Εργατικός Αγώνας

Το χρονικό της ληστείας ενός λαού από τους μεγαλομετόχους των τραπεζών

Με αφορμή τη νέα ανακεφαλαιοποίηση

Γράφει ο Στωικός

Ψηφίστηκε το Σάββατο 31/10 σε πανηγυρικούς τόνους, το νομοσχέδιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την τρίτη κατά σειρά μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.

ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων, ενώ όλη την προηγούμενη περίοδο επιδίδονταν σε λεονταρισμούς κατά της κυβέρνησης και του…ψεύτη Τσίπρα, την ώρα της ψηφοφορίας ψήφισαν υπέρ, προτάσσοντας το ταξικό συμφέρον. ΚΚΕ και Χ.Α καταψήφισαν.

Με αφορμή τις εξελίξεις αυτές, κρίναμε σκόπιμο να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στις εξελίξεις του τραπεζικού συστήματος τα τελευταία σαράντα χρόνια.

Τη δεκαετία του 1980, οι ιδιωτικές τράπεζες στην Ελλάδα ήταν μειοψηφία. Την εποχή εκείνη δέσποζαν οι κρατικές τράπεζες, οι οποίες κατείχαν κυρίαρχη θέση σε ό,τι αφορά τους τραπεζικούς δείκτες (ύψος ενεργητικού, κερδοφορία, καταθέσεις, χορηγήσεις, απασχόληση κλπ).

Ας θυμηθούμε λοιπόν τον τραπεζικό χάρτη της εποχής.

Υπό κρατικό έλεγχο ήταν τότε η Εθνική, η Εμπορική (ιδιωτική ως το 1975, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Στ. Ανδρεάδη, κρατικοποιήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ) η Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα (το 1957 εξαγοράστηκε από την ιδιωτική τότε Εμπορική), οι οποίες ήταν και οι μεγάλες τράπεζες, δίπλα στις οποίες υπήρχε μια πληθώρα μικρότερων, όπως η Πειραιώς (θυγατρική της Εμπορικής), η Τράπεζα Κρήτης, η Μακεδονίας – Θράκης, η Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδος, η Τράπεζα Αθηνών, η Γενική Τράπεζα (δημιουργήθηκε το 1937 με κεφάλαια του Μετοχικού Ταμείου Στρατού), η Τράπεζα Αττικής κλπ.

Δίπλα σε αυτές, υπήρχαν οι εξειδικευμένες εμπορικές τράπεζες. Στο χώρο της στεγαστικής πίστης η Κτηματική και η Εθνική Στεγαστική, θυγατρικές και οι δύο της Εθνικής Τράπεζας.

Η Αγροτική Τράπεζα, όπως προδίδει και το όνομα της, χρηματοδοτούσε επενδύσεις του πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία), ενώ για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στον δευτερογενή (βιομηχανία) και τριτογενή τομέα (υπηρεσίες), εξειδικεύονταν η ΕΤΒΑ και η ΕΤΕΒΑ (θυγατρική της Εθνικής). Τέλος, ως αποταμιευτικές τράπεζες, υπήρχαν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (Τ.Τ) και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Τα δύο αυτά Ταμεία χορηγούσαν δάνεια στους δημόσιους υπαλλήλους με ευνοϊκούς όρους.

Αυτό ήταν το πανόραμα των, υπό κρατικό έλεγχο τραπεζών τη δεκαετία του 1980, ενώ, δίπλα σε αυτές δρούσε ένα δίχτυ ασφαλιστικών εταιριών.

Ιδιωτικές τράπεζες ήταν τότε δύο. Η Τράπεζα Πίστεως του εκ Καλαμών ορμώμενου Γ. Κωστόπουλου και η Τράπεζα Εργασίας, την οποία ίδρυσε το 1975 ο τραπεζίτης Κ. Καψάσκης. Και οι δύο από κοινού διατηρούσαν ένα μικρό μερίδιο στην τραπεζική αγορά, όχι μεγαλύτερο από το 20%.

Στο σημείο αυτό μία αναγκαία διευκρίνιση. Το θέμα κρατική ή ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει αποκτήσει τα τελευταία 25 χρόνια μεγάλη ιδεολογική φόρτιση. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε, ότι έτσι λειτουργούσε τότε ο ελληνικός καπιταλισμός. Οι κρατικές τράπεζες, επιτελούσαν και τότε το ρόλος τους, συγκεντρώνοντας τις σκόρπιες αποταμιεύσεις των επιχειρήσεων και των ιδιωτών (λαϊκή αποταμίευση) και τις μετέτρεπαν σε μια τεράστια οικονομική δύναμη την οποία έθεταν στην υπηρεσία του ιδιωτικού τομέα. Οι θέσεις που ανέπτυξε ο Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό» για το σχηματισμό της χρηματιστικής ολιγαρχίας (συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, με το πρώτο να παίζει τον καθοριστικό ρόλο), ίσχυαν πλήρως και την περίοδο αυτή. Όποιος έλεγχε τις τράπεζες, είχε υπό τον έλεγχο του και την ελληνική οικονομία, κρατική και ιδιωτική, γιατί και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις λειτουργούσαν – όπως και σήμερα – με τραπεζικό δανεισμό. Γεγονός που επέτρεπε στις διοικήσεις των τραπεζών να επηρεάζουν καθοριστικά τις αποφάσεις των δανειζόμενων επιχειρήσεων.

Την περίοδο μάλιστα αυτή, με μοχλό τις κρατικές κυρίως τράπεζες, συντελέστηκε μια λεόντεια αναδιανομή εισοδήματος, από την εργατική τάξη και ευρύτερα τα λαϊκά στρώματα, προς την αστική τάξη. Το κόλπο γκρόσο, είχε την κωδική ονομασία «θαλασσοδάνεια». Χορηγούσαν οι κρατικές κατά βάση τράπεζες, δάνεια στις μεγάλες επιχειρήσεις, σε κατασκευαστικές, ξενοδοχειακές, βιομηχανικές και εφοπλιστικές εταιρίες, χωρίς τις αναγκαίες τραπεζικές εγγυήσεις και με τη διαμεσολάβηση του πολιτικού συστήματος. Δάνεια τα οποία δεν εξόφλησαν ποτέ. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις, αυτή της ΕΤΒΑ, η οποία στις αρχές του 1990 βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και χρηματοδοτήθηκε με 1 τρις. δραχμές! από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για να «εξυγιανθεί» και οι λεγόμενες προβληματικές επιχειρήσεις τη δεκαετία του 1980, οι οποίες κρατικοποιήθηκαν, «καθάρισαν» τις ζημίες με κρατικό χρήμα και στη συνέχεια ιδιωτικοποιήθηκαν εκ νέου.

Η ανάληψη κολοσσιαίων ζημιών του ιδιωτικού τομέα από το καπιταλιστικό κράτος, το οποίο τις διαγράφει μεταφέροντας το βάρος στον Κρατικό Προϋπολογισμό (πιο απλά στους εργαζόμενους τους οποίους ληστεύει με την φορολογία), είναι μία συνήθης πρακτική για το διεθνή καπιταλισμό. Πρόκειται για μια πλευρά της κρατικομονοπωλιακής παρέμβασης στην οικονομία, και καταδεικνύει πόσο καθοριστική είναι η συμβολή του καπιταλιστικού κράτους στη διαδικασία αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.  

Αν όντος έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι κομμουνιστές γιατί πάλευαν ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και κατάγγειλαν τις αστικές κυβερνήσεις που τις προωθούσαν; Οι κομμουνιστές παλιάς κοπής, γιατί η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ υποστηρίζει ότι δεν έχει σημασία αν μια επιχείρηση στον καπιταλισμό είναι κρατική ή ιδιωτική. Αν είναι έτσι, ας βοηθήσουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να ξεπουλήσει τα δύο μεγάλα λιμάνια, τον ΟΣΕ, το Ελληνικό και ό,τι άλλο είναι σήμερα στα χέρια του Δημοσίου.

Οι κομμουνιστές πάλευαν με ζήλο κατά των ιδιωτικοποιήσεων, για δύο βασικά λόγους. Πρώτο: επειδή η στροφή που έκανε τότε ο καπιταλισμός στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία, ήταν, ας το πούμε έτσι, μία «ήττα» για τον ίδιο και αποτελούσε ομολογία, ότι η παλλαϊκή, πανεθνική διεύθυνση των οικονομικών σχέσεων, η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, όταν καταχτήσουν την πολιτική εξουσία, είναι δυνατή και ρεαλιστική.

Δεύτερο: γιατί το κράτος ως εργοδότης, με την ιδιότητα του συλλογικού καπιταλιστή –και αυτό το έχει δείξει η πείρα– ακολουθεί απέναντι στους εργαζόμενους μια πολιτική διαφορετική, από αυτή του ιδιώτη καπιταλιστή, ο οποίος, στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού, ενδιαφέρεται μόνο για την παραγωγή ή την απόσπαση, όσο το δυνατό μεγαλύτερης υπεραξίας, γεγονός που σημαίνει απότομη χειροτέρευση της ζωής της εργατικής τάξης, ευρύτερα των λαϊκών στρωμάτων, σε ένα περιβάλλον όπου θα κυριαρχεί το ιδιωτικό κεφάλαιο. Και αυτό το είδαμε στην πράξη. Σε όσες επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν, τα νέα αφεντικά έκαναν απολύσεις προσωπικού, αύξησαν τις τιμές των προσφερόμενων εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, επέβαλαν νέους αυστηρούς κανονισμούς προσωπικού και σε συνεργασία με τις αστικές κυβερνήσεις, διέλυσαν τις εργασιακές σχέσεις και, αργά, αλλά σταθερά, υπονόμευσαν το κοινωνικό – ασφαλιστικό σύστημα.

Για αυτούς τους λόγους, το ΚΚΕ τότε αντιπάλεψε με συνέπεια και σθένος τις ιδιωτικοποιήσεις, και στη στάση του αυτή βρήκε την αποδοχή των εργαζομένων. Το σημερινό ΚΚΕ που υποστηρίζει ότι, σε συνθήκες καπιταλισμού, δεν έχει σημασία αν μια επιχείρηση είναι ιδιωτική ή κρατική, κάνει ένα ακόμα βήμα απομόνωσης από τον λαϊκό παράγοντα.

 

Σαρωτικό κύμα ιδιωτικοποιήσεων στις τράπεζες

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επεξεργάστηκε την πολιτική ιδιωτικοποίησης των κρατικών τραπεζών. Ο τότε υπουργός Οικονομίας Κ. Σημίτης, ανέθεσε στον γ. γραμματέα του υπουργείου του Θ. Καρατζά (μετέπειτα Πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας), να εκπονήσει σχέδιο «απελευθέρωσης» του τραπεζικού συστήματος. Σχέδιο, το οποίο υλοποιήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Για να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη, επιδόθηκαν, σε μια άνευ προηγουμένου συκοφάντηση, σε ένα ανηλεή πόλεμο λάσπης κατά του δημόσιου χαρακτήρα του τραπεζικού συστήματος – κάτι που έκαναν στη συνέχεια και για τις άλλες δημόσιες επιχειρήσεις που έβγαλαν στο σφυρί – εκτοξεύοντας κατηγορίες για τις οποίες την πρώτη ευθύνη την είχαν οι ίδιοι οι κυβερνώντες. Οι κρατικές τράπεζες κατηγορήθηκαν τότε, γιατί έδιναν δάνεια σε επιχειρηματίες με αδιαφανή κριτήρια, για την κακή εξυπηρέτηση των πελατών τους – τις ουρές που σχηματίζονταν στα γκισέ – κάτι που οι ιδιώτες θα θεράπευαν, για τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, ο οποίος σάπιζε από τότε, για την προνομιακή θέση των τραπεζοϋπαλλήλων με τους υψηλούς μισθούς και τις παχυλές συντάξεις.

Και αφού προετοίμασαν το έδαφος, προχώρησαν επί του έργου. Η αρχή έγινε από την κυβέρνηση της ΝΔ (1990 – 1993), η οποία ιδιωτικοποίησε την Τράπεζα Πειραιώς, που ήταν τότε ήταν μία μικρή θυγατρική τράπεζα της Εμπορικής και πέρασε στα χέρια ομίλου επιχειρηματιών υπό τον Μ. Σάλα, πρώην Γ. Γραμματέα του υπουργείου Εμπορίου του ΠΑΣΟΚ.

Την βρώμικη δουλειά της ιδιωτικοποίησης των τραπεζών, την ανέλαβαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1993 – 2004, με πρωτοπαλίκαρα τα κομματικά στελέχη στην ΟΤΟΕ. Τότε έλαμψε το άστρο του Πρωτόπαπα, του Παναγόπουλου (σημερινού Προέδρου της ΓΣΕΕ), του Κουσελά, του Σπυρόπουλου κ.α, οι οποίοι ανταμείφθηκαν πολύ καλά για τις «υπηρεσίες» που προσέφεραν, καθώς οι περισσότεροι έγιναν υπουργοί των κυβερνήσεων Σημίτη. Αξίζει να σημειωθεί, ότι βρισκόμαστε στην εποχή, όπου οι δυνάμεις του ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ στην ΟΤΟΕ – και όχι μόνο – αποτελούσαν προνομιακό συνομιλητή της ΠΑΣΚΕ.

Στην περίοδο 1994 – 1997 έγινε το ξεκαθάρισμα των «μικρών» τραπεζών, οι οποίες κατέληξαν στην Eurobank (είχε εμφανιστεί το 1990 ως Ευρωεπενδυτική Τράπεζα, δημιουργημένη από τον όμιλο Λάτση. Ο τελευταίος είχε προφανώς ειδοποιηθεί για το μεγάλο πάρτι που θα γινόταν με τις κρατικές τράπεζες και πήρε θέση) και την Τράπεζα Πειραιώς.

Το 1999 η Ιονική – Λαϊκή περνάει υπό τον έλεγχο της Τράπεζας Πίστεως, μετά από ένα ηρωικό αγώνα των εργαζομένων της, ο οποίος κάμφθηκε, όταν με πρωτοβουλία της ΟΤΟΕ δημιουργήθηκε μέσα στην τράπεζα απεργοσπαστικός μηχανισμός.

Το 2000 η Τράπεζα Εργασίας, περνάει μετά από επιθετική εξαγορά στην Eurobank. Η Εμπορική Τράπεζα, μετά τις περιπέτειες που είχε με την γαλλική Gredit Agricole, περνάει τελικά κάτω από τον έλεγχο της πρώην θυγατρικής της (!!), της Τράπεζας Πειραιώς. Η τελευταία, το 2002 – 2003, θέτει υπό τον έλεγχο της την ΕΤΒΑ.

Έτσι λίγο – πολύ ολοκληρώθηκε το εγχείρημα της «απελευθέρωσης» του τραπεζικού συστήματος, το οποίο – υπό ιδιωτικό έλεγχο πλέον – θωρακίστηκε αποφασιστικά…. Πόσο θωρακισμένο ήταν, θα το δούμε στη συνέχεια.

Η ιδιωτικοποίηση, ήταν μία μόνο πλευρά των πολιτικών «απελευθέρωσης» της τραπεζικής πίστης. Άλλη ενδιαφέρουσα πλευρά της πολιτικής αυτής, ήταν η «απελευθέρωση» των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων – τα οποία στο παρελθόν καθορίζονταν διοικητικά – η δυνατότητα εξαγωγής κεφαλαίων στα πλαίσια των νέων κανονισμών της ΕΕ, χωρίς έγκριση από τις τραπεζικές αρχές κλπ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ξεκίνησε και ο τρελός χορός της πιστωτικής επέκτασης προς τα λαϊκά νοικοκυριά (τραπεζική λιανική), μέσω της αφειδούς χορήγησης καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων. Είχε μόλις στηθεί η παγίδα της υπερχρέωσης, η οποία κατέληξε στα σημερινά τραγικά αδιέξοδα, αλλά την εποχή εκείνη επικρατούσε καταναλωτική φρενίτιδα, και κανείς δεν καθόταν να ασχοληθεί με το τι θα γίνει μετά από μερικά χρόνια. Κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί τότε, ότι η καταναλωτική φρενίτιδα που πριμοδοτούσαν πρώτα και κύρια οι τράπεζες – με την Τράπεζα της Ελλάδας να κάνει τα στραβά μάτια – θα κατέληγε στα «κόκκινα δάνεια», και αύριο στα hedge funds[1], στα αιμοβόρα κεφάλαια που επενδύουν στην καταστροφή για να αποκομίσουν κέρδη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, ότι η κατάληξη θα ήταν να βγει στο σφυρί και η πρώτη κατοικία.

Οι ιδιωτικές τράπεζες, έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο και στο αποκαλούμενο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου το 1999, καθώς «ειδικεύτηκαν» στη χειραγώγηση των μετοχών. Στο σημείο αυτό, θα αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό που αποκαλύπτει την σήψη της εποχής. Το 1999 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ανακοινώνει την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής, γεγονός που πυροδότησε τις δυναμικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Τις ίδιες ακριβώς ημέρες αυτές έγινε και ο «γάμος» της Γενικής Τράπεζας με τον όμιλο των επιχειρήσεων Κοντομηνά. Σε συνέντευξη Τύπου που παραχωρήθηκε προκειμένου να επισημοποιηθεί η συνεργασία των δύο πλευρών, πλησιάζει τους δημοσιογράφους ο Γ. Δασκαλάκης, μέλος του Ε.Γ του ΠΑΣΟΚ (της επιρροής Τσοχατζόπουλου) και Πρόεδρος της Γενικής με ένα ποτήρι κρασί στα χέρια και με φανερή ικανοποίηση τους λέει: «Να ρε πως γίνονται οι ιδιωτικοποιήσεις, χωρίς να ανοίγει μύτη». Φανερή αιχμή για τον…θορυβώδη τρόπο με τον οποίο επέλεξε η αντίπαλη ομάδα Σημίτη να ιδιωτικοποιήσει την Ολυμπιακή.

Η συνέχεια όμως επιφύλασσε εκπλήξεις. Ο Κοντομηνάς με όχημα την ιδιωτικοποίηση της Γενικής, δημιούργησε κλίμα, με αποτέλεσμα η τιμή της μετοχής της τράπεζας να εκτοξευτεί στα ύψη. Την κατάλληλη χρονική στιγμή ο άνθρωπος ξεφορτώθηκε τις μετοχές αποκομίζοντας τρελά κέρδη. Στη συνέχεια, επικαλούμενος νομικά κενά στη συμφωνία, ακύρωσε την ιδιωτικοποίηση, αφού είχε πρώτα ξεπουπουλιάσει την κότα.

 

Η περίοδος της κρίσης

Είναι γνωστό σήμερα, ότι η οικονομική κρίση που ξέσπασε το καλοκαίρι του 2007 στις ΗΠΑ και επεκτάθηκε κατά κύματα σε ολόκληρο τον πλανήτη, έπληξε καίρια τις τράπεζες. Και δεν μιλάμε για τράπεζες επιπέδου Εθνικής, αλλά για μονοπωλιακούς κολοσσούς, οι οποίοι έστηναν κερδοσκοπικά παιγνίδια σε όλα τα σημεία του κόσμου. Στις ΗΠΑ η Leaman Brothers χρεοκόπησε το 2007, όπως και πολλές άλλες εκατοντάδες περιφερειακές τράπεζες, ενώ η διαβόητη Merrill Lynch, η οποία στις δόξες της ανεβοκατέβαζε υπουργούς σε όλες τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, κάτω από το βάρος των τεράστιων ζημιών που είχε συσσωρεύσει πουλήθηκε το 2008 έναντι ελάχιστου τιμήματος στη BankOfAmerica. Αντίστοιχες χρεοκοπίες είχαμε και σε μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης.

Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε φυσικά να αποτελέσει εξαίρεση. Η κατάρρευση των τιμών των μετοχών και των κρατικών ομολόγων, επισώρευσε τεράστιες ζημίες στις αποκαλούμενες –τέσσερις τον αριθμό– συστημικές τράπεζες που είχαν κυριαρχήσει μετά την εξαγορά των, δημοσίου χαρακτήρα, τραπεζών. Πρόκειται για την Εθνική, την Alpha Bank (πρώην Πίστεως), την Πειραιώς και την Eurobank. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε στις αρχές του 2010, όταν, λόγω της μεγάλης ανόδου των αποδόσεων των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων, έγινε απαγορευτικός ο δανεισμός από τις ξένες αγορές. Κανείς πλέον δεν δάνειζε την Ελλάδα, ούτε και τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες είχαν ουσιαστικά αποβληθεί από την ευρωπαϊκή διατραπεζική αγορά. Μια αγορά, η οποία, λόγω της καπιταλιστικής κρίσης, ούτως ή άλλως σερνότανε και αντλούσε κάθε βδομάδα τα αναγκαία κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Την περίοδο αυτή, χρεοκόπησαν όλα τα επιχειρήματα των οπαδών της «απελευθέρωσης των αγορών», οι οποίοι υποστήριζαν ότι η εφαρμογή προγράμματος εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων, ο περιορισμός της δράσης του –καπιταλιστικού– κράτους, και η απορρύθμιση των αγορών εργασίας και προϊόντων, θα μας οδηγούσαν σε μια διαρκή και σταθερή ανάπτυξη, τους καρπούς της οποίας θα απολάμβαναν όλοι και οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι.

Στην πραγματικότητα συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η βίαιη επίθεση που εκδηλώθηκε σε βάρος των λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, όξυνε τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις που με αναγκαιότητα συνοδεύουν τον κύκλο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Τα στοιχεία της κρίσης κατακάθονταν στο εσωτερικό του αναπαραγωγικού μηχανισμού. Και όταν αυτή ξέσπασε, προκάλεσε γύρω της συντρίμμια και θρύψαλα.  

Από τότε οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες, ζουν σαν τις άπορες κορασίδες που συντηρούνται με τα επιδόματα του κράτους. Η σκανδαλώδης πριμοδότηση τους ξεκίνησε το 2008, όταν, υπό μορφή ζεστού χρήματος και παροχής κρατικών εγγυήσεων, ενθυλάκωσαν 28 δις. ευρώ. Συν τοις άλλοις, συνέχισαν να αντλούν δεκάδες δις. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με μηδενικό επιτόκιο, καταθέτοντας ως εγγύηση τα εξαϋλωμένα κρατικά ομόλογα.    

Το 2012, με την εφαρμογή του διαβόητου PSI (κούρεμα του κρατικού χρέους κατά 50%), υπήρξε ειδική πρόβλεψη στο 2ο μνημόνιο για ενίσχυση–ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με 50 δις. ευρώ, με το επιχείρημα της αντιστάθμισης των ζημιών που υπέστησαν από το κούρεμα των ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους. Αλλά προσοχή. Ανάγκη αποκατάστασης των ζημιών είχαν μόνο οι τράπεζες. Αντίθετα, τέτοια ανάγκη δεν προέκυψε για τους μικροομολογιούχους που ληστεύτηκαν, για τα ασφαλιστικά ταμεία που επίσης καταληστεύτηκαν τα αποθεματικά τους, μετά την ατιμία που διέπραξαν ο Βενιζέλος και ο Προβόπουλος να μετατρέψουν τα ταμειακά τους διαθέσιμα σε κρατικά ομόλογα, τα οποία στη συνέχεια κουρεύτηκαν, αλλά ούτε και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα αποθεματικά των οποίων επίσης εξανεμίστηκαν.

Η ληστεία αυτή συντελείται μπροστά στα μάτια μας τα τελευταία επτά χρόνια. Και αν συνυπολογίσουμε το σύνολο των παρεμβάσεων που έχουν γίνει για να διατηρηθούν οι τέσσερις ιδιωτικές τράπεζες στη ζωή, το ποσό ίσως και να αγγίζει τα 150 δις. ευρώ, κοντά δηλαδή ένα ΑΕΠ!

Αυτή είναι η δικαιοσύνη και η ηθική του καπιταλισμού. Ληστεύεται ο λαός με φόρους και χαράτσια για να σταθεί στα πόδια του ο ετοιμόρροπος καπιταλισμός. Και στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, «σωτηρία του καπιταλισμού» σημαίνει πρώτα και κύρια, «σωτηρία των τραπεζών». Τόσο απλά.  

 


[1] Ένα hedge fund είναι ένα κεφάλαιο ανοικτού ή κλειστού τύπου όπου ένας διαχειριστής επενδύει τα χρήματα των μεριδιούχων έναντι κάποιας αμοιβής (management fee). Στα ανοιχτού τύπου funds μπορεί οποιοσδήποτε επενδυτής να αποκτήσει μερίδιο αν και τα κατώτατα όρια συμμετοχής είναι ιδιαίτερα υψηλά και μπορεί να ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Στα κλειστού τύπου funds η συμμετοχή των επενδυτών γίνεται βάσει επιλογών του διαχειριστή.

Υπάρχουν οι παρακάτω τύποι Hedge Funds:

1) Exchange Traded Funds (ETFs) -Διαπραγματεύσιμα Αμοιβαία Κεφάλαια

Τα Exchange Traded Funds (ETFs) είναι διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια σχεδιασμένα να παρακολουθούν την πορεία ενός δείκτη (Για παράδειγμα του δείκτη FTSE 100). Οι συνολικές τοποθετήσεις σε ETFs παγκοσμίως υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 800 δις ευρώ (2011).

2) Hedge Fund τύπου Aggressive Growth

Κεφάλαια με υψηλές προσδοκίες και ρίσκο, υψηλή μόχλευση κεφαλαίου και κάλυψη κινδύνου με χρήση παραγώγων προϊόντων.

3) Hedge Fund τύπου Distressed Securities:

Κεφάλαια που αγοράζουν μετοχές, δικαιώματα και παλαιά δάνεια από εταιρείες που αντιμετωπίζουν ενδεχόμενη χρεοκοπία.

4) Hedge Fund τύπου Emerging Markets

Κεφάλαια που επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές. Στις αγορές αυτές συνήθως δεν προβλέπεται η χρήση παραγώγων για ‘κάλυψη’ κινδύνου (hedging) άρα η έκθεση σε ρίσκο είναι μεγαλύτερη.

5) Hedge Fund τύπου Fund of Funds

Τα κεφάλαια αυτά λειτουργούν ως επενδυτικές «ομπρέλες» αποκτώντας μερίδια σε άλλα hedge funds. Τα funds επιλέγονται με γνώμονα την βελτιστοποίησης της διασποράς κινδύνου. Τα κριτήρια διαφοροποίησης αφορούν τόσο τον γενικό επενδυτικό χαρακτήρα ενός fund (πχ εξειδίκευση στην υψηλή τεχνολογία, βιοτεχνολογία κτλ) όσο και την γεωγραφική δραστηριοποίηση του (πχ Ασία, Νότια Αμερική, Ανατολική Ευρώπη, κτλ). Τα Funds of the Hedge Funds θεωρούνται ιδανική επιλογή για επενδυτές με χαμηλές ανοχές στο ρίσκο (πχ συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες) γιατί όχι μόνο εμπεριέχουν χαμηλότερο ρίσκο αλλά εμφανίζουν και πιο ισορροπημένη κατανομή αποδόσεων μέσα στα χρόνια.

6) Hedge Fund τύπου Income

Κεφάλαια που επενδύουν σε κρατικά ομόλογα και διατηρούν προφίλ χαμηλού ρίσκου.

7) Hedge Fund τύπου Macro

Κεφάλαια που στοχεύουν σε κέρδη από μακροοικονομικές αλλαγές σε διάφορα κράτη. Χρησιμοποιούνται παράγωγα προϊόντα ώστε οι μικρές μεταβολές επιτοκίων και ισοτιμιών να μετατρέπονται σε αξιόλογα κέρδη.

8) Hedge Fund τύπου Opportunistic

Κεφάλαια που χρησιμοποιούν διαφορετικές στρατηγικές ώστε να εκμεταλλεύονται ευκαιρίες σε πολλών διαφορετικών ειδών αγορές. Η μόχλευση κεφαλαίου και άλλες παρόμοιες τεχνικές χρησιμοποιούνται ευρέως.

9) Hedge Fund τύπου Value

Κεφάλαια που επενδύουν σε μετοχές που διαπραγματεύονται πολύ χαμηλότερα από την πραγματική τους αξία (π.χ. μετοχές εταιριών με μεγάλη ακίνητη περιουσία). Στοχεύουν σε μακροπρόθεσμα κέρδη, όταν η αγορά επαναξιολογήσει τις αποτιμήσεις των εταιρειών αυτών

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας