Εργατικός Αγώνας

Κομμουνιστές της Βρετανίας, 1930 – 1945: Μια συνεπής αντιφασιστική καταγραφή

Ο Τζον Γκριν, συγγραφέας του βιβλίου «Κομμουνιστές της Βρετανίας: Η ιστορία που δεν έχει ειπωθεί» γράφει στη Morning Star, ότι οι κομμουνιστές της Βρετανίας πολεμούσαν την αυξανόμενη απειλή του φασισμού – ακόμη και όταν επικρατούσε η πολιτική του κατευνασμού.
Για τους κομμουνιστές στη Βρετανία, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ξεκάθαρο από πολύ νωρίς ότι η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη και ειδικότερα η άρνηση των δυτικών δυνάμεων να βοηθήσουν την ισπανική δημοκρατική κυβέρνηση πυροδότησε την προοπτική μιας νέας ανάφλεξης στην Ευρώπη.

Έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να προειδοποιήσουν για τον κίνδυνο, αλλά οι ελίτ που κυβερνούσαν προτιμούσαν να κατευνάζουν το φασισμό και να θεωρούν εχθρό τους τη Σοβιετική Ένωση.
Ήδη από τις αρχές του 1935, όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Αβησσυνία (σημερινή Αιθιοπία), το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνίστηκε αμέσως για την επιβολή κυρώσεων κατά του επιτιθέμενου.
Όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε να ανταποκριθεί και το Εργατικό Κόμμα αρνήθηκε την ανάληψη δράσης, παρακίνησε να αναλάβουν άμεσα δράση οι εργάτες που συμμετείχαν στην παραγωγή ή την προμήθεια πολεμικού υλικού στην Ιταλία.
Πριν από το ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η φασιστική Ιαπωνία εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση κατά της Κίνας.
Ενώ οι κυβερνήσεις κοίταζαν απαθείς, οι εργάτες σε πολλά μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, αποφάσισαν να αναλάβουν δράση.
Οι Βρετανοί κομμουνιστές ξεκίνησαν μια ε επιτυχημένη συλλογική δράση για να εμποδίσουν τις εξαγωγές προς την Ιαπωνία. Τον Δεκέμβριο του 1937, ένα καναδικό πλοίο της γραμμής, η «Δούκισσα του Ρίτσμοντ», έφτασε στο Σαουθάμπτον μεταφέροντας 200 τόνους των ιαπωνικών προϊόντων.

Στις αποβάθρες υπήρχε ένα πολύ ενεργό τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος και όταν ένα από τα μέλη του, ο Τρέβορ Στάλαρντ, ανακάλυψε από πού προερχόταν το φορτίο, συγκάλεσε σύσκεψη εργατών και συμφώνησαν να μην ξεφορτώσουν το ιαπωνικό φορτίο. Το γεγονός έγινε πρωτοσέλιδο.
Στη συνέχεια, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Λονδίνου μοίρασε φυλλάδια στους λιμενεργάτες του Λονδίνου, καλώντας τους να μιμηθούν τους συναδέλφους τους του Σαουθάμπτον. Τον Ιανουάριο του 1938 οι φορτοεκφορτωτές του Μίντλεσμπρο αρνήθηκαν να φορτώσουν ένα ιαπωνικό πλοίο, το «Αρούνα Μαρού», με φορτίο χυτοσιδήρου που προοριζόταν για την Ιαπωνία.
Το 1938, όταν ο Χίτλερ απειλούσε την Αυστρία και η Βρετανική κυβέρνηση εξακολουθούσε να κατευνάζει τον δικτάτορα, οι Βρετανοί κομμουνιστές ζήτησαν την απομάκρυνση του πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Λονδίνου κάλεσε σε μαζική διαδήλωση και σύσταση μιας Ομάδας Δράσης για να ρίξει την κυβέρνηση. Η έκκλησή του βρήκε τεράστια ανταπόκριση και 40.000 συμμετείχαν στην πορεία διαμαρτυρίας.
Τον Μάρτιο του 1938, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε συζητήσεις μεταξύ των κυβερνήσεων της Γαλλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, προκειμένου να σχεδιάσουν από κοινού δράση εναντίον του Χίτλερ και να διασφαλίσουν την ασφάλεια της Ευρώπης.
Εκείνη την εποχή η κομμουνιστική Daily Worker ήταν η μόνη καθημερινή εφημερίδα, που με συνέπεια απαιτούσε συμπαράσταση στους Τσέχους που αντιμετώπιζαν την επιθετικότητα του Χίτλερ.
Το κόμμα διοργάνωσε γύρω στις 3000 συγκεντρώσεις συμπαράστασης στους Τσέχους σε ολόκληρη τη χώρα και μοίρασε 500.000 ενημερωτικά φυλλάδια με τίτλο «Σταματήστε την προδοσία».
Μόνο ένας βουλευτής στο Κοινοβούλιο εγκάλεσε τον πρωθυπουργό για κατευνασμό του Χίτλερ κι αυτός ήταν ο κομμουνιστής Γουίλι Γκάλαχερ, ο οποίος γιουχαΐστηκε από τους συναδέλφους του βουλευτές. Η ομιλία του μόλις που αναφέρθηκε στον Τύπο.
Τον Απρίλιο του 1940 ο «ψεύτικος πόλεμος» έδωσε τη θέση του στον πραγματικό πόλεμο. Τον Μάιο ο Τσάμπερλεν αναγκάστηκε να παραιτηθεί και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ανέλαβε πρωθυπουργός.
Παρ ‘όλα αυτά, στα παρασκήνια, η κυβέρνηση εξακολουθούσε να συζητά για το αν έπρεπε ή όχι να απαγορεύσει την κομμουνιστική προπαγάνδα. Σ’ εκείνη την συγκυρία το κόμμα είχε υιοθετήσει μια αμφιλεγόμενη αντιπολεμική θέση, λόγω της αποτυχίας της Βρετανίας και της Γαλλίας για να εδραιώσουν μια συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση. Χαρακτήρισε τον πόλεμο ως ενδοϊμπεριαλιστικό και απαίτησε έναν πόλεμο που θα κατευθυνόταν στα σοβαρά ενάντια στο φασισμό.
Η κυβέρνηση απαγόρευσε το φυλλάδιο του Κομμουνιστικού Κόμματος «Ο Λαός Πρέπει Να Δράσει» το οποίο καλούσε την κυβέρνηση να ασχοληθεί σοβαρά με τον πόλεμο σε συνεργασία με όλες τις αντιφασιστικές δυνάμεις. Απαγόρευσε επίσης την έκδοση της Daily Worker.
Τον Σεπτέμβριο του 1940, ξεκίνησε στο Λονδίνο το γερμανικό blitz[1], αλλά η κυβέρνηση είχε εντελώς αμελήσει να κατασκευάσει καταφύγια για την προστασία του πληθυσμού από αεροπορικές επιδρομές.
Είχαν κατασκευαστεί για τους υπουργούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους, και είχαν δημιουργηθεί πολυτελή διαμερίσματα για τους πλούσιους, αλλά όχι για τους φτωχούς. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ζήτησε (να δημιουργηθεί) ένα σύστημα υπόγειων καταφυγίων στο Λονδίνο και σε άλλες μεγάλες πόλεις.
Η οργάνωση του Λονδίνου του κόμματος εξέδωσε 100.000 ενημερωτικά φυλλάδια και 5000 αφίσες που απαιτούσαν την άμεση κατασκευή καταφυγίων και το άνοιγμα των σταθμών του μετρό ως βραδινών καταφυγίων.
Την επόμενη εβδομάδα η αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο στα γραφεία και τα βιβλιοπωλεία του κόμματος και άρπαξε όλα τα φυλλάδια και τις αφίσες που μπορούσε να βρει, χρησιμοποιώντας συχνά βίαιες μεθόδους εισόδου, σαν να επρόκειτο για εγκληματίες.
Οι επιδρομές αυτές συνοδεύονταν επίσης από τη δράση της αστυνομίας να κλείνει τους σταθμούς του μετρό κάθε φορά που ακουγόταν προειδοποίηση αεροπορικής επιδρομής για να εμποδίζει τους πολίτες να τους χρησιμοποιούν ως καταφύγια.
Ωστόσο, μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου, 79 σταθμοί του μετρό στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από περίπου 177.000 ανθρώπους.
Απτόητο από τις επιδρομές της αστυνομίας, το κόμμα εξέδωσε και διένειμε άλλα 20.000 φυλλάδια, απαιτώντας την κατασκευή καταφυγίων ασφαλών από τις βόμβες και τη συγκρότηση επιτροπών για τα καταφύγια. Πολλά μέλη του κόμματος είχαν συμμετάσχει σ’ αυτές τις επιτροπές.
Τον Ιανουάριο του 1941, με πρωτοβουλία του κόμματος, συγκλήθηκε Λαϊκή Συνέλευση.
Ο στόχος ήταν να πιέσει την κυβέρνηση να θεσπίσει αλλαγές στη χώρα ώστε να απομονωθούν οι «άνθρωποι του Μονάχου» και οι ισχυροί και πλούσιοι φίλοι του φασισμού – εκείνοι που οι πολιτικές τους είχαν συμβάλει στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Απαιτήθηκε από την κυβέρνηση μια πραγματική εκπροσώπηση του λαού, η προστασία των συνθήκων διαβίωσης, τα δικαιώματα των δημοκρατικών συνδικαλιστικών ενώσεων, η επαρκής προστασία από αεροπορικές επιδρομές και η φιλία με τη Σοβιετική Ένωση.
Υπήρχαν 665 αντιπρόσωποι από τα συνδικάτα, 471 προέρχονταν από επιτροπές υπαλλήλων καταστημάτων και το υπόλοιπο από ευρύτερους οργανισμούς.
Η συνέλευση είχε ευρεία κάλυψη από τον καθεστωτικό Τύπο, επειδή υπήρχε σαφώς μεγάλη ανταπόκριση του πληθυσμού στα μεγάλο για τα θέματα που συζητήθηκαν.
Λίγο μετά, την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941, ο Τσόρτσιλ ανακοίνωσε ότι η Βρετανία θα συνεργαστεί με τη Σοβιετική Ένωση.
Με βάση αυτή την ιστορική απόφαση, το κόμμα τότε αντέστρεψε την πολιτική της μη υποστήριξης σε ένα «ιμπεριαλιστικό πόλεμο» και τώρα έριξε το βάρος του πίσω από την κυβέρνηση.
Ο νέος συμμαχικός συνασπισμός με τη Σοβιετική Ένωση στον πόλεμο κατά του φασισμού επέφερε μια μεγάλη αλλαγή στις τύχες του κόμματος.
Τα μέλη του αυξήθηκαν μαζικά, από 22.000 στο τέλος του 1941 σε 53.000 μετά από μόνο τέσσερις μήνες.
Επίσης στα νεαρά μέλη: από τους 1.323 αντιπροσώπους στο συνέδριο του Μαΐου του 1942, πάνω από 500 ήταν στα είκοσί τους και άλλα 500 στα τριάντα τους.
Χιλιάδες άνθρωποι απ’ όλη τη χώρα άρχισαν να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις της αγγλο-σοβιετικής αλληλεγγύης και όταν η ίδια η σύζυγος του Τσώρτσιλ ξεκίνησε την Ενίσχυση Προς τη Ρωσία αυτή βρήκε πρωτοφανή ανταπόκριση.
Αναπόφευκτα οι κομμουνιστές ομιλητές ήταν περιζήτητοι σε τέτοιες εκδηλώσεις.
Οι συνελεύσεις συχνά πραγματοποιούνταν υπό την προεδρία των τοπικών δημάρχων και οι εξέδρες καλύπτονται από την Union Jack[2], μαζί με τη σοβιετική σημαία.
Το «Ο Θεός να σώζει τον Βασιλιά»[3] τραγουδιόταν μαζί με τη Διεθνή!
Τον Οκτώβριο του 1942, ένα συλλαλητήριο 50.000 ανθρώπων που οργανώθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Τραφάλγκαρ ζητώντας το άνοιγμα δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη.
Το ίδιο το Κόμμα εξακολουθούσε να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, και τώρα είχε ένα μέλος για κάθε τέσσερα μέλη του Εργατικού Κόμματος.
Με το πιο ευνοϊκό περιβάλλον στη χώρα, οι κομμουνιστές και άρχισαν τώρα να εκλέγονται σε ηγετικές θέσεις σε πολλές συνδικαλιστικές οργανώσεις, ιδιαίτερα στα συνδικάτα των μεταλλωρύχων και των μηχανικών.
Παρά το γεγονός ότι οι ένοπλες δυνάμεις δήθεν αγωνίζονταν για τη δημοκρατία ενάντια στο φασιστικό ολοκληρωτισμό, ο τομέας της εκπαίδευσης υπήρξε αμφιλεγόμενος.
Το υπουργείο Πολέμου έκρινε ότι εκπαιδευτικές δραστηριότητες για τις ένοπλες δυνάμεις θα βοηθούσαν στην τόνωση του ηθικού τους και θα ανακούφιζαν την πλήξη τους.
Από την άλλη πλευρά, κάποιοι στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού ταρασσόταν με την ιδέα της πολλής εκπαίδευσης και της δημοκρατίας, καθώς αυτή θα μπορούσε να υπονομεύσει την εξουσία τους.
Για ένα διάστημα ο κομμουνιστής φιλόσοφος δρ. Τζον Λιούις είχε προσληφθεί από το Σώμα Εκπαίδευσης Στρατού ως διδάσκων πλήρους απασχολήσεως μέχρι που οι υπεύθυνοι τον πήραν χαμπάρι και αμέσως απολύθηκε.
Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ είπε: «Δεν εγκρίνω αυτό το σύστημα που ενθαρρύνει τις πολιτικές συζητήσεις στο στρατό μεταξύ των στρατιωτών».
Οι αρχές είχαν τόση εμμονή για την κομμουνιστική επιρροή στις ένοπλες δυνάμεις που προσπαθούσαν να εμποδίσουν εντελώς την πρόσβασή της σε όλες τις υπηρεσίες.
Ένας από τους κύριους θεωρητικούς του κόμματος και αργότερα εκδότης του περιοδικού «Ο Μαρξισμός Σήμερα», ο Τζέιμς Κλάγκμαν, έκανε μαθήματα σχετικά με το φασισμό, τα αίτια του πολέμου, τη διαλεκτική και το σοσιαλισμό μέσα στο στράτευμα και του δόθηκε το παρατσούκλι «ο καθηγητής» από τα παλικάρια.
Αργότερα έπεσε με αλεξίπτωτο στη Γιουγκοσλαβία ως αξιωματικός σύνδεσμος με το αντάρτικο του Τίτο και τελικά έφτασε ως το βαθμό του ταγματάρχη.
Ένα από τα κορυφαία σημεία της πολιτικής δραστηριότητάς του στις ένοπλες δυνάμεις ήταν τα λεγόμενα «κοινοβούλια των ενόπλων δυνάμεων».
Στο Κάιρο το Σώμα Εκπαίδευσης Στρατού είχε δημιουργήσει ένα πολιτιστικό κέντρο για δραστηριότητες αναψυχής των ανδρών που στάθμευαν εκεί κοντά.
Αυτοί οι κομμουνιστές που στάθμευαν στη Μέση Ανατολή κατάφεραν να επικοινωνούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν «εικονικά» κοινοβούλια, που λειτουργούσαν στις κομματικές γραμμές, για να συζητούν τα θέματα της ημέρας και να μιλούν για τη μορφή που θα έπρεπε να έχει μια μεταπολεμική Βρετανία.
Παρόμοια κοινοβούλια των ενόπλων δυνάμεων είχαν επίσης συσταθεί στην Άπω Ανατολή. Οργάνωσαν «εικονικές» εκλογές, αλλά, με στόχο την ενότητα Εργατικών-Κομμουνιστών, οι κομμουνιστές δεν εμφάνισαν μια ξεχωριστή πλατφόρμα.
Οι Εργατικοί κέρδισαν με συντριπτική πλειοψηφία. Αυτά τα κοινοβούλια προσέλκυσαν περίπου 500 συμμετέχοντες, αλλά τον Απρίλιο του 1944 τα έκλεισαν οι υψηλόβαθμοι του στρατού.
Η σαρωτική νίκη του Εργατικού Κόμματος το 1945 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ψήφους εκείνων στις ένοπλες δυνάμεις, και ένα μικρό ποσό θα πρέπει να πιστωθεί στους κομμουνιστές και τους άλλους που οργάνωσαν αυτές τις ομάδες συζήτησης και τα εικονικά κοινοβούλια, ενθαρρύνοντας τους συναδέλφους τους στρατιώτες να ψηφίσουν Εργατικούς.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1944, το κόμμα είχε αρχίσει να κυκλοφορεί νέο σχέδιο προγράμματος για την μεταπολεμική Βρετανία.
Με τον τρόπο αυτό απαντούσε στην διάθεση της χώρας για ένα νέο ξεκίνημα και στην ευρεία αποφασιστικότητα να μην επιστρέψει στην πείνα, τη φτώχεια και την ανεργία του ’30.
Συνέταξε επίσης ένα έγγραφο προς συζήτηση, τις «Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά με Ζητήματα της Μεταπολεμικής Ανοικοδόμησης», και δημιούργησε μια σειρά από επιτροπές για να εξετάσει συγκεκριμένους τομείς της κοινωνίας, όπως την εκπαίδευση, τη στέγαση, τη γεωργία και τις μεταφορές.
Όλα αυτά κατέληξαν σε ένα ντοκουμέντο με τίτλο «Η Βρετανία για το Λαό: Προτάσεις για τη Μεταπολεμική Πολιτική». Αυτό υπογράμμιζε την ανάγκη να αξιοποιηθεί ό,τι είχε επιτευχθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.

 

Πηγή: communist-party.org.uk

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης

 


[1] Blitz από το γερμανικό «Blitzkrieg» που σημαίνει «πόλεμος-αστραπή» ή «κεραυνοβόλος πόλεμος». Ο όρος αναφέρεται σε πολεμική τακτική, την οποία επινόησε και εφάρμοσε ο Γερμανός στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επονομάστηκε έτσι επειδή περιλάμβανε αιφνιδιαστικές επιθέσεις, ταχύτατες προωθήσεις δυνάμεων στην εχθρική περιοχή με συντονισμένη ισχυρή υποστήριξη από αεροπορικές δυνάμεις, που κτυπούσαν και αιφνιδίαζαν τον εχθρό όπως ακριβώς θα έκανε ένας κεραυνός.

Στον κεραυνοβόλο πόλεμο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζε η αεροπορία που επιτιθόταν στο κύριο εχθρικό μέτωπο όσο και – το σημαντικότερο – στα μετόπισθεν, προσβάλλοντας αποθήκες υλικού, σταθμούς διαβιβάσεων και διοίκησης, κόμβους επικοινωνίας και μεταφοράς (δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, γέφυρες).

Εδώ αναφέρεται στη «Μάχη της Αγγλίας» και τους βομβαρδισμούς της Luftwaffe στο Λονδίνο και άλλες βρετανικές πόλεις που άρχισαν στις 22 Ιουνίου 1940.

Το Λονδίνο έζησε μία αδυσώπητη επίθεση που κράτησε εβδομάδες. Τα γερμανικά βομβαρδιστικά στόχευαν όχι μόνο αεροπορικές βάσεις και στρατιωτικές θέσεις αλλά ακόμα και τους αμάχους. Χιλιάδες σπίτια καταστράφηκαν. Παρά τις μεγάλες καταστροφές που προκάλεσε, η Γερμανία δεν κέρδισε τη μάχη. Η Αγγλία απομάκρυνε με επιτυχία τα αεροπλάνα μακριά από το έδαφός της τον Σεπτέμβριο.

[2] Union Jack : Η βρετανική σημαία

[3] «God save the King»: ο εθνικός ύμνος της Βρετανίας

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας