Εργατικός Αγώνας

Το 3ο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ

Ο Εργατικός Αγώνας συνεχίζει τα ιστορικά δημοσιεύματα γύρω από τα Συνέδρια του ΚΚΕ της περιόδου 1918-1945. Πρόκειται για τα πρώτα επτά συνέδρια του κόμματος από το ιδρυτικό του έως και το 7ο που ήταν το πρώτο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η επιλογή να ασχοληθούμε με αυτή την περίοδο της ιστορίας του ΚΚΕ δεν έγινε τυχαία. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δημοσιεύει τον αναθεωρημένο πρώτο τόμο του δοκιμίου της κομματικής ιστορίας που καλύπτει την περίοδο 1918-1949. Από πλήθος ιστορικών εκδόσεων και αρθρογραφίας, η ηγεσία του ΚΚΕ έχει καταστήσει σαφές ότι αναθεωρεί πλήρως το κομματικό παρελθόν βγάζοντας λάθος όλη την κομματική πολιτική -τακτική και στρατηγική- στο μεσοπόλεμο, στην αντίσταση και στη μεταπολεμική περίοδο. Λαθεμένη, επίσης, θεωρεί και την πολιτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής.

Το σημερινό δημοσίευμα αναφέρεται στο 3ο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ που έγινε το 1927.

Με τα δημοσιεύματά μας γύρω από τα επτά πρώτα συνέδρια του ΚΚΕ δίνουμε την δική μας γενική προσέγγιση και στάση απέναντι στην κομματική ιστορία εκείνης της εποχής. Στα επόμενα δημοσιεύματα -όπου κρίνουμε απαραίτητο- θα δώσουμε στη δημοσιότητα κι άλλο αρχειακό υλικό διευκολύνοντας το αναγνωστικό κοινό του Εργατικού Αγώνα ώστε να έχει τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στις πηγές της κομματικής ιστορίας.

 Η Συντακτική Ομάδα του Ε.Α.

 

Το Μάρτη του 1927 συνήλθε μυστικά στην Αθήνα το Τρίτο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ. Ένα συνέδριο που σφραγίστηκε από την οργάνωση του αστικού καθεστώτος σε συντηρικότερη και αυταρχικότερη βάση[i] αλλά και από την έντονη εσωκομματική κρίση που δεν ήταν μόνο απόρροια της εσωτερικής κατάστασης αλλά και των εξελίξεων στο διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα με αφετηρία το Μπολσεβίκικο κόμμα στο οποίο είχε εμφανιστεί η επονομαζόμενη Αριστερή Αντιπολίτευση των Τρότσκι- Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ.

Στο πρόλογο της έκδοσης των αποφάσεων του Τρίτου Συνεδρίου (έκδοση του Ριζοσπάστη το 1927) δίνεται το στίγμα της πορείας του κόμματος μέχρι εκείνη της στιγμή, ως εξής[ii]: «Το γ’ τακτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού κόμματος της Ελλάδος, οι αποφάσεις του οποίου δημοσιεύονται στην μπροσούρα αυτή, δεν είναι το τρίτο κατά σειρά συνέδριο του κόμματός μας. Από το 1920, εποχή που συνήλθε το δεύτερο τακτικό συνέδριο ως τα σήμερα, έχουν παρεμβληθεί τρία έκτακτα συνέδρια- συνδιασκέψεις και ένα Εθνικό Συμβούλιο. Ο λόγος ήτανε οι ανώμαλες, πολιτικοοικονομικές καταστάσεις της χώρας, το έκτακτο και το επείγον των αναγκών του κινήματος και οι εσωκομματικές συνθήκες. Εκτός όμως απ’ αυτά και μια εσφαλμένη αντίληψη ως προς το ότι το γ’ τακτικό συνέδριο του Κόμματος θα έπρεπε να είναι ένα εντελώς ‘‘αλλιώτικο συνέδριο’’. Γι’ αυτό και η ονομασία του συνεδρίου του 1923 ως ‘‘έκτακτου’’(σ.σ. πρόκειται για λάθος. Εννοεί το 3ο έκτακτο του 1924), ενώ στην ουσία ήτανε τακτικό συνέδριο του κόμματος.

Γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας έχουν γεμίσει τις σελίδες της ιστορίας της χώρας κατά το διάστημα από του β’ τακτικού μέχρι του σημερινού γ’ τακτικού συνεδρίου του Κόμματος. Το σπουδαιότερο όμως όλων από την άποψη του προλεταριακού κινήματος είναι η σταθερά προσπάθεια δημιουργίας και αναπτύξεως του Κόμματος μας σε μπολσεβίκικο κόμμα ικανό να καθοδηγήσει μέσα από τις εκάστοτε συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες την εργατική τάξη στην επαναστατική της πορεία. Παρά τα λάθη, παρά τις ελλείψεις, η πρόοδος του κινήματος προς το σημείο αυτό είναι σημαντική. Και μόνο η διαπίστωση του γεγονότος ότι το κεντρικό πρόβλημα του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας είναι το πρόβλημα της δημιουργίας και οργανώσεως σωστού μπολσεβίκικου κόμματος αποδεικνύει της ανάπτυξη της συνειδήσεως της επαναστατικής πάλης και την κατανόηση του ρόλου ενός μπολσεβίκικου κόμματος στο εργατικό κίνημα.

Καθ’ όλη αυτή την περίοδο η ανάπτυξη του κόμματος συνεβάδιζε με επανειλημμένες κρίσεις αλλά και με μια σταθερή τάση της πλειοψηφίας των μελών του κόμματος, τάση υπερνικήσεως των κρίσεων αυτών πάνω σε πλατφόρμα όσο το δυνατό πιο μπολσεβίκικη.

Το γ’ τακτικό συνέδριο αποτέλεσε κι αυτό ένα σημείο ιστορικό υπερνικήσεως της κρίσεως του κόμματος, κρίσεως δημιουργικής. Η καταπολέμηση των δεξιών κυρίως παρεκκλίσεων και των τυχόν εξτρεμιστικών τάσεων είναι ρητή του συνεδρίου εντολή προς το κόμμα.

Οι αποφάσεις του συνεδρίου περιέχουνε ουσιώδη και διδακτικότατα σημεία για την κατανόηση των κινδύνων αυτών. Ας κατηγορούν το Κόμμα και ας το συκοφαντούν απ’ το εχθρικό στρατόπεδο της μπουρζουαζίας και των οργάνων της μέσα στους εργάτες. Η αναμφισβήτητος αλήθεια είναι ότι υπήρξε και είναι το μόνο κόμμα του ελληνικού προλεταριάτου που εγγυάται την οριστική του απελευθέρωση».

Πριν δούμε αναλυτικότερα τι ήταν πραγματικά το Τρίτο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ, αλλά και για να κατανοήσουμε τα όσα διαδραματίσθηκαν σε αυτό, οφείλουμε να κάνουμε μια αναδρομή στα κυριότερα γεγονότα που μεσολάβησαν στη χώρα και στο Κόμμα από την εποχή του 3ου έκτακτου Συνεδρίου (1924).          

Η μερική σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα

Στην ιστορία του καπιταλισμού στον 20ο αιώνα η περίοδος από το 1924 και έως το ξέσπασμα της Παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, θεωρείται περίοδος μερικής και φυσικά προσωρινής σταθεροποίησης. Στην Ελλάδα, η περίοδος αυτή συντελέστηκε πιο αργά και με εντονότερη αστάθεια στις κοινωνικοπολιτικές- οικονομικές σχέσεις εξαιτίας της κρίσης στην οποία έμπασε τη χώρα η μι­κρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Η οικονομική εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο ως οργανικό στοιχείο του ελληνικού καπιταλισμού δυνάμωσε στα χρόνια αυτά με τη μεγάλη τοποθέτηση ξένων κεφαλαίων, κυρίως, με τη μορφή δανείων προς το δημόσιο, που έφταναν τα 907.800.000 χρυσά φράγκα. Αυτά προέρχονταν από την Αγγλία (48%), από τις ΗΠΑ (προσφυγικό δάνειο 31%), από το Βέλγιο (δά­νειο ύδρευσης 12%), από τη Σουηδία (δάνειο σιδηροδρό­μων 6%), από τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ελβετία (πα­ραγωγικό δάνειο 3%).

Από τα εξωτερικά δάνεια η επιβάρυνση του κάθε Έλληνα έφτασε στα 80 δολάρια. Πλησίασε δηλαδή το ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα (90 δολάρια). Με τα δάνεια αυτά διείσδυσε ακόμα περισσότερο στην ελληνική οικονομία το ξένο κεφάλαιο, κυρίως, το αγγλοαμε­ρικανικό, με τις εταιρίες Πάουερ, Ούλεν, Χάμπρο, Φαουντέ­σιον και Σέλεκμαν, που ανέλαβαν διάφορα έργα συγκοινω­νίας, ύδρευσης, αποξήρανσης κλπ.

Η χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων εκδηλώ­θηκε, πριν απ’ όλα, με τη σημαντική πτώση των πραγματι­κών ημερομισθίων των εργαζομένων, την καταστρατήγηση του 8ωρου στους λίγους κλάδους που εφαρμοζόταν, με την επέκταση της εκμετάλλευσης στις γυναίκες και τους ανήλικους και την αύξηση της ανεργίας[iii].

Οι κυβερνήσεις εκεί­νης της περιόδου, στην προσπάθειά τους να ισοσκελίσουν το έλλειμμα και να εξασφαλίσουν την εξυπηρέτηση των εξωτερικών δανείων, αύξησαν σημαντικά τη φορολογία σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.

Οι συνέπειες σε βάρος της αγροτιάς, που τότε αποτε­λούσε το 61,1 % του ενεργού πληθυσμού της χώρας, εκδη­λώθηκαν με σημαντική μείωση των εισοδημάτων της. Το 66% από το συνολικό ποσό των άμεσων φόρων βάρυνε την αγροτιά, το 30,5% τους εργάτες και επαγγελματίες και μόνο το 3,5% τους εμποροβιομήχανους[iv].

Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1923-1927, που έγινε μόνο στο 1/3 της συνολικής για απαλλοτρίωση έκτασης, δεν εξάλειψε τη μεγάλη αστοτσιφλικάδικη ιδιοκτησία (τσιφλικάδικη στη μορφή, αστική στην ουσία) και δεν εκμηδέ­νισε τα κατάλοιπα των μισοφεουδαρχικών σχέσεων στο χω­ριό. Επιπλέον, οι αγρότες φορτώθηκαν τα δυσβάσταχτα χρέη για την εξαγορά των απαλλοτριωμένων γαιών. Με την αγροτική μεταρρύθμιση που, κάτω από την πίεση των αγώ­νων της αγροτιάς, αναγκάστηκαν να κάνουν οι διάφορες κυ­βερνήσεις, απαλλοτριώθηκαν συνολικά 20.500.000 στρέμ­ματα, μοιράστηκαν σε 247.000 οικογένειες ντόπιων ακτημό­νων και προσφύγων.

Στο βιομηχανικό τομέα, την περίοδο 1926-1928, σημειώ­θηκε αξιόλογη ανάπτυξη. Το 1926 ιδρύθηκαν 124 νέες επιχειρήσεις με μηχανική ιπποδύναμη 3.145 ίππων. Το 1927 ιδρύθηκαν 214 νέες επι­χειρήσεις με μηχανική ιπποδύναμη 6.150 ίππων. Το 1928 ιδρύθηκαν 192 νέες επιχειρήσεις με μηχανική ιπποδύναμη 6.240 ίππων. Ο δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής πα­ρουσίασε αύξηση 12%. Το εθνικό εισόδημα, από 27.050 εκατομ. δρχ. το 1924 αυξήθηκε σε 40.129 εκατομμύρια το 1928. Όμως, οι μέσες ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων ενώ το 1924 κάλυπταν το 50% των ετήσιων αναγκών τους, το 1928 κάλυπταν μόνο το 44% των αναγκών τους[v].

Ο αντιλαϊκός χαρακτήρας των πολιτικών που ακολουθήθηκαν στο πλαίσιο της μερικής καπιταλιστικής σταθεροποίησης στη χώρα είχε ως αποτέλεσμα την έκρηξη μεγάλως λαϊκών αγώνων. Οι εργαζόμενοι (εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, βιοτέχνες και επαγγελματίες) αψήφησαν την άγρια τρομοκρατία που είχε εξαπολυθεί και οργάνωναν και πραγματοποίησαν πανελλαδικές κλαδικές απεργίες, δια­δηλώσεις και συλλαλητήρια με οικονομικά, κυρίως, αιτήμα­τα. Επίσης, με επικεφαλής τις ενώσεις των παλαιών πολεμι­στών, τις οποίες καθοδηγούσε το ΚΚΕ, αναπτύχθηκε, το δεύτερο δεκαήμερο του Γενάρη 1925, ένα πλατύ μαχητικό αγροτικό κίνημα για τη διανομή της γης. Οι αγρότες προχώρησαν στις 21 του Γενάρη 1925 στην κατάληψη των τσιφλικιών και μοναστηριακών κτημάτων στα χωριά Καζακλάρ (Αμπελώνας), Καρατζόλι (Αργυροπούλι) της Θεσσαλίας και στο Στεβενίκο της Βοιωτίας. Οι μαχητικές εκδηλώσεις των αγροτών κορυφώθηκαν με την κατάληψη μοναστηριακών κτημάτων στο Καστράκι της Καλαμπάκας και τη μεγάλη αγροτική κινητοποίηση στα Τρί­καλα, όπου στις 2 του Φλεβάρη 1925, με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών και του Εργατι­κού Κέντρου της πόλης, ξέσπασε το μαζικότερο μεταπολε­μικό συλλαλητήριο για την απαλλοτρίωση και διανομή της γης και την ικανοποίηση των άμεσων λαϊκών αιτημάτων. Το συλλαλητήριο πήρε μορφή αγροτικής εξέγερσης. Χωροφυ­λακή και στρατιωτικό απόσπασμα του 50υ Συντάγματος Πε­ζικού Τρικάλων χτύπησαν στο Ψαχνό. Ο λαός αγριεμένος αντεπιτέθηκε και κατέλαβε τη Νομαρχία. Σκοτώθηκαν 6 δια­δηλωτές και τραυματίστηκαν πολλοί[vi]. Το ΚΚΕ, με ανακοίνωση της Εκτελεστικής Επιτροπής του, κατάγγειλε τα τρομοκρατικά μέτρα και τάχθηκε στο πλευρό της αγροτιάς, δηλώνοντας ότι είναι νόμιμο το δικαί­ωμα των ακτημόνων και των φτωχών αγροτών να καταλά­βουν τα τσιφλίκια.

Αγωνιστικά αντιμετώπισε και η εργατική τάξη, την επίθεση ενά­ντια στο βιοτικό της επίπεδο και τα δικαιώματά της. Στις 8 του Μάρτη 1925 κηρύχτηκε πανελλαδική απεργία των σιδηροδρομικών κατά της απόφασης της κυβέρνησης να περικόψει τους μι­σθούς και να κάνει απολύσεις. Αλληλέγγυοι στους σιδηρο­δρομικούς τάχθηκαν οι ναυτεργάτες και οι εργάτες ηλε­κτρισμού και αεριόφωτος. Η απεργία των σιδηροδρομικών, που πέρασε στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος σαν μια από τις πιο αγωνιστικές εκδηλώσεις του κλάδου, ­τερματίστηκε στις 26 του Μάρτη 1925, εξαιτίας των τρομο­κρατικών απολύσεων όλων των κομμουνιστών απεργών και ορισμένων άλλων μαχητικών στοιχείων, χωρίς να γίνουν αποδεκτά τα αιτήματά τους.

Στις 14 του ίδιου μήνα κήρυξαν απεργία οι τροχιοδρομι­κοί και οι ηλεκτροτεχνίτες της Αθήνας, ενώ στις 18 η Ομο­σπονδία Επαγγελματιών και ο Εμπορικός Σύλλογος Αθή­νας αποφάσισαν το κλείσιμο των καταστημάτων, σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του νέου ενοικιοστασίου. Σε γενική απεργία κατέβηκαν και οι τυπογράφοι, που πέτυχαν αύξηση στα μεροκάματά τους, ύστερα από 10ήμερο αγώνα.

Για να αποκεφαλίσει τους αγώνες των εργατών και της αγροτιάς, η κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου εξαπέλυσε κύμα διωγμών κατά του ΚΚΕ, της ΓΣΕΕ και της Ομοσπονδίας Πα­λαιών Πολεμιστών. Έκανε μαζικές συλλήψεις στελεχών και μελών του Κόμματος, της ΟΚΝΕ, καθώς και των εργατικών οργανώσεων.

Η δικτατορία του Πάγκαλου

Η αστική τάξη δεν αρκέστηκε στη σκλήρυνση της στάσης της απέναντι στο μαζικό λαϊκό κίνημα και στις οργανώσεις της. Οι δικές της πολιτικές ανάγκες, η κρίση του πολιτικού της συστήματος αλλά και η γενικότερη κοινωνικοοικονομική κρίση στην οποία είχε περιέλθει το καθεστώς, ιδιαίτερα μετά την μικρασιατική καταστροφή είχαν ως αποτέλεσμα πιο ολοκληρωμένες μορφές αυταρχικής διακυβερνήσης.

Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Ιουνίου του 1925 εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τον βενιζελικό στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο και το Ναύαρχο Χατζηκυριάκο. Το κίνημα είχε οπερετικά χαρακτηριστικά αλλά κατάφερε να επικρατήσει σχετικά εύκολα γιατί αυτό ήθελε η κυρίαρχη τάξη

Το απόγευμα της 26ης Ιουνίου η κυβέρνηση Πάγκαλου έδωσε τον καθιερωμένο όρκο και πήρε ψήφο εμπιστοσύνη από την βουλή στις 30 Ιουνίου του 1925 με 185 ψήφους υπέρ, 14 κατά και 9 λευκά. Κοινοβουλευτική κάλυψη της έδωσαν οι πολιτικές ομάδες του Παπαναστασίου, του Κονδύλη, του Γονατά και του Τσιριμώκου. Καταψήφισε ο Θ. Σοφούλης ενώ ο Καφαντάρης με τον Μιχαλακόπουλο προτίμησαν την αποχή[vii]. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1925 ο Πάγκαλος διέλυσε την εθνοσυνέλευση με το αιτιολογικό ότι έχασε τη εμπιστοσύνη του έθνους και δεν αντιπροσώπευε πια τη θέληση του ελληνικού λαού. Λίγο αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου του 1926, ανακηρύχθηκε δικτάτορας της χώρας και στις 19 Απριλίου του ίδίου έτους κατέλαβε τη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας αφού προηγουμένως είχε παραιτηθεί απ’ αυτή ο ναύαρχος Κουντουριώτης[viii].

Το ότι ο Πάγκαλος προετοίμαζε στρατιωτικό κίνημα ήταν κοινό μυστικό σε όλο τον πολιτικό κόσμο της εποχής, αλλά και πέρα από αυτόν. Λίγες ημέρες, πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα, ο επίδοξος δικτάτορας, με δημοσιεύματα του στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» (7, 14 και 18 Ιουνίου), ενημέρωνε τους πάντες για τις προθέσεις του. «Ο στρατός εις τα έργα του», έγραφε σε ένα από αυτά. Και πρόσθετε: «Ουδείς ήτο δυνατόν να εκφράσει αντίθετον γνώμην και ουδείς δύναται να αρνηθεί εις τους φρουρούς της πατρίδος και ιδρυτάς της Δημοκρατίας το δικαίωμα να παρακολουθούν αγρύπνως και μετά θερμού ενδιαφέροντος την πορείαν και εξέλιξιν της πολιτικής υμών καταστάσεως… Από την Δ’ Εθνικήν Συνέλευσιν και τους αρχηγούς των κομμάτων εξαρτάται να μην καταστή αναγκαία και νέα του στρατού παρέμβασις»[ix].

Αυτά έγραφε ο Πάγκαλος. Αλλά το ΚΚΕ πολύ έγκαιρα είχε δει και πολύ γρήγορα είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος στο οποίο θα ηγείτο ο Θ. Πάγκαλος ή η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, δηλαδή, ο Κονδύλης. Συγκεκριμένα, το Φλεβάρη του 1925 η Εκτελεστική Επιτροπή του κόμματος με ανακοίνωση της για την πολιτική κατάσταση στη χώρα υπογράμμιζε ότι το αστικό καθεστώς αντιμετώπιζε μια βαθιά πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση που υποχρέωνε την κυρίαρχη τάξη να προετοιμάσει το έδαφος για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας. Για το λόγο αυτό το ΚΚΕ καλούσε τους εργάτες τους αγρότες, τους πρόσφυγες, τους στρατιώτες και τους ναύτες «ν’ αγωνιστούν με όλα τα μέσα εναντίον κάθε πραξικοπηματικής απόπειρας που θα επιχειρήσει η μπουρζουαζία, με τον σκοπό να εγκαθιδρύσει τη φασιστική δικτατορία του Κονδύλη- Πάγκαλου»[x].

Δεν υπήρχε συνεπώς κανείς που να μην γνώριζε για το επικείμενο στρατιωτικό κίνημα. Το χειρότερο δε, είναι πως όταν αυτό το κίνημα εκδηλώθηκε- αν και δεν είχε καμία δυνατότητα επιτυχίας, αφού ήταν κάτι περισσότερο από οπερέτα- τελικά επικράτησε γιατί δεν συνάντησε κανένα εμπόδιο στο δρόμο προς την εξουσία. «Αν οι ηγέται της κυβερνητικής παρατάξεως- γράφει ο Γρ. Δαφνής[xi]– διέθετον ψυχήν, το κίνημα θα καταστέλλετο αμέσως». Στην πραγματικότητα, αν υπήρχε πρόθεση από την κυβέρνηση να εμποδιστεί το κίνημα, θα μπορούσε να μην είχε καν εκδηλωθεί. Το παγκαλικό κίνημα, σύμφωνα με τον στρατηγό Αλ. Μαζαράκη «επέκράτησεν απροσδοκήτως». Και τούτο «χάρις εις την ατολμίαν της κυβερνήσεως, υποσκαπτομένης όμως και υπό άλλων πολιτικών ελπιζόντων ότι δια του κινήματος τούτου θα ανέλθουν αυτοί εις την αρχήν»[xii]. Ο στρατηγός και παλιός υπουργός Λ. Σπαής στα δικά του απομνημονεύματα είναι περισσότερο σαφής: «Ο Πάγκαλος- γράφει[xiii]– σχεδόν εξ υφαρπαγής κατέλαβε την αρχή, ανατρέψας τον Μιχαλακόπουλον. Η επιτυχία του ωφείλετο κυρίως εις την ασυμφωνία των πολιτικών αρχηγών Μιχαλακοπούλου, Καφαντάρη, Παπαναστασίου, Κονδύλη, Μυλωνά κ.λ.π. και εν μέρει εις την ανοχήν του Παπαναστασίου ο οποίος επιπολαίως επίστευε ότι ήταν δυνατόν ο Πάγκαλος, μετά από μερικές ημέρες, να αναθέση εις αυτόν την πρωθυπουργίαν».

Χωρίς αμφιβολία, το δρόμο στην Παγκαλική δικτατορία τον άνοιξε σύσσωμος, σχεδόν, ο αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής γιατί αυτή ήταν η απαίτηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Κι όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Σ. Μάξιμος[xiv],«από την άποψη της κοινωνικής πάλης των τάξεων η παγκαλική δικτατορία ήτανε η συνέχεια της πολιτικής των φιλελεύθερων, η προέκτασή της με μέσα βίαια, δικτατορικά. Η ίδια η κεφαλαιοκρατική πολιτική που προσέτρεξε στη δικτατορία για να σωθη και να καταβάλη τη λαϊκή αντίδραση. Ήτανε η δικτατορία μιας και της ίδιας τάξεως, που χρησιμοποίησε την ένοπλη βία εναντίον του κοινοβουλίου, που αντικατέστησε τη μία μορφή κυριαρχίας με την άλλη».

Η παγκαλική δικτατορία το εργατικό- λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ

Από τις πρώτες ημέρες της η παγκαλική δικτατορία έδειξε απροσχημάτιστα το αντιλαϊκό της πρόσωπο, θέτοντας στο στόχαστρο το ΚΚΕ και το εργατικό κίνημα. Στις 13 Ιουλίου του 1925, δημοσιεύτηκε το νομοθετικό διάταγμα «περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί κατοχυρώσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος διατάξεων». Επρόκειτο για ένα διάταγμα που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την δίωξη των κομμουνιστών με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1925 να οργανωθούν τρεις δίκες στις οποίες σύρθηκαν ο Γραμματέας του κόμματος Π. Πουλιόπουλος, άλλα στελέχη όπως ο Σ. Μάξιμος, ο Κ. Σκλάβος, ο Μοναστηριώτης, ο Τ. Φίτσος και φυσικά, η κομματική εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Η κυκλοφορία του Ριζοσπάστη απαγορεύτηκε για ένα εξάμηνο ενώ βαριές ποινές φυλάκισης επιβλήθηκαν στους Πουλιόπουλο, Μάξιμο και Φίτσο[xv]. Στην πραγματικότητα βέβαια το κόμμα τέθηκε ουσιαστικά εκτός νόμου και πέρασε στην παρανομία ενώ πέραν του «Ρ» απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τη «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» και του δημοσιογραφικού οργάνου της ΟΚΝΕ «Νεολαία». Ακόμη, με ωμή παρέμβαση στο εργατικό κίνημα η παγκαλική δικτατορία ανέτρεψε το συσχετισμό στο 3ο συνέδριο της ΓΣΕΕ (Μάρτης 1926) και αφού συνέλαβε 110 αριστερούς συνέδρους παρέδωσε τη διοίκηση της οργάνωσης στους ρεφορμιστές[xvi]. Η δικτατορία βεβαίως δίωξε και αστικά ΜΜΕ όπως και αστικό πολιτικό κόσμο. Όμως δεν ήταν αυτοί οι κύριος στόχος της.

«Το φάσμα του ‘‘ερυθρού κινδύνου’’, γράφει ο Ν. Αλιβιζάτος[xvii]– ανάχθηκε σε πρωταρχικό σύνθημα από τη δικτατορία του στρατηγού Πάγκαλου η οποία αφού έθεσε εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα, ίδρυσε το πρώτο ειδικευμένο για τον αντικομουνιστικό αγώνα τμήμα της ελληνικής αστυνομίας, που ονόμασε ‘‘Υπηρεσία Ειδικής Ασφαλείας’’».

Η παγκαλική δικτατορία έφτασε στο τέλος του βίου της με τον ίδιο τρόπο που εγκαθιδρύθηκε αφού ανατράπηκε πραξικοπηματικά, στις 22 Αυγούστου του 1926, από στρατιωτικό κίνημα υπό τον στρατηγό Κονδύλη. Εντούτοις τα πράγματα δεν άλλαξαν και πολύ για το λαϊκό κίνημα στην μετά Πάγκαλο εποχή. Σ’ αυτή την εποχή, πέραν των άλλων, το ΚΚΕ είχε να αντιμετωπίσει και μια βαθιά εσωκομματική κρίση.

Η κρίση του κόμματος

Η κρίση που εκδηλώνεται στο ΚΚΕ μπροστά στο 3ο Τακτικό Συνέδριό του έχει μείνει στην ιστορία ως πάλη κατά του Λικβινταρισμού, ως πάλη δηλαδή ενάντια σε απόψεις και πρακτικές που ωθούσουν σε διάλυση του κόμματος. Εκείνη την εποχή μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων από πολιτική άποψη μπορούσε να έχει κάποια πρακτική αξία για την αντιμετώπιση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά ώστε από τη μια μεριά να βρίσκονται αυτοί που ήθελαν το κόμμα κι από την άλλη εκείνοι που- αντικειμενικά ή υποκειμενικά- επιδίωκαν τη διάλυσή του. Η κρίση στο κόμμα έχει εσωτερικές αιτίες, που κυρίως σχετίζονται με τη θέση του 3ου έκτακτου Συνεδρίου για το εθνικό ζήτημα και ειδικότερα με τη θέση υπέρ της ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης στο πλαίσιο μιας βαλκανικής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας. Τη θέση αυτή είχαν πολεμήσει στο εν λόγω συνέδριο οι Γ. Κορδάτος και Θ. Αποστολίδης και συνέχισαν να την πολεμούν και στη μετασυνεδριακή εποχή. Εναντίον αυτής της θέσης τάχθηκε αργότερα, μετά την ανατροπή της παγκαλικής δικτατορίας, και ο Π. Πουλιόπουλος, ο οποίος την είχε υπερασπιστεί στο συνέδριο με πάθος. Η σημαντικότερη όμως πλευρά ης εσωκομματικής κρίσης έχει τις ρίζες τις στις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα με αφετηρία το Μπολσεβίκικο κόμμα στο οποίο εκδηλώνεται η επονομαζόμενη αριστερή αντιπολίτευση των Τρότσκι- Κάμενεφ- Ζηνόβιεφ. Οι ιδέες της «Αριστερής Αντιπολίτευσης», μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς περνάνε ταχύτατα σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδέες της σοβιετικής κομματικής ηγεσίας υπό τους Στάλιν- Μπουχάριν. Το ΚΚΕ συνεπώς δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο.

Κύριος εκπρόσωπος των ιδεών της «Αριστερής Αντιπολίτευσης» στο ΚΚΕ, ο πιο συνεπής κι ο πιο μαχητικός υπήρξε ο Παντελής Πουλιόπουλος. Για ένα διάστημα όμως, μέχρι να κατασταλάξει σ’ αυτές πέρασε μια έντονη προσωπική κρίση. Αμέσως μετά την πτώση του Πάγκαλου κι ενώ το κόμμα έβγαινε από 14μηνη παρανομία εγκατέλειψε κάθε ενεργό κομματική δράση και αποσύρθηκε στο σπίτι του στη Θήβα. Στη συνέχεια αρνήθηκε να τεθεί υποψήφιος βουλευτής στη Θεσσαλονίκη κι όταν το κόμμα επέμεινε στην υποψηφιότητα του αυτός την απέσυρε με προσωπική προσφυγή στο Πρωτοδικείο. Στην περίοδο της προσωπικής του κρίσης ο Πουλιόπουλος δηλώνει αδυναμία να προσφέρει στο κόμμα, εκφράζει την άποψη ότι κάθε τίμιο στοιχείο του κόμματος που αισθάνεται έτσι πρέπει να πράξει το ίδιο μ’ αυτόν και φτάνει μέχρι του σημείου να παραιτηθεί από κομματικό μέλος, γεγονός που οδηγεί την ΚΕ, στις 17/12/1926, να τον θέσει εκτός κόμματος και να παραπέμψει το θέμα του στο επικείμενο κομματικό συνέδριο[xviii].

Στο συνέδριο που θα γίνει λίγους μήνες αργότερα ο Πουλιόπουλος θα έχει ξεπεράσει την προσωπική του κρίση και θα έχει πλέον κατασταλάξει σε απόψεις και θέσεις που τον καθιστούν- αυτόν και τους οπαδούς τους στη θέση της «αριστερής αντιπολίτευσης στο ΚΚΕ».

Το Τρίτο Τακτικό Συνέδριο

Το 3ο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ, όπως αναφέραμε στην αρχή συνήλθε το Μάρτη του 1927. Πριν από το Συνέδριο διεξήχθη από τις στήλες του Ριζοσπάστη έντονος, ανοικτός προσυνεδριακός διάλογος στον οποίο πήραν μέρος όλα τα κορυφαία κομματικά στελέχη

Τόσο από τον προσυνεδριακό διάλογο, όσο και από τη γενικότερη αντιπαράθεση μέσα στο συνέδριο φάνηκε ότι στο κόμμα είχαν διαμορφωθεί τρεις τάσεις- ομάδες. Η πρώτη με επικεφαλής τους Χαϊτά – Ευτυχιάδη – Ζαχαριάδη (Κόλια Κούτβη), Σκυτάλη, Θέο, Σιάντο κ.λπ., που ονομάστηκε «σταλινική» από τους αντιπολιτευόμενους υποστήριζε ό­λες τις απόψεις της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διε­θνούς.

Η δεύτερη ομάδα ονομάστηκε «κεντριστές» και είχε ηγέτες της τους Μάξιμο – Χαίνογλου- Σκλάβο. Ήθελε, να παίξει ρόλο συμφιλιω­τικό ανάμεσα στις άλλες ομάδες και αρνήθηκε να ψηφίσει τα μέτρα κατά του Πουλιόπουλου, παρ’ όλο ότι τότε δεν συμφωνούσε μαζί του στις πολι­τικές αντιλήψεις.

Η τρίτη ομάδα ήταν του Πουλιόπουλου και ονομάστηκαν, όπως προαναφέραμε «λικβινταρι­στές» δηλαδή διαλυτικοί. «Υποστήριζαν- γράφει ο Δ. Λιβιεράτος[xix]– στο διεθνές επίπεδο την ανάγκη να γί­νουν γνωστά τα ντοκουμέντα της ρωσικής αντιπολίτευσης του Τρότσκι (χωρίς ακόμα να παίρνει θέση γι’ αυτά που έγραφαν) και τότε θα αποφα­σίσουν τα μέλη τι θα υποστηρίξουν. Στο εσωτερικό ήταν κατά της «αρι­στερής ή πραγματικής δημοκρατίας» και υποστήριζε την πάλη για τη σο­βιετική δημοκρατία. Στο οργανωτικό υποστήριζε την αναδιοργάνωση και εκκαθάριση του κόμματος για μια σοβαρή εκπροσώπηση των ιδεών του, με το ποιοτικό ανέβασμα να ξεπεραστούν οι συνεχείς κρίσεις».

Στο Συνέδριο πήραν μέρος 100 αντιπρόσωποι απ’ όλες τις κομματικές οργανώσεις που τότε είχαν 2.000 μέλη[xx]. Τις εργασίες του παρακολούθησαν αντιπροσωπεία της ΕΕ της Κομμουνιστικής Διεθνούς με επικεφαλής τον Χ. Ρέμμελε καθώς και ο αντιπρόσωπος της Βαλκανικής Κομμουνιστι­κής Ομοσπονδίας Μπούγιοβιτς[xxi]. Το Συνέδριο Ψήφισε: α) Θέσεις για την οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας, β) Θέσεις για το συνδικαλιστικό κίνημα και γ) Απόφαση για τα οργανωτικά ζητήματα του κόμματος.

Στις θέσεις «για την οικονομική και πολιτική κατάσταση και τα άμεσα καθήκοντα του Κόμματος», το συνέριο εκτίμησε ότι: «Η χώρα μας απ’ την άποψη της καπιταλιστικής εξέλιξης είναι καθυστερημένη. Τον σπουδαιότερο ρόλο στην εθνική οικονομία παίζουν η αγροτική οικονομία, το εμπορικό, το εφοπλιστικό και το τραπεζικό κεφάλαιο. Το βιομηχανικό κεφάλαιο βρίσκεται σε υποδεέστερη μοίρα… Η ημιαποικιακή θέση της Ελλάδας κι η υποδούλωσή της στις ιμπεριαλιστικέ ς δυνάμεις έχουν σαν συνέπεια την εξάρτηση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της μπουρζουα­ζίας και των ανταγωνισμών της απ’ τις δυνάμεις αυτές.»[xxii]

Στο εθνικό ζήτημα το Συνέδριο επέμενε στη θέση του τρίτου Έκτακτου Συνεδρίου (1924) και χαρακτήριζε λαθεμέ­νες τις «απόψεις των συντρόφων που πρότειναν την εγκα­τάλειψη του συνθήματος «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδο­νία και Θράκη», στηριζόμενοι σε δευτερεύουσας σημασίας επιχειρήματα. Ωστόσο, το Συνέδριο διαπίστωσε πως: «Το λά­θος του Κόμματος ύστερα απ’ το Έκτακτο Συνέδριο του 1924 ήταν ότι έκανε το εθνικό ζήτημα κέντρο ουσιαστικά όλης της δράσης του.» Με βάση τη διαπίστωση αυτή, τόνι­σε: «Στην τρέχουσα περίοδο το ΚΚΕ οφείλει να θέσει στην πρώτη γραμμή… τη συγκεκριμένη πάλη εναντίον όλων των μέτρων και των μορφών της εθνικής καταπιέσεως (φόροι, αγροτικό, γλώσσα, εποικισμός κλπ.). Η πάλη πρέπει να διε­ξάγεται με τον τύπο, με την εντός και εκτός της Βουλής δράση του Κόμματος»[xxiii].

Στις θέσεις για το συνδικαλιστικό κίνημα τονίζεται η ανά­γκη για ενότητα της εργατικής τάξης και για ιδεολογικό ξε­σκέπασμα των ηγετών του ρεφορμισμού. Γίνεται διάκριση ανάμεσα στους ηγέτες του ρεφορμισμού και τους εργάτες που τους ακολουθούν.

Το Συνέδριο, στην ειδική απόφαση που πήρε για τα ορ­γανωτικά ζητήματα, υποστήριζε την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και της πειθαρχίας. Χαρακτήριζε σαν βα­σικότερες αδυναμίες στον οργανωτικό τομέα την παραγνώ­ριση της οργάνωσης, τον οργανωτικό σεχταρισμό και τον οργανωτικό μηχανικισμό και χάραξε σαν άμεσα καθήκοντα του κόμματος: Την κινητοποίηση των μαζών ενάντια στη μοναρχική παλινόρθωση και κάθε στρατιωτικό πραξικόπημα, με αφετη­ρία τις άμεσες απαιτήσεις, με την ανεξάρτητη πολιτική γραμμή και σύνθημα προπαγάνδας και ζύμωσης την εργατο­αγροτική κυβέρνηση. Την πάλη ενάντια στην υποδούλωση της χώρας στον ιμπεριαλισμό και συγκεκριμένα κατά του αγγλικού ιμπεριαλι­σμού, κατά των επικείμενων πολέμων. Να ριχτούν όλες οι δυνάμεις για τη δημιουργία και ορ­γάνωση μπολσεβίκικου κόμματος μαζών. Να τραβηχτούν εργάτες στο κόμμα. Να αυξηθούν τα μέλη του κόμματος στις 5.000. Προπαρασκευή για παράνομη δράση. Ανάπτυξη της δουλειάς στα συνδικάτα και στο χωριό. 6. Προσοχή του κόμματος στην ΟΚΝΕ κ.ά.

Το Συνέδριο χαρακτήρισε το λικβινταρισμό κύριο κίνδυ­νο στις γραμμές του επαναστατικού κινήματος. Καταδίκασε τη φραξιονιστική δράση των λικβινταριστών και τις ταλα­ντεύσεις ορισμένων καθοδηγητικών στελεχών που εκδήλω­ναν τάσεις «κεντριστικές». Ύστερα από τις διαβεβαιώσεις της ομάδας Πουλιόπουλου ότι θα πειθαρχήσουν στο κόμμα, το Συ­νέδριο ανακάλεσε τη διαγραφή του Π. Πουλιόπουλου.

Τέλος το συνέδριο εξέλεξε νέα ΚΕ, καθιερώνοντας για πρώτη φορά την εκλογή ΠΓ σαν εκτελεστικού οργάνου της ΚΕ. Γραμματέας της ΚΕ εκλέχτηκε ο Ανδρόνικος Χαϊτάς. Στη νέα ΚΕ εκλέχτηκαν οι Α. Χαϊτάς, Γ. Σιάντος, Κ. Θέος, Κ. Eυτυχιάδης, Σ. Μάξιμος, Κ. Σκλάβος, Τ. Χαίνογλου, Ι. Τσατσάκος, Δ. Πα­παρήγας, Δ. Πυλιώτης, Γ. Καραγιάννης, Β. Ασίκης, Λ. Χατζησταύρου, Γ. Παπανικολάου, Β. Νικολινάκος, Ν. Νικολαΐδης και Β. Πολυχρονάκης. Στο ΠΓ εκλέχτηκαν οι Α. Χαϊτάς, Γ. Σιάντος, Κ. Θέος, Κ. Eυτυχιάδης, Σ. Μάξιμος, Κ. Σκλάβος και Τ. Χαϊνογλου.

Μετά το Συνέδριο επανεκδόθηκε η ΚΟΜΕΠ με τον τίτλο ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Η ΟΚΝΕ άρχισε να εκδίδει το θεωρητι­κό της περιοδικό ο ΝΕΟΣ ΛΕΝΙΝΙΣΤΗΣ. Αυτά τα έντυπα μαζί με τις εφημερίδες ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Η ΝΕΟΛΑΙΑ κλπ. έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην άνοδο του ιδεολογικού επι­πέδου του κόμματος και της ΟΚΝΕ.

Αν και στόχος του συνεδρίου ήταν να αντιμετωπίσει την κρίση του κόμματος, αυτή εκδηλώθηκε με μεγαλύτερη ένταση την επομένη του συνεδρίου. Έτσι πολύ σύντομα το ΚΚΕ θα οδηγούνταν σε νέες συνεδριακές διαδικασίες.

 

Γιώργος Πετρόπουλος

                              

 


[i] Του συνεδρίου είχαν προηγηθεί δύο πραξικοπήματα με όλες τις σχετικές επιπτώσεις: η δικτατορία του Πάγκαλου και η ανατροπή της από τον Γ. Κονδύλη

[ii] «Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947, τόμος β’, σελ. 36.

[iii] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 160

[iv] στο ίδιο, σελ. 161

[v] Γιώργης Κατσούλης, «Ιστορία του ΚΚΕ»,εκδόσεις Λιβάνη τόμος Γ’, σελ 17-18.

[vi] Δ. Λιβιεράτου: «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα 1923- 1927», εκδόσεις ΚΟΜΜΟΥΝΑ, σελ. 122- 124

[vii] Γ. Ανδρικόπουλου: «Η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου», εκδόσεις Φυτράκης, σελ. 27

[viii] Τ. Βουρνά: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909- 1940», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 330- 331

[ix] «Ελεύθερος Τύπος» 18/6/1925 και «Αρχείον Θεόδωρου Πάγκαλου», εκδόσεις Κέδρος 1973, τόμος Α’, σελ. 409- 410

[x] «Το ΚΚΕ- επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος β’, σελ. 43- 47 και «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 166

[xi] Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ίκαρος 1955, τόμος Α’, σελ. 280

[xii] Αλέξανδρου Μαζαράκη- Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ίκαρος 1948, σελ. 340

[xiii] Λ. Σπαή: «Πενήντα χρόνια στρατιώτης», Αθήναι 1970, σελ. 184

[xiv] Σεραφείμ Μάξιμου: «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 113

[xv] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 167- 168 και Γρ. Δαφνή στο ίδιο, σελ. 292- 293

[xvi] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 171- 172

[xvii] Ν. Αλιβιζάτου: «Πολιτικοί Θεσμοί σε Κρίση 1922- 1974», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 380- 381

[xviii] Η αλληλογραφία του κόμματος με τον Πουλιόπουλο δημοσιεύτηκε εκείνη της εποχή στο Ριζοσπάστη και αναδημοσιεύτηκε το 1947 στην έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ «Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931», Αθήνα 1947, τόμος β’, σελ. 25- 34. Ο αναγνώστης μπορεί να βρει αυτή την αλληλογραφία εύκολα στην έκδοση: Ελένη Αστερίου- Γαβρίλης Λαμπάτος: «Η αριστερή αντιπολίτευση στην Ελλάδα» εκδόσεις Φιλίστωρ, σελ. 111- 128

[xix] Δ. Λιβιεράτου: «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα 1927- 1931», εκδόσεις ΚΟΜΜΟΥΝΑ, σελ. 41- 42

[xx] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 187

[xxi] Αλέκος Κουτσούκαλης: «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ», εκδόσεις «Γνώση», σελ. 189

[xxii]Το ΚΚΕ. Επίσημα κε{μενα, τόμος δεύτερος, σελ. 204-207

[xxiii] Στο ίδιο, σελ. 208-209.

 

Αρχική δημοσίευση: rizospastis.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας