Εργατικός Αγώνας

Πώς οδηγηθήκαμε στην πιο αμφιλεγόμενη Συμφωνία του 20ου αιώνα

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Στις 23/8/1939 η Σοβιετική Ένωση και η ναζιστική Γερμανία προχώρησαν σε μια ενέργεια η οποία ακόμη και σήμερα προκαλεί έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.

Συγκεκριμένα, υπέγραψαν Σύμφωνο μη επίθεσης, το οποίο έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ» από τα ονόματα των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών. 

Το σύμφωνο αυτό -που είχε διάρκεια δέκα χρόνια- προέβλεπε ότι καμία από τις δύο συμβαλλόμενες χώρες δεν θα επετίθετο εναντίον της άλλης.

Στην περίπτωση που η μία εξ αυτών δεχόταν πολεμική ενέργεια εκ μέρους μιας τρίτης χώρας, το έτερον μέρος του συμφώνου «επ’ ουδενί λόγω δεν θα παρείχε την υποστήριξίν του εις την τρίτην δύναμιν».

Ακόμη τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και η Γερμανία δεσμεύονταν να μη συμμετάσχουν σε ομάδα χωρών «η οποία θα στρέφεται αμέσως ή εμμέσως κατά του ετέρου μέρους» (Willian L. Shirer: «Άνοδος και πτώση του Γ’ Ράιχ», εκδόσεις Αρσενίδη, τόμος Β’ σελ. 197-198»). 

Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, το προαναφερόμενο σύμφωνο περιείχε και «Απόρρητο Πρόσθετο Πρωτόκολλο», για το οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια.

Προηγουμένως οφείλουμε να σταθούμε πιο αναλυτικά στις αιτίες που οδήγησαν στην υπογραφή του σοβιετογερμανικού Συμφώνου. 

Βασική αιτία η στάση των Δυτικών

Είναι γεγονός ότι πριν από την υπογραφή του Συμφώνου η Σοβιετική Ένωση πρωταγωνιστούσε σε μια συνεννόηση με τη Δύση για την αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου στην Ευρώπη και γενικότερα στον κόσμο.

Σε αυτή τη γραμμή κινούνταν η εξωτερική της πολιτική κι αυτή την πολιτική γραμμή -που εκφράστηκε μέσα από τα Λαϊκά Μέτωπα ώστε να αποτραπεί η άνοδος φασιστικών κομμάτων στις κυβερνήσεις χωρών- ακολουθούσαν τα κομμουνιστικά κόμματα και η Κομμουνιστική Διεθνής. 

Είναι επίσης γεγονός ότι τις σοβιετικές προτάσεις για συνεργασία αντιμετώπισης του φασιστικού κινδύνου απέκρουαν διαρκώς οι Δυτικές κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες και κυρίως η Βρετανία και η Γαλλία, που ακολουθούσαν πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ προσπαθώντας να στρέψουν τη γερμανική πολεμική μηχανή προς Ανατολάς.

Αποκορύφωμα αυτής της τακτικής ήταν το περιβόητο σύμφωνο του Μονάχου ανάμεσα στους ηγέτες της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, που υπογράφηκε στις 30/9/1938 και παρέδωσε την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ. 

Από τη Διάσκεψη του Μονάχου η ΕΣΣΔ αποκλείστηκε, γεγονός που -τότε και αργότερα- προκάλεσε πολλές επικρίσεις.

«Τα γεγονότα ακολούθησαν την πορεία τους ωσάν να μην υπήρχε η Σοβιετική Ρωσία. Και τούτο μας εκόστισε ακριβά αργότερα», έγραψε ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του (εκδόσεις: Ελληνική Μορφωτική Εστία, τόμος Α’, σελ. 266).

Στο ίδιο πνεύμα, ο Λίντελ Χαρτ σημειώνει:

«Η Ρωσία αποκλείστηκε επιδεικτικά από τη διάσκεψη του Μονάχου, όπου κανονίστηκε η τύχη της Τσεχοσλοβακίας. Αυτός ο παραμερισμός είχε μοιραίες συνέπειες τον επόμενο χρόνο»

(Λ. Χαρτ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος Α’, σελ. 10).

Τέλος, ο Alastair Parker υπογραμμίζει:

«Η συμπεριφορά των Συμμάχων, οι πιέσεις προς την Τσεχοσλοβακία να παραδοθεί, δυσκόλεψαν τη συσπείρωση για μελλοντική αντίσταση κατά της Γερμανίας, μάλιστα είναι πολύ πιθανό η Συμφωνία του Μονάχου να ανάγκασε τον Στάλιν να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του για οργάνωση της αντίστασης κατά του Χίτλερ, οδηγώντας τη Σοβιετική Ένωση στην υπογραφή του σοβιετοναζιστικού συμφώνου, τον Αύγουστο του 1939»

(Alastair Parker: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΗ/ΘΥΡΑΘΕΝ- Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σελ. 28-29). 

Ασφαλώς, το Σύμφωνο του Μονάχου έδωσε τη δυνατότητα στη Σοβιετική Ενωση να βγάλει πολύ σοβαρά συμπεράσματα για τη στάση των Γάλλων και των Βρετανών απέναντί της.

Εκείνο όμως που την οδήγησε στην υπογραφή του Συμφώνου μη επίθεσης με τη Ναζιστική Γερμανία ήταν η παρελκυστική και επί της ουσίας αρνητική στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας να υπογράψουν μαζί της μια συμφωνία στρατιωτικής συνδρομής ενάντια στον Χίτλερ, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος ετοιμαζόταν πυρετωδώς για πόλεμο, έχοντας στον στόχο του την Πολωνία μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας. 

Οι διαπραγματεύσεις ΕΣΣΔ-Αγγλίας-Γαλλίας άρχισαν την άνοιξη του ’39 και συνεχίστηκαν ως το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου του ίδιου έτους.

Ωστόσο οι Αγγλογάλλοι δεν ενδιαφέρονταν να καταλήξουν οι συζητήσεις σε συμφωνία.

Για τον λόγο αυτόν, είχαν στείλει στη Μόσχα αντιπροσωπείες χαμηλού επιπέδου, χωρίς εξουσιοδότηση, να συζητήσουν και να αποφασίσουν τις λεπτομέρειες που μια πιθανή στρατιωτική συμφωνία απαιτούσε.

Η όλη στάση των Δυτικών δημιουργούσε την εντύπωση πως επιδίωκαν να βρεθεί η Σοβιετική Ένωση μόνη και ακάλυπτη μπροστά σε μια γερμανική επίθεση στην Πολωνία και να υποχρεωθεί να μπει σε πόλεμο με τις στρατιές του Χίτλερ χωρίς να υπάρχει απέναντί της η παραμικρή δέσμευση των Αγγλογάλλων.

Επιπλέον, στην Ανατολή, ο πόλεμος είχε αρχίσει. Τα σοβιετικά στρατεύματα πολεμούσαν -από τις 11 Μαΐου ως τις 31 Αυγούστου 1939- στη Μογγολία τους Ιάπωνες εισβολείς.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε στο γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο, που αν μη τι άλλο διασφάλιζε προσωρινά τη Σοβιετική Ένωση, ότι δεν κινδύνευε από μια άμεση πολεμική εμπλοκή με τη Γερμανία κι από ένα διπλό πολεμικό μέτωπο σε Ανατολή και Δύση. 

Το μυστικό πρωτόκολλο

Όπως προαναφέραμε, το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ είχε ένα μυστικό πρωτόκολλο, το οποίο δημοσιεύτηκε στη Δύση μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Ρωσία το 1993.

Το πρωτόκολλο αυτό είχε δύο σημεία τα οποία και παραθέτουμε:

«1. Εις περίπτωσιν μιας τοπικής και πολιτικής μεταμορφώσεως εις εδάφη ανήκοντα εις τα Βαλτικά Κράτη (Φινλανδίαν, Εσθονίαν, Λεττονίαν, Λιθουανίαν), το βόρειον όριον της Λιθουανίας θα αντιπροσωπεύη το όριον των σφαιρών αμφοτέρων, Γερμανίας και Σοβιετικής Ενώσεως.

2. Εις περίπτωσιν τοπικής και πολιτικής μεταβολής των εδαφών που ανήκουν εις το πολωνικόν κράτος, αι σφαίραι ενδιαφέροντος της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ θα έχουν κατά προσέγγισιν όριον μεταξύ των τούς ποταμούς Νάβερ, Βιστούλαν και Σαν»

(Willian L. Shirer, στο ίδιο, σελ. 198). 

Η γνωστοποίηση του μυστικού πρωτοκόλλου αξιοποιήθηκε ποικιλοτρόπως από τους πάσης φύσεως επικριτές του κομμουνισμού και της σοβιετικής περιόδου όπου της χώρας ηγείτο ο Στάλιν.

Με ηθικολογικούς όρους μπορεί να κάνει κανείς όποια κριτική θέλει, αλλά ο κίνδυνος ενός πολέμου δεν αντιμετωπίζεται ποτέ από τη χώρα που κινδυνεύει με ιδεοληψίες.

Πολλοί μιλήσανε για μοίρασμα της Ευρώπης από τον Χίτλερ και τον Στάλιν ή, τουλάχιστον, για κυνικό μοίρασμα των χωρών που αναφέρονται στο πρωτόκολλο.

Πρόκειται το λιγότερο για υπερβολή που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα και τα δεδομένα εκείνης της εποχής.

Εκείνο που απλώς συνέβη ήταν η ΕΣΣΔ να φροντίσει για την αμυντική της γραμμή απέναντι στη Γερμανία στην περίπτωση που αυτή συνέχιζε τις κτήσεις της στην ανατολική Ευρώπη.

Κι αν μη τι άλλο, το πρωτόκολλο δείχνει πως η Σοβιετική Ένωση δεν είχε ψευδαισθήσεις για τις διαθέσεις της Γερμανίας απέναντί της, παρ’ όλο που στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή υπέγραφε μαζί της σύμφωνο μη επίθεσης. 

Στο πλαίσιο αυτό είναι τουλάχιστον μη σοβαρός ο ισχυρισμός ότι η ΕΣΣΔ και η Γερμανία διαμέλισαν την Πολωνία.

Η γερμανική επίθεση εναντίον της Πολωνίας ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 και τα σοβιετικά στρατεύματα μπήκαν στο πολωνικό έδαφος και κατευθύνθηκαν ως τη συνοριακή που προέβλεπε το πρωτόκολλο στις 17 Σεπτεμβρίου, όταν δεν υπήρχε πλέον ανεξάρτητο πολωνικό κράτος.

Τα εδάφη μάλιστα που κατέλαβαν οι Σοβιετικοί ανήκαν στη Ρωσία πριν από το πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και πέρασαν στην Πολωνία με τον Ρωσοπολωνικό Πόλεμο το 1920.

Ο επικριτές της ΕΣΣΔ προφανώς θα ήθελαν ή η Σοβιετική Ένωση να πολεμήσει κατά του Χίτλερ, μόνη της, όταν αυτός εισέβαλε στην Πολωνία, ή τα χιτλερικά στρατεύματα να καταλάβουν ολόκληρη την πολωνική επικράτεια -ακόμη και αυτήν που ήταν πρώην ρωσική- φτάνοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στη σοβιετική επικράτεια! 

Αναφορικά με την εφαρμογή του πρωτοκόλλου στις Βαλτικές χώρες, ένας μη κομμουνιστής ιστορικός, ο Λίντελ Χαρτ, γράφει:

«Μετά τη διανομή της Πολωνίας, ο Στάλιν ήθελε να εξασφαλίσει το Βαλτικό πλευρό της Ρωσίας εναντίον μελλοντικής απειλής εκ μέρους του προσωρινού συνεταίρου του, του Χίτλερ. Σύμφωνα μ’ αυτήν την επιθυμία, η Σοβιετική Κυβέρνηση δεν έχασε καιρό για να εξασφαλίσει τον στρατηγικό έλεγχο των περιοχών-αναστολέων που είχε τον παλιό καιρό η Ρωσία στη Βαλτική. Ως τις 10 Οκτωβρίου, είχε συνάψει σύμφωνα με την Εσθονία, τη Λεττονία και τη Λιθουανία, τα οποία έδιναν το δικαίωμα σε στρατεύματά της να σταθμεύουν σε ζωτικά σημεία αυτών των χωρών. Στις 9 Οκτωβρίου, άρχισαν συνομιλίες με τη Φιλανδία». 

Σε σχέση με τη Φινλανδία, η Σοβιετική Ενωση επεδίωκε να διασφαλίσει το Λένινγκραντ από μία στρατιωτική προσβολή καθώς αυτό απείχε μόλις 32 χλμ, από τα ρωσοφινλανδικά σύνορα.

Για τον λόγο αυτόν, πρότεινε στη Φινλανδία μια τροποποίηση των συνόρων με ανταλλάγματα. Γράφει ο Λίντελ Χαρτ:

«Σ’ αντάλλαγμα αυτών των εδαφικών αναπροσαρμογών, η Σοβιετική Ένωση προσφερόταν να παραχωρήσει στη Φιλανδία τις περιοχές της Ρέπολα και της Ποραγιόρπι – μια ανταλλαγή, η οποία ακόμα και κατά τη Φιλανδική Λευκή Βίβλο θα έδινε στη Φιλανδία 5.525 τετραγωνικά χιλιόμετρα ως αποζημίωση για την παραχώρηση στη Ρωσία των περιοχών που η συνολική τους έκταση έφτανε τα 2.760 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μια αντικειμενική εξέταση αυτών των όρων αφήνει να νοηθεί ότι είχαν πλαισιωθεί σε λογική βάση, για να δώσουν μεγαλύτερη ασφάλεια στο Ρωσικό έδαφος, χωρίς σοβαρή μείωση της ασφάλειας της Φιλανδίας. Θα εμπόδιζαν σαφώς τη χρησιμοποίηση της Φιλανδίας, ως σημείο εξορμήσεως μιας Γερμανικής επιθέσεως κατά της Ρωσίας. Αλλά δε θα έδιναν στη Ρωσία κανένα σημαντικό πλεονέκτημα για μια επίθεση κατά της Φιλανδίας» 

(Λίντελ Χαρτ, στο ίδιο, σελ. 53, 55).

Οι Φινλανδοί, με την παρότρυνση των Δυτικών αρνήθηκαν τις σοβιετικές προτάσεις και αύξησαν την ένταση εναντίον της ΕΣΣΔ, γεγονός που οδήγησε στον Ρωσοφινλανδικό Πόλεμο, ο οποίος δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ.

Θα μπορούσε, όμως, να αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου κειμένου. 

Αυτή είναι η αλήθεια των πραγμάτων με το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Όπως αλήθεια είναι ότι η Σοβιετική Ένωση κέρδισε δύο πολύτιμα χρόνια ειρήνης αποφεύγοντας μια πολεμική σύγκρουση με τη Γερμανία το 1939.

Αλήθεια, τέλος, είναι ότι η Πολωνία, που αρνιόταν μια στρατιωτική συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση, έμεινε απροστάτευτη από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι ναι μεν κήρυξαν τον πόλεμο στον Χίτλερ όταν εκείνος εισέβαλε στο πολωνικό έδαφος, αλλά δεν έριξαν ντουφεκιά εναντίον του για χάρη των Πολωνών. Γι’ αυτό κι εκείνος ο πόλεμος ονομάστηκε «παράξενος».

Διακηρυγμένος μεν, αλλά με μοναδικό χαρακτηριστικό του την πλήρη πολεμική αδράνεια καθώς, όπως έγραψε ο Ρεμόν Καρτιέ: «Μεγάφωνα διακηρύσσουν στη διαπασών πως οι Άγγλοι θα πολεμήσουν μέχρι του τελευταίου… Γάλλου».

Και αντιστρόφως…

 

Πηγή: efsyn.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας