Εργατικός Αγώνας

Εμπορικοί πόλεμοι, καπιταλιστικές αντιθέσεις και Αριστερά

Γράφει ο Γιάννης Τόλιος.

Εισαγωγή.

Ο «εμπορικός» και «συναλλαγματικός πόλεμος» που έχει κηρύξει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ.Τράμπ, κατά των κυριότερων ανταγωνιστριών χωρών, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στις διεθνείς σχέσεις, τα οποία περιπλέκουν τις γεωπολιτικές αντιθέσεις μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών (ΕΕ, Ιαπωνία, κά) όσο και των αναδυόμενων καπιταλιστικών οικονομιών, κυρίως με Κίνα και Ρωσία. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις καταγράφουν με πρώτη ανάγνωση, την όξυνση της ανταγωνιστικής πάλης για την παγκόσμια ηγεμονία, ενώ σε δεύτερη ανάγνωση, θέτουν νέες πτυχές στη στην επεξεργασία σύγχρονης στρατηγικής και τακτικής εκ μέρους του αριστερού κινήματος.

 

1.Η αδυσώπητη δράση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης

Για τη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου των «εμπορικών πολέμων», χρειάζεται να εξετάσουμε τις ανακατατάξεις οικονομικής δύναμης και πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος, που έχουν συντελεστεί μεταξύ των ισχυρών χωρών, τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία,[1] οι αναπτυγμένες χώρες είχαν τα τελευταία χρόνια, ρυθμό αύξησης ΑΕΠ γύρω στο 2% (ΗΠΑ 2,2%, Ευρωζώνη 1,9% και Ιαπωνία 0,8%), ενώ οι αναπτυσσόμενες, κυρίως οι χώρες BRICS, γύρω στο 3,2%. Αν λάβουμε υπ’ όψιν την αύξηση του ΑΕΠ σε μεγαλύτερη περίοδο (2000-2016), οι αναπτυγμένες οικονομίες σε σταθερές τιμές (2009), είχαν αύξηση ΑΕΠ 26,1%, ενώ οι αναδυόμενες και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, είχαν πάνω από 3 φορές.!! Ειδικότερα το ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών (σε σταθερές τιμές 2009), αυξήθηκε από 32,4 τρις το 2000 (ΗΠΑ 12,5 τρις, Ευρωζώνη 7,9 τρις, Ιαπωνία 5,7 τρις, κλπ), σε 42,4 τρις το 2010 (ΗΠΑ 14,7 τρις, Ευρωζώνη 12,5 τρις, Ιαπωνία 5,4 τρις κλπ) και σε 40,9 τρις το 2016 (ΗΠΑ 16,7 τρις, ευρωζώνη 10,7 τρις, Ιαπωνία 3,8 τρις κλπ), ενώ στις αναδυόμενες οικονομίες από 8,2 τρις το 2000 (Κίνα 1,4 τρις, κλπ), σε 22,3 τρις το 2010 (Κίνα 5,9 τρις, κλπ) και σε 25,8 τρις το 2016 (Κίνα 10,2 τρις κλπ).

Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες χώρες, βαίνει μακροχρόνια μειούμενος, γεγονός που συνδέεται με τους χαμηλούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, του υψηλού ποσοστού ανεργίας και της έντασης ανισοκατανομής του εισοδήματος λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αν λάβουμε υπ’ όψιν την ανάπτυξη και την εφαρμογή της ψηφιακής τεχνολογίας στα προσεχή χρόνια, ο ρυθμός απελευθέρωσης εργατικών στις αναπτυγμένες χώρες θα αυξηθεί και θα ενταθεί η επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, με αποτέλεσμα την παραπέρα αύξηση της ανεργίας. Οι εξελίξεις αυτές μειώνουν την ισχύ ιμπεριαλιστικών χωρών και δη των ΗΠΑ, που βλέπουν να κλονίζεται η παγκόσμια ηγεμονία τους, με αποτέλεσμα την προσπάθεια ανάκτησης του χαμένου εδάφους από τους βασικούς ανταγωνιστές τους. Η προσπάθεια αυτή, αναπόφευκτα επηρεάζει ολόκληρο το φάσμα των της σχέσεων με τις άλλες χώρες (οικονομικών, γεωπολιτικών, στρατιωτικών). Με λίγα λόγια, ο χάρτης των διεθνών ισορροπιών που υπήρχε πριν την κρίση, αλλάζει ραγδαία και αναδύονται νέες διεθνείς ισορροπίες, που αντανακλούν νέους συσχετισμούς οικονομικής και γεωπολιτικής δύναμης, οι οποίοι δεν έχουν ακόμα πλήρως αποσαφηνιστεί.

2.Τα χαρακτηριστικά του «εμπορικού πολέμου»

Ειδικότερα ο «εμπορικός πόλεμος» μεταξύ ΗΠΑ και παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΕΕ και Ιαπωνία), καθώς και με την Κίνα, μετά την απόφαση του προέδρου Ντ.Τράμπ να επιβάλλει δασμούς σε μια σειρά εισαγόμενα είδη, έχει ως αφετηρία το αυξανόμενο «εμπορικό έλλειμμα» των ΗΠΑ με ΕΕ, ιδιαίτερα τη Γερμανία, καθώς την Κίνα και άλλες χώρες, όπως Μεξικό, Καναδάς, κά. Ειδικότερα το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα, ανήλθε το 2017 σε 375 δις, με ΕΕ γύρω στα 150 δις (Γερμανία 50,5 δις, Αγγλία 47 δις, Γαλλία 41 δις, κά), με Μεξικό 71 δις κλπ. Ο Ντ.Τράμπ, με σημαία το σύνθημα «πρώτα η Αμερική» και γράφοντας στα «παλαιότερα των υποδημάτων» τις ρυθμίσεις του ΠΟΕ, επέβαλε δασμούς 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% αλουμινίου από ΕΕ, Καναδά, Μεξικό, κά, καθώς 25% σε κινέζικες εισαγωγές. Το εμπορικό δόγμα του Τράμπ, χωρίς να αρνείται τη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», είναι να συνδυάσει το «αόρατο χέρι της αγοράς» με το «βαρύ χέρι του κράτους».[2] Στόχος του να αναγκάσει σε υποχωρήσεις τους ανταγωνιστές. Ωστόσο στην απόφαση του Ντ.Τράμπ, υπήρξαν ήδη αντίποινα από μέρους της Κίνας, Μεξικού, Καναδά, ΕΕ και άλλων χωρών.

Στο στόχαστρο του «εμπορικού πολέμου» βρίσκεται ιδιαίτερα η Κίνα, όχι μόνο λόγω του μεγαλύτερου εμπορικού ελλείμματος, αλλά κυρίως για την ανάσχεση κατάκτησης στρατηγικής ηγεμονίας στην παγκόσμια οικονομία. Η αντιπαράθεση με την Κίνα αγκαλιάζει μεταξύ άλλων και τους κλάδους υψηλής τεχνολογίας (ρομποτική, πυρηνική τεχνολογία, βιομηχανία διαστήματος, ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα κά).[3] Ο πρόεδρος των ΗΠΑ προσανατολίζεται στην επιβολή και δεύτερου κύματος δασμών σε αξία κινέζικων εισαγωγών 200 δις και απειλεί την επέκταση τους σε αξία 500 δις εισαγωγών, δηλ. σχεδόν στο σύνολο τους.! Ωστόσο τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα με την Κίνα. Η Κίνα έχει ήδη ισχυρή παρουσία στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, Βαλκάνια, Αφρική και Ειρηνικό, καθώς και Λατινική Αμερική. Το σχέδιο του προέδρου Σι-Τζινπίγκ για «νέο δρόμο του μεταξιού», τον λεγόμενο OBOR (OneBelt, OneRoad), αποτελεί στρατηγική σύνδεση της Κίνας με τις χώρες της Ασίας, Μ.Ανατολής, Βαλκανίων, Ρωσίας και ΕΕ. Από την άλλη η Κίνα κατέχει αμερικανικά κρατικά ομόλογα ύψους 1,18 τρις δολάρια, μια σχέση που αντικειμενικά δένει σε μεγάλο βαθμό τις δύο χώρες. Από την άλλη το Πεκίνο προκειμένου να αντισταθμίσει τις συνέπειες από την επιβολή των δασμών, άφησε το «γουράν» να διολιστήσει (υποτίμηση) κατά 6%. Ίσως να βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή του «εμπορικού» και «συναλλαγματικού» πολέμου» μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και άλλων χωρών.!

Στο στόχαστρο του Ντ.Τράμπ, βρίσκεται επίσης και η Γερμανία, ιδιαίτερα για τις μεγάλες εισαγωγές αυτοκινήτων, πολυτελή (mercendes-benz) και νεότερης τεχνολογίας. Οι αντιδράσεις της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας-Γαλλίας, ήταν να θέσουν ως προϋπόθεση αναζήτησης συνεννόησης, την άρση των πρόσθετων δασμών στο χάλυβα και αλουμίνιο.[4] Ωστόσο ούτε κι αυτές φαίνεται να αποτελούν την «κόκκινη γραμμή», δεδομένου ότι μετά την επίσκεψη του προέδρου της ΕΕ, Ζ.Κ.Γιούνκερ, στις ΗΠΑ, υπήρξαν σημεία συνδιαλλαγής και υποχωρήσεων εκ μέρους της ΕΕ στις απαιτήσεις του Τράμπ.[5]

Ωστόσο ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμ.Μακρόν, εξέφρασε αντιρρήσεις για τις δεσμεύσεις του Γιούνγκερ, ο οποίος προφανώς συμφώνησε προκειμένου να αποτρέψει (…ίσως με το αζημίωτο), την επιβολή δασμών στα γερμανικά αυτοκίνητα. Ο γάλλος πρόεδρος διαχωρίζοντας τη θέση του, τόνισε ότι «δεν είμαι υπέρ μιας γενικευμένης εμπορικής συμφωνίας, τύπου ΤΤΙΡ, με τις ΗΠΑ και σε κάθε περίπτωση οι συνομιλίες δεν πρέπει να περιλαμβάνουν τα γεωργικά»,[6] υπονοώντας μεταξύ άλλων, την απόρριψη της εισαγωγής μεταλλαγμένης σόγιας, που θα ήταν πραγματική «βόμβα» στα θεμέλια του αγροτο-διατροφικού μοντέλου της Γαλλίας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σε στήριξη του γάλλου προέδρου, βγήκε η εκπρόσωπος της Κομισιόν, Μίνα Ανδρέεβα, δηλώνοντας ότι «ο τομέας της γεωργίας δεν αποτελεί μέρος του πεδίου εμπορικών συζητήσεων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ». Όλα αυτά στο όνομα της Ευρώπης, που (δεν) μιλάει πάντα με μια φωνή…[7]

Εκτός από το εμπορικό έλλειμμα, η αντιπαράθεση προεκτείνεται και στο πεδίο των «συναλλαγματικών ισοτιμιών». Ο Τραμπ κατηγορεί την Κίνα και ΕΕ, για «χειραγώγηση των νομισμάτων» τους. Ειδικότερα κατηγορεί την κεντρική τράπεζα της Κίνας, ότι δεν λαμβάνει κανένα μέτρο ανάσχεσης της διολίσθησης του «γουάν» και ταυτόχρονα κατηγορεί το Βερολίνο, ότι χρησιμοποιεί ένα «υποτιμημένο ευρώ» για να εκμεταλλεύεται τους Ευρωπαίους εταίρους και τις ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντας το ενιαίο νόμισμα «υπόγειο γερμανικό μάρκο».[8] Στο τελευταίο δεν έχει ….και άδικο.!

Ωστόσο η αντιπαράθεση αποκτά και νέες όψεις. Οι ανταγωνίστριες χώρες (Κίνα, ΕΕ, Ιαπωνία, κά), κάνουν κινήσεις ενίσχυσης της θέσης τους, με την προώθηση συμφωνιών «πολυμερούς συνεργασίας». Ειδικότερα ΕΕ και Ιαπωνία, υπέγραψαν πρόσφατα συμφωνία για τη δημιουργία «ζώνης ελευθέρου εμπορίου». Στόχος η μείωση κυρίως των δασμών σε ομάδες προϊόντων, η οποία θα ωφελήσει κυρίως τις εξαγωγές ιαπωνικών αυτοκινήτων στην ΕΕ και από την άλλη τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων της ΕΕ στην Ιαπωνία.[9]

Επίσης την ίδια περίοδο στην Μπαγκόνγκ, έγινε συνάντηση και συζητήσεις μεταξύ 16 χωρών, με συμμετοχή Κίνας, Ιαπωνίας, Αυστραλίας, Ινδίας κά, για τη δημιουργία «Περιφερειακής Ολοκληρωμένης Οικονομικής Συνεργασίας» (RCET), η οποία έχει στόχο την δημιουργία μιας χαλαρής ζώνης εμπορικών ανταλλαγών.[10] Οι ΗΠΑ έχουν αναθεωρήσει τη στάση τους απέναντι στις «Πολυμερείς Συμφωνίες Ελευθέρου Εμπορίου»[11] και έχουν θέση υπό επανεξέταση τη «NAFTA» (χώρες Βόρειας Αμερικής), ενώ έχουν παγώσει τη γνωστή «ΤΙΙΡ» (μεταξύ ΗΠΑ-ΕΕ) και ήδη έχουν αποσυρθεί από τη «Συμφωνία του Ειρηνικού («ΤΡΡ»).

Οι παραπάνω εξελίξεις, τις οποίες εξετάσαμε πολύ συνοπτικά, καλλιεργούν κλίμα εχθρότητας μεταξύ παραδοσιακών συμμάχων και θέτουν επί τάπητος τον επανακαθορισμό των διεθνών οικονομικών σχέσεων και γεωπολιτικών στρατηγικών, μεταξύ των ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων. Προς ποιά κατεύθυνση θα κινηθούν τελικά, δεν μπορεί να προβλέψει κανείς με βεβαιότητα. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, να λάβουμε υπ’ όψιν τη μεθοδολογική παρατήρηση του Λένιν, ότι, στις σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικών χωρών, λειτουργούν δύο αμφίδρομες τάσεις. Η τάση προς συνεργασία και η τάση προς σύγκρουση. Από αυτήν την άποψη, ούτε οι «συμμαχίες» αλλά ούτε και οι «αντιπαραθέσεις» είναι πάντα δοσμένες. Σε κάθε περίπτωση, οι «συγκρούσεις» έχουν αρνητικές συνέπειες, στον ένα ή άλλο βαθμό, για όλους του εμπλεκόμενους.

Όπως επισημαίνει η Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής του ΔΝΤ, ο εν εξελίξει «εμπορικός πόλεμος» θα έχει αρνητικές επιδράσεις στο διεθνές εμπόριο, στην αύξηση του ΑΕΠ και της απασχόλησης και θα είναι σε βάρος τόσο των ΗΠΑ, όσο και των άλλων χωρών. Ειδικότερα το ΔΝΤ εκτιμά, ότι το ΑΕΠ στις ΗΠΑ θα επηρεαστεί αρνητικά (-0,8%), στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας (-0,7%), στη Λατ.Αμερική και Ιαπωνία (-0,7%), στη Γαλλία και σε όλου τον κόσμο (-0,3%).[12]

3.Οι γεωπολιτικές αντιθέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας-Τουρκίας-Ιράν

Ο «εμπορικός πόλεμος» που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ, δεν αφήνει εκτός πεδίου τη Ρωσία, παρ’ ότι δεν είναι ο κύριος αντίπαλος. Αντίθετα οι ΗΠΑ θεωρούν τη Ρωσία στρατηγικό αντίπαλο στο στρατιωτικό πεδίο, λόγω ισχυρού πυρηνικού οπλοστασίου. Ωστόσο η συνάντηση στο Ελσίνκι, μεταξύ Τραμπ-Πούτιν, δείχνουν ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν να βρουν διαύλους επικοινωνίας στη βάση της εξυπηρέτησης των στρατηγικών τους συμφερόντων. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση Τράμπ, την παραμονή της συνάντησης του με τον Πούτιν, ότι «η Ρωσία είναι αντίπαλος από ορισμένες απόψεις. Η Κίνα είναι σίγουρα αντίπαλος από οικονομικής πλευράς. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κακοί. Σέβομαι τους ηγέτες των χωρών αυτών. Αλλά ως προς το εμπόριο, μας έχουν εκμεταλλευτεί πολλές από τις χώρες που είναι στο ΝΑΤΟ και δεν πληρώνουν τους λογαριασμούς τους».![13]

Το άνοιγμα Τραμπ προς Πούτιν, έχει πολλαπλούς στόχους τους οποίους δεν είναι ο χώρος για αναλυτική εξέταση. Εκτός από κίνηση αντιπερισπασμού στο «εσωτερικό μέτωπο» προς τους πολιτικούς του αντιπάλους, στοχεύει κατ’ αρχήν να διευκολύνει τη ρύθμιση άλλων κρίσιμων θεμάτων, όπως το Συριακό στο οποίο η πολιτική των ΗΠΑ έχει υποστεί στρατηγική ήττα. Επίσης είναι πιθανόν ότι μια χαλάρωση της πίεσης προς τη Ρωσία, ίσως να διευκολύνει την ευνοϊκή αντιμετώπιση άλλων «καυτών μετώπων» στην ευρύτερη περιοχή της Μ.Ανατολής, ιδίως των σχέσεων με το Ιράν και ίσως στο βάθος να ελπίζει ότι μια τέτοια προσέγγιση θα διευκόλυνε και την απομόνωση της Κίνας. Άλλωστε η κίνηση του Τραμπ, να προχωρήσει σε απ’ ευθείας συνομιλίες με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν, επιδίωκε μεταξύ άλλων, την αποδυνάμωση του ρόλου της Κίνας στα ζητήματα της κορεάτικης χερσονήσου και της Άπω Ανατολής.

Ένα τελευταίο «καυτό μέτωπο» του προέδρου Ντ.Τραμπ, είναι οι σχέσεις με την Τουρκία. Δεν αποτελεί πτυχή του «εμπορικού πολέμου», αλλά η εξέλιξη του μπορεί να επιδράσει στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ με άλλες χώρες, ενώ από γεωπολιτική άποψη έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι η Τουρκία είναι χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ. Το κύριο για τις ΗΠΑ είναι η αυξανόμενη «ανυπακοή» και αντίθεση της Τουρκίας, σε γεωπολιτικές επιλογές των ΗΠΑ, καθώς και η ανάμιξη των ΗΠΑ στις εσωτερικές της υποθέσεις (απόπειρα ανατροπής Ερτογκάν). Η αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ από μια περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη και μάλιστα μέλος του ΝΑΤΟ, πλήττει το «κύρος» της και υποδηλώνει αδυναμία να παίξει τον ηγεμονικό της ρόλο. Ωστόσο κι εδώ ισχύει, ο βασικός κανόνας περί «αντιφάτικοτητας» των σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών χωρών. Οι τάσεις «ανταγωνισμού» και «συνεργασίας». Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε την εξέλιξη των μελλοντικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας.

4.Τι σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις για την Αριστερά

Το κρίσιμο ερώτημα προς απάντηση από την Αριστερά, στην ανάλυση των προβλημάτων του «εμπορικού πολέμου», δεν είναι η απάντηση στο δίλημμα «προστατευτισμός» ή «ελεύθερο εμπόριο». Αντίθετα είναι η ποιότητα των διεθνών σχέσεων. Δηλ. στο κατά πόσο αυτές θα στηρίζονται στο μοντέλο των ανισότιμων σχέσεων και επιβολής της βούλησης των ισχυρών στους αδύναμους ή αντίθετα θα είναι σχέσεις ισότιμης συνεργασίας και αμοιβαίου οφέλους μεταξύ χωρών. Προφανώς το τελευταίο δεν μπορεί να εξασφαλίσει από τη φύση του ο καπιταλισμός και μάλιστα σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη, η κατανόηση της «αντιφατικότητας» των σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών χωρών, μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, να αποτρέψει ή να προωθήσει επιλογές, που να είναι επωφελείς για μια χώρα. Ταυτόχρονα έχει μεγάλη σημασία η ενίσχυση των δεσμών, με χώρες που αναζητούν εναλλακτικούς δρόμους και υιοθετούν τις αρχές «της ισότιμης και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας».

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τις μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα, που εγκλωβισμένη στην ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση της ευρωζώνης και ΕΕ, έχει απολέσει ουσιαστικά («dejure» και «defacto»), την άσκηση της εθνικής και λαϊκής της κυριαρχίας. Η εφαρμογή μιας αληθινά πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που θα προωθεί ισότιμες σχέσεις με όλες τις χώρες και θα αξιοποιεί επωφελείς γεωπολιτικές συμμαχίες για ενίσχυση της θέσης της, είναι το πλαίσιο για την αποφυγή περιέλιξης της σε «εμπορικούς πολέμους», πρακτικές «κυρώσεων» και άλλους ανταγωνισμούς, που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα του λαού και της χώρας.

 

Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και μέλος της ΠΓ της ΛΑ.Ε.

 

Αρχική δημοσίευση: iskra.gr

 


[1]. ΔΝΤ: World Economic Outlook Update, Απρίλιος 2017, Επεξεργασία στοιχείων.

[2]. «Τρεις πόλεμοι σε έναν. Το γεωπολιτικό και νομισματικό πρόσωπο του εμπορικού πολέμου», «Ναυτεμπορική, 2.8.18

[3]. «ΗΠΑ και Κίνα κλιμακώνουν τον εμπορικό πόλεμο». Καθημερινή 25.7.18

[4]. Δηλώσεις γάλου υπουργού Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ (www.capital.gr, 22.7.18) και Γκίντερ Έντιγκερ, γερμανού Επιτρόπου επί του Προϋπολογισμού της ΕΕ. («Ναυτεμπορική», 25/7/18).

[5]. Μεταξύ άλλων οι Τραμπ-Γιούνκερ συμφώνησαν να εξετάσουν τα περιθώρια επιβολής μέτρων στις εισαγωγές αυτοκινήτων στις ΗΠΑ, να μη αυξηθούν παραπέρα (!) οι δασμοί σε χάλυβα και αλουμίνιο από τις ΗΠΑ, να εξετάσουν την υπογραφή μιας συμφωνίας με μηδενικούς δασμούς στα βιομηχανικά προϊόντα εκτός αυτοκινήτων, η ΕΕ να αυξήσει τις εισαγωγές σόγιας από τις ΗΠΑ, να αντιμετωπίσουν από κοινού τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, προτάσεις για μεταρρύθμιση ΠΟΕ, κά. www.naftemporiki.gr. 26.7.18

[6]. www.naftemporiki.gr, 26.7.18

[7]. «Εφημερίδα των Συντακτών», 30.7.18

[8]. Η συναλλαγματική πολιτική ενός πολέμου, www.naftemporiki.gr, 23.7.18

[9]. Αναλυτικότερα βλ. «Τι αλλάζει με την εμπορική συμφωνία ΕΕ-Ιαπωνίας», «Εφημερίδα των Συντακτών», 24.7.18

[10]. «Παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο, με ή χωρίς τις ΗΠΑ», www.capital.gr, 23.7.18

[11]. Αναλυτικότερα βλ. Γιαν.Τόλιος, «Πολυμερείς συμφωνίες και καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, ΤΤΙΡ, TPP, CETA, TiSA, EAEU, SCO, CELAC, ALBA «Μαρξιστική Σκέψη», τόμος 20, Απρίλης-Σεπτέμβρης 2016

[12]. Κριστίν Λαγκάρντ. «Γιατί οι ΗΠΑ μπορεί να είναι ο μεγάλος χαμένος του εμπορικού πολέμου», www.capital.gr, 18.7.18

[13]. «Εφημερίδα των Συντακτών», 16.7.18

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας