Εργατικός Αγώνας

Che: Ο Κομαντάντε της Επανάστασης

Με αφορμή τη συμπλήρωση 47 χρόνων από τη δολοφονία του

«Έχω γεννηθεί στην Αργεντινή, αυτό δεν είναι μυστικό για κανένα. Είμαι Κουβανός και μαζί Αργεντινός, και αν οι λαμπρότατες περιοχές της Λατινικής Αμερικής δεν θίγονται, αισθάνομαι τόσο Λατινοαμερικανός πατριώτης, απ’ οποιαδήποτε χώρα της Λατινικής Αμερικής, όσο και ο πιο πατριώτης της κάθε μιας. Θα είμαι έτοιμος στην κατάλληλη στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την απελευθέρωση μιας λατινοαμερικανικής χώρας δίχως να γυρέψω τίποτε από κανένα, δίχως τίποτε ν’ απαιτήσω, δίχως κανέναν να εκμεταλλευτώ».

Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα[i]

 

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1966, στο αεροδρόμιο της Λα Παζ στη Βολιβία, έφρασε προερχόμενος από το Σάο Πάολο της Βραζιλίας ένας μεσήλικας, χωρίς γένια, φαλακρός, με άσπρα μαλλιά όπου αυτά υπήρχαν, με μεγάλα ματογυάλια πολυτελείας, καλοντυμένος και γραβατωμένος. Στην τσέπη του είχε το ουρουγουαϊνό διαβατήριο που έφερε το όνομα Ραμόν Μπενίτες Φερνάντες, έμπορος. Για κάθε περίπτωση, είχε κρυμμένο πάνω καλά κι ένα δεύτερο διαβατήριο στο όνομα του εμπόρου Αντόλφο Μένα Γκονσάλες. Στις Βολιβιανές αρχές παρουσίασε μια διαταγή αποστολής του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, στο όνομα Αντόλφο Μένα Γκονσάλες, η οποία ανέφερε πως ο κάτοχος αυτής θα πραγματοποιούσε μία έρευνα για τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις στη Βολιβία. Έτσι του επιτράπηκε η ελευθερία κίνησης σε ολόκληρη τη χώρα.

Στις 5 Νοεμβρίου του 1966, στις 6.30 το πρωί, ο Ραμόν Μπενίτες Φερνάντες ή Αντόλφο Μένα Γκονσάλες άφησε τη Λα Παζ και με τζιπ, συνοδεία των φίλων του Αλμπέρτο Φερνάνδες ντε Όκα και Κάρλος Κουέγιο, κατευθύνθηκε προς τη Νοτιοανατολική περιοχή της Βολιβίας, όπου κοντά στον ποταμό Νιανκαουάσου υπήρχε μια φάρμα, η οποία έμμελε να μείνει στην ιστορία με το όνομα «Καλαμίνα», γιατί η κατοικία που υπήρχε μέσα σ’ αυτήν ήταν καλυμμένη με φύλλα ψευδαργύρου (στα ισπανικά «Καλαμίνα»)[ii].

Λίγες ώρες αργότερα, από τη Λα Παζ βγήκε ένα δεύτερο τζιπ- που τράβηξε προς την ίδια κατεύθυνση με το πρώτο- στο οποίο επέβαιναν τρεις άνθρωποι: ο Πόμπο, ο Τομάγιο κι ένας Βολιβιανός φοιτητής ονόματι Χόρχε Βάσκε Βιάνια ή ελ Λόρο ή Μπιγκότες[iii]. Τα δύο τζιπ στην πορεία συναντήθηκαν και πριν φτάσουν στη φάρμα «Καλαμίνα», οι επιβάτες, για να μην κινήσουν υποψίες εγκατέλειψαν το ένα όχημα και συνέχισαν με το άλλο. Κατά τη διάρκεια της κοινής τους διαδρομής ο Μπιγκότες πληροφορήθηκε πως ο περίεργος αυτός μεσήλικας ήταν ο Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα. Ήταν τόση η έκπληξή του που λίγο έλειψε να ρίξει το τζιπ σε μια χαράδρα, αφού το σταμάτησε στην άκρη του γκρεμού. Στη συνέχεια, η ομάδα συνέχισε βαδίζοντας περί τα 20 χιλιόμετρα και περασμένα μεσάνυκτα της 6ης προς 7η Νοεμβρίου έφτασε στη Φάρμα.

Εκείνη τη μέρα, την 7η Νοεμβρίου, ο Τσε άνοιξε ένα σημειωματάριο γερμανικής κατασκευής, κόκκινου χρώματος κι άρχισε- όπως άλλωστε συνήθιζε σε κάθε περιπέτεια της ζωής του- να γράφει το νέο του ημερολόγιο: «7 Νοέμβρη: Σήμερα ξεκινάμε ένα καινούργιο αγωνιστικό στάδιο….»[iv].

Τι γύρευε άραγε ένας τέτοιος άνθρωπος στη Βολιβία; Σε τι χρησίμευε αυτή η φάρμα; Σε ποιόν ανήκε; Και εντέλει ποιο ήταν το καινούργιο αγωνιστικό στάδιο που μόλις ξεκινούσε την ίδια ημέρα που η ανθρωπότητα γιόρταζε το κορυφαίο ιστορικό γεγονός στη σύγχρονη φάση της ιστορίας της, την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης;

Πριν δώσουμε τις απαντήσεις οφείλουμε να σταθούμε στον άνθρωπο που αποτελούσε το κέντρο αυτής της ιστορίας. Στο Ερνέστο Γκουεβάρα.

Ο ασθματικός νέος που έμελλε να γίνει επαναστάτης

Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννήθηκε στην πόλη Ροσάριο της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου του 1928. Ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια Ντε λα Σέρνα. Στις φλέβες του έτρεχε ιρλανδέζικο αίμα από τη μεριά του πατέρα του και Βασκικό από την μεριά της μητέρας του. Όμως ήταν αργεντινός 12ης γενιάς από το σόι του πατέρα του και 8ης γενιάς από το σόι της μητέρας του. Οι πρόγονοί του, είχαν περιπετειώδη ζωή κι ίσως όλα αυτά να είχαν περάσει ως πληροφορίες στα γονίδια του νεαρού Γκεβάρα. Ο πατέρας του μάλιστα πίστευε πως η πορεία που τράβηξε ο γιος του μπορούσε να ερμηνευτεί από την καταγωγή του. Να πως περιέγραφε στον Σοβιετικό ιστορικό Ι. Λαβρέτσκι την εξέλιξη του γιου του: «Για να καταλάβει κανείς, πως ο γιος μου έγινε ο ταγματάρχης Τσε, ένας από τους αρχηγούς της κουβανικής επανάστασης, και τι ήταν εκείνο που τον έκανε να πάει στα βουνά της Βολιβίας, πρέπει να σηκώσει λιγάκι το πέπλο του παρελθόντος και να γνωρίσει τους προγόνους της οικογένειάς μας. Στις φλέβες του γιου μου έτρεχε το αίμα των Ιρλανδών στασιαστών, των Ισπανών κατακτητών και των Αργεντινών πατριωτών. Όπως φαίνεται, ο Τσε κληρονόμησε ορισμένα χαρακτηριστικά των ανήσυχων προγόνων μας. Στο χαρακτήρα του υπήρχε κάτι που τον τραβούσε στις μακρινές περιπλανήσεις, στις επικίνδυνες περιπέτειες και στις νέες ιδέες»[v].

Σχεδόν νεογέννητος, στο Ροσάριο, ο Ερνέστο είχε πάθει κρίση πνευμονίας και σε ηλικία δύο ετών, όταν η ζούσε με την οικογένειά του στο Άλτο Παρανά, στα σύνορα με την Παραγουάη, η πνευμονία τον ξανακτύπησε ύστερα από ένα μπάνιο στο ποτάμι. Αν και το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε ιατρικώς, από τώρα και στο εξής το μικρό αυτό παιδί θα έπρεπε να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του έχοντας μόνιμο σύντροφο το άσθμα.

Όλη του τη ζωή ο Τσε την πέρασε μέσα στην περιπλάνηση, ακόμη και την περίοδο που ήταν μικρό παιδί. Ο πατέρας του, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, ανέπτυσσε επιχειρηματικές δραστηριότητες σε διάφορα μέρη της Αργεντινής, κι έτσι η οικογένεια υποχρεωνόταν συχνά να αλλάξει τόπο διαμονής. Επιπλέον, οι περιπέτειες του μικρού Ερνέστο με το άσθμα υποχρεώνουν τους γονείς τους να αναζητούν για τη διαμονή της οικογένειας τις κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες.

Το 1936 ο Ερνέστο θα γραφεί στο δημοτικό σχολείο όπου φοίτησε κανονικά μόνος στη δευτέρα και την τρίτη τάξη. Την τέταρτη, την πέμπτη και την έκτη θα τις τελειώσει πηγαίνοντας- λόγω της αρρώστιας- όποτε μπορούσε. Το 1942, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών θα γραφεί στο λύκειο Ντεάν Φούνες, στην Κόρδοβα, ένα σχολείο δημόσιο και περισσότερο ελεύθερο, ενώ μπορούσε να γράφει στο Μονσεράτ όπου σπούδαζαν τα παιδιά από τα πιο ευπορότερα στρώματα της κοινωνίας[vi].

Στην οικογένεια Γκεβάρα το διάβασμα ήταν μια αγαπημένη συνήθεια και τα βιβλία αφθονούσαν. «Εγώ και η Σέλια- λέει ο πατέρας του[vii]– αγαπούσαμε φοβερά τα βιβλία. Είχαμε μεγάλη βιβλιοθήκη με κάμποσες χιλιάδες βιβλία, το κύριο στολίδι του σπιτιού μας, το βασικό μας κεφάλαιο. Εδώ υπήρχαν και κλασσική φιλολογία από την ισπανική ως τη ρωσική, και βιβλία ιστορίας, φιλοσοφίας, ψυχολογίας και τέχνης. Υπήρχαν έργα του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν, βιβλία του Κροπότκιν και του Μπακούνιν. Από τους αργεντινούς συγγραφείς αντιπροσωπεύονταν ο Χοσέ Ερνάντες, ο Σαρμέντο και άλλοι. Ένα μέρος από τα βιβλία ήταν στα γαλλικά. Η Σέλια ήξερε τα γαλλικά, μάθαινε και τον Τετέ τη γλώσσα αυτή». Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, το διάβασμα έγινε βίωμα στον Ερνέστο από τα μικρά του χρόνια. Διάβαζε όλους τους μεγάλους συγγραφείς και ποιητές ενώ απ’ ότι φαίνεται η πρώτη του επαφή με το Μαρξισμό- δεδομένου ότι τα βιβλία υπήρχαν- έγινε μάλλον στη βιβλιοθήκη του πατρικού του σπιτιού κι όχι αργότερα. Η ποίηση ήταν η μεγάλη αγάπη του νεαρού Ερνέστο. Αγαπούσε επίσης τη ζωγραφική, αλλά εκεί που δεν μπορούσε να αντιληφθεί τίποτα ήταν ότι αφορούσε τη μουσική. Δεν μπορούσε να διακρίνει τους διαφορετικούς ρυθμούς, δεν είχε καθόλου μουσικό αυτί κι ως εκ τούτου δεν είχε καμιά ικανότητα στο χορό παρά το γεγονός ότι οι αργεντινοί θεωρούν τον εαυτό τους καλό χορευτή ακόμη κι αν δεν χορεύουν καλά.

Παράλληλα με το διάβασμα ο Ερνέστο είχε αναπτύξει και μια δεύτερη… εμμονή. Θέλοντας να καταπολεμήσει την αρρώστια του ή τουλάχιστον να πάει κόντρα σε όσα αυτή του υπαγόρευε να κάνει, δοκίμαζε τις αντοχές τις αναπνοής του παίρνοντας μέρος σε αθλητικές δραστηριότητες που απαιτούσαν κάτι τέτοιο. Έπαιζε πινγκ πονγκ, ποδόσφαιρο, ράγκμπι, αγαπούσε την ιππασία, το γκολφ, την ανεμοπορία, αλλά το πάθος των παιδικών και εφηβικών του χρόνων ήταν το ποδήλατο.

Όταν τελείωσε το Λύκειο, το 1946, ο δεκαοχτάχρονος Ερνέστο αποφάσισε να σπουδάσει εφαρμοσμένη Μηχανική. Έτσι εγκαταστάθηκε στο Μπουένος Άιρες στο σπίτι της θείας του και της γιαγιά τους, της μητέρας του πατέρα του, με την οποία ήταν συναισθηματικά δεμένος από μικρός, και γράφτηκε στην σχετική σχολή του πανεπιστημίου. Στη συνέχεια όμως ήρθε στη ζωή του κάτι πολύ έντονο και σημαντικό που τον έκανε να αλλάξει σχέδια. Η γιαγιά του παθαίνει εγκεφαλική αιμορραγία και στη συνέχεια ημιπληγία. Κάθεται δίπλα της, της κρατάει συντροφιά και την φροντίζει για 17 ημέρες ως το θάνατό της[viii]. Μετά από αυτό το γεγονός, που φαίνεται ότι τον συγκλόνισε βαθιά, πιθανόν επηρεασμένος και από τη δική του χρόνια ασθένεια αλλά και από την μαστεκτομή που έκανε η μητέρα του ύστερα από διάγνωση καρκίνου[ix], αποφασίζει να γίνει γιατρός και στις αρχές του 1947 γράφεται στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου.

Το τελευταίο μάθημα στην Ιατρική ο Ερνέστο το έδωσε τον Απρίλιο του 1953, αλλά στο διάστημα που ήταν φοιτητής κάθε άλλο παρά έζησε μακριά από την περιπέτεια. Το Γενάρη του 1950 ξεκίνησε με μια μηχανή- κάτι σαν μοτοποδήλατο- που σχεδόν την είχε φτιάξει ο ίδιος για να γνωρίσει το βορά της Αργεντινής και στις 29 Δεκεμβρίου του 1951, μαζί με το φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο καβάλησαν μία μηχανή Νόρτον των 500 κυβικών κι άρχισαν μια νέα περιπέτεια με σκοπό να γνωρίσουν τη Λατινική Αμερική[x]. Επισκέφθηκαν τη Χιλή, το Περού, τη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, τον Ισημερινό, τον Παναμά. Όσο βρίσκονταν στο Περού οι δύο φίλοι εργάστηκαν σε λεπροκομείο προσφέροντας υπηρεσίες στους ασθενείς. Ο Αλμπέρτο θυμάται[xi]: «Προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε την ψυχοθεραπεία και ψυχαγωγούσαμε τους λεπρούς. Οργανώσαμε από τους αρρώστους ποδοσφαιρική ομάδα, κάναμε αθλητικούς αγώνες, πηγαίναμε μαζί τους να κυνηγήσουμε πιθήκους, συζητούσαμε με αυτούς τα πιο διαφορετικά θέματα. Η προσοχή μας και η συντροφική συμπεριφορά μας απέναντι σε αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα ανέβασε τη δραστηριότητά τους. Οι άρρωστοι συνδέθηκαν αμέσως με μας».

Το κοινό ταξίδι των δύο φίλων ολοκληρώθηκε στο Καράκας της Βενεζουέλας. Ο Αλμπέρτο βρήκε εκεί δουλειά ως γιατρός και ο Ερνέστο με τη βοήθεια ενός συγγενή του επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες μέσω Μαϊάμι τον Αύγουστο του 1952. Το επόμενο ταξίδι του θα είναι προς την επανάσταση.

Ταξίδι προς την Επανάσταση

                          Μετά την αποφοίτηση του από την Ιατρική, στις 7 Ιουλίου του 1953, ο Ερνέστο ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι στη Λατινική Αμερική, αυτή τη φορά με τρένο, έχοντας μαζί του τον Κάρλος Φερέρ, με το παρατσούκλι Καλίκα, συγγενή της οικογενείας Γκεβάρα, που δεν έχει τελειώσει ακόμη τις σπουδές του στην Ιατρική. Θα επισκεφθεί τη Βολιβία, του Περού, το Εκουαδόρ, την Κολομβία, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, το Σαλβαδόρ και τελικά θα καταλήξει στη Γουατεμάλα. Σ’ αυτή του τη διαδρομή θα γνωρίσει την ταραγμένη Λατινική Αμερική των κοινωνικών αγώνων, των επαναστατικών εξεγέρσεων και των πραξικοπημάτων. Στη Βολιβία για παράδειγμα, από τον Απρίλη του 1952 είχε ξεσπάσει η 179η λαϊκή εξέγερση στη σειρά στην οποία συμμετείχαν οι χωρικοί και οι μεταλλωρύχοι. Η εξέγερση αυτή έφερε στην προεδρία της χώρας τον Πας Εστενσόρο, ηγέτη του «Εθνικού Επαναστατικού Κινήματος», αλλά και μια σειρά από προοδευτικές ανακατάξεις που προμήνυαν κάτι θετικό. Η κυβέρνηση εθνικοποίησε τα ορυχεία Κασσίτερου, είχε αρχίζει να εφαρμόζει την αγροτική μεταρρύθμιση, οργάνωνε ένα είδος λαϊκής πολιτοφυλακής από μεταλλωρύχους και αγρότες.

Την περίοδο αυτή ο Ερνέστο είναι μόνο ένας απλός παρατηρητής των γεγονότων. Ό,τι βλέπει κι ό,τι αντιλαμβάνεται εγγράφεται στη συνείδησή του που δεν έχει κάνει ακόμη την αποφασιστική στροφή. Πάντως, στο διάστημα της δεύτερης αυτής πορείας του στη Λατινική Αμερική, στην Κούβα θα συμβεί ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός που στην εξέλιξή του θα του σφραγίσει τη ζωή. Στις 26 Ιουλίου του 1953 ο Φιντέλ Κάστρο θα ηγηθεί επίθεσης στο Στρατόπεδο της Μονκάδα. Η επιχείρηση απέτυχε και οι περισσότεροι από τους 50 συλληφθέντες μαχητές θα δολοφονηθούν από τα στρατεύματα του δικτάτορα Μπατίστα. Ο Κάστρο και άλλοι επιζώντες σύντροφοι του θα συλληφθούν λίγο αργότερα και θα φυλακιστούν. Στις 6 Οκτωβρίου του ιδίου έτους απολογούμενος στο δικαστήριο της χούντας ο Φιντέλ θα δηλώσει ανάμεσα σε άλλα: «Όσο για μένα, ξέρω πως η φυλακή θάναι σκληρή όσο δεν είτανε ποτέ για κανένα, πως θα βρω μπροστά μου απειλές, παγίδες και άτιμες βιαιότητες. Μα δεν τις φοβούμαι όπως δεν τρέμω τη μανία του άθλιου τυράννου που πήρε τη ζωή εβδομήντα αδελφών μου. Καταδικάστε με, δεν πειράζει, η ιστορία θα με δικαιώσει»[xii]. Εκείνες τις μέρες ο Ερνέστο βρισκόταν στο Εκουαδόρ και από εκεί αποφάσισε με τους φίλους του που είχε γνωρίσει στη διάρκεια του ταξιδιού του να τραβήξει προς τη Γουατεμάλα[xiii]. Χωρίς να το γνωρίζει η ζωή τον έσπρωχνε στο δρόμο προς την Κούβα.

Στη Γουατεμάλα ο Ερνέστο έφτασε το Δεκέμβρη του 1953. Πρόεδρος της χώρας, εκεί, από το Φθινόπωρο του 1950, είχε εκλεγεί ο Χακόμπο Αρμπένς με την υποστήριξη και του νεαρού Κόμματος Εργασίας της Γουατεμάλας (Κομμουνιστικό Κόμμα). Η κυβέρνηση Αρμπένς ήταν μια αστική κυβέρνηση που όμως είχε ένα γενικότερο προοδευτικό προσανατολισμό. Συγκεκριμένα είχε προασπίσει σε έναν ορισμένο βαθμό τα εθνικά συμφέροντα της χώρας έναντι των ΗΠΑ, είχε προωθήσει την αγροτική μεταρρύθμιση με την απαλλοτρίωση μέρους της τσιφλικάδικης γης, είχε δώσει αυξήσεις στους μισθούς των εργατών, περιφρουρούσε τις δημοκρατικές ελευθερίες. Η πολιτική της αυτή είχε προκαλέσει την οργή των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είχαν αποφασίσει την ανατροπή του Αρμπένς και για το λόγο αυτό έστειλαν στη Γουατεμάλα, ως πρεσβευτή, έναν πολύ γνωστό διπλωμάτη και δολιοφθορέα στην ελληνική κοινωνία, τον Τζων Πιουριφόυ. Καθήκον του Πιουριφόυ ήταν να οργανώσει πραξικόπημα για την απομάκρυνση του Αρμπένς[xiv].

Στη Γουατεμάλα ο Ερνέστο γνώρισε την πρώτη του σύζυγο, την περουβιανή πολιτική εξόριστο Ίλδα Γκαδέα Ακόστα που φοιτούσε οικονομικά και ήταν οργανωμένη στη νεολαία του αριστερού πολιτικού κινήματος APRA (Alianza Popular Revolucionaria Americana– Λαϊκή Επαναστατική Αμερικανική Συμμαχία). Οι δύο νέοι θα έρθουν κοντά ο ένας με τον άλλον και θα κάνουν παρέα ανταλλάσσοντας βιβλία και προβληματισμούς. Η στροφή του Ερνέστο προς τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα είναι πλέον εμφανής και από την σχέση του με την Ίλδα θα κάνει μεγάλα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή του, όμως, η στροφή είχε μάλλον συντελευτεί πολύ νωρίτερα. Η Ίλδα αφηγείται[xv]: «Ο Δόκτορας Ερνέστο Γκουεβάρα με κατέπληξε από τις πρώτες κιόλας συζητήσεις με το μυαλό του, τη σοβαρότητα, τις αντιλήψεις και τη γνώση του Μαρξισμού».

Στη Γουατεμάλα ο Ερνέστο θα γνωρίσει επίσης μια ομάδα Κουβανούς εξόριστους, συνεργάτες του Φιντέλ Κάστρο όπως τους Αντόνιο Λοπές Φερνάντες (τον αποκαλούμενο Νίκο) και Μάριο Νταλμάου Λοπές, με τους οποίους αργότερα θα είναι συνεπιβάτης στη θρυλική «Γκράνμα». Απ’ αυτούς μαθαίνει για τη δικτατορία του Μπατίστα, για τον Φιντέλ και τα κατορθώματα των επαναστατών στο νησί. Χωρίς πάλι να το γνωρίζει έχει ήδη κάνει τα πρώτα του βήματα προς την Κούβα. Όμως ταυτόχρονα ήρθαν και οι αναταραχές στη χώρα με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης Αρμπένς. Η πρώτη απόπειρα, που έγινε στις 17 Ιούνη του 1954, αντιμετωπίστηκε με επιτυχία αλλά δέκα ημέρες αργότερα, ύστερα από τελεσίγραφο ανώτατων αξιωματούχων του στρατού ο Αρμπένς παραιτήθηκε, παρέδωσε την εξουσία στον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων Ντιάς και στη συνέχεια διέφυγε στο Εξωτερικό. Τις ημέρες τις κρίσης, ο Ερνέστο ζητά να πολεμήσει στο πλευρό των δυνάμεων που υποστηρίζουν τον πρόεδρο Αρμπένς αλλά κανείς δεν του δίνει σημασία. Ταυτόχρονα, προσφέρει τις υπηρεσίες του στις αριστερές οργανώσεις της χώρας που μάχονται τους πραξικοπηματίες και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Έτσι, ύστερα από την επικράτηση των πραξικοπηματίων, κατέφυγε προσωρινά στην πρεσβεία της Αργεντινής όπου είχαν καταφύγει και άλλοι Αργεντινοί, Κουβανοί και Γουατεμαλέζοι (αριστεροί, δημοκρατικοί και Κομμουνιστές) και στη συνέχεια – το Σεπτέμβρη του 1954, τράβηξε για το Μεξικό.

Στο Μεξικό, θα κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει έως ότου, το 1955 καταφέρει να πιάσει δουλειά ως γιατρός, στην αίθουσα αλλεργικών παθήσεων του Γενικού Νοσοκομείου της Πόλης του Μεξικού. Η παραμονή του όμως σ’ αυτή τη χώρα θα σημαδευτεί από τρία σημαντικά γεγονότα. Το Καλοκαίρι του ’55 παντρεύτηκε την Ίνλτα και το Φλεβάρη του 1956 γεννήθηκε η κόρη τους Ιλντίτα. Το τρίτο γεγονός που τον σφράγισε ολοκληρωτικά ήταν η σύνδεση του με το Κουβανέζικο επαναστατικό κίνημα και η συνάντησή του με τον Φιντέλ Κάστρο.

Ο Ερνέστο γίνεται Τσε

Οι αργεντινοί έχουν το επιφώνημα «Che» το οποίο βάζουν μπροστά από τις φράσεις όταν απευθύνονται στους άλλους που σημαίνει «Ε, συ!». Παρά τα πολλά του ταξίδια στη Λατινική Αμερική ο Ερνέστο δεν κατάφερε ποτέ να απαλλαγεί από αυτή τη συνήθεια να απευθύνεται στους άλλους με το «Che», αν και γνώριζε ότι για ορισμένους λατινοαμερικανούς ένας τέτοιος τρόπος ομιλίας φαινόταν αστείος. Στο Μεξικό ερχόμενος σε επαφή με τους Κουβανούς εξορίστους και προσχωρώντας στην ομάδα του Φιντέλ Κάστρο η συνήθειά του αυτή όχι μόνο δεν πέρασε απαρατήρητη αλλά αποτέλεσε και την αιτία για να του κολλήσουν το παρατσούκλι ΤΣΕ. Ο Φιντέλ πιστοποιεί ο ίδιος αυτήν την ιστορία που έμελε να δώσει στην ανθρωπότητα ένα από τα πιο αγαπητά- ταυτισμένα με την επανάσταση- ονόματα. «Καθώς οι αργεντινοί- λέει[xvi]– φωνάζουν τους άλλους ‘‘Τσε’’, οι Κουβανοί άρχισαν να τον φωνάζουν ‘‘Τσε’’ κι έτσι έγινε γνωστός.».

Πριν συναντηθεί με τον Φιντέλ ο Τσε γνώρισε πρώτα τον αδελφό του Ραούλ Κάστρο. Ο Ραούλ ήταν ένας από τους πρώτους που εγκατέλειψαν τη Κούβα και πήγαν στο Μεξικό, μετά το κίνημα στη Μονκάδα. «Τον κατηγορούσαν- θυμάται ο Φιντέλ[xvii]– ήδη ότι έβαζε βόμβες κι εγώ ο ίδιος του λέω: ‘‘Πρέπει να φύγεις’’». Τον Τσε τον έφερε σε επαφή με τον Ραούλ ο κουβανός φίλος του από την περίοδο της Γουατεμάλα Αντόνιο Λοπές Φερνάντες, ύστερα από μια συνάντηση που είχαν οι δύο τους στο νοσοκομείο που δούλευε ο Τσε ως γιατρός. Η συνάντηση Τσε- Ραούλ έγινε λίγες ημέρες αργότερα και ο Ραούλ Κάστρο ενημερώνει τον νέο του φίλο λεπτομερειακά για το αντιδικτατορικό κίνημα στην Κούβα, για την επιχείρηση στην Μονκάδα, για τον Φιντέλ και τη στάση του στο Δικαστήριο με την περίφημη φράση «η ιστορία θα με δικαιώσει», αλλά και για τη σταθερή απόφαση των Κουβανών συντρόφων του να συνεχίσουν τον αγώνα. Ο Ραούλ έκανε θετική εντύπωση στον Τσε αλλά κι εκείνος είδε στο πρόσωπο του αργεντινού γιατρού έναν πολύ χρήσιμο άνθρωπο για τα σχέδια των Κουβανών επαναστατών[xviii].

Η συνάντηση με του Τσε με τον Φιντέλ έγινε στις 9 Ιουλίου του 1955, στο σπίτι της Μαρίας Αντόνια Σάντσες Γκονζάλες, μιας Κουβανής που είχε παντρευτεί μεξικανό. Ο Φιντέλ θυμάται γι’ αυτή τη συνάντηση[xix]: «Δεδομένου ότι είχε κάνει ταξίδια, είχε δει τα γεγονότα της Γουατεμάλα, είχε γίνε μάρτυρας της αμερικάνικης επέμβασης, ξέρει ότι έχουμε επιτεθεί σ’ ένα φρούριο, ξέρει ότι υπάρχει εκείνο το πρόγραμμα του ‘‘Η ιστορία θα με δικαιώσει’’, ξέρει πως σκεφτόμαστε, έστω και κι αν δεν κάναμε εκείνο τα βράδυ μεγάλη επίδειξη της έκτασης των ιδεών μας, γιατί δεν είχε νόημα να το κάνουμε… Πήγαμε εκεί και συζητήσαμε μαζί του κι αυτός εκεί επιτόπου ενώνεται μαζί μας … Έχοντας όλη αυτή την εμπειρία, μ’ εκείνη την επαναστατική διάθεση, μ’ εκείνο το αγωνιστικό πνεύμα, με τη βαθιά του περιφρόνηση για τον ιμπεριαλισμό, ξέροντας αυτό που κάναμε κι αυτό που σχεδιάζουμε να κάνουμε και ποιες είναι οι ιδέες μας είναι απολύτως σύμφωνος. Ήξερε επίσης ότι το κίνημα μας είχε μικροαστούς και απ’ όλα. Έβλεπε μια εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, μια αντιιμπεριαλιστική επανάσταση, δεν έβλεπε ακόμα σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά ήταν ευτυχής, και προσχωρεί γρήγορα, στρατολογείται αμέσως. Ένα πράγμα μόνο μου λέει: ‘‘Φιντέλ ένα πράγμα θα σου πω… Εγώ το μόνο που θέλω είναι όταν θριαμβεύσει η Επανάσταση στην Κούβα, να μη μου απαγορεύσετε για κρατικούς λόγους να πάω στην Αργεντινή να κάνω την επανάσταση».

Ο Τσε μπαίνει αμέσως στις κουβανικές ομάδες και ακολουθεί όλο το πρόγραμμα στρατιωτικής τους επέμβασης: Τα θεωρητικά μαθήματα τακτικής, τις ασκήσεις σκοποβολής, τις εκπαιδευτικές ασκήσεις στον άτακτο- αντάρτικο πόλεμο και ότι άλλο χρειαζόταν ώστε όλοι αυτοί οι άνδρες να επιστρέψουν έτοιμοι στην Κούβα για να αρχίσουν τον επαναστατικό αγώνα. Ταυτόχρονα είναι και ο γιατρός των ανταρτών. Έτσι όταν η ομάδα- ύστερα από πολλές περιπέτειες, που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν- είναι έτοιμη για το ταξίδι προς την Κούβα αυτός είναι επικεφαλής του Υγειονομικού με το βαθμό του υπολοχαγού[xx].

Από την οδύσσεια της Γκράνμα ως τη νίκη της επανάστασης

Ήταν 2 Δεκέμβρη του 1956 όταν η Επανάσταση άρχισε την περιπέτειά της στην Κούβα. Το μικρό πλοίο “Γκράνμα”, που έχει ξεκινήσει από το Μεξικό έπειτα από ένα δραματικό ταξίδι, έφτασε στην παραλία του Νίκβερο, ενός μικρού χωριού στην πλαγιά της Σιέρα Μαέστρα, έχοντας ως στόχο να αποβιβαστούν με ασφάλεια οι 82 επαναστάτες που μετέφερε.

«Για να φτάσουμε στην Κούβα- γράφει ο Τσε Γκεβάρα[xxi]– χρειαστήκαμε επτά ημέρες διασχίζοντας τον κόλπο του Μεξικού και την Καραϊβική Θάλασσα με ένα σκάφος σε κακή κατάσταση, χωρίς τρόφιμα, ενώ όλοι υποφέραμε από ναυτία. Δεν ξέραμε τίποτα από ναυσιπλοΐα και επιπλέον, όταν φεύγαμε από το λιμάνι του Τουξπάν, φυσούσε τόσο δυνατός βοριάς ώστε όλοι οι πλόες είχαν απαγορευτεί. Όλα αυτά φυσικά είχαν αφήσει τα σημάδια τους στην ομάδα μας, την οποία αποτελούσαν άνδρες που δεν είχαν πολεμήσει ποτέ».

Για την επιτυχία της απόβασης είχε σχεδιαστεί δυο μέρες πριν, στις 30 Νοεμβρίου να εκδηλωθεί στο Σαντιάγο εξέγερση για αντιπερισπασμό. Όμως η εξέγερση απέτυχε και το καθεστώς του δικτάτορα Μπατίστα βρισκόταν σε επιφυλακή. Έτσι όταν επιχειρήθηκε η απόβαση των επαναστατών, ο εχθρός ήταν εκεί. Δόθηκαν μάχες. Η αεροπορία και τα στρατεύματα του καθεστώτος θέριζαν ότι έβρισκαν στο δρόμο τους[xxii] και τελικά μόνο 22 από τους 82 επαναστάτες που αποβιβάστηκαν βρέθηκαν ζωντανοί. Απ’ αυτούς, μάλιστα, οι 10 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και μόνο μια ομάδα από 12 άτομα κατάφερε να διαφύγει και να ανέβει στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα απ’ όπου και οργάνωσε μία από τις κορυφαίες επαναστάσεις του 20ου αιώνα μέσα στην αυλή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανάμεσά τους ο Φιντέλ Κάστρο, ο αδελφός του Ραούλ, ο Καμίλο Σιενφουέγκος και φυσικά ο Αργεντινός γιατρός Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα.

Η επανάσταση δεν είχε εύκολο δρόμο, ο αντίπαλος ήταν ισχυρός, αλλά το έδαφος για να εξαπλωθεί και να νικήσει ήταν γόνιμο μέσα στη συνείδηση του λαού της Κούβας. Έτσι φτάσαμε στις 31 Δεκεμβρίου του 1958 όταν ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του κουβανέζικου στρατού ενημέρωσε τον δικτάτορα Μπατίστα ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα να εμποδιστεί η προέλαση των επαναστατών προς την Αβάνα. Η πληροφόρηση ήταν απολύτως ακριβής. Φάλαγγες ανταρτών με επικεφαλής των Φιντέλ Κάστρο τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη κύκλωναν το Σαντιάγκο. Ανταρτικές δυνάμεις υπό τον Ραούλ Κάστρο ελέγχανε την επαρχία του Οριέντε ενώ οι δυνάμεις του Κομαντάτε Τσε Γκουεβάρα και του Καμίλο Σιενφουέγκος πολεμούσαν στα περίχωρα της Σάντα Κλάρα, λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την κουβανική πρωτεύουσα. Επιπλέον, σε όλο το νησί γίνονταν σαμποτάζ κατά του καθεστώτος, επιθέσεις σε στρατιωτικούς στόχους και κάθε λογής άλλες ενέργειες με τις οποίες ο λαός εξέφραζε την ταύτισή του με την επανάσταση[xxiii].

Ο δικτάτορας ήταν αρκετά ευφυής για να καταλάβει πως τα λόγια του στρατηγού του δεν μπορούσαν να σημαίνουν τίποτε άλλο από το ότι είχε έρθει το τέλος. Έτσι έδωσε διαταγή να ετοιμαστούν οι βαλίτσες του. Χρήματα δεν θα μετέφερε σ’ αυτές γιατί τα είχε στείλει εδώ και καιρό στην Ελβετία. Πήρε μόνο κάτι ψιλοπράγματα όπως το τηλέφωνο που είχε από καθαρό χρυσάφι και το ασημένιο ουροδοχείο του- δώρα Αμερικανών επιχειρηματιών που στις μέρες του είχαν κάνει χρυσές δουλειές στο νησί ληστεύοντας τον κουβανέζικο λαό. Μαζί με τον Μπατίστα αποφάσισαν να φύγουν και τα τσιράκια του: στρατηγοί, υπάλληλοι των μυστικών υπηρεσιών, υπουργοί, συνολικά 124 άτομα[xxiv].

Την 1η Ιανουαρίου του 1959 η επανάσταση είχε ουσιαστικά νικήσει. Ο Μπατίστα είχε εγκαταλείψει τη χώρα φεύγοντας κρυφά για τον Άγιο Δομίνικο και η Σάντα Κλάρα όπου- όπως πολύ σωστά γράφει ο R. Rojo[xxv]– δόθηκε η αποφασιστική μάχη έπεσε στα χέρια των επαναστατών. Την επομένη, με ηγέτη τον Τσε, οι αντάρτες μπήκαν θριαμβευτικά στην Αβάνα, καταλαμβάνοντας το κάστρο Καμπάνια και σε λίγες μέρες, έφτασε στην πρωτεύουσα ο ηγέτης της επανάστασης Φιντέλ Κάστρο, όπου και ανέλαβε πρωθυπουργός της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης.

«Η πολιτική κυριαρχία που είναι το πρώτο βήμα- έγραφε αργότερα ο Τσε Γκεβάρα[xxvi]– κατακτήθηκε την ημέρα που η λαϊκή δύναμη θριάμβευσε, την ημέρα που η επανάσταση νίκησε, την 1η του Γενάρη του 1959…Αυτή η 1η του Γενάρη που τόσα στοίχισε στο λαό της Κούβας, συνοψίζει τους αγώνες πολλών κουβανέζικων γενεών, μετά τη διαμόρφωση του Έθνούς, για την κυριαρχία, την πατρίδα, την ελευθερία και την καθολική, οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία της Κούβας. Δεν πρέπει πλέον να περιορίζουμε τη σημασία αυτής της ημερομηνίας σε ένα αιματηρό επεισόδιο, θεαματικό, ούτε καν αποφασιστικό, αλλά σε μια μόνη στιγμή στην ιστορία της Κούβας, γιατί η 1η του Γενάρη είναι η μέρα του θανάτου του δεσποτικού καθεστώτος του Φουλγκένσιο Μπατίστα καθώς επίσης και η ημερομηνία που γεννήθηκε η πραγματική ελευθερία, πολιτικά ελεύθερη και κυρίαρχη και που υιοθετεί σαν ανώτατο νόμο της την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Ο Τσε υπηρέτησε την κουβανέζικη επανάσταση με όλες του τις δυνάμεις. Ως επικεφαλής για την εκβιομηχάνιση της χώρας, ως επικεφαλής της αγροτικής μεταρρύθμισης και αργότερα της Κουβανικής Εθνικής Τράπεζας, ως εκπρόσωπος της Κούβας σε διεθνείς διπλωματικές και πολιτικές αποστολές, ως στρατιωτικός ηγέτης την εποχή της Κρίσης των Πυραύλων και της αμερικανικής εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων, ως πολιτικό στέλεχος που κατέβαινε στις λαϊκές μάζες για να τις οργανώσει και να τις εμψυχώσει, ακόμη και ως απλός εργαζόμενος που δεν δίσταζε να δώσει πρώτος το παράδειγμα της απλής καθημερινής εθελοντικής δουλειάς ο Τσε υπήρξε υπόδειγμα επαναστάτη[xxvii]. Όμως σαν πολίτης ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, όπως ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του, αλλά και ως Κομμουνιστής- διεθνιστής, ο επαναστάτης Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα δεν είχε σύνορα και περιορισμούς. Ήταν εκεί που χτυπούσε η καρδιά κάθε αδικημένου. Βρισκόταν στην πρώτη γραμμή όλων εκείνων, σε όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκονταν, που σήκωναν κεφάλι ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Η πατρίδα του Τσε ήταν η επανάσταση και η επανάσταση μπορούσε να βρίσκεται ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της γης. Εκεί θα πήγαινε κι ο Τσε να την συναντήσει. Γιατί αυτή ήταν η μόνη πατρίδα που δεν μπορούσε να αποχωριστεί.

Ταξίδι προς την αιωνιότητα

Στο μήνυμα του προς τη «Τριηπειρωτική», δηλαδή της «Οργάνωσης Αλληλεγγύης με τους λαούς της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής», που δημοσιεύτηκε τον Απρίλη του 1967, ο Τσε δίνει μέσα σε λίγες γραμμές με απόλυτη σαφήνεια το πολιτικό στίγμα του εκείνης της εποχής[xxviii]: «Όλη μας η δράση είναι μια πολεμική κραυγή ενάντια στον ιμπεριαλισμό και ένα σάλπισμα για την ενότητα των λαών ενάντια στο μεγάλο εχθρό του ανθρώπινου γένους: τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Οπουδήποτε κι αν μας αιφνιδιάσει ο θάνατος τον καλωσορίζουμε, αρκεί αυτή η πολεμική κραυγή να βρει άξιο αποδέκτη και άλλο χέρι να απλωθεί να αδράξει το όπλο μας και άλλο άνθρωποι να έρθουν να συνοδέψουν τα μοιρολόγια με τις ριπές των αυτομάτων και με νέες κραυγές πολέμου και νίκης».

Τον Απρίλιο του 1965 ο Τσε έφυγε από την Κούβα για να ηγηθεί μιας αποστολής ανταρτών που σκοπό είχε την υποστήριξη της επαναστατικής πάλης στο Κονγκό. Στην Κούβα θα ξαναεπιστρέψει το Δεκέμβρη του 1965 και θα αρχίσει την προετοιμασία για την μετάβασή του στη Βολιβία ώστε να ηγηθεί αντάρτικου κινήματος.

Έχει πολλές φορές υποστηριχθεί ότι το εγχείρημα της Βολιβίας είχε ισχυρά στοιχεία βολονταρισμού από μέρους του Τσε αλλά αυτό θα μπορούσε να έχει βάση αν το όλο θέμα εξαντλούνταν στο έδαφος της Βολιβίας. Το εγχείρημα αυτό όμως αποσκοπούσε να φουντώσει το επαναστατικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική ή τουλάχιστον σε μια σειρά σημαντικές χώρες. Από την Άνοιξη του 1964 στη Λατινική Αμερική σημειώνονταν αξιοσημείωτες εξελίξεις. Στη Βραζιλία, στην εξουσία βρισκόταν η κυβέρνηση του προέδρου Γκουλάρτ που τασσόταν όλο και πιο αποφασιστικά κατά του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ ενώ δυνάμωνε συνεχώς το φιλοκουβανικό κίνημα. Στη Βενεζουέλα, στην Κολομβία και το Περού δρούσαν ενεργά αντάρτικα κινήματα. Στην Αργεντινή έκανε επίσης τα πρώτα δειλά βήματα το αντάρτικο τμήμα του Χορχέ Ρικάρντο Μασσέτι. Ο Τσε ήλπιζε ότι ο Μασσέτι θα μπορούσε να εδραιωθεί στο στρατηγικό τρίγωνο στα σύνορα με τη Χιλή, τη Βολιβία και την Παραγουάη. Στη Βολιβία μάλιστα πρόεδρος της χώρας ήταν ο Πας Εστενσόρο ο οποίος είχε προωθήσει ορισμένες προοδευτικές αλλαγές, ενώ στη χώρα υπήρξε λαϊκή πολιτοφυλακή και οι εργάτες στα μεταλλωρυχεία ήταν οπλισμένοι. Εκείνο το διάστημα που συμβαίνουν όλα αυτά οι επαναστάτες στην Κούβα φαίνεται ότι βλέπουν ως καθήκον του να βοηθήσουν το επαναστατικό κίνημα στη Λατινική Αμερική και δεν αλλάζουν γνώμη όταν λίγο αργότερα στη Βραζιλία και στην Βολιβία οι προοδευτικές κυβερνήσεις ανατρέπονται από δικτατορίες. Πιθανόν αυτή η εξέλιξη να ενίσχυσε την πεποίθησή τους ότι μετά τις ανατροπές αυτές η αντιιμπεριλαιστική αντίσταση των λαών της περιοχής ήταν ακόμη περισσότερο αναγκαία και επίκαιρη. Σε μια εκ των υστέρων αποτίμηση του εγχειρήματος ο Φιντέλ Κάστρο αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι ο υποκειμενικός παράγοντας ήταν αυτός που δεν είχε μελετηθεί σωστά τότε. «Υπάρχουν παράγοντες- λέει[xxix]– υποκειμενικής φύσης που μπορούν ν’ αλλάξουν την ιστορία. Μερικές φορές υπάρχουν αντικειμενικές συνθήκες για τις επαναστατικές αλλαγές και δεν υφίστανται οι υποκειμενικές συνθήκες. Οι υποκειμενικοί παράγοντες ήταν αυτοί που πραγματικά εμπόδισαν εκείνη την εποχή να εξαπλωθεί η επανάσταση… Οι αντικειμενικές συνθήκες στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική ήταν περισσότερες από της Κούβας».

Υπάρχει όμως και μια άλλη σημαντική παρατήρηση που αξίζει να σημειωθεί διότι πιθανόν εξηγεί γιατί το αντάρτικο κίνημα που οργάνωσε ο Τσε στην Βολιβία δεν κατάφερε να βρει μεγάλη υποστήριξη μέσα στις λαϊκές μάζες, αν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι μέσα στη χώρα που το έβλεπαν με συμπάθεια. Γράφει ο Mike Gonzalez[xxx]: «Η εξαιρετική ιστορία των μαζικών αγώνων της Βολιβίας γεννήθηκε στις κοινότητες των μεταλλωρύχων. Μετά το πραξικόπημα του ο Μπαριέντος ε­στίασε όλη την καταπιεστική του πολιτική σε αυτούς τους ηγέτες της εργα­τικής τάξης. Ακολούθησε ένας χρόνος απίστευτης καταστολής και απαγό­ρευσης όλων των εργατικών οργανώσεων. Όμως, ο Μπαριέντος είχε λαϊκή υποστήριξη στο ανατολικό τμήμα της χώρας επειδή υποσχέθηκε ότι θα συ­νεχίσει (αν και επιλεκτικά) την αγροτική μεταρρύθμιση των προηγούμενων τριών χρόνων που είχε αποδώσει γη σε τουλάχιστον 200.000 αγρότες. Αυ­τοί δεν αποτελούσαν την άκληρη αγροτιά που ο Γκεβάρα έλπιζε ότι θα γινό­ταν η ραχοκοκαλιά του αντάρτικου. Αντιθέτως, οι αντιλήψεις τους ήταν συ­ντηρητικές και μάλλον καχύποπτες απέναντι σε οποιαδήποτε επαναστατική δραστηριότητα, ειδικά όταν αυτή προερχόταν από ξένους. Κι όμως, αυτή την περιοχή διάλεξε ο Γκεβάρα, για να στήσει τον πρώτο του focoστο Νιανκαουαζού- το εντελώς αντίθετο άκρο της χώρας από τη καρδιά της μεγάλης βολιβιανής επαναστατικής παράδοσης».

Εν πάση περιπτώσει το αντάρτικο εγχείρημα του Τσε στη λατινική Αμερική και η δική του συμμετοχή και προσφορά ζωής στο αντάρτικο της Βολιβίας αποτελούν μια από τις σημαντικότερες κι πιο λαμπρές σελίδες του επαναστατικού κινήματος σε όλοκληρο τον 20ο αιώνα.

Από τη φάρμα «Καλαμίνα» που αποτέλεσε τη βάση των ανταρτών- άλλωστε γι’ αυτό το σκοπό αγοράστηκε- ξεκίνησε ένας ένοπλος αγώνας που έμεινε ανεξήτυλος στις καρδιές και στο μυαλό των ανθρώπων. Η πρώτη μάχη της αντάρτικης ομάδας δόθηκε στο Νιανκαουάσου στις 23 Μάρτη του 1967 και η τελευταία στις 8 Οκτώβρη του ιδίου έτους στη χαράδρα του Γιούρο όπου ο Τσε με πληγωμένο το ένα πόδι, με το όπλο του κατεστραμμένο και μ’ ένα πιστόλι χωρίς σφαίρες, πέφτει στα χέρια του εχθρού. Μια ημέρα αργότερα θα δολοφονηθεί με απαίτηση των Αμερικανών. Για το ρόλο των τελευταίων πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν κάτι περισσότερο από ενεργός ώστε να καταπνιγεί το αντάρτικο του Τσε. Η Βολιβία είχε γεμίσει από Αμερικανούς στρατιωτικούς συμβούλους, στρατιωτικές ομάδες και πράκτορες της CIA, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν και διάφοροι στρατολογημένοι Κουβανοί αντεπαναστάτες[xxxi].

 

Οι δολοφόνοι, θα κόψουν τα χέρια του Τσε για να πιστοποιήσουν με ακρίβεια την ταυτότητα του ενώ το πτώμα του το έθαψαν σε τόπο μυστικό θέλοντας να αποφύγουν αυτό που θεωρούσαν βέβαιο: να γίνει ο τάφος του τόπος προσκυνήματος και σύμβολο της επανάστασης είτε στη Βολιβία είτε αλλού. Όπως συμβαίνει με όλους τους επαναστάτες ο θάνατός τους δεν είναι αρκετός για να διώξει τον φόβο των εχθρών των λαών. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο θάνατος αυτός καταδεικνύει το νεκρό επαναστάτη πιο επικίνδυνο για τις κυρίαρχες τάξεις από ότι ήταν ζωντανός.

 

Είκοσι οκτώ χρόνια μετά το θάνατο του Τσε, ένας από τους νεκροθάφτες του, ο τότε λοχαγός Βάργκας Σαλίνας αποφάσισε να υποδείξει το μυστικό τάφο του μεγάλου επαναστάτη. Λέει, λοιπόν πως η ταφή έγινε στις 11 Οκτωβρίου του 1967 στο πλάι του αεροδρομίου Βαγεγκράντε. Μαζί με τον Τσε τάφηκαν και ορισμένοι σύντροφοί του. Θα περάσουν δύο χρόνια εκσκαφών και αναζητήσεων και στις 28 Ιουνίου του 1997, στα περίχωρα του αεροδρομίου, σε μια ανασκαφή που οι τεχνικοί την ονόμαζαν «ζώνη 7, μέτρο 21» ανακαλύφθηκε μια ομάδα λειψάνων σε κοινό τάφο. Το δεύτερο από αυτά είχε κομμένα χέρια. Από την εξέταση που έγινε στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε ότι επρόκειτο για το Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα. Στα μέσα Ιουλίου τα λείψανα μεταφέρθηκαν στην Κούβα και σήμερα βρίσκονται σε Μαυσωλείο στον πόλη της Σάντα Κλάρα[i].

 

Το γεγονός της ανεύρεσης των λειψάνων του Τσε χωρίς αμφιβολία υπήρξε μεγάλο. Όμως οι εργάτες, οι φτωχοί αγρότες, οι νεολαίοι, οι αγωνιζόμενοι λαοί ποτέ δεν είχαν χάσει τον Τσε όσο κι αν οι εχθροί τους επιχείρησαν τα εξαφανίσουν. Δεν υπήρξε- όπως και δεν πρόκειται να υπάρξει- αγωνία ή ελπίδα τους, ήττα ή νίκη τους, αγώνας και πάλη για ένα απλό αίτημα, για μια καλύτερη ζωή ή για μια δικαιότερη κοινωνία που ο Κομαντάντε να μην είναι παρών.

 

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

 


 

[i] Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ: «Ερνέστο Γκεβάρα- γνωστός και ως Τσε», εκδόσεις Κέδρος, σελ. 932- 933

 [i] Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα: «Πολιτικά Κέιμενα», εκδόσεις Καρανάση, τόμος Β’ σελ. 208. Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από τη δευτερολογία του Τσε στη γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τον Δεκέμβριο του 1964

[ii] Ι. Λαβρέτσκι: «Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα», εκδόσεις Ακάδημος, σελ. 291

[iii] Ζαν Κορμιέ, Ίλδα Γκεβάρα Γκαδέα, Αλμπέρτο Γρανάδο Χιμένες: «Τσε Γκεβάρα», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 266

[iv] Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα: «Ημερολόγιο Βολιβίας», εκδόσεις Καρανάση, σελ. 31

[v] Ι. Λαβρέτσκι: «Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα», εκδόσεις Ακάδημος, σελ. 10- 11

[vi] Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ: «Ερνέστο Γκεβάρα- γνωστός και ως Τσε», εκδόσεις Κέδρος, σελ. 34

[vii] Ι. Λαβρέτσκι: «Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα», εκδόσεις Ακάδημος, σελ. 22

[viii] Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ: «Ερνέστο Γκεβάρα- γνωστός και ως Τσε», εκδόσεις Κέδρος, σελ. 40- 41

[ix]Mike Gonzalez: «Ο Τσε Γκεβάρα και η επανάσταση στην Κούβα», Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 22.

[x] Για το ταξίδι αυτό των δύο φίλων ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει τα ημερολόγιά τους: α) ErnestoCheGuevara: «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας», εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη και β) Αλμπέρτο Γρανάδο: «Ταξιδεύοντας με τον Che- Ημερολόγιο», εκδόσεις Μεταίχμιο

[xi] Ι. Λαβρέτσκι: «Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα», εκδόσεις Ακάδημος, σελ. 43

[xii] Φιντέλ Κάστρο: «Η επανάσταση της Κούβας», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, σελ. 100

[xiii]R. Rojo: «Τσε Γουεβάρα- Η ζωή και ο θάνατος ενός φίλου», εκδόσεις Δημιουργία, σελ. 29- 34

[xiv] Ι. Λαβρέτσκι: «Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα», εκδόσεις Ακάδημος, σελ. 62- 63

[xv] Ι. Λαβρέτσκι: «Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα», εκδόσεις Ακάδημος, σελ. 60

[xvi] Ιγνάσιο Ραμονέ: «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ- Βιογραφία σε δύο φωνές» εκδόσεις Πατάκη, σελ. 162

[xvii] Ιγνάσιο Ραμονέ: «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ- Βιογραφία σε δύο φωνές» εκδόσεις Πατάκη, σελ. 162

[xviii] Ι. Λαβρέτσκι: «Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα», εκδόσεις Ακάδημος, σελ. 75- 76

[xix] Ιγνάσιο Ραμονέ: «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ- Βιογραφία σε δύο φωνές» εκδόσεις Πατάκη, σελ. 163- 164

[xx] Ζαν Κορμιέ, Ίλδα Γκεβάρα Γκαδέα, Αλμπέρτο Γρανάδο Χιμένες: «Τσε Γκεβάρα», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 83

[xxi] Τσε Γκεβάρα: «Το ημερολόγιο του επαναστατικού πολέμου 1956- 1959», εκδόσεις Ποντίκι 20

[xxii] Για την απόβαση των επαναστατών του «Γκράνμα» βλέπε: Τσε Γκεβάρα: «Το ημερολόγιο του επαναστατικού πολέμου 1956- 1959», εκδόσεις Ποντίκι 17- 18

[xxiii] Φιντέλ Κάστρο: «Η επανάσταση της Κούβας», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, σελ. 140

[xxiv] Ι. Λαβρέτσκι: «Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα», εκδόσεις ΑΚΑΔΗΜΟΣ, 1979, σελ. 171

[xxv]R. Rojo: «Τσε Γκουεβάρα- Η ζωή και ο θάνατος ενός φίλου», εκδόσεις ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, σελ. 74

[xxvi] Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα: «Πολιτικά Κείμενα», εκδόσεις Καρανάση, τόμος 1ος, σελ. 26-27

[xxvii] «CHE- Ο ηρωικός αντάρτης», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 45- 48

[xxviii] Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: «Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 191

[xxix] Ιγνάσιο Ραμονέ: «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ- Βιογραφία σε δύο φωνές» εκδόσεις Πατάκη, σελ. 265

[xxx]Mike Gonzalez: «Ο Τσε Γκεβάρα και η επανάσταση στην Κούβα», Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 148.

[xxxi] Ο αναγνώστης μπορεί να δει αναλυτικές πληροφορίες για το θέμα στο βιβλίο: Αδίς Κοπούλ- Φροϊλά Γκονσάλες: «CIA κατά Τσε», εκδόσεις Σ.Ε.

 

 

 

Πυξίδα μέσα στον χρόνο
κι ο μύθος να σου ανήκει
είναι των ματιών σου οι κύκλοι
που αγκαλιάσανε τον κόσμο

Εδώ θα μείνει για πάντα
το ζεστό το πέρασμά σου
φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Εσύ που ανάβεις τ’αστέρια
της μνήμης φτιάχνεις τον χάρτη
και περνάς μέσα απ’την στάχτη
την ελπίδα σ’άλλα χέρια

Εδώ θα μείνει για πάντα
το ζεστό το πέρασμά σου
φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Σα θρύλος γύρω καλπάζεις
σαν ευχή και σαν κατάρα
στα στενά της Σάντα Κλάρα
το όνειρό σου δοκιμάζεις

Εδώ θα μείνει για πάντα
το ζεστό το πέρασμά σου
φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Μιλάς κοιτώντας μπροστά σου
το ποτάμι της ευθύνης
και στην ιστορία δίνεις
τη φωνή και τ’όνομά σου

Εδώ θα μείνει για πάντα
το ζεστό το πέρασμά σου
φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Γελάς και γίνεται μέρα
η νύχτα σε συλλαβίζει
μυστικά σου ψιθυρίζει
Hasta Siempre Κομαντάντε

Εδώ θα μείνει για πάντα
Το ζεστό το πέρασμά σου
Φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

 

Μουσική: Carlos Puebla

Στίχοι: Δέσποινα Φορτσέρα

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας