Εργατικός Αγώνας

Ο πραγματικός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας

του Ashoka Jegroo

Έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τη δολοφονία του Μάικ Μπράουν στο Φέργκιουσον και του Έρικ Γκάρνερ στο Στέιτεν Άιλαντ από τα χέρια της αστυνομίας. Αλλά η φωτιά που άναψε από τους άδικους θανάτους τους δεν έχει ακόμη σβήσει. Και για άλλη μια φορά, οι άνθρωποι διαμαρτύρονται.

Στη Νέα Υόρκη, οι άνθρωποι δεν συμμετέχουν σε πορείες διαμαρτυρίας μόνο ενάντια σε λίγες συγκεκριμένες δολοφονίες από τους αστυνομικούς, αλλά γενικότερα κατά της «αστυνομικής τρομοκρατίας». Και ο όρος που χρησιμοποιείται δεν θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχος. Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, όπως πάντα συνέβαινε στην ιστορία των ΗΠΑ, η αστυνομία σε όλη τη χώρα έχει επιδοθεί σε μια ανελέητη εκστρατεία εκφοβισμού. Και μέχρι σήμερα, το αίμα συνεχίζει να χύνεται και τα πτώματα εξακολουθούν να συσσωρεύονται καθώς οι αστυνομικοί δουλεύουν για να επιβάλουν τον τρόμο και την υπακοή πάνω στους καταπιεσμένους και στους περιθωριοποιημένους.

Αστυνομική τρομοκρατία

Σύμφωνα με την εφημερίδα The Guardian, το 2015 η αστυνομία έχει σκοτώσει περισσότερους από 920 ανθρώπους μέχρι στιγμής. Αυτός ο αριθμός αναμένεται να ξεπεράσει τους 1.000 μέχρι το τέλος του χρόνου. Και χάρη στο κίνημα «Οι Ζωές των Μαύρων Αξίζουν»[1], οι ΗΠΑ από την περασμένη χρονιά αναγκάζονται ξανά και ξανά να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι ένα δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό της αστυνομικής τρομοκρατίας ασκείται στις κοινότητες των έγχρωμων, ιδιαίτερα στις κοινότητες των μαύρων. Παρόλααυτά, ητρομοκρατίασυνεχίζεται.
Μόλις τον περασμένο μήνα, η αστυνομία στο Μέριλαντ σκότωσε τον 19χρονο Κηθ Μακλάουντ ο οποίος υποτίθεται ότι πρότεινε το δάχτυλο του στους αστυνομικούς «σα να κρατούσε όπλο». Τον Ιούλιο, ένας αστυνομικός στο Μισισιπή έριξε τον Τζόναθαν Σόντερς από το άλογό του και τον στραγγάλισε με ένα φακό. Τον Φεβρουάριο, ο Αντόνιο Ζαμπράνο Μόντες, σα να ήταν Παλαιστίνιος, σκοτώθηκε από την αστυνομία της πολιτείας της Ουάσινγκτον επειδή πέταξε πέτρες σε αστυνομικούς και στα αυτοκίνητά τους. Τον Ιανουάριο, οι αστυνομικοί στο Κολοράντο σκότωσαν τη 17χρονη Τζέσι Χερνάντες καθώς οδήγούσε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο και υποστήριξαν ότι έτσι κάνει πάντα η αστυνομία: πυροβολεί κάθε οδηγό που προσπαθεί να της ξεφύγει. Και πριν από όλες αυτές τις περιπτώσεις, τον περασμένο Νοέμβριο οι αστυνομικοί στο Κλίβελαντ πυροβόλησαν και σκότωσαν τον 12χρονο Ταμίρ Ράις ενώ έπαιζε στο πάρκο με ένα πιστόλι-παιχνίδι. Οι αστυνομικοί που εμπλέκονται σε όλες αυτές τις δολοφονίες θα αντιμετωπίσουν κατά πάσα πιθανότητα ελάχιστες έως καθόλου συνέπειες.
Είτε έχουν διαπράξει έγκλημα είτε όχι, οι μαύροι και οι πολύ μελαχρινοί συνεχώς ζουν με το φόβο μην πέσουν στον λάθος μπάτσο και δεν γυρίσουν ζωντανοί στα σπίτια τους. Όταν ακόμη και άοπλοι νεαροί λευκοί, όπως ο Ζάκαρι Χάμοντ και ο Ντιβίν Γκίλφορντ, δολοφονούνται από την αστυνομία, μπορεί κανείς να μαντέψει το μέγεθος του φόβου που βιώνουν οι έγχρωμοι οι οποίοι είναι ιστορικά στόχοι της κρατικά εγκεκριμένης βίας.
Όμως, η αστυνομική τρομοκρατία δεν εκδηλώνεται μόνο με δολοφονίες. Η αστυνομική τρομοκρατία είναι επίσης ο φόβος που επιβλήθηκε στις καταπιεσμένες και περιθωριοποιημένες κοινότητες μέσω επιθετικής υπεραστυνόμευσης και παρενοχλήσεων. Όπως φαίνεται από την έκθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης που κυκλοφόρησε το Μάρτιο, η αστυνομία του Φέργκιουσον, όπως και η αστυνομία σε πολλές αμερικανικές πόλεις, συχνά περιπολούν επιθετικά στις κοινότητες των έγχρωμων και αναζητούν ακόμα και τις πιο μικρές παραβάσεις για να δώσουν κλήσεις ή να προβούν σε συλλήψεις.

Η έκθεση έδειξε ότι οι αστυνομικοί του Φέργκιουσον ενήργησαν ουσιαστικά ως μια ένοπλη δύναμη που απομυζά με τη βία πλούτο από τη φτωχή μαύρη κοινότητα. Η συνεχής παρενόχληση, η τρομοκρατία και η απειλή βίας έκαναν τελικά τους ανθρώπους του Φέργκιουσον να εξεγερθούν μετά το θάνατο του Μάικ Μπράουν. Αυτή η μορφή αστυνόμευσης, που συχνά αποκαλείται «σπασμένα παράθυρα» ή «κοινοτική αστυνόμευση», εξακολουθεί να εφαρμόζεται στα αστυνομικά τμήματα ολόκληρης της χώρας.
Ενώ στο Φέρκιουσον αυτό έγινε για να αποφέρει έσοδα, σε μέρη όπως η Νέα Υόρκη αυτό το είδος αστυνόμευσης χρησιμοποιείται συχνά ως μέθοδος για τη μετατόπιση των έγχρωμων κοινοτήτων ώστε να δημιουργηθεί χώρος για μελλοντική «αστική ανάπλαση»[2]. Όταν δεν κατασκοπεύει ή δεν καταστέλλει βίαια τις διαδηλώσεις κατά της κτηνωδίας της, η αστυνομία κυριολεκτικά τρομοκρατεί τους περιθωριοποιημένους ανθρώπους εισβάλλοντας στα σπίτια τους και τελικά τους διώχνει από τις ίδιες τους τις γειτονιές.
Φυσικά, όλα αυτά δεν είναι καινούρια. Από τη δημιουργία της, η αστυνομία των Ηνωμένων Πολιτειών λειτουργούσε διαρκώς ως δύναμη για ελέγχου των φτωχών και των μειονοτήτων, κυρίως των μαύρων. Η εκμετάλλευση και η βίαιη εκτόπιση των αποικιοκρατούμενων λαών είναι, βέβαια, αμερικανική παράδοση. Η αστυνομία σήμερα, όπως έκανε και στο παρελθόν, εξακολουθεί να δουλεύει για τον έλεγχο, την εκμετάλλευση, ή την εκδίωξη των αποικιοκρατούμενων και καταπιεσμένων. Και, δυστυχώς, η τρομοκρατία δεν τελειώνει μόνο με την αστυνομία ούτε περιορίζεται στα όρια των ΗΠΑ.

Η κρατική τρομοκρατία

Η αστυνομική τρομοκρατία είναι μόνο ένα μικρό υποσύνολο της κρατικής τρομοκρατίας των ΗΠΑ, ένα είδος φόβου που επιβάλλεται στους καταπιεσμένους ανθρώπους τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Ο Καλίφ Μπράουντερ αυτοκτόνησε τον Ιούνιο αφού πέρασε τρία χρόνια στην ανήθικα βίαιη φυλακή του Ράικερς Άιλαντ, τον περισσότερο καιρό στην απομόνωση, για την υποτιθέμενη κλοπή ενός σακιδίου.
Όταν πυροβολήθηκε η Μία Χολ επειδή έστριψε κατά λάθος προς το αρχηγείο της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) στη Βαλτιμόρη, οι ομοσπονδιακές αρχές συνεργάστηκαν με την αστυνομία του Μέριλαντ για να εξασφαλίσουν ότι κανείς δεν θα αντιμετωπίσει την παραμικρή συνέπεια. Εκτός από τη συνηθισμένη κατασκοπεία της NSA, όποιος επιλέξει να διαμαρτυρηθεί ενάντια σε αυτές τις αδικίες θα πρέπει να περιμένει πως θα γίνει στόχος παρακολούθησης από το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, όπως προκύπτει από έκθεση που αποκαλύφθηκε τον Ιούλιο από το
Intercept. Ένας πρώην δεσμοφύλακας των φυλακών Αμπού Γκράιμπ[3], εξειδικευμένος στα βασανιστήρια των κρατουμένων, είναι σήμερα επικεφαλής της αστυνόμευσης των διαδηλώσεων στη Νέα Υόρκη. Οι ομοσπονδιακοί πράκτορες έχουν γίνει πολύ πιο «προχωρημένοι» από τότε που κατέστειλαν το Κίνημα για Πολιτικά Δικαιώματα[4].
Διεθνώς, οι ΗΠΑ διεξάγουν μια εκστρατεία κρατικής τρομοκρατίας μέσω της χρήσης των drones[5], η τρομακτική έκταση των οποίων αποδείχθηκε επίσης σε μια πρόσφατη έκθεση του
Intercept. Συχνά, χρησιμοποιώντας εν γνώσει τους λάθος πληροφορίες, οι ΗΠΑ σκοτώνουν συστηματικά αθώους περαστικούς σε επιθέσεις με drones. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν δεν ήταν οι προβλεπόμενοι στόχοι. Αυτή η διαστροφή με τις δολοφονίες μαύρων και σκουρόχρωμων σε όλο τον κόσμο είναι το ίδιο τρομακτική. Και όπως η αστυνομική τρομοκρατία, έτσι και η κρατική τρομοκρατία των ΗΠΑ έχει μια ιστορία που φτάνει ως το σήμερα. Η τωρινή τρομοκρατική εκστρατεία με drones ακολουθεί μια μακρά σειρά από εισβολές, κατοχές, βομβιστικές επιθέσεις, πραξικοπήματα υποκινούμενα από τη CIA και βασανισμούς κρατουμένων.

Ο αγώνας συνεχίζεται

Όλα αυτά δείχνουν ότι η τρομοκρατία της αστυνομίας που επιβλήθηκε στην καταπιεσμένους μέσα στις ΗΠΑ είναι άρρηκτα δεμένη με την κρατική τρομοκρατία που επιβλήθηκε στους καταπιεσμένους σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν μπορεί κανείς να επικρίνει βομβαρδισμό της μαύρης ριζοσπαστικής ομάδας MOVE[6] το 1985 από της αστυνομία της Φιλαδέλφειας και να εγκρίνει το βομβαρδισμό των ΗΠΑ στους λαούς του Αφγανιστάν και της Υεμένης σήμερα, ή το αντίστροφο. Αυτές οι μορφές κοινής καταπίεσης και ιστορίες που τις συνοδεύουν απαιτούν τη μεγαλύτερη διεθνοποίηση του αγώνα κατά της κρατικής τρομοκρατίας των ΗΠΑ. Πάρθηκαν μέτρα ώστε το κίνημα «Οι Ζωές των Μαύρων Αξίζουν» να συνδεθεί με τον αγώνα των Παλαιστινίων και με τα θύματα της κρατικής βίας στην Αγιοτσινάπα[7] του Μεξικού. Αυτό πρέπει να συνεχιστεί και να επεκταθεί και σε άλλους καταπιεσμένους λαούς.
Πρέπει επίσης να συνεχιστούν και οι διαδηλώσεις. Αλλά η βίαιη καταστολή του κινήματος «Οι Ζωές των Μαύρων Αξίζουν» από τις τοπικές και ομοσπονδιακές αρχές, εκτός από την ελάχιστη πρόοδο που σημείωσε, φανερώνει ότι θα πρέπει να ακολουθηθούν πιο ριζοσπαστικές τακτικές. Χρειαζόμαστε περισσότερα κλεισίματα εμπορικών και πολιτικών κέντρων. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια κατάσταση στην οποία απλά δεν μπορούν να συνεχιστούν οι παλιομοδίτικες μέθοδοι που χρησιμοποιεί το κράτος. Δεν μπορούμε απλά να κάνουμε πορείες και να τραγουδάμε καθοδόν προς την απελευθέρωσή μας. Αλλά θα πρέπει σίγουρα να αγωνιστούμε και να πολεμήσουμε καθοδόν προς αυτή.


Ο Ashoka Jegroo είναι δημοσιογράφος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Έχει αρθρογραφήσει στους Τάιμς του Σαντιάγκο και τους Νιου Γιορκ Τάιμς. Έχει καλύψει διαδηλώσεις στο Σαντιάγκο της Χιλής και τη Νέα Υόρκη.

 

 

Πηγή: telesurtv.net

Μετάφραση – Επιμέλεια; Παναγιώτης Ζαβουδάκης

               

 


[1] Το κίνημα «Οι Ζωές των Μαύρων Αξίζουν» (Black Lives Matter) είναι ένα ακτιβιστικό κίνημα στις ΗΠΑ που ξεκίνησε στον απόηχο της αθώωσης του Τζωρτζ Ζίμερμαν τον Ιούλιο του 2013 στη Φλόριντα ο οποίος είχε σκοτώσει τον αφροαμερικανό έφηβο Τρέιβον Μάρτιν. Οργανώνει συλλαλητήρια ενάντια στην αστυνομική βία κατά των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Το Κίνημα ιδρύθηκε από τρεις μαύρες ακτιβίστριες: την Αλίσια Γκάρζα, την Πατρίς Κούλορς και την Όπαλ Τομέτι. Είναι ένα αποκεντρωμένο δίκτυο χωρίς επίσημη ιεραρχία ή δομή. Η ομάδα απέκτησε απήχηση σε εθνικό επίπεδο από το 2014, μετά τους φόνους δύο άοπλων αφροαμερικανών, του έφηβου Μάικλ Μπράουν στο Φέργκιουσον του Μιζούρι και του 43χρονου Έρικ Γκάρνερ στη Νέα Υόρκη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δικαστικές αρχές δεν απήγγειλαν κατηγορίες στους αστυνομικούς και αυτοί δεν διώχθηκαν. Έχει διοργανώσει διαδηλώσεις για πολλούς άοπλους αφροαμερικανούς που πέθαναν στα χέρια των δυνάμεων καταστολής όπως του Ταμίρ Ράις, του Έρικ Χάρρις, του Γουόλτερ Σκοτ και του Φρέντι Γκρέι τπου οποίου ο ο θάνατος πυροδότησε τις διαμαρτυρίες της Βαλτιμόρης το 2015. Αρκετές οργανώσεις και μέσα ενημέρωσης το χαρακτηρίζουν ως «ένα νέο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα». Ωστόσο, αρκετοί συντηρητικοί αναλυτές το αποκαλούν «ομάδα μίσους».

[2] Με τον όρο «gentrification» («αστική ανάπλαση») περιγράφεται η αγορά και ανακαίνιση σπιτιών και καταστημάτων σε υποβαθμισμένες αστικές γειτονιές από οικογένειες ή άτομα μεσαίου εισοδήματος που ανεβάζει τις αξίες των ακινήτων. Αυτό προϋποθέτει τον εκτοπισμό των οικογενειών με χαμηλό εισόδημα και των μικρών επιχειρήσεων.Η «αστική ανάπλαση» συχνά αρχίζει με την εισροή καλλιτεχνών που ψάχνουν ένα φτηνό μέρος για να μείνουν, δίνοντας στην γειτονιά μια μποέμ ατμόσφαιρα. Η παρουσία τους προσελκύει γιάπηδες που θέλουν να ζήσουν σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, οι οποίοι τελικά εκτοπίζουν τους χαμηλού εισοδήματος καλλιτέχνες και τους άλλους κατοίκους ιδιαίτερα τις εθνοτικές και φυλετικές μειονότητες, αλλάζοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της γειτονιάς.

Ο όρος επινοήθηκε από την κοινωνιολόγο Ρουθ Γκλας η οποία το 1964 σημείωνε. «Μία-μία, πολλές γειτονιές της εργατικής τάξης του Λονδίνου έχουν δεχτεί εισβολή από τις μεσαίες τάξεις … παίρνουν τα μικρά εξοχικά και σπίτια, δύο δωματίων μόλις λήξουν οι μισθώσεις τους και τα μετατρέπουν σε κομψές, ακριβές κατοικίες …. Αυτή η διαδικασία «εξευγενισμού» μιας περιοχής συνεχίζεται με γοργούς ρυθμούς μέχρι που το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των αρχικών ιδιοκτητών της εργατικής τάξης να εκτοπιστούν και να αλλάξει συνολικά η κοινωνική σύνθεση της περιοχής».

[3] Ο όρος «φυλακές» είναι μάλλον επιεικής για να αποτυπώσει τα αίσχη που έκαναν Αμερικανοί στρατιώτες –άντρες και γυναίκες- σε βάρος κρατουμένων στο κολαστήριο Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ. Αίσχη που συγκρίνονται μόνο μ΄ εκείνα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.

[4] Το Κίνημα για Πολιτικά Δικαιώματα ξέσπασε στα μέσα τις δεκαετίας του ’50 και συνεχίστηκε ως τα τέλη της επόμενης δεκαετίας. Συμμετείχε το σύνολο των αφροαμερικανών που ζητούσαν την πλήρη ισότητά τους με τους λευκούς πολίτες. Στις βίαιες καταστολές που αντιμετώπισε έχασαν τη ζωή τους πολλοί μαύροι αγωνιστές με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

[5] Τα drones ανήκουν στην κατηγορία των Μη Επανδρωμένων Ιπτάμενων Μηχανών. Μη επανδρωμένες ιπτάμενες μηχανές (Unmanned Aerial Vehicles – UAV ή Remotely Piloted Systems – RPS), ονομάζονται τα κάθε είδους ιπτάμενα μηχανήματα που κινούνται: στον αέρα, στην επιφάνεια της θάλασσας και κάτω από τη θάλασσα, αυτόνομα (χωρίς πιλότο ή κυβερνήτη), προγραμματισμένα ή τηλεκατευθυνόμενα, σε μορφή μικρού αεροπλάνου ή ελικοπτέρου με έναν ή περισσότερους κινητήρες και έλικες συντονισμένους για πλήρως ελεγχόμενη πτήση από ειδικό πρόγραμμα ή χειριστήριο εδάφους. Τα drones χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα για πολεμικούς σκοπούς (αναγνωριστικούς, κατασκοπευτικούς ή και για μεταφορά βομβών) ή για ερασιτεχνικούς και ερευνητικούς σκοπούς.

[6] Το MOVE είναι μια οργάνωση για την «απελευθέρωση των μαύρων» με έδρα τη Φιλαδέλφεια που ιδρύθηκε από τον Τζον Άφρικα (ψευδώνυμο του Βίνσεντ Λήφαρτ) το 1972. Τα μέλη της ομάδας ζουν σε κοινότητα και συχνά επιδίδονται σε δημόσιες διαδηλώσεις ενάντια στο ρατσισμό, την αστυνομική βία, και άλλα ζητήματα που θεωρούν σημαντικά. Η ομάδα έγινε γνωστή για δύο σοβαρές συγκρούσεις με την αστυνομία της Φιλαδέλφειας. Το 1978, μια σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός αστυνομικού, τραυματισμούς πολλών ατόμων και ποινές ισόβιας κάθειρξης για 9 μέλη. Το 1985, μια άλλη σύγκρουση τελείωσε όταν η αστυνομία έριξε μια βόμβα στον περίβλο της κοινότητας. Αυτό προκάλεσε το θάνατο 11 μελών του MOVE, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής Τζον Άφρικα καθώς και 5 παιδιών και την καταστροφή 65 κατοικιών.

[7] Στις 26 Σεπτεμβρίου 2014, αστυνομικές δυνάμεις μαζί με μέλη του καρτέλ ναρκωτικών «Ενωμένοι Πολεμιστές» επιτέθηκαν ένοπλα εναντίον φοιτητών της αγροτικής παιδαγωγικής σχολής της Αγιοτσινάπα και πολιτών, που βρίσκονταν σε αγωνιστική κινητοποίηση, στη πόλη Ιγκουάλα, της πολιτείας Γκερρέρο του Μεξικού, δολοφονώντας 7 άτομα, τραυματίζοντας τουλάχιστον 25 και απαγάγοντας 43. Αμέσως μετά την επίθεση την ευθύνη της δημόσιας ασφάλειας στην πόλη της Ιγκουάλα ανέλαβε η χωροφυλακή και δυνάμεις του στρατού. Μετά από έρευνες των συγγενών των αγνοουμένων ανακαλύφθηκαν έξω από τη πόλη, ομαδικοί τάφοι με δεκάδες απανθρακωμένα πτώματα. Για τη δολοφονία κατηγορούνται 36 αστυνομικοί καθώς και ο δήμαρχος και ο διευθυντής δημόσιας ασφάλειας της πόλης που έδωσε την εντολή εκτέλεσης των φοιτητών.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας