Εργατικός Αγώνας

Όψεις μιας επετείου

Για τις 28 Οκτώβρη του 1940

Πολλά έχουν γραφτεί για τη σημερινή επέτειο: πολλαπλές ερμηνείες έχουν επιχειρηθεί, όχι μόνο για τα γεγονότα καθεαυτά αλλά και για το νόημά της σήμερα, ακόμη και γιατί γιορτάζεται, αφού δεν πρόκειται παρά για την έναρξη ενός πολέμου και όχι για τη νικηφόρα έκβασή του. Για εμάς εδώ, στον «Εργατικό Αγώνα» τα πράγματα ωστόσο είναι ξεκάθαρα: η 28η Οκτωβρίου τιμάται από τον ελληνικό λαό ως το αφετηριακό σημείο της μεγάλης, δεκάχρονης εποποιϊας του: μιας εποποιϊας που ξεκίνησε από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα απέναντι στην ιταλική φασιστική εισβολή (σε συνδυασμό με την – όχι πάντα ανοιχτά εκφρασμένη επί τέσσερα χρόνια – αντίθεση στο ντόπιο φασισμό), πέρασε από τη μεγαλειώδη εαμική εθνική αντίσταση και κατέληξε στο έπος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και στην τραγωδία της ήττας του.

Χαμένη δεκαετία; Δεκαετία ανώφελων αγώνων, «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη;» Δεν θα ήμασταν κομμουνιστές αν ισχυριζόμαστε και, πολύ περισσότερο, αν πιστεύαμε κάτι τέτοιο. Το γιατί, ας απαντηθεί στο τέλος αυτού του κειμένου, το οποίο, ως ελάχιστη συμβολή στον εορτασμό της ημέρας, θα επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα που, πιθανώς, ενυπάρχουν, ως απορίες στις κατά καιρούς συζητήσεις που εγείρει.

Σύγκρουση δυο φασισμών;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να ανατρέξουμε στην ιδεολογική χρήση της συγκεκριμένης ημέρας από την άρχουσα τάξη και, μάλιστα, από το πιο σκληροπυρηνικό τμήμα της, το στενά δεμένο με το καθεστώς της δικτατορίας Μεταξά. Η συγκεκριμένη στάση του δικτάτορα, το επιλεγόμενο «Όχι»[1] απέναντι στο τελεσίγραφο που διατύπωσε ο ιταλός πρεσβευτής EmanueleGrazzi(τελεσίγραφο που απαιτούσε, μεταξύ άλλων απαράδεκτων όρων, εκχώρηση ελληνικών εδαφών και ελεύθερη χρήση της ελληνικής επικράτειας για τη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων) έχει χρησιμοποιηθεί, εν πολλοίς, ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για τον άνθρωπο και για το καθεστώς του. Ακόμη και καλοπροαίρετοι – ου μην αλλά και ανιστόρητοι – συνομιλητές, δεν διστάζουν να πουν για το Μεταξά: «τουλάχιστον είπε το «Όχι» στους Ιταλούς»…

Άλλοι, πολύ λιγότερο καλοπροαίρετοι, και μέσα στη λαίλαπα συντηρητικοποίησης της ελληνικής πολιτικής ζωής, δε διστάζουν – μια βόλτα στο διαδίκτυο τις τελευταίες μέρες είναι αρκετά διαφωτιστική – να επαναφέρουν το παλαιό ερώτημα «ποιος είπε το Όχι; Ο Μεταξάς ή ο λαός;» δίνοντας βέβαια την απάντηση που αρμόζει στα ιδεολογήματά τους: «Σιγά μην ξύπνησε ο λαός στις 3 τη νύχτα για να απαντήσει Όχι», είναι ένα από τα φασίζοντα «ευφυολογήματα» που ο γράφων ανίχνευσε τις τελευταίες μέρες στο διαδίκτυο.

Ας ξαναπούμε λοιπόν μερικές αλήθειες, αποδειγμένες για την Ιστορία, που, μέσα στα πλαίσια της αναθεώρησής της, τίθενται ξανά σε αμφισβήτηση. Πρώτα – πρώτα, δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι το καθεστώς Μεταξά ήταν μια ανοιχτή φασιστική δικτατορία, ένα καθεστώς όμοιο ως προς το περιεχόμενο αλλά και τη μορφή, με τα αντίστοιχα καθεστώτα του Χίτλερ και του Μουσολίνι: ανοιχτή στήριξη στο μεγάλο κεφάλαιο και από το μεγάλο κεφάλαιο∙ κατάλυση των αστικών κοινοβουλευτικών θεσμών (αλλά, βέβαια, και παράλληλη χρήση των μηχανισμών του αστικού κράτους που αποθηριώνονται ως προς τις μεθόδους που χρησιμοποιούν απέναντι στο λαϊκό κίνημα)∙ επίκληση στη συνέχεια αλλά και στην ανωτερότητα του έθνους, καθώς και στην επιλεγόμενη «εθνική ενότητα»∙ μια ισχυρή κατασταλτική πολιτική απέναντι στους αντιπάλους του καθεστώτος, πρώτα και κύρια απέναντι στους κομμουνιστές που μαρτύρησαν στις φυλακές και στους τόπους εξορίας. Ο Μεταξάς οραματιζόταν τον «Γ` Ελληνικό Πολιτισμό», κατ` αναλογία με το Γ` Ράϊχ, του ομοϊδεάτη του Χίτλερ, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα.

Μέσα σ` αυτή τη «μεγάλη εικόνα», θα πρέπει ωστόσο να εντοπίσουμε τις διαφορές ανάμεσα στο φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου και στα όμοιά του της Ιταλίας και της Γερμανίας. Γιατί τέτοιες διαφορές σίγουρα υπάρχουν, οφειλόμενες, κατά μεγάλο μέρος, στην ξεχωριστή θέση κάθε μιας από τις χώρες αυτές μέσα στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, αλλά και στις ιδιαίτερες παραδόσεις και ιστορικές εμπειρίες των λαών τους.

Η Γερμανία, μεγάλη ηττημένη του Α` Παγκοσμίου Πολέμου, παραμένει ωστόσο μια ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα, μια μεγάλη βιομηχανική δύναμη. Το προλεταριάτο της, ωστόσο, δείχνει να μην έχει ξεπεράσει το τσάκισμα της εξέγερσης των Σπαρτακιστών στα 1919, ενώ, όπως πολλές φορές έχουμε ξανασυζητήσει στις φιλόξενες αυτές σελίδες, η οικονομική κρίση αποδεικνύεται πολύ κακός σύμβουλος, ως προς την αφύπνιση της συνείδησης των μεγάλων λαϊκών μαζών.

Η Ιταλία είναι επίσης μια χώρα, στην οποία οικοδομείται μια ισχυρή αστική τάξη που ισορροπεί και συνεργάζεται με τα κατάλοιπα ενός επίσης ισχυρού φεουδαρχικού παρελθόντος. Ανήκει στους νικητές του Α` Παγκοσμίου Πολέμου (είχε πολεμήσει με τις δυνάμεις της Entente), αλλά η άρχουσα τάξη της αισθάνεται αδικημένη από τις μεταπολεμικές διευθετήσεις. Επιδιώκει δε να απλώσει την εδαφική και οικονομική της επιρροή σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, καθιστώντας την, μετά από χιλετίες «ρωμαϊκή λίμνη». Ταυτόχρονα, διαθέτει αποικίες στην Αφρική (Λιβύη, Τυνησία, Αβυσσηνία) και κατέχει τμήμα της σημερινής ελληνικής επικράτειας, του οποίου οι κάτοικοι, κατά συντριπτική πλειοψηφία, διαθέτουν ελληνική εθνική συνείδηση: τα Δωδεκάνησα. Το ίδιο το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα, παρά το γεγονός ότι έχει σημαντική θεωρητική παράδοση (ο μεγάλος AntonioGramsci βρίσκεται πάντως στη φυλακή για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το καθεστώς Mussolini) έχει από την άλλη και πολλές συγχύσεις και ένθεν και ένθεν ταλαντεύσεις.

Την ίδια εποχή, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις της Διεθνούς, αλλά και τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ του 1934, η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης και έχει ισχυρούς δεσμούς εξάρτησης από τη Μεγάλη Βρετανία. Επίσης, είναι μια χώρα που, μόλις 18 χρόνια πριν, έχει υποστεί μια συντριπτική στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία καθώς και τις καταστροφικές της συνέπειες. Προφανώς λοιπόν, δεν μιλάμε για τα ίδια πράγματα, ούτε για το ίδιο ειδικό βάρος στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Το φασιστικό καθεστώς Μεταξά δεν απόκτησε ποτέ πλατειά λαϊκή στήριξη ούτε και κινηματικό χαρακτήρα, όπως συνέβη στην Ιταλία και τη Γερμανία. Ενδεχομένως, παίζει ρόλο σε αυτό το γεγονός και η ιδεολογική ωρίμανση του ΚΚΕ, μετά την παρέμβαση της ΚΔ στις αρχές της δεκαετίας του `30. Από την άλλη πλευρά, οι άγριες διώξεις του καθεστώτος δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια γενίκευσης και έντασης της αντίστασης. Ωστόσο, ούτε και οι προσπάθειες του Μεταξά να ιδρύσει μαζικούς φορείς προπαγάνδας και διαπαιδαγώγησης των νέων (όπως για παράδειγμα η ΕΟΝ) παρά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της συμμετοχής σε αυτούς, δεν θα πετύχουν να αλλοιώσουν το απείθαρχο πνεύμα του ελληνικού λαού που με σπιρτάδα, έβρισκε τρόπο να περάσει την απέχθειά του για τη δικτατορία και μέσα από τις πιο απροσδόκητες και στενές ατραπούς. Αξίζει να αναφερθούμε στην περίπτωση ενός ρεμπέτικου τραγουδιού, της περίφημης «Βαρβάρας» που «κάθε βράδυ – στη Γλυφάδα ξενυχτάει». Ο δικτάτορας και η λογοκρισία του θεώρησαν – μάλλον σωστά – ότι ο λαϊκός χλευασμός για την ατακτούλα Βαρβάρα αφορούσε την ομώνυμη κόρη του … και απαγόρευσαν το τραγούδι![2]

Η έλλειψη λοιπόν ευρείας λαϊκής αποδοχής είναι μια από τις σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο καθεστώς Μεταξά και σε αυτά των Χίτλερ και Μουσολίνι. Η δεύτερη, εξ ίσου σημαντική που επίσης ερμηνεύει και τη στάση του δικτάτορα απέναντι στην ιταλική επίθεση, σχετίζεται με τις εξωτερικές δεσμεύσεις της χώρας, την εξάρτησή της από τη Μεγάλη Βρετανία. Παρά τον ανοιχτά φασιστικό και φιλογερμανικό, ως προς το πολίτευμα, χαρακτήρα της δικτατορίας Μεταξά, η Ελλάδα, ως κρατική οντότητα, δεν διανοείται καν να αμφισβητήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, της οποίας τοποτηρητής παραμένει ο βασιλιάς Γεώργιος Β`. Η χώρα δεν συμμετέχει στη συγκρότηση του Άξονα με τα ομοειδή της καθεστώτα, ενώ η οργάνωση και οι προτεραιότητες της άμυνάς της, περνούν μέσα από τα αντίστοιχα σχέδια των Βρετανών.

Έτσι λοιπόν, όταν μετά από πολύχρονες προκλήσεις του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, φτάνουμε στο ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 και στην επίδοση του ιταλικού τελεσίγραφου, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν έχει πολλές επιλογές μπροστά του: πάνω από αυτόν, υπάρχουν οι πάτρωνες άγγλοι που δεν θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να περάσει σε άλλο στρατόπεδο∙ αλλά και «κάτω» απ` αυτόν, ο λαός που επί τέσσερα χρόνια τυραννούσε και απομυζούσε δεν ήταν διατεθειμένος να ανεχτεί εκτός από το ντόπιο και τον ξένο φασισμό. Οι άνθρωποι που έζησαν την ημέρα της κήρυξης του πολέμου τη θυμούνται ακόμα σαν μέρα γιορτής: Τρελοί; Πολεμοχαρείς; Τίποτε από τα δύο. Μετά από τέσσερα χρόνια σκλαβιάς, ένας λαός ολόκληρος, για να υπερασπιστεί «τις καλύβες και τα πεζούλια του», σύμφωνα με τον κλασικό λόγο του Άρη στη Λαμία, βγήκε στους δρόμους για να βρίσει – επιτέλους – ανοιχτά το φασισμό και στρατεύτηκε για να τον πολεμήσει, στην ξένη και στη ντόπια του μορφή.

Αξίζει τέλος να σημειώσουμε αυτά τα λίγα πράγματα: η δικτατορία Μεταξά είχε αφήσει απαράσκευο τον ελληνικό στρατό. Παροιμιώδης έχει μείνει η έκφραση «υπέρ της αεροπορίας», που αναφέρεται σε χρήματα που συγκεντρώνει το κράτος για συγκεκριμένο – υποτίθεται – σκοπό και, εν τέλει, τα καταπίνει κάποια διαστημική μαύρη τρύπα. Η έκφραση προέρχεται από τον αντίστοιχο έρανο που είχε διενεργήσει η δικτατορία Μεταξά∙ σύγχρονη αεροπορία πάντως δε φτιάχτηκε ποτέ …

Επίσης, το καθεστώς περίμενε ότι «θα πέσουν λίγες τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων», ενώ οι βρετανικοί στρατιωτικοί σχεδιασμοί προέβλεπαν ως γραμμή άμυνας των ελληνικών στρατευμάτων τον ποταμό Αλιάκμονα. Είναι βέβαια γνωστό από την Ιστορία ότι και το καθεστώς αλλά και οι πάτρωνες της ελληνικής άρχουσας τάξης, διαψεύστηκαν πανηγυρικά από τα στρατευμένα παιδιά του ελληνικού λαού.

«Μια χούφτα ανθρώποι μ` ένα γράμμα σφιγμένο μες στη χούφτα της καρδιάς τους»[3]

Στην εποποιία που γράφτηκε με αφετηρία την 28η Οκτωβρίου του 1940, ολότελα ξεχωριστός και σπουδαίος είναι ο ρόλος των κομμουνιστών. Μιλώ καταρχήν για το θρυλικό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη, με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1940: το γράμμα με το οποίο διέλυσε τις αμφιβολίες των κομμουνιστών σε σχέση με τη στάση που όφειλαν να κρατήσουν στον πόλεμο, σταμάτησε τις παλινωδίες τους, διερμήνευσε και διοχέτευσε σε ορθή κατεύθυνση τη λαϊκή βούληση για την υπεράσπιση της πατρίδας.

«Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλέβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλέβει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ` ένα πραγματικό παλλαϊκό πολιτισμό. Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα είναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας».

Αυτό το σπουδαίο κείμενο – κατά τη γνώμη του γράφοντος ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα της ελληνικής ιστορίας – δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία, ούτε και υπήρξε προϊόν αποκλειστικά και μόνο της – αναμφισβήτητης – ευφυϊας του συντάκτη του. Το ΚΚΕ, στη βάση της ορθής γραμμής που αποκατέστησε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, είχε ήδη επισημάνει, από το 6ο του Συνέδριο το 1935, τον κίνδυνο της ιταλικής φασιστικής επίθεσης και είχε ορίσει τα ανάλογα καθήκοντα:

«Από εδώ και ο άμεσος κίνδυνος πολέμου που απειλεί τη χώρα μας και ο κίνδυνος απώλειας της εθνικής ανεξαρτησίας που απειλείται από τους ξένους ιμπεριαλιστές (προέρχεται) κυρίως σήμερα από την Ιταλία».

Η γραμμή αυτή αμφισβητήθηκε από την ομάδα στελεχών που κατόρθωσε να διαφύγει τη σύλληψη από τη δικτατορία Μεταξά και συγκρότησε τη λεγόμενη «Παλαιά Κεντρική Επιτροπή». Έντιμοι αγωνιστές στη μεγάλη πλειοψηφία τους, βρέθηκαν στη δίνη της σύγχυσης που δημιούργησαν τα γεγονότα του 1939: η έκρηξη του πολέμου (όπου για ένα περίπου χρόνο εμπόλεμοι ήταν δυο ιμπεριαλιστικές χώρες, η Αγγλία και η Γερμανία) η τακτική –και σοφή– αναδίπλωση της Σοβιετικής Ένωσης με την υπογραφή του συμφώνου Μολότωφ – Ρίμπεντροπ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο ίδιος ο φασιστικός χαρακτήρας του καθεστώτος Μεταξά. Έτσι, υποτίμησαν την αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στο φασίστα εισβολέα. Το γράμμα Ζαχαριάδη πέτυχε να αποκαταστήσει κάτι πολύ περισσότερο από τη σωστή γραμμή του ΚΚΕ στο ζήτημα του πολέμου: πέτυχε να βαθύνει και να εδραιώσει τη σχέση του Κόμματος με τον ελληνικό λαό, να το αναδείξει ως βασικό – αν όχι μόνο – διερμηνευτή των επιδιώξεων και των οραμάτων του. Έγινε η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η ίδρυση και η δράση του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, με όλες τις ιστορικές παρακαταθήκες που κουβαλάνε μέχρι τις μέρες μας.

Ο εχθρός έπαιζε μαντολίνο …

Ένα ακόμη ζήτημα που θα ήθελα να θίξω σε αυτό το κείμενο, είναι μια στερεοτυπική αντίληψη (όχι ωστόσο παντελώς αστήρικτη) σε σχέση με την ιμπεριαλιστική – φασιστική δύναμη που επιτέθηκε στην Ελλάδα, τον Οκτώβρη του 1940, καθώς και τα πολιτικά ζητήματα που απορρέουν από αυτήν. Ήδη, έχω αναφέρει ορισμένες πλευρές της φυσιογνωμίας και των επιδιώξεων του καθεστώτος Μουσολίνι. Ο σπουδαίος Φώντας Λάδης σφάλλει, στο κατά τα άλλα, υπέροχο τραγούδι του, όταν μας λέει ότι: «ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος – που λούζεται στον ήλιο και στ` αγέρι». Βλέπετε, ο φασισμός δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά ή φυλετικά ούτε έχει μόνο τα μεταλλικά χρώματα του «άρειου» γερμανού. Ο φασισμός έχει ταξικό πρόσημο, είναι ιδεολογία και μορφή διακυβέρνησης που επιλέγει η άρχουσα τάξη και η πρώτη – πρώτη του εμφάνιση έχει χρώματα καστανά και ρωμαϊκό προφίλ. Η Ιταλία είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που αποκτά φασιστικό καθεστώς. Μπορεί το καθεστώς Μουσολίνι να μην έχει συνδυαστεί στη συνείδηση των περισσότερων με τις γενικευμένες φρικαλεότητες του ναζισμού (αν και οι Αιθίοπες ή οι Λίβυοι έχουν σαφώς διαφορετική άποψη) αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν διέπραξε εγκλήματα πολέμου, πέρα από τα εγκλήματα που διέπραξε απέναντι στον ίδιο το λαό του. Απέναντι δε στην Ελλάδα συγκεκριμένα η στάση της φασιστικής Ιταλίας υπήρξε δόλια: μέσα στα πλαίσια μιας ανασύστασης όχι μόνο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και της εμπορικής και πολιτικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο των ιταλικών πόλεων του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης (κυρίως της Βενετίας και της Γένοβας), διεκδικούσε συστηματικά τμήματα της ελληνικής επικράτειας, κυρίως τα νησιά του Ιονίου. Το 1923, με αφορμή την οριοθέτηση των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αλβανία, και την προβοκατόρικη δολοφονία του (αντιφασίστα) στρατηγού Tellini, η Ιταλία βομβάρδισε και κατέλαβε την Κέρκυρα. Η Ελλάδα δεν αντέδρασε και η κατάληψη του νησιού σταμάτησε μετά από παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. Ήδη από το 1910, προ δηλαδή φασιστικού καθεστώτος, η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα, όπου άσκησε μια μάλλον αντιφατική πολιτική: τα πολλά και σημαντικά έργα υποδομής (οδικό δίκτυο, κτηματολόγιο στα μεγάλα νησιά, αναστήλωση και αναπαλαίωση των μεσαιωνικών οικισμών, εκχερσώσεις και πολεοδόμηση)[4], σημαδεύτηκαν και από την προσπάθεια κάποτε βίαιου εξιταλισμού των κατοίκων. Οι προκλήσεις του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος απέναντι στην Ελλάδα κορυφώθηκαν με τον τορπιλισμό της «Έλλης», στις 15 Αυγούστου του 1940 και, βέβαια, με την επίθεση της 28ης Οκτωβρίου.

Η Πάτρα, ο Πειραιάς, τα Ιόνια Νησιά ήταν οι πρώτες περιοχές της Ελλάδας που βομβαρδίστηκαν από την ιταλική αεροπορία, ήδη από το Νοέμβριο του `40. Μια τραγική ειρωνεία της Ιστορίας: η πρώτη ιταλική βόμβα που έπεσε στη Ζάκυνθο, γκρέμισε το σπίτι που γεννήθηκε ο εθνικός ποιητής της Ιταλίας, ο UgoFoscolo! Μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας και την έναρξη της τριπλής φασιστικής κατοχή, η χώρα μοιράστηκε σε τρεις ξενικές κατοχικές διοικήσεις. Και πάλι δόλια φερόμενη η φασιστική Ιταλία κράτησε για τον εαυτό της περιοχές όπου θεωρούσε ότι μπορεί να εγείρει ιστορικές αξιώσεις ή ακόμη να πείσει τους κατοίκους τους για μια πιθανή φυλετική ή πολιτισμική συγγένεια με τον ιταλιωτικό κόσμο. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της οροσειράς της Πίνδου και των Ιονίων νήσων.

Στην Πίνδο κατοικεί η –λατινόφωνη (ρουμανόφωνη)– εθνολογική ομάδα των Βλάχων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Μια θεωρία –που δεν ευσταθεί ωστόσο ιστορικά– ανάγει την προέλευσή τους στους απόγονους της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας που κατέκτησε την Ελλάδα. Στο μεσοπόλεμο, το ζήτημα των Βλάχων είχε δημιουργήσει εντάσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρουμανία, ενώ η φασιστική Ιταλία τους καλούσε να ενωθούν με «τη μεγάλη λατινική πατρίδα». Η ιταλική κατοχική διοίκηση συγκρότησε, από κατοίκους της περιοχής γύρω από τη Σαμαρίνα ένα δοσιλογικό στρατιωτικό σώμα που ονόμασε ακριβώς «5η Λεγεώνα» ή «Λεγεώνα των Βλάχων». Επρόκειτο για πραγματικούς κατσαπλιάδες που λυμαίνονταν τη γύρω ύπαιθρο. Επί πλέον, ίδρυσαν ένα… πριγκιπάτο! Το λεγόμενο «πριγκιπάτο της Πίνδου» με «πρίγκιπα» ένα ρουμανόφωνο και ρουμανοσπουδαγμένο ντόπιο, τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, που εξιτάλισε το όνομά του σε Alcibiade Diamante. Το «πριγκιπάτο» τέλειωσε την… πριγκιπική του καριέρα με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, ενώ ο «πρίγκιπας», μετά από μια περιπλάνηση στην επιλεγόμενη «Δημοκρατία του Salò»[5] τέλειωσε τις μέρες του στις ρουμάνικες φυλακές.

Το ΕΑΜ στην περιοχή δεν ολιγώρησε: είναι χαρακτηριστικό ότι ο πολιτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ, ο σαμαρινιώτης δικηγόρος Ανδρέας Τζήμας, πήρε ως παρανόμι το όνομα του τόπου του: Βασίλης Σαμαρινιώτης, ακριβώς για να αποδείξει ότι δεν είναι όλοι οι συντοπίτες του συνεργάτες του κατακτητή. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ προστάτεψαν τους κατοίκους της περιοχής από τις αγριότητες της «Λεγεώνας των Βλάχων» και έπεισαν μεγάλο μέρος τους να ενταχθεί στις γραμμές τους.

Στα Ιόνια νησιά, η πολιτική των ιταλών κατακτητών υπήρξε πολύ πιο επιθετική: την 1η Αυγούστου του 1941[6], προσάρτησαν τα νησιά, εκτός από τα Κύθηρα, στην ιταλική επικράτεια. Απαγόρευσαν την κυκλοφορία ελληνικών εντύπων, καθώς και ελληνικών χαρτονομισμάτων. Καθ` όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, κυκλοφορούσε η καθημερινή ιταλόφωνη εφημερίδα Gazetta Ionica, ενώ κυκλοφόρησε και ειδικό νόμισμα, η «Ιόνιος δραχμή», ή Biglietto per le Isole Ionie. Όλα αυτά τα διοικητικά μέτρα, συνοδεύονταν από έντονη προπαγάνδα, με την οποία καλούνταν οι επτανήσιοι να εγκαταλείψουν «τη βάρβαρη ανατολίτικη Ελλάδα» και να ενωθούν με την «πολιτισμένη» Ιταλία, με την οποία, εξ άλλου, «έχουν βαθείς ιστορικούς δεσμούς»… Εννοείται ότι από το κάδρο δεν λείπουν οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι βιαιοπραγίες, οι κλοπές. Ιστορική πάντως έχει μείνει η αντίδραση της μαθητικής νεολαίας της Κέρκυρας, το Νοέμβρη του `41, ενάντια στην ιταλική κατοχή και στην προσπάθεια βίαιου εξιταλισμού της κερκυραϊκής κοινωνίας. Στη μεγάλη συγκέντρωση των μαθητών των κερκυραϊκών γυμνασίων, η λόγια Ειρήνη Δενδρινού, φίλη πιστή του Ντίνου Θεοτόκη, απάγγειλε το ακόλουθο ποίημα:

Μες στη μαύρη ερημιά, που θλιφτά μας πλακώνει

Στη δειλία, στην ψευτιά, στην ντροπή, που μας ζώνει,

Στο συμφέρον το αισχρό, που τα αισθήματα θάβει,

Δε ζούμε όλοι, ωιμέ, με ωραιότητα σκλάβοι.

Τα κορμιά σας μικρά, μα υψωθήκαν γιγάντια

Μπρος στη βία του εχθρού, στη χαμέρπεια ενάντια.

Η γροθιά σας μικρή κι η φωνή σας φωνούλα,

Μα η ψυχή σας τρανή, δεν την πιάνει τρεμούλα.

Γεια χαρά σας, παιδιά! Το γλυκόπονο τ` αγέρι

Της χρυσής λευτεριάς στο δικό σας το χέρι.

Αλλά και στην Αθήνα και παντού στην Ελλάδα, οι καραμπινιέροι, οι φασίστες αξιωματικοί, συμπεριφέρθηκαν ακριβώς σαν φασίστες αξιωματικοί. Ας θυμηθούμε και τη μαζική σφαγή στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, την ίδια αυτή που εκδικήθηκε ο Άρης και η εκδίκησή του έγινε θρύλος και τραγούδι:

«Έλα βρε άπιστε ιταλέ – κορόϊδο Μουσολίνι

Να μετρηθούμε οι δυο μαζί – να ιδείς το τι θα γίνει.

Δεν έχεις γέρους κι άρρωστους – μικρά παιδιά να σφάξεις

Ούτε κορίτσια ντροπαλά – μήτε χωριά να κάψεις.

Παπάδες για να τυραννάς – στη μέση στο παζάρι

Έχεις μπροστά σου σήμερα – τον καπετάνιο Άρη».

Σύγχρονοι ιταλοί ριζοσπάστες διανοούμενοι, όπως ο Costanzo Preve, που έφυγε πρόσφατα, έχουν θίξει το ζήτημα των ιταλικών ωμοτήτων σε πολλές δημόσιες παρεμβάσεις τους. Ο εχθρός λοιπόν δεν έπαιζε μαντολίνο.

Όμως… δεν μπορούμε να μη δούμε μια άλλη πλευρά της ιταλικής κατοχής που φανερώνει και μια ακόμη ξεχωριστή προσφορά του ελληνικού λαού και της καθοδήγησής του, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, στην τελική έκβαση του πολέμου. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η κατ` αρχήν ήττα της Ιταλίας σε αυτόν και η εαμική εθνική αντίσταση συντέλεσαν τα μέγιστα στη συνειδητοποίηση και στη χειραφέτηση της συνείδησης του ίδιου του ιταλικού λαού από το καθεστώς που τον ταλάνιζε για πάνω από 20 χρόνια και που τον έσυρε σε ένα ταπεινωτικό για την ιστορία και την παράδοσή του άδικο πόλεμο.

Ο ιταλικός λαός, χαμένος ανάμεσα στους λαβυρίνθους των επεξεργασιών του κόμματος της εργατικής του τάξης, χωρίς ισχυρή καθοδηγητική δύναμη, μπορεί κι αυτός να μην αντιστάθηκε κατά τρόπο συνολικό στο φασιστικό καθεστώς. Εξ άλλου, όπως είδαμε και προηγουμένως, ο φασισμός είχε στην Ιταλία κινηματικά χαρακτηριστικά, άρα και μια ορισμένη λαϊκή αποδοχή. Ο ιταλικός λαός όμως δεν ενσωμάτωσε ποτέ τη φασιστική νοοτροπία στη συνείδησή του. Ανέχτηκε, αλλά δεν εγκλημάτησε: ο λαός, εννοείται, όχι η άρχουσα τάξη και οι μηχανισμοί του φασιστικού κράτους. Στις πολεμικές επιχειρήσεις δεν διέπρεψε και, εν μέρει, αυτό είναι προς τιμήν του. Ενίοτε εξευτελίστηκε, όπως συνέβη στην περίπτωση της Αιθιοπίας, όπου οι ξυπόλυτοι αιθίοπες αφόπλισαν ένα σύνταγμα ιταλών και απέκοψαν από τους άνδρες του… πάσαν ελπίδα πατρότητας. Η επίθεση στην Ελλάδα έφερε τους ιταλούς σε αντίθεση μ` ένα λαό γειτονικό που και οι ίδιοι ένιωθαν γείτονα, φίλο τους, σε πολλά όμοιό τους. Ηττήθηκαν, ταπεινώθηκαν, πείνασαν, τραυματίστηκαν: τους διόρισαν, αν και ηττημένους, καταχτητές. Η ντροπή όμως για τον απλό ιταλό φαντάρο, παρέμεινε. Οι εμπειρίες όσων έζησαν την κατοχή μιλούν για τους φασίστες αξιωματικούς, αλλά μιλούν και για τους φαντάρους – παιδιά που αναζητούσαν τη «μάμα» και που τάϊζαν τα πεινασμένα παιδιά της γειτονιάς πριν φάνε οι ίδιοι… Εν τω μεταξύ, στην ίδια την Ιταλία το κίνημα φούντωνε, μέχρι που οι παρτιζάνοι –και εκεί με επικεφαλής τους κομμουνιστές– κατάφεραν να γκρεμίσουν το Μουσολίνι από την εξουσία. Το καινούργιο καθεστώς του –μουσολινικού– στρατηγού Badoglio προχώρησε σε συνθηκολόγηση με τους Συμμάχους. Ο «Ντούτσε» τέλειωσε τις μέρες του στο Μιλάνο, κρεμασμένος ανάποδα από τους παρτιζάνους και η Ιταλία γνώρισε πια και η ίδια τη φρίκη της κατοχής από τους παλιούς συμμάχους της.

Στην Ελλάδα, σ` αυτούς τους ταπεινωμένους και τρομοκρατημένους ιταλούς φαντάρους του Σεπτέμβρη του `43, μεγαλούργησε η προπαγάνδα και η δουλειά του ΕΑΜ. Το σύνολο των ιταλικών δυνάμεων της Θεσσαλίας παραδόθηκε, μαζί με τον οπλισμό του, στον ΕΛΑΣ και πολέμησε μαζί του. Είναι γνωστή η τραγική ιστορία της μεραρχίας Aqui στην Κεφαλλονιά[7] και η αντίστοιχη ηρωική του ευγενικού φλωρεντίνου γέροντα, του Amos Pambaloni: αξιωματικός καριέρας αλλά αντιφασίστας, αρνήθηκε να παραδοθεί στους γερμανούς. Τον περιέθαλψε, βαρειά τραυματισμένο, μια κεφαλλονίτικη οικογένεια. Όταν έγινε καλά, πέρασε στον ΕΛΑΣ και πολέμησε γενναία μέσα από τις γραμμές του στα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας. Μέχρι τα βαθειά του γεράματα –έφυγε πλήρης ημερών– έφερε υπερηφάνως τις δύο κομματικές ταυτότητες: του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και του Partito Comunista Italiano, ενώ βαθειά ήταν η φιλία που τον συνέδεε με το δικό μας σπουδαίο γέροντα, το Διονύση Γεωργάτο[8].

Ένας περήφανος και απείθαρχος λαός και ένας λαός – παιδί (κυριολεκτικά) της Αναγέννησης. Ο δεύτερος σύρεται από ένα εγκληματικό καθεστώς ενάντια στον πρώτο που επίσης στενάζει κάτω από ένα ομοειδές καθεστώς. Ήταν λοιπόν στ` αλήθεια, σύγκρουση δυο φασισμών; Σαφώς και όχι. Ήταν η επίθεση μιας ισχυρής ιμπεριαλιστικής δύναμης ενάντια σε μια αδύναμη χώρα. Και ο λαός αυτής της δεύτερης χώρας, κάτω από την καθοδήγηση του Κόμματος της εργατικής τάξης του, αμύνθηκε: νίκησε και νικήθηκε, ξανασηκώθηκε και πολέμησε για δέκα ολόκληρα χρόνια ενάντια σε δυο φασιστικές αυτοκρατορίες, σε δυο μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ενάντια στη «δική του» αστική τάξη. Στη διάρκεια αυτού του αγώνα, συντέλεσε στη διαπαιδαγώγηση και χειραφέτηση του λαού εκείνου που «ήρξατο χειρών αδίκων», έτσι ώστε να βγουν από τις γραμμές των παλιών εχθρών πολλοί Amos Pambaloni, που τελικά γκρέμισαν το φασισμό. Κι αν η Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ` ένα πραγματικό παλλαϊκό πολιτισμό, δε δημιουργήθηκε στις τότε συνθήκες –και δεν είναι ώρα να αναλύσουμε τους λόγους– τίποτε από ότι συγκρότησε αυτή την εποποιία δεν πήγε χαμένο, αλλά αποτελεί πολύτιμη εμπειρία και παρακαταθήκη για τους αγώνες που αναπόδραστα θάρθουν.  

                       Αλκιβιάδης Σωζόμενος

                                                               

 


[1] Ως προς το «όχι», καθεαυτό: η φράση, δεν ειπώθηκε βέβαια ποτέ από τον Ιωάννη Μεταξά. Η συγκεκριμένη απάντηση που δόθηκε ήταν στα γαλλικά, γλώσσα της διπλωματίας: «Alors, c’ estlaguerre!» – δηλαδή: «έχουμε λοιπόν πόλεμο!».

[2] Ο σπουδαίος πεζογράφος Δημήτρης Χατζής θα δώσει αργότερα, στο διήγημά του «Τραγούδι στην Αθήνα», ένα κεντρικό ρόλο στο ίδιο αυτό τραγούδι, και θα το αναδείξει ως σύμβολο και σύνθημα αντίστασης ενάντια στον καταχτητή.

[3] Από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου: «Ξυπόλυτοι άγγελοι – Οκτώβρης 1940».

[4] Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση στο Λακκί της Λέρου. Η περιοχή ήταν βαλτώδης, αλλά αποτελούσε ασφαλές φυσικό λιμάνι. Οι ιταλοί έκαναν αποστραγγιστικά έργα, κατασκεύασαν ένα σύγχρονο λιμάνι που αποτέλεσε και το μεγαλύτερο ναύσταθμό τους στην ανατολική Μεσόγειο και έχτισαν έναν ολόκληρο οικισμό με ιδιαίτερη, «μοντέρνα» αρχιτεκτονική, από τους λίγους που υπάρχουν σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο.

[5] Φασιστικό κρατίδιο που ίδρυσαν τα κατάλοιπα του φασιστικού καθεστώτος στη Βόρεια Ιταλία.

[6] Στον ενδιαφέροντα κερκυραϊκό ιστότοπο corfuhistoryforum. blogspot.com, αναγράφονται τα εξής: «Το παράξενο είναι ότι ενώ στην περίπτωση της απόπειρας των Βουλγάρων να προσαρτήσουν τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία οι Έλληνες βγήκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας με αυτοθυσία την αντίθεσή τους σε μία τέτοια εξέλιξη (την οποία και απέτρεψαν), στην περίπτωση των Ιονίων Νήσων δεν υπήρξε παρόμοια αντίδραση. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι, εκτός των όποιων προκαταλήψεων απέναντι των Επτανησίων, υπήρξε και παρέμβαση από τη βρετανική πλευρά, η οποία, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, ακολούθησε μία παράδοξη φιλοϊταλική στάση, όπου δεν βλάπτονταν άμεσα τα δικά της συμφέροντα». Θαρρώ ότι η απάντηση είναι πολύ πιο απλή: όταν η Ιταλία ενσωμάτωσε στην επικράτειά της τα Ιόνια νησιά, το ΕΑΜ – που απέτρεψε την προσάρτηση της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία – δεν είχε ακόμα ιδρυθεί!

[7] Όσοι ιταλοί επέλεξαν να παραδοθούν στους γερμανούς εσφάγησαν άγρια.

[8] Αντίθετα με την πολιτική προσεταιρισμού των ιταλών, που δεν μετακινούνταν ούτε κατά κεραία από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ο τροτσκιστής ηγέτης Παντελής Πουλιόπουλος, πιστός στην αντιεαμική γραμμή των τροτσκιστών στη διάρκεια της κατοχής, θεωρούσε το ΕΑΜ εθνικιστικό και πίστευε ότι το καθήκον της ελληνικής εργατικής τάξης ήταν η «συμφιλίωση με τα στρατευμένα παιδιά της ιταλικής και της γερμανικής εργατικής τάξης». Τα στρατευμένα παιδιά της ιταλικής εργατικής τάξης πάντως δεν εκτίμησαν καθόλου τις προτροπές του και τον εκτέλεσαν στο Κούρνοβο. Αντίθετα, πέρασαν κατά μεγάλο μέρος τους στον ΕΛΑΣ όταν ακριβώς πείστηκαν για τον άδικο και αδιέξοδο χαρακτήρα του πολέμου στον οποίο σύρθηκαν.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας