Εργατικός Αγώνας

Η εξέγερση και ο αγώνας. Για τις διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ και τα καθήκοντα των κομμουνιστών

Του Paolo Spena.

Τα μάτια όλου του κόσμου είναι στραμμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τη χαρακτηριστική προσπάθεια κάποιων ιταλικών μήντια να προσδώσουν, μέσω μιας ξεδιάντροπης προσπάθειας και λόγους προφανώς πολιτικούς, μια αισθητά μεγαλύτερη σπουδαιότητα στις διαμαρτυρίες του Χονγκ Κονγκ. Η διάδοση του βίντεο του σαρανταεξάχρονου αφροαμερικάνου Τζορτζ Φλόιντ και η αγανάκτηση που ξέσπασε, προκάλεσαν την έκρηξη ενός αυθόρμητου μαζικού κινήματος που από τη Μινεάπολη επεκτάθηκε μέσα σε λίγες μέρες σε όλη τη χώρα. 

Πρόκειται για μια δίκαιη, δικαιολογημένη διαμαρτυρία· και κάτι παραπάνω: αυτό που μέχρι πριν λίγες μέρες μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα κίνημα διαμαρτυρίας, σήμερα προσλαμβάνει χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής εξέγερσης του προλεταριάτου των πόλεων, μέσα ακριβώς στο μητροπολιτικό κέντρο του ιμπεριαλισμού. Αρκεί να δούμε τι συμβαίνει: Κινητοποιήσεις σε περισσότερες από 40 πόλεις στις οποίες επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας και επέμβαση της Εθνοφρουράς· περισσότεροι από10.000 συλληφθέντες, δεκάδες τραυματίες από τις αστυνομικές δυνάμεις που κάνουν ευρύτατη χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών. Η κατασταλτική απάντηση του Κράτους ανέβασε μέρα με τη μέρα τον πήχη της σύγκρουσης. Ο Ντόναλντ Τραμπ καταφέρθηκε δημόσια ενάντια στους κυβερνήτες των διάφορων Πολιτειών, κατηγορώντας τους ότι είναι πολύ αδύναμοι και ζήτησε να αυξηθούν οι συλλήψεις και να επέμβουν για την «επαναφορά της τάξης»· μια έκκληση που φαίνεται να έχει γίνει ήδη δεκτή από ακροδεξιές ομάδες και λευκούς ρατσιστές υποστηρικτές του Προέδρου. Λίγες μέρες πριν, κρυμμένος στο καταφύγιο την ώρα που ο Λευκός Οίκος είχε περικυκλωθεί από διαδηλωτές, ο Τραμπ ανακοίνωνε ότι θα βγάλει εκτός νόμου το δίκτυο «Antifa» και δήλωνε ότι οι διαμαρτυρίες καθοδηγούνται από τρομοκρατικές οργανώσεις. Κατά ένα μέρος πρόκειται για προεκλογική εκστρατεία, κατά ένα άλλο για ξεκάθαρα σημάδια του υψηλού επιπέδου της σύγκρουσης στην οποία οδηγείται η χώρα.

Είναι γνωστό σε όλους ότι η αστυνομική αυθαιρεσία στις Η.Π.Α απέναντι στους αφροαμερικάνους και οι φυλετικές διακρίσεις[1] δεν έλειψαν ποτέ από την αμερικάνικη κοινωνία. Αλλά θα ήταν εξαιρετικά περιοριστικό να θεωρηθούν οι διαμαρτυρίες αυτών των ημερών ως ένα απλώς αντιρατσιστικό κίνημα. Από τις εξεγέρσεις των τελευταίων ημερών αναδύεται κυρίως μια πολιτική άρνηση του αμερικάνικου μοντέλου, της αδικίας αυτού του κοινωνικού μοντέλου. Ο στόχος των διαμαρτυριών δεν φαίνεται να είναι μόνο η κυβέρνηση Τραμπ, αλλά ολόκληρο το οικοδόμημα που από ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας των Η.Π.Α εκλαμβάνεται ως εξαιρετικά άδικο. Και όντως, σε όλες τις πόλεις βλέπουμε διαδηλωτές να ανεμίζουν ανάποδες σημαίες των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το αφροαμερικάνικο ζήτημα στις ΗΠΑ, που σήμερα εκτείνεται και στους ισπανόφωνους, πάντα διαπλέκονταν με τον ταξικό χαρακτήρα της αμερικάνικης κοινωνίας. Οι αυθαιρεσίες της αστυνομίας απέναντι στους αφροαμερικάνους είναι το κερασάκι στην τούρτα ενός βαθύτατα άδικου συστήματος. Για να αναφέρουμε κάποια στοιχεία, οι αφροαμερικάνοι είναι το 13% του πληθυσμού των ΗΠΑ, αλλά κατέχουν το 1,5% του πλούτου. Μια λευκή οικογένεια κερδίζει κατά μέσο όρο δέκα φορές περισσότερα από μια μαύρη οικογένεια και η ανισότητα αυξήθηκε σημαντικά στη διάρκεια της προ δεκαετίας κρίσης (πριν την κρίση η αναλογία ήταν ένα προς εφτά). Η υγειονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω Covid-19 επιβάρυνε πολύ περισσότερο τους αφροαμερικάνους, σε μία χώρα που στερείται ενός πραγματικού εθνικού συστήματος υγείας, δεν θεωρεί την υγεία δικαίωμα και προσφέρει πρόσβαση μόνο σε όποιον μπορεί να επωμιστεί το κόστος. Όλες οι στατιστικές έχουν αναδείξει μία τάση: οι ασθενείς και κυρίως οι νεκροί από Covid είναι αφροαμερικάνοι. Σύμφωνα με στοιχεία της Washington Post και της New York Times, στις κομητείες με πλειοψηφία αφροαμερικάνων, οι άρρωστοι είναι τρεις φορές πάνω και οι νεκροί έξι. Στη Νέα Υόρκη οι κύριες εστίες της επιδημίας ήταν οι λαϊκές συνοικίες: Μπρονξ, Μπρούκλιν, Κουήνς. Τα δεδομένα από την κάθε Πολιτεία ξεχωριστά ξεκαθαρίζουν ακόμα περισσότερο το τοπίο: Στο Μίσιγκαν οι αφροαμερικάνοι αποτελούν το 14% του πληθυσμού, αλλά αντιπροσωπεύουν το 40% των νεκρών από Covid. Στη Λουιζιάνα το 70% των νεκρών του Covid είναι αφροαμερικάνοι, αλλά οι μαύροι είναι μόνο το 32% του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει γιατί οι μαύρες κοινότητες, όντας οι πιο φτωχές, έχουν πιο δύσκολη πρόσβαση στην περίθαλψη μην μπορώντας να την πληρώσουν, και επομένως παρουσιάζουν πιο συχνά υποκείμενες νόσους που αυξάνουν τη θνητότητα. Πάρα πολλοί δουλεύουν κακοπληρωμένοι και υπερεκμεταλλευόμενοι, ακριβώς σε αυτούς τους αναγκαίους τομείς στους οποίους δεν επιβλήθηκαν μέτρα lockdown· επομένως είναι εκτεθειμένοι στη μετάδοση του ιού. Όλα αυτά έρχονται να δράσουν σωρευτικά στη συνθήκη της υγειονομικής έκτακτης ανάγκης κατά την οποία χιλιάδες άνθρωποι στερούνται το εισόδημά τους, χάνουν τη δουλειά τους, δεν έχουν πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη.

Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για τη μετατροπή της απόγνωσης των λαϊκών στρωμάτων σε εξέγερση. Ταξική εξέγερση, γιατί αυτοί που ζουν στις αφροαμερικάνικες γειτονιές είναι προλετάριοι και είναι οι προλετάριοι που πλήττονται από τις φυλετικές διακρίσεις. Ενάντια σε αυτή την απόγνωση  κινητοποιούνται σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες η αστυνομία, η Εθνοφρουρά και συζητείται ακόμα και το κατέβασμα του στρατού για την καταστολή των διαδηλώσεων. Είναι μια απάντηση κάθε άλλο παρά ασυνήθιστη για τις ΗΠΑ: την ώρα που ο πληθυσμός της χώρας αποτελεί το 6% του παγκόσμιου πληθυσμού, κατέχει και το 25% του παγκόσμιου αριθμού των φυλακισμένων.

Κάθε προβληματισμός σχετικά με τη βία, με τα πυρπολημένα αστυνομικά τμήματα, τις κατεστραμμένες βιτρίνες και τις περιπτώσεις λεηλασιών, πρέπει να εκκινεί λαμβάνοντας υπόψη αυτό το πλαίσιο, γιατί αποτελούν συνηθισμένα φαινόμενα σε μια εξεγερσιακή συνθήκη όπως αυτή που βιώνουμε τώρα, και έχουν να κάνουν με την πραγματική μαζική συμμετοχή στις διαδηλώσεις που συνεχίζονται εδώ και πάνω από μια βδομάδα. Χωρίς να λείπουν και οι καταγγελίες εκ μέρους των ίδιων των διαδηλωτών για παρείσφρηση αστυνομικών και προβοκατόρων. Οι καθώς πρέπει συζητήσεις για τη βία που φέρνει κι άλλη βία, για το ότι «υπάρχουν τρόποι και τρόποι να διαδηλώσεις» στερούνται κάθε νοήματος όταν έχεις ένα πραγματικό μαζικό κίνημα που βάζει στο στόχαστρο την εξουσία της κυρίαρχης τάξης. Πρόκειται για μία συνθήκη η οποία έχει ως λογική προϋπόθεση, εξ ορισμού, την παρουσία της βίας που πηγάζει κατά κύριο λόγο από το Κράτος. Όποιος βιάζεται να «καταδικάσει» την πραγματική ή υποτιθέμενη βία των διαδηλωτών, αποδεικνύει ότι προτιμά την καθημερινή βία των αφεντικών. Όποιος παίρνει αποστάσεις, ακόμα και από τα «αριστερά», από τις λεηλασίες, δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει ούτε μία εξέγερση στην ιστορία χωρίς τέτοιου είδους γεγονότα· η απόγνωση για τις ίδιες τις συνθήκες διαβίωσης βρίσκει διέξοδο στην οικειοποίηση αγαθών και εμπορευμάτων στα οποία υπό κανονικές συνθήκες αποκλείεται η πρόσβαση για οικονομικούς λόγους. Είναι ένα φαινόμενο που εξηγείται από το ευρύτερο πλαίσιο. Κυρίως θα έπρεπε να αναρωτιόμαστε για τους λόγους που η οργή των λαϊκών τάξεων στις ΗΠΑ δεν βρίσκει μια πιο προωθημένη διέξοδο από αυτή. Αυτό που για τους καθωσπρέπει και τους οπαδούς της τάξης και της πειθαρχίας θα αρκούσε για να καταδικάσουν αυτό το κίνημα, για τους κομμουνιστές θα έπρεπε να είναι αιτία προβληματισμού σχετικά με το αναντικατάστατο της οργάνωσης και του Κόμματος· όσο αυτά λείπουν, ακόμα και η μεγαλύτερη ενέργεια θα σκορπίσει.

Ποιες είναι οι προοπτικές;

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μία χώρα που η αδυναμία των φορέων του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος φανερώνεται εδώ και καιρό και σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι σε άλλες χώρες. Το ιστορικό Κ.Κ.ΗΠΑ, κόμμα με ταραγμένη ιστορία, αναμετριέται με τα σοβαρά όρια που οφείλονται σε μια οπορτουνιστική πολιτική ηγεσία που εδώ και χρόνια το έχει καταντήσει υποστηρικτή –βασικά και πάνω απ’ όλα εκλογικό–, του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι κομμουνιστές στις ΗΠΑ λειτουργούν σε ένα περιβάλλον αδυναμίας και κατακερματισμού, ελλείψει ενός κόμματος που θα μπορούσε να εκφράσει σήμερα μια πραγματική εναλλακτική πολιτικής και αγώνα. Το συνδικαλιστικό σύστημα των ΗΠΑ επιβάλλει μια δομή εξολοκλήρου πάνω σε επιχειρησιακή βάση, με πλήρη απουσία συλλογικών συμβάσεων και επομένως έναν τεράστιο κατακερματισμό των οργανώσεων των εργαζομένων. Μια γενική εικόνα που μοιράζεται πολλά χαρακτηριστικά με άλλες αγγλοσαξονικές χώρες· κάποια άλλα χαρακτηριστικά παρουσιάζουν μερικές ιδιαιτερότητες, που μεταφράζονται όμως σε περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης από τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες των ΗΠΑ.

Το κίνημα αυτών των ημερών αναμετριέται κυρίως με αυτές τις αδυναμίες, για τις οποίες δεν φέρουν ευθύνη οι νέοι που συμμετέχουν. Είναι ένα μεγάλο κίνημα διαμαρτυρίας, μία εξέγερση που σίγουρα έχει πρωταγωνιστές μαύρους άντρες και γυναίκες και όχι μόνο, εργαζόμενους, πρεκάριους, φοιτητές, αλλά δεν έχει την υποστήριξη ενός μεγάλου εργατικού κινήματος, οργανωμένου και ικανού να δώσει στις διαμαρτυρίες μια πιο προωθημένη πολιτικά αγωνιστική διέξοδο. Αυτό το κίνημα δεν υπάρχει στις ΗΠΑ, όπως δεν υπάρχει και ένα κομμουνιστικό κόμμα ριζωμένο με παρουσία σε όλη την εθνική επικράτεια, παρά τις όποιες ενδιαφέρουσες και σημαντικές εμπειρίες, που όμως είναι ακόμα σε εμβρυακή φάση. Το κίνημα των ημερών μας αποτελείται από προλετάριους, μισθωτούς εργαζόμενους, πρεκάριους, άνεργους· όμως δεν οργανώνονται ως τέτοιοι, και θα έπρεπε να αναρωτηθούμε αν έχουν τη συνείδηση ότι είναι τέτοιοι. Τάξη καθεαυτή ή τάξη δι’ εαυτήν, θα έλεγε ο Μαρξ.

Οι ΗΠΑ δεν είναι πρωτάρες στο ξέσπασμα τέτοιου είδους κινημάτων. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα τελευταία δέκα χρόνια υπήρχε πιο πολύ μαζικό κίνημα στις ΗΠΑ απ’ ότι στην Ιταλία. Αλλά λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο από το οποίο λείπουν οι δυνάμεις που είναι ικανές να οδηγήσουν την οργή και την εξέγερση στην κατεύθυνση της επαναστατικής πάλης, της πάλης εναντίον του ιμπεριαλιστικού συστήματος του οποίου για χρόνια οι ΗΠΑ ήταν ο βασικός παίχτης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ας το ξεκαθαρίσουμε: δεν πρόκειται να απαξιώσουμε το κίνημα λόγω αυτών των αδυναμιών. Όποιος θεωρεί ότι ρόλος των κομμουνιστών είναι να κάνουν κήρυγμα από καθέδρας, αφορίζοντας κάθε μαζικό κίνημα που δεν γεννιέται ύστερα από πρωτοβουλία τους, χωρίς να θέτουν το ζήτημα του είδους της παρέμβασης που απαιτείται σε δεδομένες συνθήκες, από μαρξισμό δεν έχει καταλάβει και πολλά. Πρέπει όμως να πάρουμε μαθήματα από τα πολλά κινήματα που είδαμε τα τελευταία χρόνια. Ας σκεφτούμε το Occupy (που γεννήθηκε ακριβώς στις ΗΠΑ), τους Indignados και πάει λέγοντας, που επιπλέον ήταν κινήματα περισσότερο προσδιορισμένα «πολιτικά», αν συγκριθούν με το τωρινό που ενέχει τα χαρακτηριστικά μια γνήσιας λαϊκής εξέγερσης. Στην ανορθολογική και ρομαντική γοητεία των κινημάτων διαμαρτυρίας θα έπρεπε να αντιπαρατεθεί, κυρίως, ο ώριμος προβληματισμός σχετικά με το πώς πρέπει να δρουν οι κομμουνιστές.  

Στην Ιταλία τα κινήματα απέδειξαν ένα πράγμα: χωρίς ένα Κομμουνιστικό Κόμμα και ένα οργανωμένο εργατικό κίνημα, αλλά και επίσης αν οι κομμουνιστές δεν σταθούν πολιτικά στο ύψος των περιστάσεων, ένα αυθόρμητο κίνημα διαμαρτυρίας θα εξαντληθεί ή θα στερέψει σιγά-σιγά, χωρίς να σημειωθεί καμία πρόοδος για τις ταξικές δυνάμεις. Στα χρόνια του G8 της Γένοβας τα δύο Κομμουνιστικά Κόμματα που υπήρχαν τότε στην Ιταλία, η Κομμουνιστική Επανίδρυση (Rifondazione Comunista) και το Κόμμα Ιταλών Κομμουνιστών  (Partito deiC omunisti Italiani–PdCI) ασχολούνταν αντίστοιχα το ένα με τη θεωρητικοποίηση του κινήματος των κινημάτων (μια μπερτινοτιανή βερσιόν [στμ. Aπό τον τότε γραμματέα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, Φάουστο Μπερτινότι] του πλήθους του Τόνι Νέγκρι, που εκ των πραγμάτων έσυρε αυτό το κόμμα στην ουρά και όχι στην κεφαλή αυτών των κινημάτων), και το άλλο με τη μελέτη σε κάθε περιοχή της καλύτερης δυνατής συμμαχίας για την εκλογή δημοτικών συμβούλων και εξασφάλιση αντιδημάρχων. Αυτό το κίνημα που έθετε σημαντικά ζητήματα ουσίας αντιπαλεύοντας το G8 και διακρινόταν για τη συμμετοχή ευρύτατων προλεταριακών και συνδικαλιστικών τομέων, βρέθηκε χωρίς μια πρωτοπόρα καθοδήγηση και μια απτή προοπτική. Μια κατάσταση, αν την παρατηρήσει κανείς σήμερα, εκ των υστέρων, ασυγχώρητη· μας θυμίζει ότι δεν αρκεί απλά και μόνο να υπάρχουν τα Κομμουνιστικά Κόμματα, αλλά πρέπει να μπαίνουν και οι σωστοί στόχοι.

Ξεχωριστή συζήτηση αξίζει για την κάθε μία μέρα κινητοποιήσεων που κατέληξαν σε ανοιχτή σύγκρουση με την αστυνομία· αυτή η συζήτηση είναι αλληλένδετη με τους προβληματισμούς για τη βία. Στο ειδικότερο θέμα των συγκρούσεων στους δρόμους είναι σημαντικές κάποιες διευκρινήσεις και θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε μερικές πρόσφατες εμπειρίες από την Ιταλία για να αποσαφηνίσουμε κάποιες πτυχές. Μία μέρα που οι λιγότεροι νέοι θα θυμούνται είναι η 14η Δεκέμβρη 2010. Ένα ισχυρό μαζικό κίνημα με μεγάλη συμμετοχή –αν και το κέντρο βάρους του ήταν βασικά οι φοιτητές/μαθητές (διαφορετικά από το κίνημα εναντίον του G8 της Γένοβας στο οποίο η συμμετοχή ήταν πιο διευρυμένη)–, κορυφωνόταν εκείνη την ημέρα που ξέσπασαν συγκρούσεις στους δρόμους, αφού στη Βουλή δεν έπεσε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι για τρεις ψήφους που ήρθαν από την κεντροαριστερά. Η χαριστική βολή αυτού του κινήματος ήταν, κατά πώς φάνηκε, η 15η Οκτώβρη του 2011, τότε που βγήκαν στην επιφάνεια οι αντιφάσεις μιας όλο και λιγότερο αυθόρμητης σύγκρουσης στον δρόμο και με τη βία να ασκείται όλο και περισσότερο λόγω της συγκεκριμένης επιλογής κάποιων οργανωμένων ομάδων. Αλλά είναι ίσως η πορεία της Πρωτομαγιάς του 2015 που πραγματικά επιβάλλει ένα προβληματισμό σχετικά με το πώς η απλή προσομοίωση μιας σύγκρουσης που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της ταξικής πάλης (η οποία σίγουρα δεν μπορεί να περιοριστεί στην αισθητική της σύγκρουσης με την αστυνομία) κινδυνεύει να είναι ακόμα και αντιπαραγωγική και να εξυπηρετήσει την αντίδραση και την καταπίεση. Ορίστε ποια θα έπρεπε να είναι η διαχωριστική γραμμή για τους κομμουνιστές, όταν μιλάμε για βία και συγκρούσεις που συνέβησαν στη διάρκεια μιας κινητοποίησης. Δεν ανήκει στους κομμουνιστές η καταδίκη των αυθόρμητων βίαιων επεισοδίων, των τυπικών ενός μαζικού κινήματος· ακόμα λιγότερο η καταδίκη της βίας γενικά στο όνομα αυτού του «πασιφισμού» που επιθυμεί τον μονομερή αφοπλισμό των καταπιεσμένων. Από την άλλη, είναι καθόλα δίκαιη και επιβάλλεται η κριτική της πολιτικής τακτικής συγκεκριμένων μειοψηφικών πολιτικών ομάδων που προβλέπει την προσομοίωση αυτής της βίας ακόμα και όταν το πραγματικό μαζικό κίνημα δεν υπάρχει ή δεν εκφράζει προωθημένες θέσεις, για λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω. Η περίπτωση της εξέγερσης που είναι σε εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, φαίνεται πάντως ότι ανήκει περισσότερο στην πρώτη κατηγορία παρά στη δεύτερη.

Η προσπάθεια «αφομοίωσης» της διαμαρτυρίας και τα καθήκοντα των κομμουνιστών.

Όταν ένα κίνημα ξεσπάει και αναπτύσσεται εκτός του οργανωμένου εργατικού κινήματος, αλλά κυρίως όταν λείπει η ικανή πολιτική πρωτοπορία της τάξης που θα αναλάβει την καθοδήγηση, είναι φυσικό αυτό το κίνημα να εκφράζει καθυστερημένες θέσεις που αποτελούν συγχρόνως και τις προϋποθέσεις ώστε να μπορέσει να αφομοιωθεί από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια είδηση ότι ο Τζον Μπάιντεν, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, θα παραστεί στην κηδεία του Τζορτζ Φλόιντ. Μια λογική προεκλογικής καμπάνιας, χωρίς καμιά μορφή ουσιαστικής πολιτικής ρήξης, που προσπαθεί να μετατρέψει σε πολιτική συναίνεση την οργή που περνάει δια πυρρός και σιδήρου τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο Δημοκρατικός υποψήφιος, ακόμα και σε μία τέτοια περίσταση, δεν πήγε και πολύ παραπέρα από το να διατρανώσει την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης της αστυνομίας ώστε «να πυροβολεί στα πόδια και όχι στην καρδιά». Πέρα από τον Μπάιντεν, όλοι οι πολιτικοί, μηντιακοί, πολιτιστικοί μηχανισμοί, ακόμα και οι οικονομικοί, δρουν ήδη στην κατεύθυνση της «κανονικοποίησης» της διαμαρτυρίας. Οι μεγάλες εταιρείες σκοτώνονται να κερδίσουν ένα κομμάτι των διαδηλωτών· για πολλά μεγάλα μονοπώλια το #BlackLivesMatter έχει μετατραπεί ήδη σε εκστρατεία μάρκετινγκ με τρόπο παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει κάθε χρόνο τον μήνα του Pride (που η «κανονικοποίηση» έχει έρθει εδώ και κάποιο καιρό), στη διάρκεια του οποίου ακόμα και οι μεγάλες εταιρείες ντύνονται στα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Ήδη από τον καιρό του κινήματος Black Lives Matter προσπαθούν να βάλουν χέρι κάποιοι συγκεκριμένοι τομείς της «αριστεράς» του Δημοκρατικού Κόμματος: όλοι, από τον Μπέρνι Σάντερς μέχρι την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, περισσότερο από το να εκπροσωπούν μια πραγματική εναλλακτική αγώνα, ικανή να ναρκοθετήσει το αμερικάνικο δικομματικό σύστημα, εκτελούν με επιτυχία τη λειτουργία της αφομοίωσης στο μαντρί αυτού του συστήματος ακόμα και των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων της αμερικανίκης κοινωνίας που αναδύονται στη διαμαρτυρία. Ένα παρόμοιο ρόλο με αυτόν που διαδραμάτισαν σε όλη την Ευρώπη τα Κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς σε σχέση με τα κινήματα ενάντια στη λιτότητα. Οι εμπειρίες διακυβέρνησης ή υποστήριξης αστικών κυβερνήσεων από την Ευρωπαϊκή Αριστερά σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλλία, απέδειξαν τον ιστορικό ρόλο αυτών των δυνάμεων που σήμερα είναι πλήρως ενσωματωμένες στο αστικό πολιτικό σύστημα (Σύριζα, Ποδέμος, Μπλόκο της Αριστεράς…), παρά τους ισχυρισμούς όσων στην Ιταλία ακόμα σκέφτονται να ακολουθήσουν ετεροχρονισμένα αυτόν τον δρόμο. Η «αριστερά» του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ δεν εκφράζει τίποτα το ποιοτικά διαφορετικό σε σχέση με αυτές τις εμπειρίες και καταφέρνει να είναι ακόμα πιο πίσω σε πολιτικό επίπεδο.

Οι κομμουνιστές στις ΗΠΑ δρουν σε δυσμενές περιβάλλον, αλλά επίσης σε μια ιστορική στιγμή  κατά την οποία –είναι ένα γνωστό πλέον δεδομένο– μεταξύ των νεότερων γενιών της Αμερικής κερδίζει έδαφος η ιδέα της απενοχοποίησης του «σοσιαλισμού» (εκλαμβανόμενος βέβαια με συγκεχυμένο τρόπο), περισσότερο από ό,τι συνέβαινε στα χρόνια των αντιδράσεων ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτό το αίσθημα, σίγουρα μπερδεμένο και αντιφατικό που όμως παραμένει ενδεικτικό, στις μέρες μας δεν παραβλέπεται από την αριστερά των Δημοκρατικών, που επαναπροτείνει ένα «παραδοσιακά» σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο σε αντίθεση με την ουσιαστικά φιλελεύθερη φύση αυτού του κόμματος.

Σίγουρα, ο δικομματισμός αυτού του συστήματος, με τις προκριματικές εκλογές των δύο κομμάτων να συμπλέκονται πλέον με καθόλα θεσμικές (και όχι μόνο κομματικές) διαδικασίες, ασκεί ένα σημαντικό βάρος. Το να αναρωτιόμαστε αν το δικομματικό σύστημα στις αγγλοσαξονικές χώρες είναι το προϊόν της περιθωριοποίησης των κομμουνιστών από την πολιτική σκηνή ή αν ισχύει το αντίθετο, μοιάζει κάπως σαν το ερώτημα με το αυγό και την κότα. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: αυτός ο μηχανισμός μπορεί να γκρεμιστεί μόνο από την υλική δύναμη των εργαζομένων και των οργανωμένων προλετάριων· ότι η συγκρότηση αυτής της δύναμης είναι ακόμα πιο επιτακτική σε μία χώρα όπως οι ΗΠΑ, στις οποίες το εκλογικό σύστημα στερεί από τους κομμουνιστές ακόμα και την κοινοβουλευτική ψευδαίσθηση και τη δυνατότητα να χτίσουν το κόμμα σαν κόμμα πολιτικής-εκλογικής συναίνεσης, αποσυνδεδεμένο από την εργατική τάξη.

Θα ήταν μεγάλο λάθος από την άλλη να καλλιεργήσουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτές οι μορφές αυθορμητισμού μπορούν από μόνες τους να αποτελέσουν διέξοδο για μια πραγματική αλλαγή του συστήματος και ότι μπορούν να υποκαταστήσουν την οργάνωση. Η ιστορία αποδεικνύει ότι όταν λείπει κάποια πολιτική αναφορά, ακόμα και τα πιο πλατιά μαζικά κινήματα μπορούν να στερέψουν και να δώσουν τη θέση τους στην επιστροφή στην συνηθισμένη καταπίεση, ή ακόμα και σε λύσεις αντιδραστικού χαρακτήρα. Οι εικόνες του Λευκού Οίκου περικυκλωμένου από διαδηλωτές είναι ένα σημαντικό σημάδι, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ο Λευκός Οίκος «θα κατακτηθεί από μόνος του», χωρίς την οργανωμένη δύναμη των καταπιεσμένων τάξεων που μπορεί να τις καθοδηγήσει στην έφοδο, όπως έκανε στα Χειμερινά Ανάκτορα. 

Καθήκον των κομμουνιστών είναι πάνω απ’ όλα να μην πιάνονται απροετοίμαστοι. Τα πρόσφατα γεγονότα, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στη Γαλλία μας θυμίζουν διαρκώς ότι η πιθανότητα έκρηξης μαχητικών κινημάτων και κινημάτων διαμαρτυρίας υπάρχει ακόμα και πέρα από τις προβλέψεις των οργανωμένων ταξικών δυνάμεων. Όταν αυτό συμβαίνει, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί το τρένο της ιστορίας. Το μεγαλύτερο λάθος σε μια τέτοιου είδους κατάσταση (όπως πολύ καλά γνωρίζουμε στην Ιταλία), θα ήταν να μείνουμε μακριά εκτοξεύοντας αναθέματα, ενοχοποιώντας τις μάζες ως καθυστερημένες, ενοχοποιώντας το κίνημα για τα ίδια του τα όρια που οφείλονται κυρίως στην έλλειψη προετοιμασίας αυτού που θα έπρεπε να βρεθεί επικεφαλής των μαζών. Μία τέτοια συμπεριφορά έχει σαν μοναδικό αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της αφομοίωσης ενός τέτοιου τύπου κινήματος από το αστικό πολιτικό κατεστημένο, χωρίς να πληγεί ούτε στο ελάχιστο η ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων στην κοινωνία.

Η εμπειρία του εργατικού κινήματος μας μαθαίνει ότι οι κομμουνιστές μπορούν και πρέπει να κινούνται σαν το ψάρι στο νερό. Ότι ακόμα και οι μικρές οργανωμένες ομάδες, όπως αυτές των κομμουνιστών στις ΗΠΑ που αγωνίζονται για το χτίσιμο ενός επαναστατικού κόμματος, μπορούν να δράσουν στο πλαίσιο ενός μαζικού κινήματος, κατακτώντας θέσεις και κύρος, αν και σε περιορισμένους τομείς αρχικά· μπορούν να θέσουν σε πιο προωθημένα και συνειδητά κομμάτια αυτού του κινήματος την αναγκαιότητα της οργάνωσης, να απορροφήσουν την πιο μαχητική μερίδα που έδωσε ζωή σε αυτό το μαχητικό κίνημα και δεν σκοπεύει να κάτσει να κοιτάζει απαθής την άμπωτή του. Όλη η ιστορία μας είναι γεμάτη από επεισόδια που μας θυμίζουν ένα δίδαγμα: δεν υπάρχουν συνθήκες, όσο αντίξοες κι αν είναι, που να δικαιολογούν την εγκατάλειψη του αγώνα. Ακόμα και όταν όλα μοιάζουν χαμένα, έλεγε ο Γκράμσι, το σημαντικό είναι να ξαναριχνόμαστε ψύχραιμα στη δουλειά.

Στην οργή, τη θέληση για αλλαγή εκατομμυρίων προλετάριων στις ΗΠΑ που σήμερα βάζουν στο στόχαστρο την αδικία, πρέπει να προσφερθεί μια δύναμη ικανή να κατακτήσει μία πραγματικά διαφορετική κοινωνία. Αυτή η δύναμη είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο αγώνας για την οργάνωση και την ενίσχυση αυτού του κόμματος στις ΗΠΑ, όπως και σε άλλες χώρες, παραμένει η μεγαλύτερη ελπίδα αλλαγής για μια γενιά που δεν θέλει να σκύψει το κεφάλι μπροστά στην καινούργια κρίση του κεφαλαίου.    

Ο Πάολο Σπένα είναι μέλος της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικής Νεολαίας (Federazione Giovanile Comunista- FGC).

 

 

Μετάφραση: Βαγγέλης Ζήκος

Πηγή: senzatregua.it

Αρχική δημοσίευση στα ελληνικά: gazzettarossa.blogspot.com

 


[1] Χρησιμοποιείται ο όρος «φυλή» με την κοινωνική του πρόσληψη και όχι την βιολογική, που κατά τ’άλλα ανήκει από πάντα στην κληρονομιά των αφροαμερικάνικων κινημάτων.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας