Εργατικός Αγώνας

Πώς δέθηκε τ’ ατσάλι

Για τα 96 χρόνια από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας

Γράφει ο Αλκιβιάδης Σωζόμενος

Περάσανε κιόλας – «σαν της ελιάς το φύλλο», όπως θάγραφε ο Κώστας Βάρναλης – 96 χρόνια από την ημέρα που οι εκπρόσωποι των σκόρπιων, μέχρι τότε – σοσιαλιστικών συλλογικοτήτων και εργατικών οργανώσεων, στο κτίριο των Μηχανικών Ατμοπλοίων του Πειραιά, αποφάσισαν την ίδρυση ενιαίου εργατικού σοσιαλιστικού κόμματος: του ΣΕΚΕ, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, που, μετά από έξη χρόνια και αφού έχει βιωθεί η συγκλονιστική εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής θα μετονομαστεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας – ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ έχει γενέθλια: δεν είναι «απλώς» το παλαιότερο κόμμα της χώρας∙ δεν είναι «απλώς» ένα από τα ελάχιστα, στον πλανήτη, κόμματα που κατόρθωσαν, μετά τις συγκλονιστικές ανατροπές της δεκαετίας του `90 να διατηρήσει επί μακρόν το όνομα και τα σύμβολά του (για το χαρακτήρα του είναι άλλο ζήτημα, για το οποίο θα κάνουμε παρακάτω ορισμένη μνεία)∙ είναι σάρκα από τη σάρκα του ελληνικού λαού, είναι κάτι παραπάνω από κομμάτι της ευρύτερης ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα. Είναι η ίδια η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα: μια πραγματική εποποιία ενός λαού που πάλεψε, με πρωτοπόρο και καθοδηγητή το Κόμμα του, που μάτωσε, ενάντια στη ντόπια άρχουσα τάξη και τις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που λυμαίνονταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τη χώρα∙ ενός λαού που μάτωσε, που θυσιάστηκε, που είδε νίκες και κατακτήσεις, είδε ήττες και τραγωδίες αλλά κατάφερε, να μείνει όρθιος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας συμπύκνωσε στη δική του εμπειρία ακόμη και την προηγούμενη ιστορική εμπειρία του λαού μας, μια μακρά ιστορία αγώνων, θυσιών και εξεγέρσεων. Έγινε η κόκκινη κλωστή που συνέδεσε το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον αυτής της γης και του λαού που την κατοικεί, μοχθεί επάνω της, την πονά και την υπερασπίζεται, δένοντας τις ιστορικές παρακαταθήκες με τις ανάγκες του ιστορικού υποκειμένου του σήμερα, της εργατικής τάξης, που «είναι δουλεύτρα και δεν έχει κανέναν ανάγκη».

Δε χρησιμοποίησα τυχαία αυτή τη φράση: την έχει γράψει, βάζοντάς την στο στόμα μιας δεκαοχτάχρονης εργάτριας που κάνει την προσωπική της επανάσταση, ένας σεμνός εργάτης του λόγου, ένας σπουδαίος πεζογράφος που – αν και καταγόταν από παλιά, φεουδαρχική οικογένεια – το όνομά του συγκαταλέγεται στη λίστα εκείνων που δούλεψαν για να συγκροτηθεί κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα. Ο Ντίνος Θεοτόκης, στην περίφημη νουβέλα του «Η τιμή και το χρήμα» δε μιλά, όπως γενικά νομίζεται, απλά και μόνο για τη χειραφέτηση της γυναίκας μέσα από τη μισθωτή εργασία. Λέει, αντίθετα, κάτι πολύ παραπάνω: μιλά για τη χειραφέτηση της ίδιας της εργατικής τάξης, για το σπάσιμο των εξαρτήσεών της από τις άλλες κοινωνικές τάξεις, τους παλιούς και τους νέους επικυρίαρχους της κοινωνίας. Για την εργατική τάξη που συγκροτείται ως «τάξη για τον εαυτό της», σπάζοντας το δίπολο της «τιμής» (αξία της παλιάς, φεουδαρχικής αριστοκρατίας) και του «χρήματος» (μόνη αξία της αστικής τάξης) εισάγοντας μια νέα, απόλυτη αξία: τη μισθωτή εργασία, τον πλούτο και το μέλλον της ανθρωπότητας.

Λίγα λόγια γι` αυτή την – επώδυνη – πορεία προς τη διαμόρφωση, τη συνειδητοποίηση και τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης της πατρίδας μας, μέχρι την ίδρυση του Κόμματός της, θα ήθελα να γράψω σήμερα. Αλλά και λίγα λόγια, σαν επίλογο, για την ωρίμανση του ίδιου του Κόμματος μέσα από τις ιστορικές περιπέτειες του λαού μας στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Και θα ήθελα τέλος να καταθέσω την αγωνία μου και τις σκέψεις μου για το μέλλον του, καθώς σήμερα βρίσκεται σήμερα απέναντι σε ένα νέο εχθρό, ίσως περισσότερο ύπουλο και μοχθηρό από όσους έχει αντιμετωπίσει μέχρι τώρα. Για να θυμηθούμε ένα στίχο του Ελύτη: «Ήρθαν ντυμένοι φίλοι – αμέτρητες φορές οι εχθροί μας»

 

Οι ξωμάχοι

Η Ελλάδα, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μετά τη συγκρότησή της σε κράτος, παραμένει μια χώρα κατ` εξοχήν αγροτική. Στην πρώτη ελεύθερη ελληνική κράτος (που περιοριζόταν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, μαζί με την Εύβοια, και τις Κυκλάδες), κυριαρχεί ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Υπάρχουν λίγα τσιφλίκια (στην Αττική και στην Εύβοια) αλλά και πολλοί ακτήμονες που διεκδικούν μερίδιο από τις λεγόμενες «εθνικές γαίες»[1]. Οι φτωχοί και άκληροι χωρικοί, ένοπλοι ακόμη από την επανάσταση, υπερασπίζονται ή διεκδικούν τη γη τους με το όπλο στο χέρι, απειθάρχητοι στην κεντρική εξουσία, η οποία, εξ άλλου, δε βρίσκεται απόλυτα σε ελληνικά χέρια: μιλώ για την περίοδο της Βαυαροκρατίας – κατά την οποία οι βαυαροί φέρθηκαν με τον πιο σκαιό τρόπο απέναντι στον ελληνικό λαό – αλλά και για την πάγια εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής: εξάρτηση οικονομική, εξάρτηση στρατιωτική, εξάρτηση πολιτική.

Η πρωτοπόρα, κάποτε ριζοσπαστική σκέψη των μεγάλων δασκάλων του ελληνικού διαφωτισμού – αναφέρομαι κυρίως στον επαγγελματία επαναστάτη, το γιακωβίνο Ρήγα, αλλά και στον «Ανώνυμο Έλληνα», τον κατά πάσα πιθανότητα καρμπονάρο που συνέγραψε την «Ελληνική Νομαρχία»[2] – έχει ιστορικό όριο, που δεν είναι άλλο από το ιστορικό όριο της ίδιας της αστικής τάξης. Δεδομένου δε ότι, κατά τη διάρκεια της επανάστασης παραμερίστηκαν τα πιο φωτισμένα και ριζοσπαστικά στοιχεία και κυριάρχησαν τα πιο συντηρητικά πνεύματα (και οι πιο συντηρητικές και κοινωνικές πολιτικές μερίδες) στο πεδίο της πολιτικής δε συναντάμε ιδιαίτερα φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης καθ` όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ακόμη και η – αναμφισβήτητα σημαντική και συναισθηματικά, ακόμη και σήμερα, φορτισμένη, συνταγματική επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη, δεν καθοδηγείται από τα πιο προοδευτικά μυαλά της εποχής: ο – για άλλους λόγους εξαιρετικά σπουδαίος – Μακρυγιάννης δεν συγκαταλέγεται πάντως σε αυτά.

Από το ιδεολογικό πλαίσιο το οποίο διαμορφώνει η άρχουσα τάξη και το οποίο επιβάλλει, ως εικός, στην ελληνική κοινωνία, λείπουν εντελώς οι υπάλληλες τάξεις και τα αιτήματά τους. Η ασφυκτική κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας» δεν αφήνει κανένα άλλο αίτημα να αναπνεύσει, καμμία άλλη διεκδίκηση να ανθίσει. Η φτωχή αγροτιά αντιστέκεται με τον «κλέφτικο» τρόπο που το έκανε πάντα: το φαινόμενο της ληστείας, οι «ωραίοι των ορέων» που έγιναν λαϊκοί θρύλοι, δεν αποτελεί παρά μια πρωτόγονη, ακατέργαστη μορφή ταξικής αντίδρασης, απέναντι σε μια ανάλγητη εξουσία.

Από το – αρκετά μηχανιστικό – για λόγους χώρου και χρόνου, αυτό σχήμα, δεν απουσιάζει ωστόσο εντελώς ο κόσμος της μισθωτής εργασίας. Από τα προεπαναστατικά ακόμη χρόνια, ο τομέας στον οποίο διέπρεπε το ελληνικό κεφάλαιο, η ναυτιλία, δίνει ορισμένα παραδείγματα σχέσεων μισθωτής εργασίας, συγκαλυμμένων κάποτε υπό τη μορφή της μοιρασιάς των κερδών. Ούτως ή άλλως πάντως, από το 1860 και μετά, συντελούνται ορισμένα εξαιρετικά σημαντικά γεγονότα που θα δώσουν ώθηση στη μετατροπή του ξωμάχου σε προλετάριο, είτε στο πεδίο της αντικειμενικής του θέσης στην παραγωγή, είτε ακόμη στο πεδίο της συνείδησης.

Το 1864, ενσωματώνονται στην Ελλάδα τα Ιόνια νησιά και το 1881 η Θεσσαλία. Η πρώτη ενσωμάτωση κουβαλάει μαζί της μια σπουδαία «προίκα» από την πλευρά που μας ενδιαφέρει εδώ: μια μακρότατη παράδοση ταξικών αγώνων – κυρίως της εξαρτημένης αγροτιάς – αγώνων για την υπεράσπιση της λαϊκής γλώσσας, καθώς και την πολιτική εμπειρία του κινήματος των «Ριζοσπαστών» που συνένωνε με τον πιο άρτιο τρόπο τις εθνικές με τις κοινωνικοταξικές διεκδικήσεις.

Στο πεδίο των σχέσεων παραγωγής, και οι δυο ενσωματώσεις οξύνουν το αγροτικό ζήτημα και μεταβάλλουν το χαρακτήρα του, καθώς εμφανίζεται για πρώτη φορά με τέτοια ένταση (αν και με διαφορετικούς, σε κάθε περίπτωση, όρους) το ζήτημα της μεγάλης γαιοκτησίας και το αίτημα για το μοίρασμά της σ` αυτούς που την καλλιεργούσαν, τους απογόνους από «τόσες γενιές ανθρώπων που `χαν ζήσει σκοτεινά, ποτίζοντας με τον ίδρο τους μια γη που δεν ήταν δική τους»[3].

Η γεωγραφική «καρδιά» της Ελλάδας, ο θεσσαλικός κάμπος, κι η δυτική εσχατιά της, ο κόσμος του Ιονίου Πελάγους, τα κοινά τους ιστορικά αιτήματα, θα διασταυρωθούν στο πρόσωπο του κεφαλλονίτη δάσκαλου και αγροτιστή Μαρίνου Αντύπα, που ξεσήκωνε τους ξωμάχους του κάμπου και δολοφονήθηκε από τους μπράβους των τσιφλικάδων. Αξίζει ακόμα να θυμηθούμε τον κερκυραίο αγροτιστή βουλευτή Πολυχρόνη Κωνσταντά[4] και τις συγκλονιστικές μάχες που έδωσε στο ελληνικό κοινοβούλιο ενάντια στους εκπροσώπους της ξεπεσμένης αριστοκρατίας για το μοίρασμα των παλιών φέουδων.

               

Οι προλετάριοι. α) Τα νησιά

Προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κεφαλαίου είναι η ύπαρξη εργατικών χεριών – ήτοι, «ελεύθερης» εργατικής δύναμης, ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα δικό τους, εκτός από τα χέρια ή το μυαλό τους. Είδαμε ότι αυτό συνέβαινε κιόλας στα ελληνικά καράβια. Έχει διασωθεί το ημερολόγιο του γενάρχη της ανδριώτικης εφοπλιστικής οικογένειας των Εμπειρίκων, στο οποίο (δυστυχώς δεν έχω το κείμενο μπροστά μου για να το αντιγράψω επακριβώς, καταγράφω λοιπόν από μνήμης την ουσία), λέει περίπου τα εξής: «Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να βγάλει κανείς χρήματα. Εγώ ακολούθησα τον ανδριώτικο: δανείζεσαι 15.000 λίρες και αγοράζεις ένα καράβι. Σε ένα χρόνο, με τη δουλειά και το φιλότιμο του ανδριώτη ναυτικού, αποπληρώνεις το καράβι και έχεις και 5.000 λίρες κέρδος». Για το «γενάρχη» Εμπειρίκο, η μέχρι φυσικής εξόντωσης εκμετάλλευση των ναυτικών πάνω στο καράβι, μεταφράζεται σε «φιλότιμο» του ανδριώτη ναυτικού!

Το πρώτο γεωγραφικό σημείο του ελλαδικού χώρου όπου η συγκυρία βοήθησε να υπάρξουν ελεύθερα εργατικά χέρια, ήταν το μικρό, άνυδρο νησάκι στην καρδιά του Αιγαίου, η Σύρος: προστατευμένη – λόγω του καθολικού πληθυσμού – από τη γαλλική κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, δεν έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Έτσι, ορίστηκε από τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις ως χώρος υποδοχής προσφύγων από την κατεστραμμένη Χίο, τα καμμένα Ψαρά και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Οι περισσότεροι από αυτούς έφτασαν στο άγονο και άνυδρο νησί χωρίς στον ήλιο μοίρα, με μόνη προίκα τα χέρια τους, χωρίς ελπίδα να αποκτήσουν γη: τα φτωχά κτήματα του τόπου βρίσκονταν στα χέρια των ντόπιων. Από την άλλη μεριά, μια μικρή μερίδα των νεοφερμένων, είχαν διασώσει περιουσίες και κεφάλαια ή είχαν εύπορους συγγενείς ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Η νέα πόλη που ιδρύθηκε αφιερώθηκε εξ αρχής στο εμπόριο και στη μεταποίηση – πήρε μάλιστα, σε μια έξαρση λατρείας της αρχαιότητας και νεοκλασικισμού, ορατού στα αρχοντικά της – το όνομα του θεού του εμπορίου: Ερμούπολη. Καθώς το νησί βρίσκεται στο κέντρο του Αιγαίου, έγινε γρήγορα κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου: τα ρώσικα στάρια, το αιγυπτιακό βαμβάκι, τα εγγλέζικα υφάσματα, τα αποικιακά της Ανατολής, διασταυρώνονταν στο λιμάνι της. Εκεί, ιδρύθηκε και το ναυπηγείο, το Νεώριο της Σύρου, στο οποίο στήθηκε και το πρώτο εργατικό συνδικάτο που λειτούργησε ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν το σωματείο των ξυλουργών του Νεώριου, που ιδρύθηκε το 1879 και, την ίδια χρονιά, διοργάνωσε και την πρώτη απεργία που έγινε ποτέ στο ελληνικό κράτος.

Αναφέρθηκα προηγουμένως στα Ιόνια νησιά: ήδη, από τα χρόνια της αγγλικής προστασίας, οι Ύπατοι Αρμοστές είχαν καθιερώσει ένα ευνοϊκό καθεστώς για επενδυτές που έρχονταν από άλλες περιοχές. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα. Έτσι, πολλοί, κυρίως ηπειρώτες, κεφαλαιούχοι πέρασαν στα Ιόνια νησιά και δημιούργησαν καπιταλιστικές επιχειρήσεις, κυρίως στην Κέρκυρα. Αναπλήρωσαν έτσι το κενό της ύπαρξης μιας ντόπιας αστικής τάξης[5] και δημιούργησαν σημαντικές βιομηχανικές μονάδες, όπως του Ζαφειρόπουλου (ζυμαρικά), του Δεσύλλα (που κατεργαζόταν γιούτα και κάνναβη) ή τη χαρτοβιομηχανία του Ασπιώτη. Τα εργοστάσια αυτά δημιουργήθηκαν στα λαϊκά προάστεια της πόλης της Κέρκυρας, κυρίως στο Μαντούκι, με τους ατίθασους και περήφανους κατοίκους, που δεν είχαν δεσμούς με την ύπαιθρο, ούτε έγγεια περιουσία, ούτε και προσδοκία έγγειας περιουσίας – γι` αυτό και αποτελούσαν «ελεύθερα» εργατικά χέρια.

Αν στην Κεφαλλονιά ήταν πιο έντονο και πιο μαχητικό το κίνημα των Ριζοσπαστών, στην Κέρκυρα, εκτός από τις μαχητικές διεκδικήσεις για το μοίρασμα της γης, αναπτύχθηκαν – από την αρχή του 20ου αιώνα όμως – συλλογικότητες σοσιαλιστικού χαρακτήρα, με κύριο εκπρόσωπό τους το «Σοσιαλιστικό Όμιλο της Κέρκυρας», με ψυχή ακριβώς το Ντίνο Θεοτόκη. Συσπειρώνει στις γραμμές του διανοούμενους αλλά και εργάτες και θα πάρει μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο του 1918, εκπροσωπούμενος από το Σίδερη που έχει ήδη εκλεγεί βουλευτής.

 

Τα λιμάνια

Τα πρώτα σημαντικά λιμάνια του ελληνικού κράτους σε ηπειρωτικό έδαφος υπήρξαν η Πάτρα και ο Πύργος, εξ αιτίας, αφενός της γειτνίασής τους με τις σταφιδοπαραγωγικές περιοχές της Πελοποννήσου, αφετέρου του προσανατολισμού τους προς τη δυτική Ευρώπη, βασικό καταναλωτή της κορινθιακής σταφίδας. Παρατηρείται μια ορισμένη συγκέντρωση εργατικής τάξης στις πόλεις αυτές και μια ορισμένη επίσης ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των σοσιαλιστικών ιδεών, διαμεσολαβημένη όμως από τις αντιλήψεις του γειτονικού ιταλικού κόσμου. Οι ιταλοί σοσιαλιστές, τον προπερασμένο αιώνα, επηρεάζονταν κυρίως από τον αναρχισμό. Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, αναπτύσσεται πρώτα το λιμάνι του Πειραιά (ουσιαστικό εξάρτημα της πρωτεύουσας) και, κατόπιν, η πόλη και το λιμάνι του Βόλου. Αναπτύσσονται βιομηχανικοί κλάδοι όπως η βυρσοδεψία, η κλωστοϋφαντουργία, η υποδηματοποιία, η κεραμοποιία. Τα γύρω νησιά αλλά και η ύπαιθρος αρχίζουν να μαζεύονται στις δυο πόλεις, όπου δημιουργείται πια συγκέντρωση εργατικής τάξης και αντίστοιχες συλλογικότητες. Βεβαίως, επηρεάζεται και η Αθήνα: γλαφυρές – και τραγικές – σκηνές από τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων στις παρυφές της πόλης («εις την δυτικήν εσχατιάν», όπως ο ίδιος γράφει) μας έχει δώσει ο μεγάλος Παπαδιαμάντης. Δεν πρόκειται ακόμη, ωστόσο, για συγκροτημένο προλεταριάτο: ο φτωχός κόσμος που περιγράφει, είναι συνήθως μικροί τεχνίτες, που ο καθένας δουλεύει με τα δικά του εργαλεία, ξυλουργοί, πλύστρες, ράφτρες, υπηρέτριες, είναι ένας μικρόκοσμος πρόσφατα ξεριζωμένος από τη γενέθλια γη του, μη ενταγμένος ακόμη σε μια συγκροτημένη κοινωνική τάξη, που υποφέρει, κατά τον τρόπο του Βάρναλη, «δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα».

 

Της γης το χρυσάφι

Ένας τομέας της παραγωγής στον οποίο υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού είναι τα μεταλλεία – κυρίως τα μεταλλεία του Λαυρίου. Η γαλλοϊταλικών συμφερόντων εταιρία του Σερπιέρι που τα εκμεταλλεύεται, καταδικάζει τους εργάτες σε συνθήκες κόλασης. Το 1883 ξεσπά η πρώτη, μεγάλη απεργία στον ελλαδικό χώρο, τα επιλεγόμενα «Λαυρεωτικά». Λίγο πιο νότια, στη Σέριφο, ο γερμανός μεταλλειολόγος Γρώμαν έχει αγοράσει, κυριολεκτικά για ένα πιάτο φαϊ, τη γη των κατοίκων της δυτικής πλευράς του νησιού και έχει θέσει ξανά σε λειτουργία τα μεταλλεία σιδήρου, γνωστά από την αρχαιότητα, που είχαν όμως να λειτουργήσουν από την περίοδο της βενετοκρατίας, από το 14ο αιώνα. Η αμοιβή των κατοίκων του νησιού για τη γη που πούλησαν, ήταν η πρόσληψή τους στα μεταλλεία. Τον πολυτραγουδισμένο ήλιο του Αιγαίου, αυτοί οι άνθρωποι δεν τον έβλεπαν ποτέ: ζούσαν στις στοές, σαν τυφλοπόντικες, από τα χαράματα της Δευτέρας μέχρι το βράδυ του Σαββάτου. Μετά έπιναν – μόνη χαρά και αναψυχή σε μια ζωή χωρίς φως. Μαζί τους κι οι πελοποννήσιοι από την απέναντι ακτή, οι μηλιοί κι οι κιμωλιάτες που έρχονταν να πιάσουν δουλειά. Οι άθλιες αυτές συνθήκες εργασίας οδήγησαν στη μεγάλη απεργία και εξέγερση του 1916 – πρώτη μεγάλη απεργία στην Ελλάδα, μέσα στον 20ο αιώνα: το αποτέλεσμα ήταν τέσσερις απεργοί νεκροί και ένας χωροφύλακας – μια γυναίκα τον σκότωσε, χτυπώντας τον στο κεφάλι με μια πέτρα …

 

Η διανόηση και οι συλλογικότητες

Όπως παντού στον κόσμο, και στην Ελλάδα, η συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης έρχεται «απ` έξω». Φωτισμένοι διανοούμενοι, με γνώση και επαφή των φιλοσοφικών ρευμάτων και των πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη, οραματίζονται ένα καλύτερο κόσμο και, κάποτε, προσπαθούν να υλοποιήσουν το όραμά τους. Ελάχιστοι ανάμεσά τους έχουν σχέση με τον επιστημονικό σοσιαλισμό και το Μαρξ: οραματίζονται έναν ουτοπικό, ρομαντικό σοσιαλισμό, ο οποίος δεν βασίζεται στην κατοχή των μέσων παραγωγής αλλά στη δίκαιη διανομή του πλούτου. Ανάμεσά τους βρίσκονται ονόματα όπως εκείνα του Σταύρου Καλλέργη, του Πλάτωνα Δρακούλη, του Νικόλαου Γιαννού (που πρώτος εξέδωσε το «Ριζοσπάστη»). Ακόμα κι έτσι όμως, συναντούν την απροκάλυπτη εχθρότητα της άρχουσας τάξης και των μηχανισμών της, αλλά και τη δυσπιστία των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων στα οποία απευθύνονται.

Ο κερκυραίος άρχοντας Ντίνος Θεοτόκης, παρά τις μεταγενέστερες παλινωδίες του, και ο λόγιος αγρινιώτης αστός Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, σπουδαίοι λογοτέχνες και οι δυο, ξεχωρίζουν. Έχοντας σπουδάσει στη Γερμανία, ήρθαν και οι δυο και επαφή με το έργο του Μαρξ και του Ένγκελς: «χάσαμε τη νιότη μας με τις νιτσεϊκές μας παλαβομάρες», θα γράψει ο Θεοτόκης στη φίλη του, Ειρήνη Δενδρινού, όταν έχει πια αφήσει πίσω του τον κοσμοπολίτη μπον βιβέρ που υπήρξε στα νιάτα του και έχει αγκαλιάσει τον τόπο του, τη ντοπιολαλιά του, το λαό του – και το σοσιαλιστικό ιδεώδες. Αναφέρθηκα παραπάνω στην πολιτική του δράση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η συμμετοχή του, ως εκπρόσωπος της Κέρκυρας, στο προπαρασκευαστικό συνέδριο του 1915, με το οποίο προετοιμάστηκε το συνέδριο του 1918. Ο Χατζόπουλος, από την άλλη, είναι ο πρώτος που μεταφράζει στα ελληνικά το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Με αυτούς τους δυο, η ελληνική σοσιαλιστική σκέψη, περνά σε ανώτερο επίπεδο, ξεπερνά την ουτοπία και γνωρίζει καλύτερα το μαρξισμό.

Από μια άλλη πλευρά, τα εργατικά σωματεία, που πληθαίνουν στις αρχές του 20ου αιώνα (και, ιδιαίτερα, μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας) παραμένουν περισσότερο συντεχνιακά σωματεία αλληλοβοήθειας, περισσότερο πρόθυμα να βοηθήσουν στο να απαλύνουν τις άθλιες συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και λιγότερο έτοιμα να αναπτύξουν κινηματική δράση και διεκδικήσεις. Η «Μεγάλη Ιδέα» είναι πανταχού παρούσα και πνίγει τα πάντα σε ένα ποτάμι αλυτρωτικών ιδεωδών και βλέψεων.

 

«Λαός Ισραήλ»

Δανείζομαι τον τίτλο από ένα κεφάλαιο του «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ο εβραϊκός κόσμος, που ζει σκόρπιος σε ολόκληρη την Ευρώπη, πριν από το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι ένας κόσμος βαθειά διχασμένος: υπάρχει το ισχυρό εβραϊκό κεφάλαιο, οι πλούσιοι, που καταπιέζουν και τους ίδιους τους φτωχούς εβραίους, αφού, με το πρόσχημα της τήρησης των παραδόσεων και της θρησκείας, τους κρατούν ομήρους των συμφερόντων τους∙ υπάρχει όμως και ο κόσμος της δουλειάς, το προλεταριάτο, κάποτε πολύ μαζικό και ιδιαίτερα μαχητικό.

Το 1912, με τους Βαλκανικούς πολέμους, η Θεσσαλονίκη ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος. Πρόκειται για μια πόλη με πολυεθνικό χαρακτήρα και κυρίαρχο πληθυσμιακά στοιχείο το εβραϊκό. Επίσης, όντας το πρώτο λιμάνι και η μεγαλύτερη πόλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επί ευρωπαϊκού εδάφους, έχει εξαιρετικά αναπτυγμένη, για τα βαλκανικά δεδομένα, βιομηχανία. Ανάμεσα στις άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες, ξεχωρίζει η βιομηχανία κατεργασίας καπνού, καθώς στην πόλη συρρέουν τα καπνά από τις γύρω καπνοπαραγωγικές περιοχές της Μακεδονίας. Στα καπνομάγαζα, κυρίως, συγκροτείται το προλεταριάτο της Θεσσαλονίκης, αποτελούμενο κατά το πλείστον από εβραίους. Από εβραίους αποτελείται και η πολύ σημαντική συνδικαλιστική οργάνωση «Φεντερασιόν»[6], ένα υβρίδιο κόμματος και εργατικού συνδικάτου, με επικεφαλής τον ισραηλίτη δάσκαλο από τη Βουλγαρία και ικανό συνδικαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια.

Η «Φεντερασιόν» θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην ενοποίηση των σοσιαλιστικών οργανώσεων. Ήδη από το 1914 είχε λάβει από τη Β` Διεθνή την εντολή να προχωρήσει στο συντονισμό όλων των σοσιαλιστικών και εργατικών συλλογικοτήτων. Κατά τη διάρκεια του Α` παγκοσμίου πολέμου, οι σοσιαλιστικές συλλογικότητες της Ελλάας (κάτι που, εξ άλλου, συνέβη με τα σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα όλου του κόσμου) συγκρούστηκαν μεταξύ τους, με διακύβευμα το αν έπρεπε η Ελλάδα να συμμετάσχει ή όχι στον πόλεμο. Επιφανείς, μέχρι τότε, μορφές, όπως ο Γιαννιός ή ο Δρακούλης, πρέσβευαν ότι η χώρα έπρεπε να πολεμήσει στο πλευρό της Αντάντ, ώστε να επιτύχει την ικανοποίηση των εθνικών διεκδικήσεών της. Η «Μεγάλη Ιδέα» είχε επηρεάσει βαθειά ακόμη και όσους θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόστολους της νέας κοινωνίας …

Η «Φεντερασιόν» έμεινε έξω από αυτή τη διαμάχη, ακολουθώντας μια συνεπή πολιτική κατά του πολέμου. Πρέπει όμως να τονίσω ότι αυτή η αντιπολεμική της στάση δεν οφειλόταν στη «μπολσεβικοποίηση» της οργάνωσης, στην πίστη στη θέση του Λένιν για άμεση κατάπαυση του πυρός και μετατροπή του πολέμου σε διεθνή εμφύλιο: οφειλόταν στη – φυσιολογική, δεδομένης της εθνολογικής της σύνθεσης – αδιαφορία για τις εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της Ελλάδας. Εξ άλλου, μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ και τη μετατροπή του σε ΚΚΕ, ο Αβραάμ Μπεναρόγια περνά σε πολύ πιο συντηρητικές θέσεις που θα οδηγήσουν και στη διαγραφή του από το Κόμμα.

               

«Τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής»

Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος ιδρύεται στις 18 Νοεμβρίου του 1914. Ο συντονισμός και, εν τέλει, η ενοποίηση των σοσιαλιστικών και εργατικών συλλογικοτήτων, ώστε να αποκτήσει η Ελλάδα κόμμα της εργατικής τάξης, επιταχύνθηκε για λόγους και εσωτερικούς και εξωτερικούς: από τη μια, ο ελληνικός λαός που, ασμένως αντιμετώπισε στην αρχή τις νίκες των Βαλκανικών πολέμων, ήταν ήδη κουρασμένος από την πολύχρονη πολεμική εμπλοκή, ενώ το επίπεδο της ζωής του είχε επιδεινωθεί. Η διαπάλη ανάμεσα στις μερίδες της άρχουσας τάξης ( η μία, συσπειρωμένη γύρω από το θρόνο, δεμένη με προκαπιταλιστικά σχήματα στην οικονομία και την πολιτική – η άλλη, γύρω από το Βενιζέλο, «εκσυγχρονιστική» σε σχέση με τα συμφέροντα της αστικής τάξης) που εξελίχθηκε στο λεγόμενο «Εθνικό Διχασμό», κατέδειξε την εγγενή αδυναμία των κομμάτων της να ανταποκριθούν στις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Από την άλλη πλευρά, το ξέσπασμα της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης αφύπνισε συνειδήσεις σε όλο τον κόσμο, δρομολόγησε επαναστατικές διαδικασίες, συντέλεσε στην ίδρυση εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων.

Στο ΣΕΚΕ ξέσπασε εξ αρχής έντονη διαπάλη ανάμεσα στις διάφορες τάσεις που, σχηματικά, μπορούμε να αποκαλέσουμε «δεξιά», «μετριοπαθή» και «αριστερή». Η ιστορία απέδειξε ότι το νεαρό κόμμα είχε ωστόσο την ωριμότητα, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, να εδραιώσει τον κομμουνιστικό/ μαρξιστικό – λενινιστικό χαρακτήρα του. Ήδη το 1919 εντάσσεται στην Γ` Διεθνή, ενώ από το 1924 μετονομάζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ).

Το ΚΚΕ, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, και σε πείσμα της σημερινής του καθοδήγησης, υπήρξε επαναστατικό κόμμα, με στρατηγικό στόχο το σοσιαλισμό. Μπορεί να είχε παλινωδίες, ταλαντεύσεις, ήττες, αλλά παρέμενε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, ο διερμηνευτής των διεκδικήσεων, των πόθων και των προσδοκιών της εργατικής τάξης, όλων των λαϊκών στρωμάτων. Απέδειξε το βαθύ δέσιμό του με τον ελληνικό λαό και τον πατριωτισμό του στις κάθε φορά συνθήκες με τον τρόπο που κάθε φορά όφειλε να το πράξει: με την αντίθεσή του – αν και κόμμα ακόμη νεογέννητο – στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία, αλλά και με το να πρωτοστατήσει στην Αντίσταση ενάντια στο φασίστα καταχτητή. Αγάπησε την Ελλάδα «με την καρδιά του και με το αίμα του». Έδωσε αξεπέραστα δείγματα ηρωισμού και θυσίας; Όπου υπήρξε κατάκτηση του ελληνικού λαού, στο πεδίο της οικονομικής πάλης, των δικαιωμάτων, του αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα, αυτή έχει ποτιστεί με το αίμα των κομμουνιστών. Κέρδισε το σεβασμό – κάποτε το φόβο – και των εχθρών του. Συντέλεσε τα μέγιστα στη χειραφέτηση της ελληνίδας. Υπήρξε ο οδηγητής, ο συμπαραστάτης αλλά και ο εκδικητής, όταν χρειάστηκε, για το λαό.

 

«Να φέγγει χρόνους εκατό»

Αυτό το Κόμμα σήμερα χειμάζεται. Η σημερινή καθοδήγηση, χρησιμοποιώντας ένα κράμα αριστερίστικών – τροτσκιστικών ιδεολογημάτων και πολιτικής πρακτικής μακριά από το σύνολο των κομμουνιστικών αρχών, το έχει απομακρύνει από το λενινιστικό του χαρακτήρα και έχει καταφέρει να διαρρήξει, σε μεγάλο βαθμό, τη σχέση του με τον ελληνικό λαό. Έχουμε άραγε σήμερα το δικαίωμα όσοι αισθανόμαστε κομμουνιστές να αφήσουμε να γίνει αυτή η εποποιία νεκρό παρελθόν; Έχουμε το δικαίωμα να αδιαφορήσουμε μπροστά στον κατήφορο της σημερινής καθοδήγησης που γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της την ιστορία και την εμπειρία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, που το αντιμετωπίζει σαν τσιφλίκι της, που εμφανίζεται ως τιμητής, εκ του ασφαλούς ωστόσο, όλης του της ιστορίας; Μπορούμε να αδιαφορούμε όταν εμφανίζονται στο επίσημο ιδεολογικό όργανο της ΚΕ, την ΚΟΜΕΠ, άρθρα με τίτλο όπως ο παρακάτω: «Η αποκατάσταση των επαναστατικών χαρακτηριστικών του ΚΚΕ»; Δεν είναι αυτό ασέλγεια στη μνήμη των νεκρών μας; Δεν είναι ύβρις σ` αυτό που υπήρξε η εαμική εθνική αντίσταση, ο αγώνας του ΔΣΕ, οι μεταπολεμικοί αγώνες για το ψωμί και τη λευτεριά του λαού;

Το ΚΚΕ έχει αποδείξει την ικανότητά του να αντιστέκεται και να αντιμετωπίζει κάθε είδους εχθρό: μαζί με τις εξορίες, τις φυλακές, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις και το «μανιαδακισμό» σε οποιαδήποτε μορφή του. Δεν μπορούμε, δε θέλουμε να πιστέψουμε ότι μετά από 96 χρόνια βιωμένης ιστορικής εμπειρίας έχασε αυτή την ιστορικά κατακτημένη ικανότητά του. Μπαίνω στον πειρασμό να παραθέσω μερικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου, πολύ πικρούς και πολύ ταιριαστούς για τη σημερινή κατάσταση του Κόμματος:

 

«Είδα τα ίδια μου παιδιά

Να δίνουν σ` άλλους τα κλειδιά

Και με χιλιάδες ψέμματα

Με προδοσίες κι αίματα

Να μου σπαράζουν την καρδιά.

 

Γι` αυτό μια νύχτα σκοτεινή

Θ` ανέβω στην Καισαριανή

Με κουρασμένα βήματα

Να κλάψω για τα θύματα

Στ` αραχνιασμένα μνήματα.

 

Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό

Αντίκρυ στο Λυκαβηττό

Μικρό κεράκι θα κρατώ

Να φέγγει χρόνους εκατό».

 

Ας μου συμπαθήσουν οι αναγνώστες τον προσωπικό – και, ενδεχομένως, ελεγειακό τόνο. Αλλά είναι τόσο περίπλοκα και δύσκολα τα πράγματα για το ιστορικό κόμμα της εργατικής τάξης που μπορώ να κλείσω αυτό το κείμενο μόνο με τη διατύπωση μιας ευχής, μιας προσδοκίας, ωσάν να πρόκειται για μαθητική έκθεση. Στο ΚΚΕ δεν ταιριάζουν μνημόσυνα. Το κεράκι των 100 του χρόνων, αναμμένο στη μνήμη των ηρώων της Καισαριανής, του Λαζαρέτου, όλων των ηρώων της εργατικής τάξης της πατρίδας μας, θα πρέπει να φωτίζει ξανά το δρόμο για το σοσιαλισμό: όχι μέσα από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», αλλά μέσα από το πραγματικό δέσιμο του λαού μας με το Κόμμα του που τα τελευταία χρόνια, ένας «κρυφός εχθρός» προσπαθεί να το κάνει να χάσει την ιστορικά κατακτημένη φυσιογνωμία του.

                                                .

 


[1] Ονομάζονταν έτσι τα κτήματα που περιήλθαν στο ελληνικό κράτος μετά την αποχώρηση των Οθωμανών. Τα κτήματα αυτά, αντί να διανεμηθούν στους αγρότες, υποθηκεύτηκαν, ώστε οι επαναστατικές κυβερνήσεις να συνάψουν δάνεια από τη Μεγάλη Βρετανία.

[2] Και ο οποίος, σε μια πρόδρομη της εποχής μας σκέψη, θέτει ζήτημα διανομής του κοινωνικού πλούτου, χωρίς βέβαια να μπορεί να ξεπεράσει τη δική του εποχή και να διατυπώσει το αίτημα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

[3] Κ. Θεοτόκης: «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους».

[4] Ο απόγονός του, κομμουνιστής συνδικαλιστής στο χώρο των επαγγελματοβιοτεχνών, Σταύρος Κωνσταντάς, «έφυγε» το καλοκαίρι που μας πέρασε, αφήνοντας, μεταξύ άλλων, παρακαταθήκη, την ιστορία μιας οικογένειας που ολοκλήρωσε το δρόμο από τον ξωμάχο στον εργαζόμενο της πόλης.

[5] Αν και δεν δέχομαι τον όρο «ελίτ», εδώ αναγκαστικά θα τον χρησιμοποιήσω, διότι το κοινωνικό στρώμα που περιγράφω έχει απωλέσει, το 19ο αιώνα, τα χαρακτηριστικά της τάξης, με την αυστηρή, λενινιστική έννοια του όρου. Πρόκειται για το «αρχοντολόϊ», κυρίως της Κέρκυρας, ένα στρώμα – κατάλοιπο των προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, παρασιτικό, που έτρωγε από τα έτοιμα – στην ουσία έτρωγε τις σάρκες του, ξεπουλώντας την κληρονομημένη έγγεια περιουσία του. Μολαταύτα, διατηρούσε την κοινωνική του αίγλη και έβλεπε με οργή να παραμερίζεται από τους νεόκοπους πλούσιους, τους αστούς. Εμβληματικές είναι και πάλι οι μορφές που έχει πλάσει ο Ντίνος Θεοτόκης: ο τεμπέλης και προικοθήρας Ανδρέας από την «Τιμή και το χρήμα» που θεωρεί έκπτωση από τις αξίες της τάξης του τη μισθωτή εργασία (ενώ δεν ισχυρίζεται το ίδιο για το λαθρεμπόριο) ή ο ξεπεσμένος άρχοντας Οφιομάχος και οι γιοι του, στους «Σκλάβους στα δεσμά τους».

[6] «Φεντερασιόν» σημαίνει ομοσπονδία. Η λέξη είναι σεφαρδίτικη: ανήκει δηλαδή στο ιδίωμα των εβραίων της Θεσσαλονίκης (Σεφαρντίμ) που αποτελεί διάλεκτο των ισπανικών. Οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης έχουν τη ρίζα τους στην Ισπανία, από όπου τους έδιωξαν στο τέλος του 15ου αιώνα οι βασιλείς Φερδινάνδος και Ισαβέλλα επειδή υποστήριξαν … τους Άραβες! Η ιστορία παίζει παιχνίδια

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας