερμανική εισβολή, λειτούργησε οπωσδήποτε υποβοηθητικά ως προς το αναδειχτεί η εργατική τάξη σε ηγετική τάξη του έθνους. Ωστόσο, το ΚΚΕ κατάφερε να «διαβάσει» σωστά τη στιγμή, να αδράξει την ιστορική ευκαιρία και να δώσει οργανωτικό σχήμα και υπόσταση σε αυτή την ηγεμονία. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από το ΕΑΜ ιδρύεται το Εργατικό ΕΑΜ, ώστε να δηλωθεί ότι η τάξη εκείνη που πραγματικά έχει πατρίδα είναι η εργατική τάξη, όλες οι υπάλληλες τάξεις για τις οποίες η πατρίδα δεν είναι ο χώρος πάνω στον οποίο αναπτύσσονται οι όποιες επιχειρηματικές δραστηριότητες, αλλά εκείνο το σύνολο των ταπεινών πραγμάτων που συγκροτούν την καθημερινότητα των μεγάλων μαζών, την ίδια τη ζωή …

                Η έννοια της υπεράσπισης της πατρίδας αποκτά, με το ΕΑΜ, νέα διάσταση και νέο περιεχόμενο: αποσαφηνίζεται ιστορικά η διάκριση ανάμεσα στο δίκαιο και στον άδικο πόλεμο∙ πατριωτισμός σημαίνει υπεράσπιση του λαού και του τόπου απέναντι στον καταχτητή, σημαίνει εκδίωξη του κατακτητή, σημαίνει όμως και εγκαθίδρυση μιας νέας οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, όπου η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα θα διαχειρίζονται τη ζωή και το μέλλον τους μέσα σε διαφορετικούς όρους, χωρίς τους παλιούς εκμεταλλευτές. Και αυτά τα σπέρματα της νέας κοινωνίας προσπάθησε να τα αναπτύξει το ΕΑΜ τόσο στη συνείδηση των ανθρώπων που αγωνίστηκαν μέσα από τις γραμμές του, όσο και έμπρακτα, στις απελευθερωμένες από τον κατακτητή περιοχές.

                Το ΕΑΜ απάντησε επίσης στο ζήτημα του δεσίματος του ειδικού με το γενικό. Αν ξαναδιαβάσουμε με προσοχή τη μπροσούρα του Γληνού, θα δούμε με πόση λεπτομέρεια (και με πόσο γλαφυρό λόγο, σε απόλυτη αντίθεση με τα ενίοτε χυδαία γραπτά των σημερινών θεωρητικών και θεωρητικολογούντων) αναλύει τις εκφάνσεις, τις αποτυπώσεις της τριπλής φασιστικής κατοχής στην καθημερινότητα των υπάλληλων τάξεων: η φτώχεια, η πείνα, η εκπόρνευση των γυναικών, οι αρρώστειες,, το χρήμα που εξανεμίζεται, τα αγροτικά προϊόντα που λεηλατούνται, είναι υλικά, απτά αποτελέσματα που βιώνει η μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού. Το ΕΑΜ καλείται να δώσει – και δίνει – απαντήσεις σε αυτά τα ζητήματα: αγωνίζεται για την επιβίωση του λαού, μέσα από την Εθνική Αλληλεγγύη, τη «μάνα του αγώνα», μέσα από τη «μάχη της σοδειάς», με την οποία οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προστάτευαν τους αγρότες και τα γεννήματά τους από τη λεηλασία του καταχτητή, μέσα από τις αλλεπάλληλες απεργίες και απεργίες πείνας: των τριατατικών (πρώτη μεγάλη απεργία στην κατεχόμενη Ευρώπη, στην οποία πρωτοστάτησε ο Χαρίλαος Φλωράκης), των δημοσίων υπαλλήλων, των φυματικών που νοσηλεύονταν στη «Σωτηρία»… Και, βέβαια, δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για την κορύφωση των λαϊκών κινητοποιήσεων που ματαίωσαν την πολιτική επιστράτευση του Χίτλερ… Μέσα από τους αγώνες αυτούς, ακόμη και εκείνους που εξέφραζαν επί μέρους αιτήματα, ο ελληνικός λαός μάθαινε ότι καμμιά κατάκτηση δεν έρχεται άκοπα αλλά και ότι οι συσχετισμοί δυνάμεων υπάρχουν για να ανατρέπονται και ότι καμμιά νίκη, καμμιά κατάκτηση δεν είναι αδύνατη.

                Ως προς το ζήτημα των συμμαχιών και των μετώπων, το ΕΑΜ έδωσε και εδώ μια πληρέστατη απάντηση: το ΕΑΜ κατάφερε να «δέσει» τη συμμαχία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων των πόλεων με την αγροτιά, τα αντίστοιχα λαϊκά στρώματα της υπαίθρου. Σε αυτό τον τομέα, όχι μόνο δούλεψε προσφυώς, ώστε να αφυπνίσει τη συνείδηση των πιο καθυστερημένων κοινωνικών στρωμάτων του ελληνικού λαού, αλλά και συντέλεσε ώστε να πραγματωθεί ένα ποιοτικό άλμα. Στηρίχτηκε πάνω στις ζωντανές ακόμη μνήμες των πληθυσμών της υπαίθρου, αξιοποίησε τη συλλογική μνήμη, επανεκτίμησε τις πολύτιμες, αντάρτικες, παρακαταθήκες του `21, ώστε να συνεπάρει και να οργανώσει τους πληθυσμούς αυτούς στο σύγχρονο αντάρτικο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ελληνικός λαός στα πρόσωπα των καπεταναίων του ΕΛΑΣ έβλεπε την ιστορική συνέχεια των κλεφτοκαπεταναίων του `21…

                Στην ύπαιθρο, αλλά και στις μεγάλες πόλεις, το ΕΑΜ δούλεψε σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης ζωής και δράσης: δημιούργησε πολιτισμό, διαπαιδαγώγησε τη νεολαία, αφύπνισε την ελληνίδα. Στις περιοχές που απελευθέρωσε, πέρα από το ότι έλυσε αστικοδημοκρατικά αιτήματα που είχε αρνηθεί να επιλύσει η ίδια η αστική τάξη, διαμόρφωσε τα πρώτα σπέρματα μιας μελλοντικής λαϊκής εξουσίας: «κι έχει πρόγραμμα λαοκρατία», τραγουδούσε για το ΕΑΜ ο ελληνικός λαός.

Θα μπορούσε βέβαια να ρωτήσει κανείς: «και ο σοσιαλισμός;» Εδώ επάνω, βλέπετε, γίνεται η μεγαλύτερη σπέκουλα από την πλευρά των «εντιμώτατων φίλων μας».        Είναι σαφές ότι το ΕΑΜ δεν έθετε ως προϋπόθεση για την ένταξη στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τη συμφωνία με μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Είναι όμως εξ ίσου σαφές ότι, με τον όρο «λαοκρατία» υπαινισσόταν κάτι πολύ περισσότερο, πολύ πιο ριζοσπαστικό από μια «κανονική», «ευνομούμενη» αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Λαμβάνοντας υπ` όψη τον άμεσο – και επείγοντα – τακτικό στόχο της απελευθέρωσης της χώρας από τους φασίστες καταχτητές, συνυπολογίζοντας το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και των λοιπών λαϊκών στρωμάτων, προσάρμοσε την προπαγάνδα του ώστε να συσπειρώσει κατά το δυνατόν μεγαλύτερες μάζες – κάτι, που, βέβαια, κατώρθωσε πανηγυρικά, αφού, με το τέλος της κατοχής, το ΕΑΜ αριθμούσε περί το 1.500.000 μέλη και 400.000 μέλη το ΚΚΕ. Ταυτόχρονα, η αναγκαιότητα, αλλά και η διαφορετική ποιότητα της νέας κοινωνίας, της λαοκρατίας, γινόταν βίωμα και αίτημα των λαϊκών μαζών, ακόμα κι αν δεν διατυπωνόταν με αυστηρούς όρους μαρξιστικολενινιστικής καθαρότητας. Οι μεγάλες συγκρούσεις του Δεκέμβρη, η ίδρυση και ο αγώνας του ΔΣΕ αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, ότι η αφύπνιση της συνείδησης του ελληνικού λαού έκανε ένα πολύ σημαντικό βήμα μπροστά, στην κατεύθυνση της αποδοχής του σοσιαλισμού όχι ως επιθυμητής ουτοπίας, αλλά ως ιστορικής αναγκαιότητας.

                Μια και αναφέρθηκα στο ΔΣΕ: πολύ καλά κάνει το ΚΚΕ και αναδεικνύει τον αγώνα και την εποποιία του. Θα πρέπει όμως, να έχουμε, κατά τη γνώμη μου, υπ` όψη μας, ότι τη «νομιμοποιητική» από ιστορική και πολιτική σκοπιά, βάση για την ύπαρξη και τη δικαίωσή του, αποτελεί ακριβώς η ίδρυση του ΕΑΜ και ο σπουδαίος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, στο στρατιωτικό πεδίο του ΕΛΑΣ. Η εργατική τάξη, υψωμένη σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους, διεκδικεί και παλεύει για την εθνική απελευθέρωση και ανεξαρτησία. Αυτή λοιπόν η τάξη, με καθοδηγητή τον πολιτικό της φορέα, το Κόμμα της, διεκδικεί για τον εαυτό της, την πατρίδα που απελευθέρωσε με το αίμα της. Τι πιο ιστορικά νόμιμο και δίκαιο;

                Θα αναρωτηθεί κανείς: και τα λάθη; Τα λάθη του ΕΑΜ που, σαφώς ήταν λάθη του ΚΚΕ; Ο Λίβανος, η Καζέρτα, η Βάρκιζα; Βεβαίως και τα λάθη αυτά είναι υπαρκτά. Συνέβησαν, εκτιμήθηκαν πολύ σύντομα ως τέτοια από το ίδιο το ΚΚΕ και, οπωσδήποτε, αποτελούν αντικείμενο μελέτης και πείρας και για το σήμερα, για τους μελλοντικούς αγώνες που θα έρθουν. Θα ήθελα όμως να πω τούτο: ας μη σταθούμε για μια φορά σε αυτά. Ας σκεφτούμε ότι η Ιστορία δεν διαμορφώνεται ως πείραμα φυσικής σε συνθήκες εργαστηρίου (ούτε καν η φύση δεν λειτουργεί έτσι). Εννοείται ότι υπάρχουν γενικές νομοτέλειες και ότι το τυχαίο στην Ιστορία εμπλέκεται, σε διαλεκτική σχέση με το αναγκαίο. Από μια άλλη όμως πλευρά, η Ιστορία είναι πολυπαραγοντική. Οι συνθήκες ποτέ δεν είναι απόλυτα όμοιες, ποτέ δεν είναι συνθήκες εργαστηρίου, ποτέ μια κατάσταση δεν είναι πανομοιότυπη με μια παράλληλη, μια προηγούμενη ή μια επόμενή της. Η δε επανάσταση δε γίνεται με εγχειρίδιο και οδηγίες χρήσης. Αν δούμε την εαμική εποποιία, την εποποιία του ΚΚΕ στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, για να λέμε τα πράγματα με τ` όνομά τους, ως ένα ιστορικό πείραμα, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε: οι άνθρωποι αυτοί το είχαν ξανακάνει; Υπήρχε αντίστοιχη, βιωμένη ιστορική εμπειρία, ώστε να πατήσουν επάνω της και να αποφύγουν τα λάθη; Εξ άλλου, ακόμη και αν υπήρχε παρόμοιο ιστορικό προηγούμενο, ακριβώς επειδή η Ιστορία είναι πολυπαραγοντική, και πάλι η αποφυγή των λαθών, ίδιων ή άλλων, δεν είναι καθόλου βέβαιη.

                Αν η ψυχή του εαμικού εθνικοααπελευθερωτικού αγώνα, το ΚΚΕ, ήθελε να ανατρέξει σε ένα ιστορικό προηγούμενο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να γυρίσει αρκετά πίσω στις σπείρες της Ιστορίας και να αξιοποιήσει τη βιωμένη, συλλογική εμπειρία του ελληνικού λαού, από τη μεγάλη επανάστασή του. Θα έβρισκε πολλές όμοιες και παράλληλες καταστάσεις, κυρίως όσον αφορά τις εκπτώσεις στους πολιτικούς στόχους, αλλά και την υποταγή του συνολικού σχεδιασμού του αγώνα στα γενικώτερα σχέδια της Μεγάλης Βρετανίας. Και πάλι όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η εμπειρία αφορά μια επανάσταση με άλλα κοινωνικοταξικά χαρακτηριστικά, με ηγέτιδα δύναμη – τότε – την αστική τάξη που, από τη φύση της, ως τάξη εκμεταλλεύτρια, θέτει κάθε φορά περιορισμένα ιστορικά αιτήματα. Η δε ελληνική αστική τάξη υπήρξε, από τη διαμόρφωσή της ακόμα, στενά δεμένη, εξαρτημένη (όσο κι αν προκαλεί ανατριχίλα στους γνωστούς κυρίους η έκφραση) από τη Μεγάλη Βρετανία. Είναι άλλο πράγμα τα – σαφώς πιο προωθημένα αιτήματα που έθεσαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης τα πληβειακά στρώματα που συμμετείχαν σε αυτήν και που έδωσαν το μεγαλύτερο μέρος του αίματος και των θυσιών.

                Η αστική τάξη τότε τόσο μπορούσε, τόσο ήθελε και τόσο έκανε. Το `41 με `44 η εργατική τάξη σαφώς και ήθελε και μπορούσε παραπάνω. Το γιατί δεν το πέτυχε πρέπει να είναι αντικείμενο σοβαρής μελέτης, ιστορικής και θεωρητικής. Η μελέτη όμως αυτή πρέπει να είναι απροκατάληπτη, να μη γίνεται με σκοπό να δικαιώσει σημερινές επιλογές. Και είναι τουλάχιστον αήθεια, άνθρωποι που γράφουν και επινοούν θεωρίες και ερμηνείες νεόκοπες του μαρξισμού – λενινισμού από την ασφάλεια του σπιτιού και του γραφείου του, να αναφέρονται απαξιωτικά στην εποποιία που καταξίωσε στη συνείδηση του λαού μας το ΚΚΕ και που πληρώθηκε με ποταμούς αίματος. Η Ιστορία έχει de facto απαντήσει σε αναθεωρητές τύπου Καλύβα και Μαραντζίδη. Μένει να δώσει την απάντησή της και σε αναθεωρητές που προσποιούνται τους ακραιφνείς μαρξιστές – λενινιστές. Μέχρι τότε, την απάντηση ας τη δώσουν οι «200» κομμουνιστές – πατριώτες της Καισαριανής, διαμεσολαβημένη από την αθάνατη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου:

ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ

Εδώ πέσαμε, Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.

Γυμνοί∙ κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες –

Η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό κι άσπρο κάμποτο.

Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.

Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες

Αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον. Είδατε

Τα παράθυρα της γειτονιάς ν` ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς

Μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον

Θυμηθείτε το: αν η ελευθερία

Δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,

Εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γειά σας.

Γιάννης Ρίτσος

                      

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας