Εργατικός Αγώνας

Πώς ήρθε και τι σηματοδοτεί η μεταπολίτευση

του Γιώργου Πετρόπουλου

40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ 1974

Το βράδυ της 22ης Ιουλίου του 1974, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Henry Kissinger δήλωνε επίσημα για την κατάσταση στην Ελλάδα: «Ενδεχομένως τη στιγμή αυτή πραγματοποιείται πολιτική μεταβολή»[1]. Ο ιστορικός Ν. Ψυρούκης σημειώνει ότι «η δήλωση του Κίσσινγκερ χαρακτηρίστηκε προκλητική και ‘‘καθόλου διπλωματική’’»[2]. Χωρίς αμφιβολία, έτσι είχαν τα πράγματα.

Όμως μάλλον αξιολογότερος, από ιστορική άποψη είναι ο σχολιασμός που κάνει σ’ αυτή τη δήλωση ο συντηρητικός ιστορικός συγγραφέας Αλ. Ζαούσης[3]: «Δεν διευκρινίζεται– γράφει για το χρόνο που έκανε τη δήλωση ο Κίσσινγκερ- αν ήταν βράδυ στην Ουάσιγκτον ή βράδυ στην Αθήνα. Δεδομένης όμως της διαφοράς περίπου 7 ωρών μεταξύ των δύο πόλεων, ακόμα και αν εννοείται το βράδυ της Ουάσιγκτον, πάλι θα ήταν στην Αθήνα νύκτα προς 23 Ιουλίου ή το πολύ ξημερώματα. Πώς γνώριζε ο Κίσσινγκερ τόσες ώρες πριν, αυτά που θα συνέβαιναν στην Αθήνα; Ήταν η πρεσβεία ενήμερη από πριν; Ο Κίσσινγκερ ήταν δαιμόνιος. Δεν βρέθηκαν ποτέ γραπτές αποδείξεις των ενεργειών του στη δραματική κρίση του κυπριακού. Όλα γίνονταν τηλεφωνικώς».

Ο Κίσινγκερ γνώριζε, γιατί δεν μπορούσε να μην γνωρίζει ότι η δικτατορική μορφή διακυβέρνησης που οι Αμερικανοί είχαν επιβάλλει στην Ελλάδα δεν είχε άλλα περιθώρια ζωής.

Η πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα- σύμφωνα με όλες τις, γνωστές, ιστορικές πηγές- είχε αποφασιστεί στις 21 Ιουλίου του 1974 από στρατιωτική ηγεσία της χούντας, όταν ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος και οι αρχηγοί των τριών κλάδων (πεζικό, αεροπορία, ναυτικό) Γαλατσάνος, Παπανικολάου και Αραπάκης, αποφάσισαν να αυτονομηθούν από τον Ιωαννίδη, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ο αρχηγός της χούντας, και να κινηθούν προς την κατεύθυνση πολιτικοποίηση του καθεστώτος[4]. Πολύ λίγη σημασία, βεβαίως, έχει αν αυτή η απόφαση επιβλήθηκε στους στρατιωτικούς από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή αν οι ίδιοι το σκέφτηκαν πρώτοι- εκτιμώντας ότι έχαναν το έλεγχο των πραγμάτων με αποτέλεσμα η κατάσταση να οδηγείται σε ανεξέλεγκτη πορεία- και οι ΗΠΑ συμφώνησαν. Το σίγουρο είναι πως η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και οι Αμερικανοί δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να χάσουν τον έλεγχο. «Αν το καθεστώς κατέρρεε– γράφει, ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της αλλαγής του ’74, ο αρχηγός του ναυτικού και πιστός άνθρωπος των αμερικανών Π. Αραπάκης[5]-, ο λαός δεν θα έμενε απαθής και η αιματοχυσία θα ήταν αναπόφευκτη». Το σύνολο των διεργασιών, συνεπώς, συνέκλινε σ’ ένα στόχο: να μην εμφανιστεί στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας.

Πως όμως φτάσανε σ’ αυτό το σημείο, εκείνοι που επέβαλλαν και στήριξαν το δικτατορικό καθεστώς, να θέλουν δηλαδή, να το πετάξουν από πάνω τους μια ώρα αρχίτερα; Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε με την τραγωδία στην Κύπρο.

 

Το πραξικόπημα στην Κύπρο- οι οργανωτές και οι μαριονέτες

Η Δευτέρα 15 Ιουλίου του 1974 ξημέρωσε ήσυχα για την πρωτεύουσα της Κύπρου. Οι κάτοικοι της Λευκωσίας ξύπνησαν ήρεμοι και τράβηξαν για τις δουλείες τους, οι άνδρες του Επικουρικού Σώματος που παρακολουθούσαν τα στρατόπεδα της Εθνοφρουράς για το φόβο πραξικοπήματος εγκατέλειψαν τη βάρδια τους χωρίς να έχουν παρατηρήσει την παραμικρή ύποπτη κίνηση και ο πρόεδρος Μακάριος έφυγε νωρίς το πρωί, από την εξοχική του κατοικία στο όρος Τρόοδος, με κατεύθυνση το προεδρικό μέγαρο περνώντας, μάλιστα, λίγο πριν τις 8 π.μ., έξω από το στρατόπεδο της Εθνοφρουράς της Κοκκινοτριμηθιάς, όπου εκείνη την ώρα… άρματα μάχης ζέσταιναν τις μηχανές τους.[6]

Γύρω στις 8.15′, από το εν λόγω στρατόπεδο άρχισαν να βγαίνουν τάνκς με κατευθύνσεις το Προεδρικό Μέγαρο, το κτήριο τηλεπικοινωνιών και το κτήριο της αρχιεπισκοπής. Αλλά και αυτό το γεγονός, αρχικά τουλάχιστον, δεν προκάλεσε τις υποψίες των πολιτών οι οποίοι και τις προηγούμενες ημέρες είχαν παρατηρήσει την ίδια εικόνα όπου στρατιωτικές δυνάμεις και τα άρματα μάχης έβγαιναν από τα στρατόπεδα, έπαιρναν το δρόμο προς το προεδρικό μέγαρο, το παρέκαμπταν και κατέληγαν κοντά στο χωριό Τσέρι όπου επιδίδονταν σε ασκήσεις βολής. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε αυτό το γεγονός, που έκανε τους κατοίκους να συνηθίσουν τα τάνκς στους δρόμους, ποιος μπορούσε να φανταστεί τα όσα έμελλε να συμβούν; Πραξικοπήματα δεν γίνονταν ημέρα. Αυτά ήταν δουλειές της νύχτας. Κι όμως τούτη τη φορά τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.

Δεν πρόλαβαν να κυλήσουν, παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας και οι πυροβολισμοί που ακούγονταν από διάφορα σημεία αναστάτωσαν ολόκληρη την κυπριακή πρωτεύουσα. Εκείνη την ώρα, γύρω στις 8.25′ π.μ., ο Μακάριος υποδεχόταν στο προεδρικό μέγαρο Έλληνες μαθητές από σχολεία της Αλεξάνδρειας που όμως υποχρεώθηκε να τους εγκαταλείψει άρον – άρον. Πριν καλά- καλά αρχίσει η τελετή υποδοχής τα άρματα μάχης, που είχαν φτάσει απέξω, άρχισαν να βάλουν κατά του προεδρικού μεγάρου και κάποιος από το προσωπικό, έντρομος άρχισε να φωνάζει προς τη μεριά του αρχιεπισκόπου: «Μακαριότατε, άρματα επιτίθενται. Είναι για σας. Πρέπει να φύγετε! Να σωθείτε…!»[7].

Εκτός του Προεδρικού μεγάρου οι πραξικοπηματίες χτύπησαν επίσης, το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, το κτήριο των τηλεπικοινωνιών, το Αρχηγείο της αστυνομίας, το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος που αποτελούνταν από πιστούς οπαδούς του Μακαρίου και, φυσικά το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), ενώ άνδρες της ΕΛΔΥΚ επιτέθηκαν στον Αερολιμένα της Λευκωσίας. Αν και εκδηλώθηκε σθεναρή αντίσταση, η δύναμη των πραξικοπηματιών ήταν απείρως ισχυρότερη και σε δύο ώρες, περίπου, η Λευκωσία ήταν στα χέρια τους. Έτσι κατά τις 10 π.μ., εν μέσω εμβατηρίων και άλλων …πατριωτικών ύμνων, μεταδόθηκε η εξής ανακοίνωση:

«Σήμερον την πρωίαν, η Εθνική Φρουρά επενέβη δια να σταματήση τον αδελφοκτόνον πόλεμον. Η Εθνική Φρουρά είναι την στιγμήν αυτήν κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι νεκρός»[8]. Βέβαια ο Μακάριος είχε διαφύγει αλλά για την Κύπρο είχε πλέον ανοίξει μια πληγή που αιμορραγεί ως τα σήμερα. Ας μεταφερθούμε όμως στην Αθήνα για να δούμε, μέσα από τις υπάρχουσες ιστορικές μαρτυρίες, τι συνέβαινε εκείνες τις δραματικές ώρες.

«Το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου– γράφει ο τότε αρχηγός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος[9]έφθασα στο γραφείον μου πολύ ενωρίτερον της συνήθους ώρας προσελεύσεώς μου. Κατά προηγηθείσαν συζήτησιν, ο Ιωαννίδης μου είχεν είπει ότι θα προσέλθωμεν κανονικώς στην υπηρεσία, δια να μη δοθή η εντύπωσις ότι κάτι έκτακτον συνέβαινε. Ηγνόησα την υπόδειξιν. Ήτο αδύνατον να μείνω μακράν του Αρχηγείου.

Περί την 7ην πρωϊνήν, εισέρχεται στο γραφείον μου ο Ματάτσης και μου αναφέρει ότι η ενέργεια ανατροπής του Μακαρίου ήρχισε και ότι μέχρι στιγμής, ουδέν εμπόδιον παρουσιάζεται δια την επιτυχίαν της.

Μετ’ ολίγον με επεσκέφθη ο Ιωαννίδης, περιχαρής δια την επιτυχίαν και μου λέγει ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Κατόπιν αυτού, την 7.30 ώραν, καλώ τους Αρχηγούς των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Τους ενημέρωσα δια την αναληφθείσαν ενέργειαν ανατροπής και ανέφερα την πληροφορίαν του Ιωαννίδη, ότι ο Μακάριος μάλλον εφονεύθη».

Για το θέμα της ενημέρωσης των αρχηγών από τον Μπονάνο ο τότε αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, σε απόρρητη έκθεσή του που παρέδωσε στην κυβέρνηση Καραμανλή μετά τη μεταπολίτευση, γράφει[10]: «Η αυλαία του δράματος υψώθη την 15ην Ιουλίου 1974. Ο στρατηγός Μπονάνος εκάλεσεν εις το γραφείον του άπαντας τους αρχηγούς Κλάδων Ενόπλων Δυνάμεων την 0800 ώραν, και ανεκοίνωσεν εις αυτούς ότι η Εθνοφρουρά ανέτρεψε τον Μακάριον, όστις μάλλον είχε φονευθεί».

Λαμβάνοντας υπόψη το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο εκδηλώθηκε τη Δευτέρα 15 Ιουλίου του 1974 αλλά μετά τις 8 το πρωί, από τις προαναφερόμενες μαρτυρίες του Μπονάνου και του Παπανικολάου προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η χούντα των Αθηνών άρχισε να πανηγυρίζει πριν ακόμη βγουν τα τανκς στους δρόμους της Λευκωσίας!!!

Όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών στην επιτροπή της βουλής που εξέτασε το φάκελο της Κύπρου, η χούντα των Αθηνών είχε αποφασίσει, τουλάχιστον, από τις αρχές του 1974 την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου. Η σχετική απόφαση λήφθηκε σε σύσκεψη που έγινε, με πρωτοβουλία του αόρατου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, στο σπίτι του «πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου και με τη συμμετοχή του «προέδρου Δημοκρατίας» του καθεστώτος Φ. Γκιζίκη καθώς και του αρχηγού ενόπλων δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου.[11]. Μπαίνοντας ο Ιούλιος τα πάντα ήταν έτοιμα καις στις 2 Ιουλίου, στο Αρχηγείο Στρατού λήφθηκε η τελική απόφαση που έλεγε ότι στις 15 Ιουλίου θα συντελεστεί το πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου[12]. Ήταν όμως η χούντα ο πραγματικός οργανωτής του πραξικοπήματος ή αυτή έκανε όλη τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό άλλων; Κοινή αίσθηση όλων από την πρώτη στιγμή ήταν πως το πράγμα μύριζε από μακριά αμερικανική ανάμειξη. Ο Γεώργιος Χέλμης- διπλωμάτης και γαμπρός του πρωθυπουργού της «φιλελευθεροποίησης» της Χούντας Σπ. Μαρκεζίνη- έγραφε στο ημερολόγιό του την Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974: «Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάμειξιν των ΗΠΑ στα πρόσφατα γεγονότα της Κύπρου»[13].

Δεν χωράει αμφιβολία πως το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας, ένα καθεστώς- μαριονέτα των Ηνωμένων Πολιτειών, ήταν αδύνατο να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια στην Κύπρο χωρίς αμερικανική παρότρυνση. Το συμπέρασμα αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται κι απ’ όλα τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν, τα οποία μαρτυρούν πως τόσο το πραξικόπημα όσο και ο ΑΤΤΙΛΑΣ που ακολούθησε αποτελούσαν ένα ενιαίο σχέδιο των αμερικανών με κύριο στόχο να προωθήσουν δυναμικά την πολιτική που από χρόνια είχαν υιοθετήσει για διχοτομική λύση του κυπριακού.

Ο Αντιπτέραρχος Παπανικολάου, αναφέρει στην προαναφερόμενη, απόρρητη, έκθεσή του πως όταν στις 16 Ιουλίου του 1974 ρώτησε τον Ιωαννίδη για τις επιπτώσεις που θα είχε η ανατροπή του Μακαρίου εισέπραξε την εξής απάντηση: «ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Τούρκοι επεθύμουν τον Μακάριον»[14]. Αλλά και ο τότε αρχηγός του πολεμικού Ναυτικού Αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης σε δική του έκθεση υποστηρίζει πως ο Ιωαννίδης του είχε πει για το πραξικόπημα: «Κύριε αρχηγέ, όταν κάποτε πληροφορηθείτε τα εις χείρας μου στοιχεία και τας ενθαρρύνσεις ας είχον θα με δικαιολογήσητε»[15].

Μια εικόνα για τις ενθαρρύνσεις που είχε ο Ιωαννίδης μας δίνει ο στρατηγός Μπονάνος ο οποίος γράφει[16]: «Πολλάκις ο Ιωαννίδης με διαβεβαιώσεν, ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικανοί είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας εις πάσαν περίπτωσιν».

Ο Μπονάνος αναφέρει, επίσης, πως ο Ιωαννίδης του έλεγε «ότι έχει διαβεβαιώσεις από την CIA ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν». Τέλος, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του Μπονάνου, παρόμοιες διαβεβαιώσεις για τις προθέσεις των αμερικανών έπαιρνε από την CIA- αλλά και από τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας- και ο τότε αρχηγός της ΚΥΠ Σταθόπουλος.

Για το ποιοι πραγματικά ήταν πίσω από το πραξικόπημα και την τραγωδία της Κύπρου άκρως ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία που καταθέτει στο δικό του βιβλίο του, ο αντιναύαρχος Π. Αραπάκης ο οποίο γράφει μεταξύ άλλων[17]:

«Οι σχεδιασμοί των ξένων κέντρων αποφάσεων απέβλεπαν στη εξυπηρέτηση των συμμαχικών συμφερόντων σε βάρος, στην περίπτωση αυτή, της Ελλάδας και της Κύπρου και υπέρ της Τουρκίας. Η εξόντωση του Μακαρίου απέβλεπε, πέρα από την αποτροπή του κινδύνου ‘‘κουβανοποίησης’’ της Κύπρου και της πρόλήψης τριτοκοσμικών ενεργειών του, που θα μπορούσαν να αποβούν σε βάρος του Ισραήλ και των Δυτικών συμμάχων, στη διαμόρφωση συνθηκών ικανών να δικαιολογήσουν τη δημιουργία τουρκικής βάσης στη βόρεια Κύπρο, σύμφωνα με συμμαχική επιδίωξη». Κατά τον Αραπάκη, ούτε η CIA δεν γνώριζε τα σχέδια για εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, μετά το πραξικόπημα, κι αυτό γιατί «το μεγάλο σχέδιο της διχοτόμησης για την Κύπρο, το οποίο είχε καταστρωθεί στο εξωτερικό, θα ναυαγούσε. Η απόλυτη μυστικότητα- σημειώνει ο Αραπάκης- αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την υλοποίησή του».

Αν σ’ όλα αυτά προστεθεί και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ απέφυγαν επιμελώς να καταγγείλουν το πραξικόπημα και να στηρίξουν το Μακάριο[18], τότε δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να γίνει αντιληπτό ότι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της κυπριακής τραγωδίας ήταν εξολοκλήρου αμερικανικής εμπνεύσεως.

 

Ο χρόνος για τη χούντα μετράει ανάποδα- Μια αξιοπρόσεκτη δήλωση του Κ. Καραμανλή

Οι περιπέτειες στις οποίες έβαζε την Κύπρο το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου ήταν ορατές δια γυμνού οφθαλμού και δεν ήταν δυνατόν να μην γίνουν αντιληπτές από έμπειρους αστούς πολιτικούς όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας παρενέβη, δημόσια, ελάχιστες φορές. Μία από αυτές είναι και η δήλωση που έκανε στις 16 Ιουλίου του 1974 για τις εξελίξεις στην Κύπρο. Μια δήλωση προσεκτική και ακριβολογημένη που περιέγραφε όλο το πλαίσιο πάνω στο οποίο κινήθηκε τις επόμενες ημέρες η μεταβίβαση της εξουσίας στην Ελλάδα από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς.

Σ’ εκείνη τη δήλωσή του ο Κ. Καραμανλής εξέφραζε ανοικτά τους φόβους του για ενδεχόμενες εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις άκρως δυσάρεστες για το αστικό καθεστώς, ενώ προκαλεί εντύπωση και στον πιο αδαή αναγνώστη το γεγονός ότι δεν απευθύνεται προς τον ελληνικό λαό αλλά προς… τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας από τις οποίες ουσιαστικά ζητάει να εγγυηθούν την έξοδο από την κρίση και την ομαλή μετάβαση της εξουσίας σε πολιτική ηγεσία, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι ό ίδιος τίθεται «εις την διάθεσιν της χώρας».

«Τα δραματικά γεγονότα της Κύπρου– έλεγε συγκεκριμένα στη δήλωση του ο Κ. Καραμανλής[19]αποτελούν εθνικήν συμφοράν και ημπορούν να έχουν οδυνηράς δια το έθνος επιπτώσεις, εσωτερικάς και διεθνείς… Αυτή την στιγμή αισθάνομαι το ιστορικόν χρέος να απευθύνω έκκλησιν πατριωτισμού και σωφροσύνης. Δεν γνωρίζω όμως ποίον να αποτανθώ δεδομένου ότι στην Ελλάδα υπάρχει το πρωτοφανές καθεστώς της Αφανούς Αρχής. Θα αποτανθώ, όμως, προς τας Ενόπλους δυνάμεις της χώρας εν ονόματι των οποίων ασκείται η εξουσία και εις τον πατριωτισμόν και την φιλοτιμίαν των οποίων υπολογίζω δια να τους είπω: 1. Ότι επιβάλλεται ο άμεσος τερματισμός της τραγωδίας της Κύπρου και η αποκατάστασις της νομιμότητος εν τω προσώπω του Μακαρίου. 2. Ότι η αποκατάστασις της δημοκρατικής ομαλότητος στην Ελλάδα αποτελεί ύψιστην εθνικήν ανάγκην. 3. Ότι αυτήν την στιγμήν υπάρχει η δυνατότης εξόδου από την ανωμαλίαν κατά τρόπον ασφαλή και ακίνδυνον δια την χώραν. 4. Ότι, μετά τινά χρόνον, η δυνατότης αύτη της ειρηνικής ομαλότητος και της εθνικής συμφιλιώσεως δεν θα υφίσταται, και 5. Ότι δια τη προσπάθειαν της αποκαταστάσεως της ομαλότητος και της εθνικής συμφιλιώσεως τίθεμαι εις την διάθεσιν της χώρας».

Τα πράγματα εξελίχθηκαν στο πλαίσιο που περίγραψε στη δήλωσή του ο κορυφαίος Έλληνας μεταπολεμικός αστος πολιτικός ηγέτης, αν και με μια ελαφρά χρονική καθυστέρηση απ’ ότι ο ίδιος υπολόγιζε. Οι οδηνηρές διεθνείς επιπτώσεις ήρθαν στις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974, όταν τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλλαν στην Κύπρο. Την επομένη, όπως προαναφέραμε, οι στρατιωτικοί ηγέτες της δικτατορίας έβαλαν μπροστά το σχέδιο της ελεγχόμενης μεταβίβασης της εξουσίας στους πολιτικούς. Για να διευκολυνθεί μάλιστα- όπως φαίνεται- αυτή η εξέλιξη- στις 22 Ιουλίου τα χαράματα, με σαφή παρέμβαση των ΗΠΑ, επιτεύχθηκε ανακωχή στις εχθροπραξίες στη μεγαλόνησο χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει τίποτα αναφορικά με τα αμερικανικά σχέδια διχοτόμησής του νησιού. Ο ΑΤΤΙΛΑΣ επανήλθε στις 14 Αυγούστου του ‘74 και με την ολοκλήρωση και αυτής της επιχείρησης στα χέρια των Τούρκων πέρασε το 36,3% του κυπριακού εδάφους, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί μια κατάσταση που παραμένει ίδια ως τις μέρες μας. Ας δούμε όμως πως προετοιμάστηκε η πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα η οποία, σημειωτέον, συντελέστηκε ταυτόχρονα και στην Κύπρο αφού στις 23 Ιουλίου του 1974, το ανδρείκελο των πραξικοπηματίων στο νησί, ο «πρόεδρος» Ν. Σαμψών παραιτήθηκε και χρέη προέδρου ανέλαβε, ο συνταγματικά αναπληρωτής του προέδρου Μακαρίου, πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης.

 

Η πολιτική μεταβολή του 74

Μετά το πραξικόπημα και ιδιαίτερα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το δικτατορικό καθεστώς στην Αθήνα έπνεε τα λοίσθια. Πολύ περισσότερο που- μπρος στο ενδεχόμενο ενός γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου- η Χούντα είχε υποχρεωθεί να καλέσει σε γενική επιστράτευση, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να δώσει στο λαό τα όπλα με τα οποία τον κρατούσε υπό την εξουσία της. Έτσι ώρα με την ώρα η λαϊκή αγανάκτηση φούντωνε και τα παθητικά αντιχουντικά και αντιαμερικανικά αισθήματα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να πάρουν ενεργητικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα φούντωναν και οι φήμες ότι στρατιωτικοί κινούνται κατά της δικτατορίας με σκοπό την επαναφορά στο κοινοβουλευτικό καθεστώς. Στις 22 Ιουλίου, για παράδειγμα οι φήμες περί επικείμενης ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος οργίαζαν και μία από αυτές ανέφερε ότι ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού στρατηγός Ντάβος μαζί με θωρακισμένες δυνάμεις κατέβαινε προς την πρωτεύουσα έχοντας ως στόχο να καταλύσει τη δικτατορία. Η φήμη απέκτησε τον χαρακτήρα της βεβαιότητας όταν από το ραδιοσταθμό της Κολωνίας «Ντόιτσε Βέλε»- και στη συνέχεια από το ραδιοσταθμό του Παρισιού και το BBC- μεταδόθηκε μια διακήρυξη που αποδόθηκε σε 250 αξιωματικούς του Γ’ Σώματος Στρατού. Η διακήρυξη αυτή ζητούσε τον τερματισμό της χούντας και το σχηματισμό κυβέρνησης υπό την προεδρεία του Κ. Καραμανλή[20].

«Οι πραιτοριανοί του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού– γράφει ο ιστορικός Ν. Ψυρούκης[21]-, το ίδιο το μάτι του big boss στην Ελλάδα, ο Δημ. Ιωαννίδης, ήταν παθητικό για την Ουάσιγκτον. Είχαν επιτελέσει το βρώμικο έργο τους (…). Ήταν πια στυμμένο λεμόνι, λεμονόκουπα για τα σκουπίδια». Και προσθέτει: «οι μανδαρίνοι της Ουάσιγκτον δε σκόπευαν να τραβήξουν τα πράγματα ίσαμε την απελπισία για το σύνολο του ελληνικού λαού. Γιατί η απελπισία δεν αποτελεί ποτέ ασφαλιστική δικλείδα γι’ αυτόν που την προκαλεί. Ο διάχυτος παθητικός αντιαμερικανισμός μπορούσε να μετατραπεί σε εκρηκτικό ηφαίστειο με απρόβλεπτες εξελίξεις. Αντίθετα, το ξεκούμπισμα από την εξουσία της χούντας σίγουρα θα προκαλούσε αίσθημα ανακούφισης, ακόμα και χαράς, τη στιγμή ακριβώς που διχοτομούνταν η Κύπρος και η γενικευμένη ελληνοτουρκική διένεξη γινόταν πια το φαινόμενο που θα διαιωνίζεται με πολλά θετικά για την πολιτική των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο».

Έτσι φτάσαμε στην πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη της 23ης Ιουλίου, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως σημείο- σταθμός που σηματοδοτούσε το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας και την επανέναρξη του αστικού κοινοβουλευτικού βίου. Η σύσκεψη άρχισε στις 23 Ιουλίου του 1974, στις 2, περίπου, το μεσημέρι, στα παλιά ανάκτορα. Από τους πολιτικούς στη σύσκεψη συμμετείχαν ο Παν. Κανελλόπουλος, ο Γ. Μαύρος, ο Σπ. Μαρκεζίνης, ο Γ. Α. Νόβας, ο Στ. Στεφανόπουλος, ο Π. Γαρουφαλιάς, ο Ξεν. Ζολώτας και ο Ευαγ. Αβέρωφ. Από τους στρατιωτικούς παρόντες ήταν ο Πρόεδρος της Χουντικής Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος, ο αρχηγός ΓΕΣ αντιστράτηγος Ανδρ. Γαλατσάνος, ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός ΓΕΑ Αλ. Παπανικολάου.

Υποστηρίζεται ότι στη σύσκεψη δεν κρατήθηκαν πρακτικά. Γι’ αυτό κι όσα γνωρίζουμε για το περιεχόμενό της, τα γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των συμμετασχόντων οι οποίοι ασφαλώς δεν έχουν πει όλη την αλήθεια. Από τις διάφορες, πάντως, μαρτυρίες προκύπτει ότι η σύσκεψη απέρριψε το σχηματισμό κυβερνητικού σχήματος με την συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών και υιοθέτησε τη λύση μιας καθαρά πολιτικής κυβέρνησης. Επίσης κοινή θέση πολιτικών και στρατιωτικών ήταν η κυβέρνηση να σχηματιστεί από πρόσωπα που προέρχονταν από το χώρο του Κέντρου και της Δεξιάς, και, φυσικά, να αποκλειστούν οι κομμουνιστές και οι άλλες αριστερές δυνάμεις της εποχής.

Στο ζήτημα της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τους χουντικούς η σύσκεψη ενέκρινε αρχικά ένα κεντροδεξιό πολιτικό σχήμα αποτελούμενο από την παλιά ΕΡΕ και την παλιά Ένωση Κέντρου με πρωθυπουργό τον Π. Κανελλόπουλο και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον Γ. Μαύρο. Στη συνέχεια όμως, όταν έγινε ένα διάλειμμα περίπου τριών ωρών (από τις 5.30′ ως τις 8 το απόγευμα) για να σχηματισθεί ο κατάλογος του υπουργικού συμβουλίου, στο παρασκήνιο, οι πέντε στρατιωτικοί κι ένας πολιτικός, ο Ευαγ. Αβέρωφ (που είχε στενότατες σχέσεις με τον ξένο παράγοντα και την ντόπια ολιγαρχία) αποφάσισαν να καλέσουν τον Κ. Καραμανλή από το Παρίσι και ν’ αναθέσουν σ’ αυτόν το σχηματισμό κυβέρνησης[22]. Ο Καραμανλής έλειπε από την Ελλάδα και την ενεργό πολιτική δράση πάνω από δέκα χρόνια και δεν είχε φθαρεί στους πολιτικούς ανταγωνισμούς που ακολούθησαν της αποχώρησής του, ιδιαίτερα σ’ αυτούς της διετίας 1965- 1967. Δεν πολιτεύτηκε ποτέ επικίνδυνα για το κοινωνικό καθεστώς και από άποψη ικανοτήτων ήταν πολιτική προσωπικότητα μεγάλου βεληνεκούς. Επιπλέον, δεν μπορούσε να γίνεται καμία σοβαρή σκέψη για την οικοδόμηση ενός σταθερού και αποτελεσματικού αστικού μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος χωρίς σ’ αυτό να παίξει ρόλο- και μάλιστα πρωταγωνιστικό- ο Κ. Καραμανλής.

Στις 24 Ιουλίου 1974, στις 2 τα χαράματα, ο Κ. Καραμανλής έφτασε στην Ελλάδα με το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου Ζισκάρ Ντ’ Εστέν και λίγες ώρες αργότερα ορκίστηκε πρωθυπουργός. Ο ίδιος με δηλώσεις του λίγες ημέρες αργότερα περίγραψε ως εξής τις ιστορικές εκείνες στιγμές[23]: «Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου η στρατιωτική από κοινού με την πολιτική ηγεσία της χώρας μου, μου απηύθυναν έκκλησιν όπως, επανερχόμενος αμέσως εις την Ελλάδα, αναλάβω την ευθύνη της διακυβερνήσεως της χώρας. Εκτιμών την κρισιμότητα των περιστάσεων και με συνείδησιν ότι εκπληρώ χρέος εθνικόν, απεδέχθην την πρότασιν. Αφιχθείς την 2αν πρωινήν εις την Ελλάδα κατηυθύνθην αμέσως εις το Πολιτικόν Γραφείον όπου με ανέμεναν εν συσκέψει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Οι παριστάμενοι αφού με ενημέρωσαν εν συντομία επί της καταστάσεως, μου απηύθυναν ομοφώνως έκκλησιν όπως αναλάβω τη βαρείαν αυτή εθνικήν αποστολήν. Επιθυμών να ενημερωθώ πληρέστερον, επεφυλάχθην να δώσω τη απάντησίν μου την επομένην ημέραν. Όλοι όμως οι παριστάμενοι τόνισαν ότι εθνική ανάγκη επέβαλε την άμεσον ορκωμοσίαν μου. Πριν αποδεχθώ, έθεσα δύο όρους: 1. Ότι αι Ένοπλοι δυνάμεις θα επανέλθουν εις τα έργα των και δεν θα έχουν ουδεμίαν ανάμειξιν εις την πολιτικήν της κυβερνήσεως μου και 2. Ότι αι πολιτικάι δυνάμεις της χώρας θα συμπαρασταθούν εις την προσπάθειά μου. Γενομένων αποδεκτών των δύο αυτών όρων, εδέχθην την εντολήν και ωρκίσθην, ως γνωστόν, την 5η πρωινήν της 24ης Ιουλίου».

Ο χαρακτήρας της μεταβολής

Η εικόνα που δίνει στην πολιτική μεταβολή μ’ αυτή του τη δήλωση ο Καραμανλής είναι- και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς- πέραν του δέοντος ειδυλλιακή και φυσικά δεν αντέχει στην ιστορική κριτική. Αντίθετα δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για άλλες δηλώσεις αναφορικά με το χαρακτήρα της πολιτικής, εκείνης, μεταβολής, που αν και έγιναν σύγχρονα με τα γεγονότα αντανακλούν με ακρίβεια την ουσία τους.

Για την αλλαγή της 24ης Ιουλίου 1974 το ΚΚΕ είχε τονίσει, με απόφαση της ΚΕ του[24], ότι ήταν «προϊόν μιας συμφωνίας ανάμεσα στη χούντα, τους Αμερικανούς, τους άλλους κυρίους εταίρους του ΝΑΤΟ» και τους πολιτικούς παράγοντες που πρωταγωνίστησαν στην πραγματοποίησή της. «Η τέτοια αλλαγή– έλεγε το ΚΚΕ- αποτελεί προσπάθεια αναπροσαρμογής της πολιτικής των αμερικανών και των άλλων κύριων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις νέες συνθήκες, εθνικές και διεθνείς» που «αποβλέπει στην εκτόνωση της συμπυκνωμένης λαϊκής αγανάκτησης, στη ματαίωση μιας ριζικής δημοκρατικής μεταβολής, στη διατήρηση των στρατηγικών θέσεων των ΕΠΑ και του ΝΑΤΟ στη χώρα μας και στην επέκτασή τους στην Κύπρο και γενικότερα στη Μεσόγειο»

Στο ίδιο περίπου πνεύμα με τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ κινήθηκε τότε και ο Ανδρέας Παπανδρέου ο οποίος με δήλωσή του στο BBC, το βράδυ της 23ης Ιουλίου, υπογράμμισε[25]: «Η Νέα Νατοϊκή φρουρά εγκατεστάθη στην Ελλάδα. Πηγή της εξουσίας της παραμένουν οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, που βαρύνονται σήμερα και με την εθνική προδοσία στο Κυπριακό». Αργότερα ο Παπανδρέου και το κόμμα του, το ΠΑΣΟΚ, απαρνήθηκαν αυτές τις εκτιμήσεις. Αλλά αυτό όμως δεν τροποποιεί την αντικειμενικά αλήθεια ότι πρόκειται για εκτιμήσεις που κινούνταν σε σωστή κατεύθυνση.

Επαναφέροντας στη μνήμη μας όλα όσα συνέβησαν στον τόπο μας εκείνο τον δραματικό Ιούλη του ’74, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πως η ίδια η ζωή έχει επιβεβαιώσει πλήρως τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ.

 

Αντί επιλόγου

Οι υμνητές του μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας συνήθως αναφέρουν ότι η χώρα μετά την αλλαγή του ’74 βιώνει την καλύτερη δημοκρατία σε όλη την νεότερη ιστορία του ελληνικού κράτους. Στην πραγματικότητα όμως αυτό μοιάζει μάλλον με ναρκισσισμό. Γοητεύονται από το γεγονός ότι το αστικό καθεστώς γνώρισε σε αυτή την περίοδο το πιο ισχυρό πολιτικό σύστημα που είχε ποτέ. Κι αυτό είναι αλήθεια. Στην περίοδο μετά το 1974 έγινε κατορθωτό να οικοδομηθεί στη χώρα ένα πολιτικό σύστημα όπου η κυβερνητική εξουσία εναλλασσόταν ανάμεσα σε δύο ισχυρά αστικά κόμματα χωρίς ουσιαστικούς τριγμούς για το κοινωνικό σύστημα. Το ένα, η Ν.Δ. κατάφερε, χωρίς μεγάλες δυσκολίες, να συγκεντρώσει κάτω από τη σκέπη του τη λεγόμενη δεξιά και ακροδεξιά, τα συντηρητικά αστικά, μικροαστικά αλλά και λαϊκά στρώματα. Το άλλο, το ΠΑΣΟΚ, μπόρεσε πολύ πιο δύσκολα- αλλά σαφώς με επιτυχία- να εγκλωβίσει, να εξουθενώσει και φυσικά να αφομοιώσει για λογαριασμό του καθεστώτος το μεγαλύτερο μέρος του πολύχρωμου κοινωνικού ριζοσπαστισμού που ξεπήδησε μέσα από τις οξύτητες ταξικές συγκρούσεις της δεκαετίας του ’60 και της αντιδικτατορικής πάλης. Και τα δύο αυτά κόμματα σφράγισαν την μεταπολιτευτική πορεία της χώρας με το κυρίαρχο δόγμα που πρώτος ο Κ. Καραμανλής διακήρυξε δημόσια: «ανήκομεν εις τη Δύση». Τώρα όλα αυτά τέλειωσαν. Το σύστημα έχει ανάγκη από μια νέα αρχή- από μια νέα μεταπολίτευση όπως την ονομάζουν. Από την στιγμή που δεν βρίσκει σοβαρά εμπόδια θα την κάνει με τους χειρότερους όρους για το λαό. Η κρίση του έχει δώσει ό,τι χρειάζεται γι’ αυτό.

Τι άλλαξε από το 1974 ως τα σήμερα στις βασικές σταθερές του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Ουσιαστικά τίποτα. Η χώρα παρέμεινε προσδεμένη στο άρμα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ παρά το γεγονός ότι η εφτάχρονη δικτατορία και η τραγωδία της Κύπρου φέρνουν τη σφραγίδα του αμερικανονατοϊκού Ιμπεριαλισμού. Δίπλα, μάλιστα, σ’ αυτή τη σχέση εξάρτησης σφυρηλατήθηκαν τα δεσμά της εξάρτησης από την ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ κανένα από τα προβλήματα που κληροδότησε η χούντα δεν βρήκε λύση προς το συμφέρον του λαού. Η διχοτόμηση στην Κύπρο παραμένει.

Η αστική τάξη ισχυροποίησε τη θέση της ενώ οι λαϊκές μάζες συνεχίζουν να ζουν στο καθεστώς της διαρκώς εντεινόμενης εκμετάλλευσης, της κοινωνικής αδικίας, της αβεβαιότητας για το αύριο, σε συνθήκες συνεχούς συρρίκνωσης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους. Ώσπου ήρθε η κρίση να μην αφήσει τίποτα όρθιο. Πάγιες κατακτήσεις πληρωμένες από το υστέρημα των εργαζομένων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα στη σύνταξη και στην κοινωνική ασφάλιση όχι μόνο αμφισβητούνται αλλά και αναιρούνται εμπράκτως. Το οκτάωρο αντί να γίνεται επτάωρο ή και λιγότερο αντικαθίσταται από τον εργασιακό μεσαίωνα. Οι συλλογικές συμβάσεις ουσιαστικά καταργήθηκαν. Οι επίσημες συνδικαλιστικές οργανώσεις έκαναν στην μπάντα τους παλιούς διορισμένους εργατοπατέρες και στις θέση τους μπήκαν οι γραφειοκράτες- οι κίτρινοι, όπως τους έλεγαν παλιότερα- συνδικαλιστές οι οποίοι οδήγησαν το συνδικαλιστικό κίνημα στον πλήρη ευτελισμό.

Η μόρφωση έγινε αμορφωσιά με πτυχίο, αφού η τελευταία γενικεύτηκε σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης. Μιας εκπαίδευσης που έχει πάρει διαζύγιο από την επαγγελματική αποκατάσταση των εκπαιδευόμενων, μέχρις ότου τα εκπαιδευτικά ιδρύματα περάσουν ολοκληρωτικά στην υπηρεσία των επιχειρήσεων για να τους παρέχουν τζάμπα επιστημονικό έργο και φτηνό επιστημονικό εργατικό δυναμικό. Τέλος, η αστυνομοκρατία, ξαναμπήκε στη ζωή και στα σπίτια των πολιτών κραδαίνοντας το μαστίγιο του μπαμπούλα κάθε λογής κινδύνου, πραγματικού ή κατασκευασμένου κι ένα… καρότο που ακούει στο όνομα «ασφάλεια των πολιτών». Όσο για την ελευθερία της γνώμης, αυτή μεταφράζεται στη λεγόμενη «δημοκρατία του τηλεκοντρόλ» όπου ο δύσμοιρος ο πολίτης έχει δικαίωμα να αλλάξει κανάλι για να ακούσει το ίδιο τροπάρι …ιδεών, με λίγο λιγότερες ή λίγο περισσότερες δευτερεύουσες διαφορές, απ’ αυτό που άκουγε πριν.

Η πρώτη ιστορική πράξη του ανθρώπου έγραφαν οι Μάρξ- Ένγκελς στη «Γερμανική ιδεολογία» είναι η εξασφάλιση των μέσων για την ικανοποίηση των αναγκών του. Αυτό, όπως οι ίδιοι υπογράμμιζαν, ισχύει σε όλες τις εποχές και σ’ όλες τις κοινωνίες. Ο άνθρωπος από ανάγκη, από ένστικτο αυτοσυντήρησης, από φυσική, αν θέλουμε, τάση επιδιώκει να αυξάνει τον ζωτικό του χώρο σύμφωνα με τις ανάγκες του κι αυτό τον σπρώχνει αντικειμενικά να δημιουργεί ιστορία. Στις ταξικές, όμως, κοινωνίες η αύξηση του ζωτικού χώρου των ανθρώπων των κατώτερων τάξεων δεν ταυτίζεται αλλά συγκρούεται με την τάση των ανώτερων τάξεων να αυξήσουν τον δικό τους ζωτικό χώρο. Το ίδιο συμβαίνει και στον καπιταλισμό. Αν απ’ αυτή την αντικειμενική βάση θέλαμε να κρίνουμε την περίοδο της μεταπολίτευσης αβίαστα θα βγάζαμε το συμπέρασμα πως η κυρίαρχη τάξη έχει αυξήσει ασφυκτικά, σε όλα τα επίπεδα, και σε βάρος του εργαζόμενου λαού τον δικό της ζωτικό χώρο. Κι αυτό είναι το ακριβές μέτρο της ποιότητας και του χαρακτήρα της μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Μ’ αυτό το μέτρο θ’ αρχίσουν τώρα- αν ήδη δεν έχουν αρχίσει- να χτίζουν τη νέα μεταπολίτευση που υπόσχονται.

                  

 


[1] Ταχυδρόμος, 26/7/1975.

[2] Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, τόμος Δ’, σελ. 409

[3] Αλέξανδρος Ζαούσης: «Ο εμπαιγμός», Εκδόσεις Παπαζήση, τόμος Β’, σελ. 421- 422

[4] Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 114 και 248 , Σολ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ, τόμος 7ος, σελ. 285- 286, Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 271, Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ- Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, σελ. 301- 302 κ.α.

[5] Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ- Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, σελ. 304

[6] Διονυσίου Καρδιανού (Σπ. Παπαγεωργίου): «Ο ΑΤΤΙΛΑΣ πλήττει την Κύπρον», εκδόσεις Γ. Λαδιά, Αθήναι 1976, σελ. 33 και Αλ. Ζαούση: «Ο εμπαιγμός», εκδόσεις Παπαζήση, τόμος β’, σελ. 301- 302

[7] Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 7ος, σελ. 222- 225

[8] Διονυσίου Καρδιανού (Σπ. Παπαγεωργίου): «Ο ΑΤΤΙΛΑΣ πλήττει την Κύπρον», εκδόσεις Γ. Λαδιά, Αθήναι 1976, σελ. 35

[9] Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», Αθήνα 1986, σελ. 224

[10] Βλέπε «Η απόρρητη έκθεση του Αντιπτέραρχου Αλ Παπανικολάου» στο, Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 205- 239.

[11] Κ. Κάππου: «Έγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, σελ. 57

[12] Κώστας Χατζηαντωνίου: «Κύπρος 1954- 1974- Από το έπος στην τραγωδία» ,εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ, σελ. 266- 267

[13] Γεώργιος Χέλμης: «Ταραγμένη διετία (1973- 1974)- Από το προσωπικό ημερολόγιο ενός αυτόπτη μάρτυρα», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 175

[14] Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 226

[15] στο ίδιο, σελ. 61 και Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ- Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, σελ. 149

[16] Στρατηγού Γρ. Μπονάνου, στο ίδιο, σελ. 216 και 218

[17] Πέτρου Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ- Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2000, σελ. 148- 151

[18] Βλέπε: «Λώρενς Στέρν: «Λάθος Αλογο», εκδόσεις ΤΑΜΑΣΟΣ, Λευκωσία 1978, σελ. 143- 145 και 148

[19] «Αρχείο Κ. Καραμανλή», έκδοση της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, τόμος 7, σελ. 220- 221

[20] Ολόκληρη η διακήρυξη: «Μαύρη Βίβλος- Χρονικό Κυπριακού Πραξικοπήματος και Πτώσεως Στρατιωτικής Χούντας», Αύγουστος 1974, σελ. 101- 102, Σ. Γρηγοριάδη, στο ίδιο, σελ. 313- 315 κ.α.

[21] Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, τόμος Δ’, σελ. 402, 404)

[22] Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 159- 163

[23] Δήλωση Κ. Καραμανλή στις 29/7/1974, Πότη Παρασκευόπουλου: «Ο Καραμανλής στα χρόνια 1974- 1985», εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗΣ/ ΤΥΠΟΣ ΑΕ, σελ. 27- 28 και «Αρχείο Κ. Καραμανλή», έκδοση της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, τόμος 8, σελ. 41

[24] «Από το 9ο ως το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ- Ντοκουμέντα», έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 28

[25] Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 411

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας