Εργατικός Αγώνας

Το σχέδιο του Ερντογάν για τους Κούρδους: Καταστροφή, Αναδόμηση, Κατευνασμός

της Rosa Burç.

Το Σουρ είναι μια περιοχή στη νοτιοανατολική Τουρκία, τμήμα της κουρδικής πρωτεύουσας Ντιγιαρμπακίρ, όπου έχει επιβληθεί απαγόρευση της κυκλοφορίας καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο από τις 2 Δεκεμβρίου του 2015.

Οι πρώτες φωτογραφίες του Σουρ, ή «Αμέντ», όπως Κούρδοι συνήθιζαν να αποκαλούν την πόλη με το ιστορικό όνομά της, που πέρασαν από το κρατικό εμπάργκο ειδήσεων, αποκάλυψαν την έκταση της καταστροφής: κατεδαφισμένα κτίρια, σπίτια γεμάτα τρύπες από σφαίρες, λεηλατημένα καταστήματα, πτώματα στους δρόμους και κατεστραμμένες εκκλησίες και τζαμιά σε μια περιοχή που είναι γνωστή ως η ιστορική καρδιά της πόλης.

Ένα πράγμα έγινε βέβαιο: το τουρκικό κράτος δεν επέβαλε απαγόρευση της κυκλοφορίας, μάλλον ολόκληρες πόλεις τέθηκαν υπό στρατιωτική πολιορκία.

Το Σουρ είναι μόνο ένα παράδειγμα του τι έχει συμβεί σε ολόκληρη την περιοχή που κατοικείται από Κούρδους όταν ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σταμάτησε την ειρηνευτική διαδικασία με το Εργατικό Κόμμα ΡΚΚ του Κουρδιστάν, μια αντάρτικη οργάνωση που αγωνίζεται για την αυτοδιάθεση των Κούρδων στην Τουρκία και την ευρύτερη περιοχή για περισσότερο από 40 χρόνια. Ο Ερντογάν όχι μόνο κατήγγειλε την επισφαλή, αλλά πολλά υποσχόμενη, ειρηνευτική διαδικασία με το PKK, αλλά και ο ίδιος πυροδότησε μια εκστρατεία λιντσαρίσματος ενάντια στους Κούρδους, σε κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή, σε κάθε επικριτικό μέσο μαζικής ενημέρωσης και πάνω απ ‘όλα ενάντια στο φιλοκουρδικό HDP, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα.

Όλα αυτά ως συνέπεια της κρίσιμης εκλογικής υποχώρησης του κόμματός του στις γενικές εκλογές της 7ης Ιούνη του 2015, όπου η διογκούμενων κοινωνική υποστήριξη και η εκλογική επιτυχία του HDP στέρησαν από το ΑΚΡ του Ερντογάν την απόλυτη πλειοψηφία που του χρειαζόταν για να επιβάλει το αυταρχικό προεδρικό σύστημα που λαχταρούσε.

Αμέσως μετά, η κυβέρνηση, χέρι-χέρι με το στρατό, ξεκίνησε τις λεγόμενες «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» εναντίον υποτιθέμενων μελών του ΡΚΚ, αλλά στην πραγματικότητα στόχευε τους άμαχους Κούρδους σε μια πράξη συλλογικής τιμωρίας. Από τότε όχι μόνο αυξάνεται καθημερινά ο αριθμός των νεκρών, αλλά καταστρέφονται ολόκληρες περιοχές, κι αυτό προκαλεί σημαντικές μετατοπίσεις του πληθυσμού.

Όπως έγινε στο παρελθόν και σε άλλες πόλεις, οι κάτοικοι του Σουρ έχουν συστηματικά εκτοπιστεί. Είτε έφυγαν είτε εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, όταν η πολιορκία άρθηκε για λίγες ώρες – την τελευταία φορά στις 11 Δεκεμβρίου. Σήμερα, έχουν απομείνει μόνο 1.000 περίπου από τους 28.000 κατοίκους του Σουρ. Πολλοί από αυτούς είναι τραυματίες και παγιδευμένοι σε κατεστραμμένα κτίρια, περιμένοντας το τέλος της πολιορκίας.

Στις 5 Φλεβάρη η κυβέρνηση παρουσίασε ένα σχέδιο δράσης δέκα βημάτων με στόχο την «αποκατάσταση» της νοτιοανατολικής Τουρκίας, η οποία έχει καταστραφεί και σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, είναι «τραυματισμένη από τρομοκράτες που άναψαν μια πυρκαγιά». Το σχέδιο περιλαμβάνει την καταβολή αποζημιώσεων, διαβουλεύσεις της κυβέρνησης με πολιτοφύλακες που λειτουργούν ως φιλοκυβερνητική πολιτοφυλακή των Κούρδων, καθώς και την κατασκευή αλεξίσφαιρων πύργων ασφάλειας στις αστικές περιοχές.

Η άποψη της κυβέρνησης για τον πόλεμο, η οποία περιλαμβάνει ένα μακρόπνοο σχέδιο δράσης μετά τις πολεμικές επιχειρήσεις, δεν είναι τίποτα λιγότερο από την προσπάθεια να διώξει τους κατοίκους της περιοχής από τους τόπους που ιστορικά κατοικούσαν, να τους επιβάλλει οικονομική εξάρτηση και να δημιουργήσει υπάκουους ανθρώπους αναγκασμένους σε υποταγή.

«Θα ενώσουμε τη συνείδηση ​​ και τη σοφία του έθνους με τους στόχους του κράτους. Όλες οι διαφορές μεταξύ του έθνους και του κράτους θα πρέπει να εξαλειφθούν εντελώς και θα έχουμε μια κατανόηση που θα ενώνει και θα ενσωματώνει το έθνος», δήλωσε ο Νταβούτογλου παρουσιάζοντας το σχέδιο δράσης.

Είναι ενδιαφέρον ότι περίπου την ίδια ώρα τα πρωτοσέλιδα των φιλοκυβερνητικών μέσων ενημέρωσης ωρυόταν πως «Ο τρόμος πρέπει να απαντηθεί με το TOKI[1]» ή «Το ΤΟΚΙ επιστρέφει στη δουλειά». Το TOKI (Οργανισμός Μαζικής Στέγασης) είναι κρατική υπηρεσία στέγασης που διοικείται απευθείας από τον πρωθυπουργό από το 2003. Παρά το γεγονός ότι επίσημα είναι μια ενεργή δημόσια επιχείρηση, το TOKI έχει γίνει ουσιαστικά μια μεγάλη υπηρεσία ιδιωτικοποιήσεων που διαχειρίζεται τις πωλήσεις των δημοσίων ακινήτων και κτιρίων σε ιδιωτικές εμπορικές επιχειρήσεις, δηλαδή τις δημόσιες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται ως κύρια κεφάλαια τους και κυρίως για προγράμματα στέγασης πολυτέλειας που προσφέρονται σε επιλεγμένους εργολάβους.

Από το 2011, το TOKI είχε ήδη αρχίσει τις εργασίες κατεδάφισης στο Σουρ όταν ο Πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε «νέα έργα» στο Ντιγιαρμπακίρ που πρέπει να εφαρμοστούν για να το κάνουν «ελκυστικό στον διεθνή τουρισμό». Ωστόσο, το 2013 οι κατασκευαστικές εργασίες σταμάτησαν από τις τοπικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις, κυρίως από τους δήμους που ελέγχει το HDP, που απαγόρευσαν τα αυθαίρετα νέα κατασκευαστικά έργα.

Το καθεστώς Ερντογάν είναι γνωστό για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του που βασίζονται κυρίως σε δυο κερδοφόρους πυλώνες: τις κατασκευές και την ενέργεια. Έτσι, δεν αποτέλεσε έκπληξη όταν ο πρωθυπουργός Νταβούτογλου ανακοίνωσε δημοσίως ότι «θα ξαναχτίσουμε το Σουρ, έτσι ώστε να είναι σαν το Τολέδο! Όλοι θα θέλουν να έρθουν και να εκτιμήσουν την αρχιτεκτονική δομή του», χωρίς να αναφερθεί στην πιθανότητα επιστροφής των εκτοπισμένων κατοίκων.

Η κυβέρνηση δεν δίστασε να κηρύξει όλες τις κουρδικές περιοχές ως επικίνδυνες για την ασφάλεια αντί να εκτιμήσει τις ζημιές για κάθε κτίριο ξεχωριστά. Πράγμα που σημαίνει ότι το TOKI είναι σύμφωνα με το νόμο ανεξάρτητο να αποφασίσει την έναρξη κατασκευαστικών έργων σε όσες περιοχές δηλώνονται ως «μη ασφαλείς». Τώρα, τα πολυτελή έργα στέγασης και η κατασκευή κτιρίων για απαιτητικούς πελάτες, που διαφήμιζαν οι κρατικοί αξιωματούχοι καθώς και οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, μπαίνουν στην μάχη κατά «του εγκλήματος και της τρομοκρατίας».

Η ιδέα είναι να χτιστούν νέες μαζικές κατοικίες στα περίχωρα της πόλης, για να προσφερθούν δάνεια με μειωμένο συντελεστή σε εκτοπισμένους κατοίκους, καθώς και να δοθούν νέες ευκαιρίες απασχόλησης, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα σχέση που θα βασίζεται στην οικονομική εξάρτηση των φτωχών Κούρδων πολιτών από το τουρκικό κράτος. Με αυτό τον τρόπο το κράτος έχει δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις για να μπει στο προσκήνιο ως ο κύριος σωτήρας σ’ αυτή τη σύγκρουση.

Η νοοτροπία εισοδηματία της κυβέρνησης του ΑΚΡ γίνεται πάντα κατανοητή με όρους «οικονομικής ανάπτυξης». Όμως, το τουρκικό κράτος έχει μια μακρά ιστορία με παρόμοιες πρακτικές κοινωνικού σχεδιασμού που χρησιμοποιείται για να πετύχει πολιτικά οφέλη αφομοίωσης.

Μέχρι σήμερα, το τουρκικό κράτος πάντα προσπαθούσε να ενσωματώσει και να ομογενοποιήσει τις περιοχές των αντιφρονούντων στην επικράτειά του σε ένα κοινό πολιτιστικό ρεύμα εισβάλλοντας στους παραδοσιακούς χώρους τους, αποδομώντας τους και δημιουργώντας νέους, ελεγχόμενους από το ίδιο. Μετά τη σφαγή του Ντέρσιμ το 1938, την οποία ακολούθησε μια κουρδική εξέγερση ενάντια στην κρατική καταστολή, ο κουρδικός πληθυσμός που απέμεινε αναδιανεμήθηκε σε άλλες πόλεις από το τουρκικό κράτος. Το ίδιο συνέβη και στη δεκαετία του 1990, όταν ο τουρκικός στρατός έκαψε 4.000 κουρδικά χωριά, έτσι ώστε το σύνολο του αγροτικού πληθυσμού στα νοτιοανατολικά εκτοπίστηκε και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει προς τις αστικές πόλεις. Και στις δύο περιπτώσεις, το τουρκικό κράτος προσπάθησε να εξημερώνουν όσους αντιστέκονταν ενάντια στην επιθετική πολιτική εκτουρκισμού.

Η Σελμά Ιμράκ, η συνεπικεφαλής του Κογκρέσου Δημοκρατικής Κοινωνίας στο Ντιγιαρμπακίρ (DTK), επεσήμανε σε μια από τις ομιλίες της κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της στη Γερμανία τον Ιανουάριο ότι το τουρκικό κράτος βάζει όλη την ενέργεια του για «να σβήσει ό,τι έχει απομείνει από την Κουρδική συνείδηση» στην περιοχή.

Τα χαρακτηριστικά του τόπου είναι οι μετασχηματισμοί των ιδεολογιών σε μια συγκεκριμένη μορφή, όπου οι ταυτότητες δημιουργούνται και αναπαράγονται μέσω ειδικών χώρων. Οι πόλεις που εκτίθενται σε στρατιωτική πολιορκία συμβαίνει να είναι σήμερα όχι μόνο εκλογικά οχυρά του HDP, αλλά είναι επίσης γνωστές για την μακρά ιστορία τους στη διαφωνία και την αντίσταση. Δημόσιες πλατείες, μνημεία, δρόμοι, κατοικημένες περιοχές και ιστορικά κτίρια που κάποτε με αγάπη αποκαταστάθηκαν από τους δημάρχους του HDP για να γίνουν τόποι ειρηνικής δημιουργίας διαθρησκευτικής και διεθνικής πολιτιστικής συνύπαρξης, έχουν τώρα στοχοποιηθεί -εσκεμμένα απ’ ό,τι φαίνεται- από τις τουρκικές ειδικές επιχειρησιακές δυνάμεις που τις βομβαρδίζουν ανηλεώς.

Το καθεστώς Ερντογάν πιστεύει ότι η στρατηγική κατευνασμού του πληθυσμού μέσω πολλά υποσχόμενων πολυτελών κατοικιών σε νεόδμητες πόλεις-γκέτο θα είναι επιτυχής. Όμως, η ιστορία δείχνει ότι ποτέ δεν έχει επιτυχία, καθώς αυτοί που υπερασπίζονται τη ζωή τους πίσω από οδοφράγματα και χαρακώματα εναντίον του τουρκικού στρατού στο Σουρ και όλες τις άλλες κουρδικές πόλεις που βρίσκονται υπό πολιορκία είναι αυτοί που είχαν ήδη εκτοπιστεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990.

Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στην κουρδική εφημερίδα Özgür Gundem στις 25 Φεβρουαρίου, η 87χρονη Φεσλά Αγιάζ, συνοψίζει όμορφα το συναίσθημα των ανθρώπων στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας: «Το Σουρ είναι το χρυσούλι μου, το παιδί μου, ο τοίχος μου, η ύπαρξή μου, η ανυπαρξία μου. Σκεφτείτε μια μητέρα που δεν μπορεί να αφήσει το παιδί της. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορώ να αφήσω το Σουρ».


Η Rosa Burc είναι υποψήφια διδάκτορας και επιστημονική συνεργάτις στο Τμήμα Συγκριτικής Κυβέρνησης, του Πανεπιστημίου της Βόννης. Η έρευνά της περιστρέφεται γύρω από τα Έθνη-Κράτη και τις Θεωρίες του (Μετά-)Εθνικισμού.

 

Πηγή: telesurtv.net

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης

 


[1] Το Toplu Konut Idaresi (TOKI) σημαίνει «Οργανισμός Μαζικής Στέγασης». Είναι μια επιχείρηση στενά δεμένη με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν με τη φιλοδοξία να γίνει το όργανο ανακατανομής της δημόσιας ακίνητης περιουσίας της Τουρκίας προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου της χώρας.

Η Τουρκική Υπηρεσία Ιδιωτικοποιήσεων (OIB) έχει ολοκληρώσει την ιδιωτικοποίηση 200 δημόσιων επιχειρήσεων, ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας που κυβερνά το ΑΚΡ.

Η κυβέρνηση του ΑΚΡ δημιούργησε αυτή τη γιγάντια δημόσια επιχείρηση στον τομέα των κατασκευών (TOKI) που διοικείται απευθείας από το γραφείο του πρωθυπουργού από το 2003.

Το TOKI φαινομενικά είναι ένας δημόσιος οργανισμός.

Ωστόσο, η πραγματικότητα απέχει πολύ. Σε αντίθεση με μια ενεργή δημόσια επιχείρηση, το TOKI είναι ουσιαστικά μια δεύτερη υπηρεσία ιδιωτικοποιήσεων που διαχειρίζεται τις πωλήσεις των δημοσίων ακινήτων και δημοσίων κτιρίων -που κανονικά ανήκουν στο κράτος, δηλαδή σε όλους τους πολίτες- σε ιδιωτικές εταιρίες. Ενώ οι δημόσιες οικονομικές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιούνται από τον Οργανισμό Ιδιωτικοποιήσεων (OIB), τα ακίνητα του κράτους πωλούνται ή προορίζονται για χρήση από το TOKI ή το OIB. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι TOKI δεν παίρνει κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο πόρο. Ο Οργανισμός χρησιμοποιεί τις δημόσιες εκτάσεις και άλλα ακίνητα ως κεφάλαιό του.

Το TOKI αντλεί το «κεφάλαιό» του από το Εθνικό Κτηματολόγιο και έχει συνάψει συμβόλαια με ιδιωτικές κατασκευαστικές ομάδες με ιδιαίτερα ελκυστικά προγράμματα κατανομής των εσόδων. Τα έργα αυτά ήταν ως επί το πλείστον έργα πολυτελών κατοικιών αλλά και στεγαστικών προγραμμάτων για τα χαμηλά εισοδήματα μέσω προσοδοφόρων συμβολαίων με επιλεγμένους εργολάβους.

Σύμφωνα με τα αρχεία του TOKI, ο Οργανισμός έχει ολοκληρώσει την κατασκευή των 419.000 μονάδων στο διάστημα 2003-2010. Παρ’ όλα αυτά το 90% των μονάδων αυτών, όπως της κοινωνικής στέγασης που εξυπηρετεί το κοινωνικό καλό, δεν αντικατοπτρίζει απολύτως την πραγματικότητα. Το TOKI έχει πουλήσει 382.000 από τις 419.000 μονάδες χτισμένες πάνω σε οικόπεδα που στην πραγματικότητα ανήκουν στο δημόσιο. Ο Οργανισμός διαχειρίζεται περίπου 1.500 έργα συνολικού κόστους επένδυσης των 32 δισεκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Σχεδόν το 30% των έργων αυτών ανεγέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ένα άλλο 11% στην Άγκυρα. Η γεωγραφική κατανομή των έργων αυτών είναι η πρώτη ένδειξη των περιφερειακών ανισοτήτων στο σχεδιασμό των έργων του TOKI.

Αν και τα έργα TOKI έχουν πραγματοποιηθεί με οικόπεδα και κεφάλαιο που στην πραγματικότητα ανήκουν στο δημόσιο, οι πληροφορίες σχετικά με τις αποδόσεις των επενδύσεων αυτών φυλάσσονται ως επτασφράγιστο μυστικό. Υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό για το αν οι επενδύσεις αυτές δικαιολογούν τη χρήση της συγκεκριμένης δημόσιας περιουσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το TOKI δεν υπόκειται σε κανέναν δημόσιο έλεγχο από τις κρατικές υπηρεσίες. Έτσι, ο Οργανισμός έχει εξελιχθεί σε τεράστιο φορέα εκμετάλλευσης, που βασίζεται εξ ολοκλήρου στις προσωπικές οδηγίες του πρωθυπουργού Ερντογάν. Πρακτικά, το TOKI, υπό την αιγίδα του προέδρου του ΑΚΡ, έχει χρησιμοποιηθεί ως ένας αποτελεσματικός «πράκτορας» για τη μετατροπή του εκλογικού σώματος σε ψηφοφόρους του ΑΚΡ.

Η ανεξέλεγκτη εξουσία να διαχειρίζεται την ιδιοκτησία και τα επιχειρησιακά δικαιώματα της δημόσιας γης, τις δημόσιες εγκαταστάσεις και ιδιαίτερα αυτές με υψηλή αξία στην Κωνσταντινούπολη, παρέχει στο ΑΚΡ μια άνευ προηγουμένου δύναμη που ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική επιρροή του στη χώρα. Το νεοσύστατο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Αστικοποίησης, του οποίου ηγείται ο πρώην επικεφαλής του TOKI, σχεδιάζει να ενοποιήσει όλες τις διοικητικές αρμοδιότητες για τον καθορισμό ζωνών και τον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων σε όλη την Τουρκία. Η κίνηση αυτή σηματοδοτεί τη μεταβίβαση της εξουσίας από τους δήμους προς την κεντρική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια. Το μήνυμα από το κυβερνών κόμμα είναι πολύ σαφές: ότι όλες οι αρχές ενοποιούνται αποτελεσματικά και μεμονωμένα κάτω από το κυβερνών κόμμα και ότι η άρχουσα ελίτ είναι πλέον σε θέση να διαθέτει και να διανέμει τα ακίνητα όπως εκείνη θέλει. Αυτή είναι η ανταμοιβή της για τη στήριξη στις πολιτικές της κυβέρνησης.

(Πάρθηκαν στοιχεία από το reflectionsturkey.com)

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας