Εργατικός Αγώνας

Την 40η επέτειο του τέλους του πολέμου του Βιετνάμ ήρθε η ώρα για το «mea culpa»

του Ed Rampell

Πέρυσι πήγα στο Βιετνάμ. Στην περιοχή Χουέ όπου πραγματοποιήθηκαν σφοδρές μάχες το 1968 κατά τη διάρκεια της Επίθεσης του Τετ[1], επισκέφτηκα την ακρόπολη με το cyclo , ένα υβριδικό δίκυκλο ποδήλατο. Ρώτησα τον οδηγό του cyclo τον Τραν Βαν Τάο τι έκανε κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Τετ. Ο κοντός, δυνατός γκριζομάλλης ποδηλατιστής απάντησε: «Ήμουν με τους Βιετκόνγκ». Αφού του είπα πως έχω κάνει πορείες για την ειρήνη όταν ήμουν έφηβος, ο Τάο κούνησε το χέρι του και μου είπε εγκάρδια: «Είσαι καλός φίλος του Βιετνάμ. Σ΄ ευχαριστώ».

Ως, αυτό ήταν: Αυτές τις μαγικές λέξεις, δεν κατάφερε ποτέ να μας τις πει ο Θείος Σαμ, για παραπάνω από 50 χρόνια. Καμιά έκφραση ευγνωμοσύνης στα εκατομμύρια των Αμερικανών που διαδήλωσαν για να σωθούν ζωές, για την ειρήνη, ενάντια στον πόλεμο και την καταστροφική εξωτερική πολιτική που σκότωσε πάνω από 58.000 στρατιώτες των ΗΠΑ και εκατομμύρια Ινδοκινέζους.
Αλλά οι Βιετναμέζοι – θύματα της εισβολής, της επιθετικότητας και των θηριωδιών – δε μας έχουν ξεχάσει. Κάθε φορά που ανέφερα σε κάποιο Βιετναμέζο ότι είχα αντιταχθεί στον πόλεμο δεχόμουν πάντα ευγενικές ευχαριστίες. Στο Χίλτον του Ανόι, κοντά σε μια βιτρίνα όπου εκτιθόταν η στολή του αεροπόρου Τζον Μακέιν, υπάρχει ένας τοίχος με φωτογραφίες που απεικονίζουν τους φίλους του Βιετνάμ που διαμαρτύρονταν σε όλο τον κόσμο για την ειρήνη – συμπεριλαμβανομένων και των Αμερικανών.
Η φετινή 30η Απριλίου σηματοδοτεί 40 χρόνια από το 1975, το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ – της μεγαλύτερης στρατιωτικής και διπλωματικής ήττας στην ιστορία των ΗΠΑ. Αυτή η 40η επέτειος έρχεται σε εποχές που η διπλωματία της Ουάσιγκτον δέχεται πάλι σοβαρά πλήγματα. Στο πάνελ του Φεστιβάλ Βιβλίου των Los Angeles Times της 18ης Απρίλη ρώτησα τον Τομ Χέιντεν, πρώην αντιπολεμικό ακτιβιστή και κρατικό νομοθέτη της Καλιφόρνια, «τι διδάγματα πρέπει να εξαχθούν» από αυτή την επέτειο.
«Στη γενιά μας είπαν ψέματα», τόνισε ο άλλοτε κατηγορούμενος από τους Επτά του Σικάγου[2]. «Οι πατεράδες κι οι μητέρες δεν περίμεναν να σταλούν τα παιδιά τους στον πόλεμο από έναν πρόεδρο που είπε ψέματα. Κάποιος πρέπει να αναρωτηθεί:. “Για ποιο λόγο έγιναν όλα αυτά;”. Τρία εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Δεν μπορούσαν οι διαπραγματεύσεις να έχουν αποτέλεσμα; … Πόσοι άνθρωποι από τα
think tanks (δεξαμενές σκέψης) απολύθηκαν για ηλίθιες ιδέες; Είναι ακόμα εκεί. Χρειάζεται μια συλλογική συγγνώμη και να τομή στους ανθρώπους που ήταν 20 τότε που αντιτάχθηκαν στον πόλεμο. Θα πρέπει να τηρηθούν: Ήξεραν περισσότερο από αυτούς με τις κορδέλες στο στήθος και τα μετάλλια γύρω από το λαιμό τους τους».
Σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ο Χέιντεν πρόσθεσε: «Οφείλεται μια συγγνώμη στις οικογένειες των νεκρών για τους γιους τους που στάλθηκαν σε ένα πόλεμο που δεν μπορούσε να κερδηθεί … Σε όσους είχαν δίκιο – το αντιπολεμικό κίνημα. – και δεν έχουν ποτέ τιμηθεί για την προσπάθεια τους να αποτρέψουν μια καταστροφή».
Το θέμα της συλλογικής συγγνώμης από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και το στρατιωτικό-βιομηχανικό-ΜΜΕ- «δεξαμενών σκέψης» σύμπλεγμα, δεν πρέπει να γίνει για να κάνει τους «ειρηνιστές» να νοιώσουν καλύτερα, αν και αυτό θα ήταν ωραίο. Το πιο σημαντικό, η παραδοχή των αδικιών και η αναγνώριση των κολοσσιαίων λαθών μπορεί να βοηθήσει προς την κατεύθυνση χάραξης πιο φωτισμένων πολιτικών που δεν θα σπαταλούν τη ζωή και τους πόρους ατέλειωτα κι απερίσκεπτα προκαλώντας κι άλλες πανωλεθρίες.
Μετά το 1945 η Αμερική έχει έρθει σε κατάσταση ενός σχεδόν διαρκούς πολέμου. Από την Κορέα, παρά τις άπειρες ποσότητες χρημάτων, όπλων και πολεμιστών που χάθηκαν σε ιμπεριαλιστικές περιπέτειες – συνήθως κατά των χωρών που μας επιτέθηκαν – η Αμερική στην πραγματικότητα δεν έχει κερδίσει αποφασιστικά τους πιο πολλούς από αυτούς τους πολέμους. Όσοι αδιάφορα λένε «στηρίξτε τα στρατεύματα» με την άκρατη και άνευ όρων διαφημιστική καμπάνια της διοίκησης και του Πενταγώνου είναι παπαγάλοι, δεν είναι «πατριώτες». Τι είδους «πατριωτισμός» και «στήριξη» στέλνει από λάθος νέους Αμερικανούς άσκοπα στο δρόμο του χαμού; Πώς μπορεί κάποιος που ισχυρίζεται ότι ευνοεί τη «μικρή κυβέρνηση», να πιστεύει επίσης, ότι η Αμερική θα πρέπει να είναι αυτόκλητος, αυτοχρισμένος παγκόσμιος χωροφύλακας της Γης; Ας μιλήσουν για τον προϋπολογισμό που κόβει η μεγάλη κυβέρνηση!
Τα παιδιά όπως ακριβώς διδάσκονται πως η συγγνώμη είναι σημαντική για να διορθώνονται τα πράγματα, πρέπει να μάθουν επίσης ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να κοιτάνε τη δουλειά τους. Κανείς δεν θέλει να κυβερνιέται από αδιάκριτους που κολλούν τη μύτη τους στις ξένες υποθέσεις και τους λέμε τι να κάνουν. Οι παρείσακτοι, οι εισβολείς, οι κατακτητές θα πρέπει να περιφρονούνται απ’ όλους. Το να χτυπήσεις μια κυψέλη με ραβδιά είναι ένας εξασφαλισμένος τρόπος για να σε τσιμπήσει. Αυτή, με λίγα λόγια, ήταν η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το 1945. Συνεχίζεται και σήμερα, χωρίς διόρθωση, με κατακλυσμιαίες συνέπειες. Η συνεχής παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων είναι ο σίγουρος δρόμος για βάσανα και καταστροφή, για να μην αναφέρουμε την πτώχευση. Το να είσαι ο παγκόσμιος χωροφύλακας είναι μια εξαιρετικά δαπανηρό, τόσο σε αίμα όσο και σε χρήμα.
Όπως σημειώνει ο Χείντεν: «Δυστυχώς είναι πολιτικά αδύνατο για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους μας να αναγνωρίσουν ότι απέτυχαν στο Βιετνάμ, κι ακόμα δυσκολότερο να πουν ότι έχασαν …. Οι αρχιτέκτονες και οι σημερινοί υποστηρικτές του πολέμου δεν έχουν πληρώσει κανένα τίμημα, αλλά στην πραγματικότητα αναβαθμίζουν τις σταδιοδρομίες τους …. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το πολιτικό μας φάσμα ευνοεί τους νεοσυντηρητικούς και αποκλείει όσους για λόγους αρχών είναι αντίπαλοι του πολέμου».

Η Τζούντιθ Μίλερ, πρώην προπαγανδίστρια των NewYorkTimes, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των φαιδρών ατόμων. Τα δικά της Μεγάλα Ψέματα που άνοιξαν το δρόμο για την κόλαση στο Ιράκ θα έκαναν τον Γιόζεφ Γκέμπελς να κοκκινίσει. Η διαφημιστική καμπάνια για το νέο βιβλίο της Μίλερ τυλίγει αυτή τη συγγραφέα φαντασίας με τον μανδύα της αναφοράς σε πραγματικά γεγονότα στις περισσότερες υψηλού προφίλ παρουσιάσεις για τη διάδοση της παραπληροφόρησης. Ανάμεσα στα ψεύδη που διαιωνίζει η Μίλερ είναι ότι ανέφερε πως «όλοι» οι άλλοι μιλούσαν για δήθεν όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ. Προφανώς, η Μίλερ ήταν πολύ απασχολημένη με τις υψηλού επιπέδου επαφές της στην Ουάσιγκτον για να παρατηρήσει ότι ο πρώην επιθεωρητής όπλων της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών Σκοτ Ράιτερ, οι Χανς Μπλιξ και Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, οι επιθεωρητές όπλων της Επιτροπής Παρακολούθησης, Ελέγχου και Επιθεώρησης των Ηνωμένων Εθνών, η κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης Μέιριν Μακγκουάιρ, για να μην αναφέρουμε 15 εκατομμύρια διαδηλωτές σε όλο τον κόσμο που πραγματοποίησαν μια από τις μεγαλύτερες διεθνείς διαδηλώσει στην Ιστορίας – αντιτάχθηκαν στην εισβολή στο Ιράκ.
Αποδεικνύεται πως αυτοί οι συνηθισμένοι άνθρωποι στους δρόμους ήταν σωστοί: το Ιράκ δεν είχε όπλα μαζικής καταστροφής ή δεν αποτελούσε άμεση απειλή. Τι έκαναν αυτοί οι καθημερινοί άνθρωποι γνωρίζοντας ότι η Μίλερ, ο Μπους, ο Τσένι, ο Ράμσφελντ, η Ράις, ο Γούλφοβιτς, ο Περλ, κλπ, δεν το έκαναν; Η Μίλερ θα έπρεπε να πάρει συνέντευξη από τους διαδηλωτές αντί γι’ αυτούς. Ενώ μπορεί να μην είχαν την σφραγίδα ή τις κρατικές επίσημες πηγές που είχε η Μίλερ, αποδείχθηκε ότι είχαν κάτι πολύ πιο σημαντικό: την Αλήθεια.
Ο επικεφαλής της CIA Τζορτζ Τένετ δεν τιμωρήθηκε από ένα δικαστήριο τύπου Νυρεμβέργης για το ασφαλές «κάρφωμα» σχετικά με τις απίστευτα ​​ανακριβείς «πληροφορίες» για όπλα μαζικής καταστροφής – μάλλον, τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι κυβερνητικοί κύκλοι των ΗΠΑ ποτέ δεν αναγνωρίζουν τις καταστροφές εξωτερικής πολιτικής ή εκφράζουν την ευγνωμοσύνη στους καθημερινούς πολίτες που προσπαθούν να αλλάξουν την καταστροφική πορεία αυτής της χώρας. Αντίθετα, αυοί που παίρνουν τις αποφάσεις, οι κερδοσκόποι και οι ακαδημαϊκοί και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης λακέδες τους παίρνουν άδικα βραβεία, επαίνους, μισθούς, προνόμια – δεν πειράζει που πάντα κάνουν λάθη. Αυτό που έχει σημασία είναι να προσφέρουν σε μια αυτοκρατορία που βρίσκεται σε ατελείωτο πόλεμο και στα ετοιμόλογα φερέφωνά της που, όπως το έθεσε ο Τζορτζ Όργουελ, «δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα».
Ο Χέιντεν και οι άλλοι αντιπολεμικοί ακτιβιστές θα συγκεντρωθούν στις 1 και 2 Μαΐου στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία της Λεωφόρου Νέας Υόρκης στην Ουάσιγκτον και θα πορευτούν από το Μνημείο Βετεράνων του Βιετνάμ στο Μνημείο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Μεμόριαλ. Αυτός ο εορτασμός του φιλειρηνικού κινήματος πρέπει να απαιτήσει επιτέλους μία συλλογική συγγνώμη από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Ομπάμα πρόσφατα απολογήθηκε για τη δολοφονία δύο δυτικών ομήρων σε μια επίθεση μη επανδρωμένου αεροσκάφους, αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερα.
Με συλλογική συγγνώμη από τους Αμερικανούς και προς τιμήν των Αμερικανών οι οποίοι αντιτάχθηκαν στην τρέλα του πολέμου του Βιετνάμ, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αφροσύνη του ατελείωτου μιλιταρισμού και του παρεμβατισμού και να αρχίσουμε να βάζουμε το πολεμικό έθνος μας σε έναν ήσυχο δρόμο. Και μια και μιλάμε γι’ αυτό, τι λέτε για μια επίσημη απολογία στο λαό του Βιετνάμ, της Καμπότζης και του Λάος; Και γιατί να μην πει ότι λυπάται για τις εκατοντάδες χιλιάδες των βετεράνων, νεκρών και τραυματιών στρατιωτών / γυναικών, που επιλέχθηκαν και στάλθηκαν άσκοπα μακριά από το σπίτι για να καταπολεμήσουν σ’ έναν εντελώς περιττό πόλεμο; Εάν οι ΗΠΑ εξακολουθούν να μην απολογούνται στους Ινδοκινέζους, τους υποστηρικτές της ειρήνης και τους βετεράνους στην πατρίδα, δεν είναι καλύτερες από εκείνους που, για 100 χρόνια, καλύπτουν μέχρι και αρνούνται τη γενοκτονία των Αρμενίων – και θα καταλήξουν σαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

 

Πηγή: peoplesworld.org

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης

 


[1] Η Επίθεση Τετ ήταν μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές εκστρατείες του πολέμου του Βιετνάμ, που ξεκίνησε στις 30 του Ιανουαρίου 1968 από τις δυνάμεις των Βιετκόνγκ και του Λαϊκού Στρατού του Βόρειου Βιετνάμ ενάντια στις δυνάμεις του Νοτίου Βιετνάμ, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τους συμμάχους τους. Ήταν μια εκστρατεία αιφνιδιαστικών επιθέσεων κατά στρατιωτικών και πολιτικών κέντρων ελέγχου σε όλο το Νότιο Βιετνάμ. Η ονομασία της επίθεσης προέρχεται από τις γιορτές Τετ, τη Βιετναμέζικη Πρωτοχρονιά.

Η επίθεση ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση που διεξήχθη σε κείνο τον πόλεμο. Στη διάρκεια της Μάχης του Χουέ, οι συγκρούσεις διήρκεσαν ένα μήνα και προκάλεσαν την καταστροφή της πόλης Κουά από τις αμερικανικές δυνάμεις.. Παρά το γεγονός ότι η επίθεση ήταν μια στρατιωτική ήττα για το Βόρειο Βιετνάμ, είχε μια βαθιά επίδραση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και συγκλόνισε την κοινή γνώμη των ΗΠΑ, που, καθοδηγούμενη από τους πολιτικούς, πίστευε πως η δύναμη των Βιετκόνγκ ήταν μικρή και ανίκανη για τέτοιας έκτασης επιχειρήσεις.

[2] Οι Επτά του Σικάγου (αρχικά ήταν οι Οκτώ του Σικάγου) ήταν ο Άμπι Χόφμαν, ο Τζέρι Ρούμπιν, ο Ντέιβιντ Ντέλινγκερ, ο Τομ Χέιντεν, ο Ρέιμι Ντέιβις, ο Τζον Φρόινς και ο Λι Γουέινερ. Κατηγορήθηκαν για συνωμοσία, υποκίνηση ταραχών, και άλλες κατηγορίες που σχετίζονται με τις διαδηλώσεις αντικουλτούρας που σημειώθηκαν στο Σικάγο με την ευκαιρία της Εθνικής Λαϊκής Συνέλευσης του 1968. Ο Μπόμπι Σκέιλ, ο όγδοος κατηγορούμενος, δικάστηκε χωριστά και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση για περιφρόνηση του δικαστηρίου.

Μετά από μια δίκη που οδήγησε και σε αθωωτικές αποφάσεις και σε καταδικαστικές αποφάσεις, που ακολουθήθηκαν από προσφυγές, ανατροπές, και επανεκδίκαση, υπήρχαν κάποιες οριστικές καταδικαστικές αποφάσεις των άλλων επτά, αλλά κανένας από αυτούς δεν καταδικάστηκε τελικά σε φυλάκιση ή πρόστιμο.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας