Εργατικός Αγώνας

Το ΟΧΙ του λαού, η δικτατορία του Μεταξά και οι κομμουνιστές

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Ήταν 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940 όταν ο ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα Εμμανουέλε Γκράτσι ξυπνούσε τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά για να του επιδώσει τελεσιγραφική διακοίνωση με την οποία η φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι επικαλούμενη το γεγονός ότι βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αγγλία ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση- ως απόδειξη της ουδετερότητάς της- να επιτρέψει στις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις να καταλάβουν ορισμένα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους.

Ο Γκράτσι δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει ποια ήταν αυτά τα στρατηγικά σημεία, αλλά ήταν σε θέση να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια το χρόνο λήξης του τελεσιγράφου. Αν μέσα σε τρεις ώρες δεν γίνονταν δεκτές οι ιταλικές απαιτήσεις, ώρα έξι το πρωί τα ιταλικά στρατεύματα θα εισέβάλαν στο ελληνικό έδαφος χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση[1].

Ο Μεταξάς δεν είχε καμία άλλη επιλογή από την άρνηση. ‘‘Alors, cest la querre’’ (ώστε έχουμε πόλεμο)» ήταν η απάντησή του. Κι όταν οδήγησε το συνομιλητή του στην εξώπορτα, τον αποχαιρέτησε λέγοντας: «Vous etes les plus forts» (Είστε οι πιο ισχυροί)[2]. Η στάση εκείνη του Ιωάννη Μεταξά, να αρνηθεί τη συμμόρφωση προς τις ιταλικές απαιτήσεις, για την επίσημη αστική ιστοριογραφία αποτελεί την κολυμπήθρα του Σιλωάμ στα νερά της οποίας δεκαετίες ολόκληρες επιχειρείται να εξαγνιστεί το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ή τουλάχιστον ο επικεφαλής εκείνης της δικτατορίας. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, από τους κορυφαίους πολιτικούς και διανοουμένους του αστικού χώρου, έγραφε τη δεκαετία του ’60 στις γνωστές συνθήκες της μετεμφυλιακής περιόδου[3]: «Πρέπει να είμεθα, χωρίς άλλο, ευγνώμονες εις τον Ιωάννη Μεταξά, διότι είπε, ολομόναχος εις το σκοτάδι της νυκτός, το μέγα ‘‘Όχι’’. Λέγουν όσοι αντικρύζουν με εμπάθειαν και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της ιστορίας, ότι το ‘‘’όχι’’ δεν το είπεν ο Μεταξάς αλλά ο Ελληνικός Λαός. Ναι, το είπεν ο Ελληνικός Λαός, αλλά αφού το είχε ειπή ο Μεταξάς… Εάν έλεγεν ο Μεταξάς ‘‘Ναι’’ πως θα έλεγε ‘‘Όχι’’ ο Ελληνικός Λαός, που θα εξυπνούσε αργότερα; Θα το έλεγε, βέβαια μέσα του και θα το εξεδήλωνε και έμπρακτα, όταν θα ωργάνωνε μυστικά την αντίστασίν του, αλλά η Αλβανική Εποποιΐα δεν θα εγράφετο ποτέ».

Ασφαλώς πρόκειται για παιδαριώδη επιχειρηματολογία που ανατρέπεται και μόνο από την απλή διαπίστωση ότι το ΟΧΙ δεν ήταν μια πράξη στιγμιαία, αλλά ο παλλαϊκός ξεσηκωμός που έφερε το αλβανικό έπος. Επιπλέον, το ΟΧΙ ήταν οι διαθέσεις του λαού εναντίον κάθε ξένης επιβουλής, διαθέσεις τις οποίες ο Μεταξάς- όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί- γνώριζε πολύ καλά και υποχρεώθηκε να μην τις αγνοήσει την κρίσιμη ώρα.

 

Το πραγματικό περιεχόμενο στο «ΟΧΙ» του Μεταξά

Δύο ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, στις 30 Οκτωβρίου 1940, ο Μεταξάς εξήγησε στους ιδιοκτήτες και στους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου ότι αν δεχόταν το ιταλικό τελεσίγραφο η Ιταλία και η Βουλγαρία θα έκοβαν τα χέρια της Ελλάδας, καταλαμβάνοντας η πρώτη, τουλάχιστον την Ήπειρο και η δεύτερη τουλάχιστον τη Θράκη, η Αγγλία θα της έκοβε τα πόδια καταλαμβάνοντας την Κρήτη και τα νησιά και η κυβέρνησή του θα απομονωνόταν πλήρως από το ελληνικό λαό[4]. Επρόκειτο για μια ομολογία που αποδείκνυε πως το δικό του «ΟΧΙ» στη ιταλική πρόκληση ήταν το αποτέλεσμα του αδιεξόδου στο οποίο βρέθηκε αλλά, επιπροσθέτως, και των ειδικών δεσμών που είχε το ελληνικό με το βρετανικό κεφαλαίο γεγονός που καθιστούσε δυνατή μια βρετανική επέμβαση στις ελληνικές υποθέσεις.

Την πραγματική σχέση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με το ΟΧΙ, ακόμη και μ’ αυτό το ξένο προς τις διαθέσεις του ελληνικού λαού ΟΧΙ που ξεστόμισε ο Μεταξάς στον Γκράτσι την περιγράφει με εκπληκτικό τρόπο ένας άνθρωπος που γνώριζε πολύ καλά τα πράγματα αφού τότε εργαζόταν στη διπλωματική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών. Πρόκειται για τον μεγάλο Ποιητή Γιώργο Σεφέρη ο οποίος γράφει[5]: «Ο λαός έκανε ό,τι μπορούσε για να του δώσει να καταλάβει τη βαθιά αλλαγή των πραγμάτων. Από τη νάρκη της αδιαφορίας όπου βρισκότανε ως τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου, ξύπνησε σύσσωμος μονομιάς φρέσκος ολοζώντανος. Αλλά είναι ζήτημα αν η κράση του Μεταξά ήταν από εκείνες που αισθάνουνται τα μηνύματα της ψυχής του λαού. Έτσι κράτησε για πιλότους ενός τέτοιου κόσμου τα ίδια ανθρωπάκια που του μαγείρευαν, μέσα στους πρωτοφανείς κλυδωνισμούς της Ευρώπης μιαν Ελλάδα σαν είδος μετέωρο εκτός τόπου και χρόνου. Και όμως ο Μεταξάς ήξερε τι λογής άνθρωποι ήταν αυτοί που είχε κοντά του. Ήξερε ότι αν σ’ εκείνο το υπουργικό συμβούλιο της αυγής της 28ης έλεγε στους συνεργάτες του που είχαν ξυπνήσει (τους είδα) με φάτσες βρυκολάκων:

– Κύριοι, στις 3 το πρωί, ο Πρεσβευτής της Ιταλίας μου επέδωσε τούτο το τελεσίγραφο. Προ των συντριπτικών μέσων της Ιταλίας και της Γερμανίας κτλ., κτλ., απεφάσισα να αποφύγω τας άνευ προηγούμενου καταστροφάς που ηπείλουν τον τόπο, απεφάσισα να παραμερίσω κάθε εγωισμόν και ενέδωσα.

Αν τους τα έλεγε αυτά, ήξερε ο Μεταξάς ότι όλοι αυτοί οι κύριοι θα πήγαιναν να του φιλήσουν το χέρι και να τον συγχαρούν για το πατριωτικό του σθένος με πολύ μεγαλύτερη ειλικρίνειαν παρά όταν άκουσαν το περιλάλητο όχι. Ωστόσο τους κράτησε, μολονότι το ήξερε».

Πώς να μην τους κρατήσει αφού δικοί του άνθρωποι ήταν, αφού δεν μπορούσε αλλού να στηριχθεί κι αφού τον χώριζε χάσμα από το λαό, τον οποίο σημειωτέον πάντοτε φοβόταν. «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη»[6], έγραφε ο δικτάτορας στο Ημερολόγιο του μία ημέρα μετά την κήρυξη του πολέμου και ο υφυπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος Κ. Μανιαδάκης στις 31 Οκτωβρίου του 1940 δημοσίευε διάταγμα στον Τύπο με το οποίο απαγόρευε τη συγκρότηση εθελοντικών αντιστασιακών σωμάτων από το λαό. «Επειδή εσημειώθη- έλεγε το διάταγμα- κίνησις διαφόρων εθνικοφρόνων πολιτών προς οργάνωσιν εθελοντικών σωμάτων, ανακοινούται, ότι, κατ’ απόφασιν της κυβερνήσεως, πάσα τοιάυτη κίνησις η οργάνωσις απαγορεύεται. Αι κατά τόπους αστυνομικαί αρχαί διετάχθησαν να επιβλέπουν εις την εφαρμογήν της παρούσης». Αυτό ήταν το ΟΧΙ της 4ης Αυγούστου και του ηγέτη της.

 

Η κατάσταση του ΚΚΕ κατά την έναρξη του πολέμου

Σε αντιστοιχία όμως με τις διαθέσεις του λαού, εκείνες τις κρίσιμες ημέρες, βρέθηκαν οι κομμουνιστές παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι και το κόμμα τους είχαν χτυπηθεί άγρια από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου

Ο ελληνοϊταλικός πολέμου βρήκε το ΚΚΕ αποδεκατισμένο, την ηγεσία και τα στελέχη του στις φυλακές και τις εξορίες, τις οργανώσεις του σμπαραλιασμένες και όσες υπήρχαν ακόμη, υπό το καθεστώς του άγριου διωγμού. Η μεταξική δικτατορία από την πρώτη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε είδε το ΚΚΕ σαν τον κύριο και ανυποχώρητο εχθρό της.

Την 28η Οκτωβρίου 1940, περίπου δυο χιλιάδες κομμουνιστές, πρωτοπόρα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, βρίσκονταν κρατούμενοι σε 22 φυλακές, στρατόπεδα και τόπους εξορίας. Επίσης, όλη σχεδόν η κομματική ηγεσία που είχε εκλεγεί από το 6ο Συνέδριο (Δεκέμβρης 1935) βρισκόταν ανάμεσα στους φυλακισμένους και στους εξόριστους. Ο ΓΓ της ΚΕ του κόμματος Ν. Ζαχαριάδης, από τις αρχές του 1940, είχε μεταφερθεί από τις φυλακές της Κέρκυρας στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών. Στην Κέρκυρα βρίσκονταν τα μέλη του Π.Γ. Γιώργης Σιάντος, Βασίλης Νεφελούδης και Μήτσος Παρτσαλίδης, καθώς και το μέλος της ΚΕ Γιάννης Ζέβγος. Στην Ακροναυπλία βρίσκονταν ο Γιάννης Ιωαννίδης μέλος του ΠΓ και τα μέλη της ΚΕ Κώστας Θέος, Βασίλης Βερβέρης, Μήτσος Παπαρήγας, Μιχάλης Σινάκος και Ανδρέας Τσίπας. Στην Κίμωλο τα μέλη της ΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Στη Φολέγανδρο τα μέλη της ΚΕ Στέργιος Αναστασιάδης και Παντελής Καραγγίτσης- Σίμος. Στη Γαύδο το μέλος της ΚΕ Λεωνίδας Στρίγκος. Τέλος στο σανατόριο της Αθήνας «Σωτηρία» νοσηλευόταν το μέλος της ΚΕ Ν. Πλουμπίδης.

Αναφορικά με τις παράνομες κομματικές οργανώσεις πρέπει να σημειωθεί πως ο κεντρικός παράνομος καθοδηγητικός μηχανισμός ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει μετά τη σύλληψη του Γιώργη Σιάντου και του Γρηγόρη Σκαφίδα, το Νοέμβρη του 1939. Η ομάδα στελεχών (Μήτσος Παπαγιάννης, Β. Κτιστάκης, Χρήστος Κανάκης, Σταματία Βιτσαρά κ.ά) που εμφανίστηκε ως ΚΕ του κόμματος και έμεινε στην ιστορία με την επωνυμία «παλιά ΚΕ»- πέραν του ότι θεωρήθηκε ύποπτη και καταγγέλθηκε- ήταν απομονωμένη από τις κομματικές δυνάμεις και δεν τις επηρέαζε.

Το κενό της κομματικής καθοδήγησης επιχείρησε να «καλύψει» η ασφάλεια έχοντας προφανή στόχο να κατευθύνει τις κομματικές δυνάμεις, τους εργαζόμενους και το λαό σύμφωνα με τα συμφέροντα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Έτσι στις αρχές του 1940 εμφανίστηκε η «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ» που διεκδικούσε την ηγεσία του κόμματος και καθοδηγούνταν απευθείας από τον Μανιαδάκη, υφυπουργό ασφαλείας του Μεταξά. Χαρακτηριστικό είναι δε, ότι τόσο η «παλιά ΚΕ» όσο και η «Προσωρινή Διοίκηση» έβγαζαν η καθεμία το δικό της «Ριζοσπάστη».

 

Η ιταλική επιδρομή και η στάση των κομμουνιστών

Γενικά η κομματική κατάσταση ήταν απελπιστική. Όμως το ΚΚΕ δεν ήταν ένα συνηθισμένο κόμμα. Αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η στρατιωτική επιδρομή της Ιταλίας η ηγεσία του, τα μέλη και τα στελέχη του από τις φυλακές και τις εξορίες παρέμβηκαν και η παρέμβασή τους αυτή ήταν αποφασιστικά δίπλα στο δοκιμαζόμενο λαό.

Το πιο γνωστό, όμως, κείμενο του ΚΚΕ για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο είναι το περίφημο γράμμα «Προς το Λαό της Ελλάδας» του Ν. Ζαχαριάδη. Το παραθέτουμε:

«Ο φασισμός του Μουσσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα, με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λεφτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είνε πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο Λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη σπίτι με σπίτι πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κάθε πράχτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό, που το[ν] διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμιά επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο Λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είνε, και θα είνε, μια καινούργια Ελλάδα της Δουλειάς, της Λεφτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του, και η νίκη θάνε νίκη της Ελλάδας

και του Λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.

Αθήνα                                                              Ν. Ζαχαριάδης

31.X.40                                                Γραμματέας Κ.Ε. του ΚΚΕ»[7].

 

Η πλαστογραφία της δικτατορίας και η αξία του γράμματος

Το γράμμα αυτό που δημοσιεύτηκε στον τύπο της Αθήνας στις 2/11/1940 άσκησε τεράστια επίδραση στην εργατική τάξη και στον ελληνικό λαό, στα μέλη και στα στελέχη του κόμματος είτε βρίσκονταν ελεύθερα είτε στις φυλακές και στις εξορίες, στους φίλους και τους οπαδούς του.

Η δικτατορία του Μεταξά υποχρεώθηκε να δημοσιεύσει το γράμμα ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να το αξιοποιήσει προς όφελος της. Έτσι πλαστογράφησε τον τίτλο του για να προσδώσει μεγαλύτερη αξία στον εαυτό της. «Το γράμμα του σ. Ζαχαριάδη- αποκάλυπτε ο μεταπολεμικός Ριζοσπάστης[8]– δημοσιεύτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες στις 2 Νοέμβρη 1940 και σε φωτοτυπία με μια πλαστογραφία που έκανε τότε ο Μανιαδάκης. Ο σ. Ζαχαριάδης την ίδια μέρα που έστελνε το ανοικτό γράμμα προς τον ελληνικό λαό, έγραψε και ένα άλλο για τον υφυπουργό Δημοσίας Ασφαλείας Ι. Μανιαδάκη. Με το δεύτερο αυτό γράμμα ο σ. Ζαχαριάδης καθιστούσε υπεύθυνο το Μανιαδάκη για την τύχη των φυλακισμένων στην απομόνωση της Κέρκυρας που κινδύνευαν απ’ τους βομβαρδισμούς της φασιστικής αεροπορίας εναντίον της Κέρκυρας. Οι βομβαρδισμοί είχαν αρχίσει από την πρώτη μέρα του πολέμου. Ο σ. Ζαχαριάδης ζητούσε να σταματήσει η απομόνωση για νάχουν τη δυνατότητα οι φυλακισμένοι να προστατεύονται καλύτερα στις ώρες του συναγερμού. Η πλαστογράφηση βρίσκεται σε τούτο δω: Ο Μανιαδάκης πήρε την επικεφαλίδα αυτού του δεύτερου γράμματος που απευθυνόταν προς τον «Υφυπουργόν της Δημοσίας Ασφαλείας Κον Μανιαδάκην» και την έβαλε σαν επικεφαλίδα στο «Ανοικτό Γράμμα» θέλοντας έτσι να δείξει ότι και αυτό σ’ αυτόν το έστειλε ο σ. Ζαχαριάδης.».

Κατά τ’ άλλα το περιεχόμενο του γράμματος παρέμεινε αναλλοίωτο για αποτελέσει τον καθοδηγητικό μπούσουλα των κομμουνιστών και να προκαλέσει τον θαυμασμό ακόμη και των αντιπάλων τους. «Η πρώτη αντίδραση του κόμματος- γράφει ο Ευαγ. Αβέρωφ αναφερόμενος στην στάση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο[9]– υπήρξε απρόβλεπτη. Στις 30 Οκτωβρίου του 1940 (σ.σ. 31 Οκτωβρίου είναι το σωστό), ο Ζαχαριάδης από τη φυλακή όπου βρισκόταν τρισήμισι περίπου χρόνια, απηύθυνε μια επιστολή προς τον Μανιαδάκη. Δημοσιεύτηκε αμέσως σε όλες τις εφημερίδες. Επρόκειτο για μια ωραία έκκληση υπέρ της αμύνης και κατέληγε ως εξής: ‘‘Όλοι στον αγώνα, καθένας στη θέση του, η νίκη θα ανήκη στην Ελλάδα και στο λαό της. Οι εργάτες όλου του κόσμου βρίσκονται στο πλευρό μας’’. Ήταν κείμενο επιδέξιο από την πλευρά του (η νίκη στο λαό, όχι στη δικτατορία, οι εργάτες όλου του κόσμου) αλλά ήταν συγχρόνως κείμενο χρήσιμο για τον αγώνα. Ήταν επίσης ευθυγραμμισμένο με τις δηλώσεις όλων των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι αντετίθεντο όλοι στο δικτατορικό καθεστώς. Πράγματι, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες είχαν κηρυχθεί υπέρ της ενόπλου αντιστάσεως κατά του εισβολέως.».

Τα σημεία του γράμματος που στρέφονται κατά της δικτατορίας δεν είναι μόνο αυτά που επισημάνει ο Αβέρωφ. Η φράση «Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα» είναι ίσως το ισχυρότερο χαστούκι κατά της δικτατορίας και μία σαφέστατη έκκληση προς τον ελληνικό λαό να είναι εχθρικός απέναντί της κι απέναντι στα όργανά της. Αλλά το γράμμα δεν σταματούσε εκεί. Έδινε προοπτική στο λαό και προσδιόριζε με ακρίβεια το χαρακτήρα της πάλης του όταν έλεγε πως «Έπαθλο για τον εργαζόμενο Λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είνε, και θα είνε, μια καινούργια Ελλάδα της Δουλειάς, της Λεφτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».

Λαμπρότερο ντοκουμέντο στην ιστορία του ελληνικού επαναστατικού κινήματος, τόσο πυκνό και τόσο ξεκάθαρο σε νοήματα, που να συνδυάζει με τόση ευστοχία την τακτική με την στρατηγική του κινήματος, δεν υπάρχει. Ας δούμε όμως τι έχει πει ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης για το γράμμα του.

 

Ο Ζαχαριάδης μιλά για το νόημα του γράμματος

Ο Ν. Ζαχαριάδης δεν συνήθιζε να μιλάει για τις πράξεις του παρά μόνο όταν ήταν υποχρεωμένος να το κάνει για να δώσει διευκρινήσεις και να βοηθήσει τους συνομιλητές του να κατανοήσουν βαθύτερα το θέμα και τα κίνητρα των πράξεών του. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η ομιλία του στην 7η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το 1957, όπου μιλώντας για το ιστορικό του γράμμα δεν έκρυψε τις δυσκολίες και τις ταλαντεύσεις που είχε όχι μόνο όταν το έγραφε αλλά και μετά. «Αυτό το γράμμα- είπε[10]– για να γίνει δυσκολεύτηκε αυτός που το ‘γραψε. Ταλαντεύσεις είχε μέσα εκεί στην Ασφάλεια, ‘‘είναι σωστό για δεν είναι σωστό;’’ Κι οι ταλαντεύσεις του αυτές ξέρετε πότε διαλύθηκαν, σύντροφοι, και ανέπνευσε; Ήταν στις 22 του Ιούλη 1941 οριστικά»[11]. Έχει σημασία να δούμε σε τι αποσκοπούσε ο Ν. Ζαχαριάδης γράφοντάς το γράμμα αυτό. Ο ίδιος αναφέρει[12]: «Το γράμμα μου που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες στις 2 του Νοέμβρη 1940 αποβλέπει στα παρακάτω: 1) Να δώσει έγκυρη ενιαία κατεύθυνση στους κομμουνιστές όλης της χώρας. 2) Να κινητοποιήσει το λαό στην αντιφασιστική εξόρμηση για την εθνική ανεξαρτησία και λευτεριά. 3) Να αποκαταστήσει στο εσωτερικό τις λαϊκές ελευθερίες, μια λαϊκή αντιπλουτοκρατική πολιτική. 4) Να κάμει τον πόλεμο εθνικό αντιφασιστικό, αντιιμπεριαλιστικό με βασικό και μοναδικό σκοπό την εξασφάλιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας, της ειρήνης και ουδετερότητας μας, έξω από το γενικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο».

Το γράμμα, όπως προαναφέραμε, είχε μεγάλη επίδραση στον ελληνικό λαό, στο μαζικό κίνημα και στους έλληνες κομμουνιστές. Όχι μόνο εκείνες τις δύσκολες πρώτες ημέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου αλλά και μετά όταν η χώρα βρέθηκε υπό το καθεστώτος της τριπλής φασιστικής κατοχής κι έπρεπε να οργανωθεί ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Μιλώντας, το Δεκέμβρη του 1942, από το βήμα της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του κόμματος, ο Γ. Σιάντος είχε πει πως ολόκληρη η εθνικοαπελευθερωτική δουλειά του ΚΚΕ στηριζόταν στο ιστορικό γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στις θέσεις που είχε διατυπώσει το 1939 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν[13].

 

Το πρώτο και τα άλλα δύο γράμματα

Από τα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Ν. Ζαχαριάδης έστειλε άλλα δύο γράμματα τα οποία δεν είδαν εγκαίρως το φως της δημοσιότητας[14]. Το ένα (δεύτερο στη σειρά των τριών) με ημερομηνία «26 του Νοέμβρη 1940» δημοσιεύτηκε με πρωτοβουλία της Ασφάλειας στον αθηναϊκό Τύπο, μόλις στις… 9 Μαρτίου 1947. Το άλλο (τρίτο κατά σειρά), με ημερομηνία 15- 1- 1941 δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Ιούνη του 1942, στο 2ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ τη κατοχής και κατοπινά στο μεταπολεμικό Ριζοσπάστη[15].

Και τα δύο αυτά γράμματα έβαζαν την ίδια πολιτική γραμμή στο κόμμα. Επιπλέον, το τρίτο στη σειρά, της 15- 1- 1941 ξεσκέπαζε το χαφιέδικο ρόλο της «Προσωρινής Διοίκησης», της ασφαλίτικης δηλαδή καθοδήγησης που είχε δημιουργήσει η μεταξική δικτατορία για να θέση υπό τον έλεγχό της το ΚΚΕ.

Η πολιτική γραμμή των δύο αυτών γραμμάτων συμπυκνωνόταν στα παρακάτω: Ο ελληνικός λαός αγωνιζόταν για να εξασφαλίσει τη λευτεριά και τη ανεξαρτησία του και δεν είχε καμία θέση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανάμεσα στην Αγγλία από την μια και την Γερμανία- Ιταλία από την άλλη. Επομένως αφού ο ελληνικός λαός είχε υπερασπιστεί αποτελεσματικά μέχρι εκείνη τη στιγμή την ανεξαρτησία και την εθνική λευτεριά του (όταν ο Ζαχαριάδης έγραψε το 2ο γράμμα ο ελληνικός στρατός είχε απωθήσει τους ιταλούς στο αλβανικό έδαφος και είχε καταλάβει τον Κορυτσά) ένα πράγμα έπρεπε να επιζητεί. Την εξασφάλιση της ειρήνης και της ουδετερότητα της χώρας με τους εξής όρους: «1) Να ξανάρθουν τα πράγματα όπως ήταν στις 28 του Οχτώβρη 1940 δίχως καμμιά εδαφική- οικονομική- πολιτική ζημιά σε βάρος της Ελλάδας. 2) Οι πολεμικές δυνάμεις της Αγγλίας να φύγουν όλες απ’ τα χώματα και τα νερά της Ελλάδας. Με βάση τους δύο αυτούς όρους να ζητήσουμε αμέσως απ’ την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ να μεσολαβήσει για να γίνει ελληνοϊταλική ειρήνη αυτό είναι σήμερα το μοναδικό εθνικολαϊκό συμφερό… Είμαστε υποχρεωμένοι- κατέληγε στο δεύτερο γράμμα του ο Ν. Ζαχαριάδης να ζητήσουμε ειρήνη έντιμη και δίχως κυρώσεις και για να ξεκαθαρίσουμε άλλη μια φορά τόσο τον εθνικό- αμυντικό- απελευθερωτικό χαρακτήρα του πολέμου που κάνουμε, όσο και ότι είμαστε ξένοι προς τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που κάνουν οι πλουτοκρατικές μεγάλες δυνάμεις. Αν σήμερα δεν δουλέψουμε για μια έντιμη ειρήνη ο πόλεμος θα χάσει για μας τον εθνικό αμυντικό χαρακτήρα του, θα γίνει κατακτητικός και τότε θα έχει αντίθετο το λαό».

Έχει υποστηριχτεί από αντιπάλους και από φίλους του ΚΚΕ- ανάμεσα τους είναι και η σημερινή ηγεσία του κόμματος- ότι το περιεχόμενο του δεύτερου και τρίτου γράμματος ερχόταν σε αντίθεση με το περιεχόμενο του πρώτου. Πρόκειται, το λιγότερο για μια απολύτως λανθασμένη εκτίμηση. Το πρώτο γράμμα χαρακτήρισε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό- αντιφασιστικό, έβαλε το καθήκον στον ελληνικό λαό να αγωνιστεί για να απαλλαγεί από κάθε ιμπεριαλιστική εξάρτηση και πουθενά δεν υπάρχει σ΄ αυτό η θέση ότι το ΚΚΕ υποστηρίζει έναν πόλεμο για προσαρτήσεις ξένων εδαφών από μέρους της Ελλάδας. Επίσης δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή υπόνοια ότι τα ΚΚΕ θα ανεχόταν την ενίσχυση της Αγγλίας για την προώθηση των σχεδίων της και των συμφερόντων της τόσο στη χώρα όσο και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Όταν, λοιπόν, ο Ζαχαριάδης βάζει τη γραμμή του δεύτερου γράμματος υποστηρίζει με σαφήνεια τη γραμμή του πρώτου γράμματος στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί. Σε συνθήκες δηλαδή ήττας του ιταλικού στρατού, προέλασης του ελληνικού στην Αλβανία, αποχαλίνωσης της ελληνικής οικονομικοπολιτικής ολιγαρχίας που βρίσκει την ευκαιρία να προβάλλει τα μεγαλοϊδεατικά της σχέδια και οράματα, σε συνθήκες όπου ο αγγλικός ιμπεριαλισμός προωθείται στη περιοχή βάζοντας μπροστά για να του ανοίξουν το δρόμο τα κορμιά των ελλήνων στρατιωτών.

Το 2ο και 3ο γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη, αποτελούν μαζί με το πρώτο μια αδιάσπαστη ενότητα, ένα σπουδαίο τίτλο τιμής για το ΚΚΕ. Αποτελούν το αντιφασιστικό, αντιιμπεριαλιστικό, διεθνιστικό, πατριωτικό «ΟΧΙ» του ΚΚΕ.    

 


[1] Εισέβαλλαν μισή ώρα νωρίτερα από την καθορισμένη, δηλαδή στις 5.30’ π.μ.

[2] Εμμανουέλε Γκράτσι: «Η αρχή του τέλους- Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 286

[3] Π. Κανελλόπουλου: «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου», Αθήναι 1964, σελ. 20

[4] Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Δ’ σελ. 522- 524

[5] Γιώργος Σεφέρης: «Χειρόγραφο- Σεπ. ‘41», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, σελ. 47

[6] Ιωάννου Μεταξά, στο ίδιο, σελ. 520

[7] ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ: «Ιστορικά διλήμματα, ιστορικές απαντήσεις- Άπαντα τα δημοσιευμένα, 1940-1945», εκδόσεις Καστανιώτη 2011- επιμέλεια Γιώργος Πετρόπουλος, σελ. 31

[8] Ριζοσπάστης 28.10/1945

[9] Ευάγγελου Αβέρωφ: «Φωτιά και τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 93.

[10] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 8ος, σελ. 693

[11] Πρόκειται για λάθος στη ημερομηνία που οφείλεται η στο Ζαχαριάδη ή στους πρακτικογράφους. Η ημερομηνία πρέπει αν είναι 22 Ιουνίου 1941, ημέρα επίθεσης της χιτλερικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ

[12] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», «Το 3ο ανοικτό γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη», τόμος 5ος , σελ. 274- 275

[13] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 296

[14] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 271- 276

[15] «Κομμουνιστική Επιθεώρηση της εποχής της φασιστικής κατοχής 1941- 1944», Ανατύπωση Αθήνα Οχτώβρης 1946, σελ. 50- 52 και «Ρ» 28/10/1945

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας