Εργατικός Αγώνας

Σουηδοί φασίστες καίνε σπίτια και κατηγορούν τους πρόσφυγες για την κρίση

του Rory Smith

«Κάψτε τους όλους, αλλά πρώτα καρφώστε τις πόρτες και τα παράθυρα».
«Αν θέλετε καλύτερα αποτελέσματα, περιμένετε μέχρι να γεμίσει από κόσμο το σπίτι».
Αυτά είναι δύο μόνο παραδείγματα από τις αρκετές χιλιάδες σχολίων που έκαναν στο διαδίκτυο Σουηδοί Δημοκράτες, μετά την πιο πρόσφατη περίπτωση εμπρησμού που κατέστρεψε ένα σπίτι όπου είχαν βρει καταφύγιο 14 πρόσφυγες. Μια ανάρτηση στο διαδίκτυο περιέγραφε λεπτομερώς τις διάφορες συνταγές και τα απαραίτητα συστατικά για την παρασκευή ναπάλμ.

Οι πρώην αφανείς και χωρίς δύναμη Σουηδοί Δημοκράτες (SD) -ένα ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα κατά των μεταναστών, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στο νεοναζισμό- έχει μετατραπεί σε μία από τις πιο ισχυρές πολιτικές δυνάμεις της Σουηδίας. Παρουσιάζοντας τους μετανάστες ως εγκληματίες -εχθρούς τόσο του κράτους πρόνοιας όσο και των Σουηδικών αξιών- το κόμμα έχει συγκεντρώσει πάνω από το 25% των ψήφων.
Η πιο πρόσφατη πυρπόληση προσφυγικού σπιτιού έγινε μόλις οι πολιτικοί ηγέτες του SD ανακοίνωσαν ότι οι μετανάστες θα πρέπει να πεταχτούν στους δρόμους, έξω από το κοινοβουλευτικό πλαίσιο. Η σκόπιμη ασάφεια της δήλωσης εμπλουτισμένη από το ζήλο κάποιων υποστηρικτών τους για δράση, είχε ως αποτέλεσμα την απότομη αύξηση εμπρησμών σε σπίτια προσφύγων, μια τάση που πρόσφατα –μόλις μετά την 17η πυρκαγιά- καταδικάστηκε από αξιωματούχους του SD.
Ενώ ο κόσμος θα μπορούσε να ενωθεί για λίγα εφήμερα δευτερόλεπτα γύρω από την εικόνα του Αϊλάν – του αγοριού από τη Συρία που πνίγηκε μαζί με τον αδελφό του στη Μεσόγειο- τελικά η προσφυγική κρίση φαίνεται μόνο να ενίσχυσε την ξενοφοβία, τον εθνικισμό, και τη βία που σαρώνει όλη την Ευρώπη. Φέτος, μόνο στη Γερμανία, έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 505 επιθέσεις εναντίον προσφύγων και σπιτιών όπου κατοικούν πρόσφυγες. Είναι μια τάση που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεταινα αμφισβητήσει την προσέγγιση μας σε ό,τι επινόησε ο Τζέρεμι Ρίφκιν στο ομώνυμο βιβλίο του «Πολιτισμός με Κατανόηση».
Και αν όλα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως έκπληξη, δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό στις προκαταλήψεις και τη μισαλλοδοξία στην Ευρώπη. Αυτό που είναι εκπληκτικό, είναι το πώς η επικρατούσα σήμερα δεξιά πολιτική τάση, καθώς και η προσφυγική κρίση έχουν τις ρίζες τους στην ίδια συστημική αρρώστια.

Ευρωπαϊκή μισαλλοδοξία και σουηδικός νεοναζισμός

Ενώ μπορεί να νομίζετε ότι οι εμπειρίες από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον πόλεμο της Βοσνίας θα ήταν επαρκώς αποτρεπτικές για την παραμικρή επιδίωξη εθνικιστικής ή εθνοτικής μισαλλοδοξίας, η ιστορία αποκαλύπτει πάντοτε τη συλλογική βραχυπρόθεσμη μνήμη μας. Η σημερινή δημαγωγία κατά των μεταναστών και η συνακόλουθη αναζωπύρωση των εθνικιστικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, πολλά από τα οποία έχουν τις ρίζες τους στο νεοναζισμό, φαίνεται να το αποδεικνύουν.
Ο Κενάν Μαλίκ[1], σε ένα πρόσφατο άρθρο του, μας θυμίζει ότι η Ευρώπη δεν ήταν ποτέ ομοιογενής -ακόμα και όταν οι πολίτες της μοιράζονται το ίδιο χρώμα του δέρματος και την ίδια θρησκεία- και ότι η μισαλλοδοξία είχε πάντοτε τη θέση της στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Οι φτωχοί των πόλεων και της υπαίθρου συχνά αντιμετωπίζονται και αναφέρονται ως «κατώτερες φυλές αγρίων».
Η ιστορία της Σουηδίας δεν είναι διαφορετική. Το ειδύλλιο της με τον ναζισμό προηγείται του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ είχε ξεθωριάσει για λίγο, η σκληρή αλήθεια είναι πως δεν εξαφανίστηκε ποτέ.
Η οικονομική κρίση της χώρας στη δεκαετία του 1990, σε συνδυασμό με μια πολιτική μετανάστευσης που παρείχε άσυλο σε περίπου 85.000 πρόσφυγες πολέμου από την πρώην Γιουγκοσλαβία, οδήγησε στην εμφάνιση διαφόρων νεοναζιστικών κινημάτων. Όταν έπεσαν οι ρυθμοί της μετανάστευσης, καταλάγιασαν κι αυτά τα συναισθήματα. Ωστόσο για άλλη μια φορά, το είδος των πολιτιστικών προκαταλήψεων και της μισαλλοδοξίας που δεν θα ήταν εκτός τόπου τον 18ο αιώνα στη Γαλλία, τη Βικτωριανή Αγγλία, τη ναζιστική Γερμανία ή τη Σουηδία της δεκαετίας του 1990, βρίσκεται σε άνοδο.


«Μπουσισμοί»[2] και ρεπουμπλικανικές μηχανορραφίες στην Ευρώπη

Η έξαρση των εμπρησμών αποτελεί την πιο πρόσφατη και πιο επιθετική τάση εναντίον των μεταναστών. Πυροδοτήθηκε από τους Ευρωπαίους εθνικιστές δημαγωγούς της τελευταίας γενιάς. Αυτοί είναι εν μέρει υπεύθυνοι για τη διάδοση της βίας λόγω της ανεύθυνης ρητορικής τους -και της αδρής συνενοχής τους, τουλάχιστον στη Σουηδία, καθώς μέχρι πρόσφατα δεν κατάγγειλαν αυτούς τους εμπρησμούς.
Αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η Ευρώπη θα γίνει τόσο πολιτικά αδιάλλακτη όπως οι ΗΠΑ, τα ακροδεξιά κόμματα της τείνουν να μοιάσουν στους Ρεπουμπλικανούς των ΗΠΑ ως προς τη διασπορά του φόβου. Ο Τζίμι Άκεσον, ο σημερινός ηγέτης του SD, διεξήγαγε την πρόσφατη και πολύ επιτυχημένη εκστρατεία του στη βάση μιας φοβικής ηθικολογίας, διακηρύσσοντας: «Έχεις να διαλέξεις είτε τη μαζική μετανάστευση είτε την κοινωνική πρόνοια. Εσύ
αποφασίζεις».
Τίποτα δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο στη Σουηδία ή την Ευρώπη. Υπάρχουν κοινοβούλια με πολλά εκλεκτικά πολιτικά κόμματα. Οι διαπραγματεύσεις, οι συμφωνίες και οι συμβιβασμοί είναι αμετάβλητα μέρη του πολιτικού παιχνιδιού. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει την ασυμβατότητα της μετανάστευσης με ένα υγιές κράτος πρόνοιας, Όπως θα δούμε, οι μελέτες δείχνουν ακριβώς το αντίθετο (από αυτό που ισχυρίζεται η ακροδεξιά).
Αλλά χαράσσοντας αυτή τη σκληρή γραμμή -καθιστώντας τη μετανάστευση και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας φαινομενικά ασύμβατα- ο κος Άκεσον, ακριβώς όπως κι άλλοι δεξιοί πολιτικοί στην Ευρώπη, πολώνει την κατάσταση. Τοποθετεί τη μετανάστευση απέναντι στο κράτος πρόνοιας –που αποτελεί ιερό θεσμό για τη Σουηδία και την Ευρώπη.
Θα έχετε αρχίσει να αναρωτιέστε αν η ακροδεξιά στην Ευρώπη μιμείται τα ρητορικά τεχνάσματα των Μπους και Ράμσφελντ. Το τελεσίγραφο του κου Άκεσον ακούστηκε παρόμοιο με το περίφημο «είτε είστε μαζί μας, είτε είστε με τους τρομοκράτες». Ο φόβος διαβρώνει τον ορθολογισμό και τη λογική κι αυτή η ρητορική της πόλωσης και της διασποράς φόβου στην μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 εποχή επέτρεψε στον Μπους και την παρέα του να χειριστούν το αμερικανικό κοινό με την ακρίβεια χασάπηδων. Σε αυτή την εποχή μετά το Παρίσι αυτή η τακτική θα είναι ιδιαίτερα δραστική.

Το παιχνίδι με τις ιδιαίτερες ανησυχίες των Σουηδών, οι οποίοι έχουν ιστορική σύνδεση με το κράτος πρόνοιας που είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής συνείδησης, είναι ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος για να κερδίσει υποστήριξη, ιδίως από κοινωνικές ομάδες που η αδύναμη θέση τους στην κοινωνία τις καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητες σε τέτοιες σοφιστείες.
Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες με γενικά δημογραφικά χαρακτηριστικά που είναι χαρακτηριστικοί υποστηρικτές όχι μόνο του SD αλλά και της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη. Στο σύνολό τους είναι νέοι, άνδρες, χαμηλής μόρφωσης και υποαπασχολούμενοι. Στη Σουηδία τα κύρια ενδιαφέροντά τους είναι τα αυτοκίνητα, οι μοτοσικλέτες, η τηλεόραση, τα video games, και το ερασιτεχνικό ψάρεμα.
Αναμφίβολα θα ήταν πολύ εύκολο να υψώσουμε τις γροθιές μας και να καταγγείλουμε τα πλήθη των δεξιών ψηφοφόρων ως ρατσιστές, ευρωσκουπίδια, ή φανατικούς εθνικιστές. Όμως, τελικά θα παίζαμε κι εμείς το ίδιο επιφανειακό και ψεύτικο παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών που παίζουν οι δημαγωγοί ηγέτες τους. Επιπλέον, αυτό θα μας δώσει μόνο μια πολύ επιφανειακή κατανόηση ενός πληθυσμού που έχει διαμορφωθεί από μια πολύ πιο περίπλοκη διαδικασία.

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο πραγματικός εχθρός

Ιστορικά η Σουηδία ήταν ένα από τα ισχυρότερα και πιο δίκαια κράτη πρόνοιας στον κόσμο. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Σουηδία περιέπεσε σε οικονομική κρίση και τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ως προσωρινό μέτρο για να αποκρούσει την κρίση, και τον υπερπληθωρισμό που προέκυψε, η Σουηδία θέσπισε μια σειρά μέτρων λιτότητας και μεταρρυθμίσεις που περιέκοψαν τις κοινωνικές παροχές, περιόρισαν τη δύναμη των συνδικάτων, μείωσαν τον δημόσιο τομέα, και ξεκίνησε μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Αν αυτό ακούγεται οικείο, είναι επειδή πρόκειται για την ίδια διαδικασία που έχει εφαρμοστεί σχεδόν καθολικά από το 1980 σε όλο τον κόσμο. Από τις ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική, στην Αφρική, στην Ασία, στη Ρωσία, και πιο πρόσφατα την Ελλάδα, οικονομολόγοι του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, καθώς και τεχνοκράτες αυτών των περιοχών, έχουν επιβάλλει το ίδιο αυτό πακέτο – συχνά εκβιαστικά ή με την υποστήριξη που παρείχε η Δύση στους απόλυτους μονάρχες.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αντικατοπτρίζουν μια τάση της οικονομικής σκέψης που είναι γνωστή ως νεοφιλελευθερισμός. Σύμφωνα με το νεοφιλελευθερισμό, το άτομο και η αγορά είναι οι υπέρτατες οντότητες τις οποίες προσκυνούν υπηρετούν και σ’ αυτές παραμένουν υποταγμένα τα σύγχρονα έθνη-κράτη. Όπως δήλωσε η Μάργκαρετ Θάτσερ, μια από τους μεγαλύτερους υπέρμαχους του νεοφιλελευθερισμού: «Δεν υπάρχει η έννοια της κοινωνίας. Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες … Οι άνθρωποι κοιτάνε πρώτα τους εαυτούς τους».

Ενώ στο παρελθόν ήταν ευθύνη του Δημοσίου να παρέχει απασχόληση στους πολίτες, σύμφωνα με το νεοφιλελευθερισμό αυτό είναι ατομική ευθύνη του καθενός. Εάν αποτύχεις, δεν φταίει γι’ αυτό το κράτος, η οικονομία, ή οποιαδήποτε από τις αμέτρητες στρεβλώσεις και ανισότητες, είναι δική σου ατομική αποτυχία.

Η άτυχη σχέση του SD με το νεοφιλελευθερισμό

Θα αναρωτιέστε πώς αυτό σχετίζεται με την ακροδεξιά στην Σουηδία και την Ευρώπη. Η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, και η περικοπή των συνδικάτων σήμαινε την αποδυνάμωση της δύναμης των συνδικάτων και της εργατικής δύναμης και, κατά συνέπεια και την απώλεια της αλληλεγγύης και της ταυτότητας. Το σουηδικό κράτος πρόνοιας, το οποίο είχε προηγουμένως ενοποιήσει διάφορους τομείς της σουηδικής κοινωνίας μέσω της κολεκτιβοποίησης, σιγά-σιγά διαμελίστηκε.
Επιπλέον, με τη διάλυση του δημόσιου τομέα και την αποδυνάμωση των συνδικάτων, πολλοί Σουηδοί έμειναν χωρίς δουλειά ή χωρίς τις κοινωνικές παροχές που υπήρχαν πρωτύτερα για τους ανέργους. Με λιγότερες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερη ατομική επιβάρυνση και πίεση για να βρουν δουλειά –σημαντική ή όχι- και χωρίς κοινωνικές διασφαλίσεις για τον περιορισμό της ανασφάλειας και της ανεργίας, πολλοί Σουηδοί έμειναν πίσω. Μια παγκόσμια κληρονομιά του νεοφιλελευθερισμού είναι η ανισότητα. Σήμερα, από τις 34 χώρες του ΟΟΣΑ, η ανισότητα αυξάνεται ταχύτερα στη Σουηδία.
Η αύξηση της ανισότητας, της οικονομικής περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού έχουν περιορίσει τη συμμετοχή όλων στη σουηδική κοινωνία και την οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν η στέρηση του εκλογικού δικαιώματος πολλών Σουηδών. Σήμερα, από ένα πληθυσμό 9.000.000, 618.000 Σουηδοί εργάζονται σε προσωρινές θέσεις εργασίας με ελάχιστη ασφάλεια.
Η οικονομική ευπάθεια και η περιθωριοποιημένη κοινωνική θέση αυτού του τεράστιου πληθυσμού τον καθιστά ευπαθή στη λαϊκιστική ρητορική των πολιτικών της Δεξιάς, οι οποίοι στοχεύουν άμεσα τους βαθύτερους φόβους και τις ανασφάλειές του. Αυτοί οι ηγέτες δεν έχουν απλά καταστήσει τους μετανάστες ως έναν ορατό, αν και προσχηματικό, εχθρό που ευθύνεται για τα βάσανά τους. Έχουν ακόμα σφυρηλατήσει μια συλλογική αίσθηση ταυτότητας -μέσα από το διμέτωπο αγώνα κατά της μετανάστευσης και των νεοφιλελεύθερων τεχνοκρατών της ΕΕ- για να μπορούν να τους συσπειρώνουν.
Η συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση τροφοδοτείται πάντα από λανθασμένες αντιλήψεις και την ξενοφοβία. Δεν χρειάζεται να σκάψετε πολύ βαθιά για να δείτε τα οφέλη της μετανάστευσης, που για πάρα πολύ καιρό παρερμηνευόταν σοβαρά και ανεύθυνα.
Οι μετανάστες είναι γενικά επιχειρηματικά χρήσιμοι, γεμίζουν διάφορα κενά εργασίας στην οικονομία -ειδικά στην Ευρώπη, όπου η γήρανση του πληθυσμού απαιτεί περισσότερους εργάτες σε παραγωγική ηλικία- συμβάλλουν περισσότερο για το κράτος πρόνοιας καθώς δεν λαμβάνουν παροχές και έχουν μεγαλύτερα κίνητρα για να συνεισφέρουν και να δημιουργήσουν μια καλύτερη κοινωνία. Επιπλέον, πάνω από το 50% της μετανάστευσης προς την Ευρώπη το 2015 θα προέρχεται από τη Συρία, ένα πληθυσμό του οποίου το υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό τον διαφοροποιεί από τους μετανάστες που προέρχονται από άλλες χώρες.

Πρόσφυγες: οι παράπλευρες απώλειες του νεοφιλελευθερισμού

Κατά ειρωνικό τρόπο και δυστυχώς, ο νεοφιλελευθερισμός -και οι σχετικές οικονομικές και γεωπολιτικές μηχανορραφίες που σάρωσαν τη Μέση Ανατολή και την Αφρική τα τελευταία 30 χρόνια- είναι, σε μεγάλο βαθμό, υπεύθυνοι για τη σημερινή προσφυγική κρίση.
Η επιτακτική ανάγκη του νεοφιλελευθερισμού είναι να ανοίξουν νέες αγορές μέσω της απελευθέρωσης και της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης με τη δημιουργία νέων καταναλωτικών βάσεων. Όταν ορισμένες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, ή η ΕΕ, θεωρούν τους εαυτούς τους ως φύλακες της αγοράς, και όπου έχουν κάποια συμφέροντα της αγοράς, όπως η εξόρυξη ορυκτών και πετρελαίου στην Αφρική, υπάρχουν αναπόφευκτα παραβάσεις, ιδίως όπου οι κανονισμοί και η νομοθεσία είναι αναποτελεσματικές και η διαφθορά είναι κοινός τόπος. Δυστυχώς, αυτά είναι πανταχού παρόντα στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες.
Ο νεοφιλελευθερισμός θα μπορούσε να ανοίξει τις οικονομίες της Αφρικής για άμεσες ξένες επενδύσεις, αλλά το αντίτιμο θα ήταν η αποδιοργάνωση και η ανακατανομή των οικονομιών, των αγορών εργασίας και πυλώνων του δημόσιου τομέα, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, και η υγιεινή, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα και τα συμφέροντα. Υπήρξαν λίγοι νικητές, αλλά ως επί το πλείστον έχουν υπάρξει χαμένοι. Πολλοί μετανάστες είναι οικονομικοί πρόσφυγες των οποίων οι ζωές έχουν συνθλιβεί από το παγκόσμιο κεφάλαιο, τα συμφέροντα των εταιρειών, την εμπορευματοποίηση της τοπικής γεωργίας, και τη συρρίκνωση του κράτους.
Αυτοί οι πρόσφυγες φεύγουν από αποτυχημένα κράτη (όπως η Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Σομαλία, η Λιβύη) όπου κυριαρχούν η βία, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ανασφάλεια, και είναι οι παράπλευρες απώλειες της νεοφιλελεύθερης γεωπολιτικής.
Σε αυτές τις περιοχές του πετρελαίου, η χρηματοδότηση, οι επιχειρήσεις, η απολυταρχία, η δημοκρατία, και τα εθνικά οικονομικά συμφέροντα ανακατεύονται όλα μαζί, σμίγουν και θολώνουν σε κάτι που μπορεί να φαίνεται αδιαφανές αλλά είναι αρκετά απλό. Όπως ένας εξαρτημένος, ο νεοφιλελευθερισμός εξαρτάται από μια σταθερή και αξιόπιστη πηγή φθηνού πετρελαίου. Φθηνό πετρέλαιο σημαίνει περισσότερα χρήματα στην τσέπη των καταναλωτών και γενικότερα παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο απαιτεί συνεχή ανάπτυξη για να συνεχίσει να λειτουργεί. Το φθηνό πετρέλαιο είναι ένα μέσο αλλά χρειάζεται ένα βραχυπρόθεσμο και δαπανηρό τρόπο για να το επιτύχει αυτό.
Αν και όλοι θα θέλαμε να πιστεύουμε ότι η προσφυγική κρίση ενέπνευσε τις τελευταίες διεθνείς επεμβάσεις στη Συρία, φαίνεται πιο πιθανό ότι αυτό είναι ένα ακόμη γεωπολιτικό παιχνίδι εξουσίας, καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να απογαλακτιστεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, και η Ρωσία προσπαθεί να προστατεύσει τα πολλά δισεκατομμύρια που έχει ήδη τοποθετήσει σε επενδύσεις πετρελαίου στη Συρία. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο πόλεμος έχει γίνει μια ξεχωριστή οικονομία και αγορά από μόνος του, με τις οπλικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ να κερδίζουν τεράστια ποσά από πωλήσεις όπλων στο Ιράκ και τη Συρία.

Καιγόμαστε όλοι

Υπάρχουν πλεονεκτήματα στις κρίσεις. Μας φέρνουν πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιες παραδειγματικές ανεπάρκειες και, με αυτόν τον τρόπο, μας ενθαρρύνουν να συμμετάσχουμε σε ένα είδος συλλογικής ενδοσκόπησης. Ενώ η «Γενιά του Εγώ»[3] σηματοδοτεί την πραγματοποίηση του ονείρου της Θάτσερ, αρχίζουμε να βλέπουμε ότι η ζωή του «εγώ» δεν είναι μόνο ναρκισσιστική και κενή αλλά και βλαβερή για το κοινό καλό.
Ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο της Ουρουγουάης Χοσέ Μουχίκα, έχει δημιουργήσει, «… έναν πολιτισμό εναντίον της απλότητας, κατά της νηφαλιότητας, εναντίον όλων των φυσικών κύκλων και κατά των πιο σημαντικών πραγμάτων: της Περιπέτειας, της Αλληλεγγύης, της Οικογένειας, της Φιλίας, της Αγάπης».
Κατά ειρωνικό τρόπο, δεν είναι η «ορθολογική» ιδιοτέλεια, αλλά το δόσιμο, η ευγένεια και η συνεργασία που εγγυώνται τη μακροζωία τη δική μας και του είδους μας. Αν πρόκειται να αλλάξει κάτι, αυτό θα απαιτεί συλλογική προσπάθεια απεμπλοκής μας από την τρέχουσα μυθολογία του ατομικισμού, από την συνολική εξιδανίκευση του εαυτού μας, από τη λήψη στην παροχή, καθώς και απεμπλοκής μας από τις μυωπικές παγίδες της ατομικής ικανοποίησης χάριν μιας πολιτικής με συμπόνια και κατανόηση.
Τελικά, μήπως είμαστε όλοι πρόσφυγες -μια μεγάλη διασπορά τυχαιότητας προστατευμένης κάτω από τη λεπτή μπλε ατμοσφαιρική γραμμή του πλανήτη; Αφήνοντας τις ρίζες του νεοφιλελευθερισμού ανέπαφες και χωρίς κριτική, απλά υποδαυλίζουμε τις υπαρξιακές και οικονομικές φλόγες που μπορούν και, σε κάποιο σημείο, θα μας καταπιούν όλους.


Ο Rory Smith είναι ανεξάρτητος συγγραφέας με μεταπτυχιακό στη Διεθνή Ανάπτυξη και Διαχείριση και ιδρυτής της Escalando Fronteras, μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης στο Μεξικό που χρησιμοποιεί την αναρρίχηση ως έναν τρόπο να αποσπάσει τη νεολαία από τις συμμορίες και το οργανωμένο έγκλημα στο Μοντερέι.

 

Πηγή: roarmag.org

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης

 


[1] Ο Kenan Malik είναι ινδικής καταγωγής Άγγλος συγγραφέας, λέκτορας και εκφωνητής, με εκπαίδευση στη νευροβιολογία και την ιστορία της επιστήμης. Ως επιστήμονας συγγραφέας, επικεντρώνεται, στη φιλοσοφία της βιολογίας, καθώς και στις σύγχρονες θεωρίες της πολυπολιτισμικότητας, της πολυφωνίας καθώς και σε φυλετικά ζητήματα.

[2] Ο όρος «Μπουσισμοί» (Bushisms) περιγράφει τις αντισυμβατικές λέξεις, φράσεις, προφορές, σαρδάμ και σημασιολογικά ή γλωσσικά σφάλματα στην δημόσια ομιλία του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζορτζ Μπους του νεότερου. Ο όρος έχει γίνει μέρος της λαϊκής λαογραφίας και συχνά χρησιμοποιείται για τη διακωμώδηση του πρώην προέδρου. Τα χαρακτηριστικά των «Μπουσισμών» είναι τα σαρδάμ, η δημιουργία νεολογισμών, αναγραμματισμών και συντακτικών λαθών.

[3] Η «Γενιά του Εγώ» (Generation Me) είναι ένας όρος που αναφέρεται στη γενιά των «baby boomers» δηλαδή των Αμερικανών που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1946 και 1964. Τον όρο καθιέρωσε ο συγγραφέας Τομ Γουλφ στη δεκαετία του 1970. Ο Κρίστοφερ Λάσκ, ένας άλλος συγγραφέας, περιγράφει την εμφάνιση μιας κουλτούρας ναρκισσισμού που παρατηρήθηκε σ’ εκείνη τη γενιά η οποία είχε ως ιδανικά την «αυτοπραγμάτωση» και την «αυτοεκπλήρωση» που θεωρούσε σημαντικότερη από την κοινωνική ευθύνη.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας