Εργατικός Αγώνας

Το πραξικόπημα και ο Αττίλας

 40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

του Γιώργου Πετρόπουλου

Λευκωσία 15 Ιουλίου 1974. Γύρω στις 8.15′ άρχισαν να κινούνται τανκς και στρατιωτικές δυνάμεις στους δρόμους της κυπριακής πρωτεύουσας με κατεύθυνση το Προεδρικό μέγαρο χωρίς όμως να προκαλέσουν την ανησυχία των πολιτών. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα οι κύπριοι πολίτες είχαν βαρεθεί να βλέπουν την ίδια εικόνα: οι στρατιωτικές δυνάμεις και τα άρματα μάχης έβγαιναν καθημερινά από τα στρατόπεδα, έπαιρναν το δρόμο προς το προεδρικό μέγαρο, το παράκαμπταν και κατέληγαν κοντά στο χωριό Τσέρι όπου επιδίδονταν σε ασκήσεις βολής. Γιατί να υπάρχει λοιπόν λόγος ανησυχίας; Γιατί τούτη τη φορά δεν θα συνέβαινε το ίδιο;

Την ώρα που τα τανκς βγήκαν από τους στρατώνες ο πρόεδρος Μακάριος ετοιμαζόταν να δεχτεί στο προεδρικό μέγαρο μια ομάδα Ελλήνων μαθητών από την Αλεξάνδρεια. Γύρω στις 8.25′ οι μαθητές είχαν φτάσει και ο κύπριος ηγέτης βγήκε από το γραφείο του για να τους προϋπαντήσει χαιρετώντας τους έναν προς έναν. Αυτοί, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, θέλησαν να ανταποδώσουν το χαιρετισμό. Ο επικεφαλής τους έβγαλε μια κόλα χαρτί και άρχισε να διαβάσει όσα είχε γράψει εκεί, ώσπου πυροβολισμοί διέκοψαν την ηρεμία της σεμνής τελετής.

– «Παρακαλώ συνεχίστε», ήταν τα λόγια του Μακαρίου προς τον επικεφαλής των μαθητών. Φαίνεται πως ούτε ο ίδιος είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε. Συνηθισμένος από τις τρομοκρατικές ενέργειες της ΕΟΚΑ Β’ και των άλλων εθνικιστικών ομάδων πιθανόν δεν σκέφτηκε καθόλου το ενδεχόμενο του πραξικοπήματος. Άλλωστε τα πραξικοπήματα γίνονταν νύχτα κι όχι την ημέρα και μάλιστα το πρωί.

Σε λίγο στο χώρο της τελετής μπήκε έντρομος κάποιος απ’ το προσωπικό του μεγάρου φωνάζοντας: «Μακαριότατε, άρματα επιτίθενται. Είναι για σας. Πρέπει να φύγετε! Να σωθείτε…!».

Στην Αθήνα βιάζονταν…

Μισή με μία ώρα πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα στην Κύπρο, στην Αθήνα ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος συγκέντρωσε στο γραφείο στο πεντάγωνο τους αρχηγούς των κλάδων του στρατεύματος ανακοινώνοντάς τους το βαρυσήμαντο γεγονός πριν ακόμη αυτό λάβει χώρα!!!

«- Κύριοι- είπε ο αρχηγός- στην Κύπρο η Εθνοφρουρά ανέτρεψε τον Μακάριο, όστις μάλλον έχει φονευθεί.».

Ας δούμε όμως πως περιγράφει τη σκηνή ο τότε αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, σε απόρρητη έκθεσή του που παρέδωσε στην κυβέρνηση Καραμανλή μετά τη μεταπολίτευση[1]: «Η αυλαία του δράματος- γράφει ο Παπανικολάου- υψώθη την 15ην Ιουλίου 1974. Ο στρατηγός Μπονάνος εκάλεσεν εις το γραφείον του άπαντας τους αρχηγούς Κλάδων Ενόπλων Δυνάμεων την 0800 ώραν, και ανεκοίνωσεν εις αυτούς ότι η Εθνοφρουρά ανέτρεψε τον Μακάριον, όστις μάλλον είχε φονευθεί. Ήτο η πρώτη φορά καθ’ ην ο υποφαινόμενος επληροφορείτο περί τοιαύτης εξελίξεως, εις σχετικήν δε ερώτησιν του έλαβεν ως απάντησιν ότι “όλα θα εξελιχθούν καλώς”».

Ο ίδιος, όμως, ο στρατηγός Μπονάνος παρουσιάζει κάπως διαφορετικά τα πράγματα. Ας παρακολουθήσουμε τη δική του εξιστόρηση[2]: «Το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου- γράφει ο Μπονάνος- έφτασα στο γραφείο μου πολύ ενωρίτερον της συνήθους ώρας προσελεύσεώς μου… Περί την 7ην πρωινήν, εισέρχεται εις το γραφείον μου ο Ματάτσης και μου αναφέρει ότι η ενέργεια ανατροπής του Μακαρίου ήρχισε, και ότι μέχρι στιγμής, ουδέν εμπόδιον παρουσιάζεται δια την επιτυχίαν της.

Μετ’ ολίγον με επεσκέφθη ο Ιωαννίδης περιχαρής δια την επιτυχίαν και μου λέγει ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Κατόπιν αυτού, την 7.30 ώραν καλώ τους αρχηγούς των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Τους ενημέρωσα δια την αναληφθείσαν ενέργειαν ανατροπής και ανέφερα την πληροφορίαν του Ιωαννίδη, ότι ο Μακάριος μάλλον εφονεύθη.

Ο Γαλατσάνος, βέβαια, εγνώριζε διότι τον είχα, ως προανέφερα, ενημερώσει. Αλλά και οι Αραπάκης και Παπανικολάου μου έδωσεν την εντύπωσιν ότι εγνώριζαν, διότι ουδόλως εξεπλάγησαν και εδέχθησαν με ικανοποίσιν την ενημέρωσιν, και ως να μη έλεγα κάτι άγνωστον.

Έδωσα εντολήν να παρακολουθούν στενώς την κατάστασιν, ώστε να είμεθα έτοιμοι δια την αντιμετώπισιν παντός ενδεχομένου και ούτοι απεχώρησαν, επιστρέψαντες στα γραφεία των.

Περί την 8ην πρωινήν, μου ετηλεφώνησεν ο Ντάβος, που ευρίσκετο εις Αθήνας λόγω της συνόδου του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου και με συνεχάρη δια την ενέργειαν. “Έπρεπε να το είχαμε κάνει ενωρίτερα”, πρόσθεσε».

Η προετοιμασία του πραξικοπήματος και η εκτέλεσή του

Η χούντα των Αθηνών- όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών της στην επιτροπή της βουλής που εξέτασε το φάκελο της Κύπρου- είχε αποφασίσει, τουλάχιστον, από τις αρχές του 1974 την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου. Η σχετική απόφαση λήφθηκε σε σύσκεψη που έγινε, με πρωτοβουλία του αόρατου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, στο σπίτι του «πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου και με τη συμμετοχή του «προέδρου Δημοκρατίας» του καθεστώτος Φ. Γκιζίκη καθώς και του αρχηγού ενόπλων δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου[3]. Έτσι τον Ιούλιο του 1974 είχαν γίνει ουσιαστικά όλες οι σχετικές προετοιμασίες.

Στις 2 Ιουλίου σε σύσκεψη που έγινε στο γραφείο του στρατηγού Μπονάνου στο Πεντάγωνο- με τη συμμετοχή του ιδίου, του Δ. Ιωαννίδη, του διοικητή της Γ’ Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως της Κυπριακής Εθνοφρουράς ταξίαρχου Μ. Γεωργίτση, του Διοικητή των ΛΟΚ Κύπρου Συνταγματάρχη Κ. Κομπόκη και του επιτελάρχη της κυπριακής εθνοφρουράς υποστράτηγου Π. Παπαδάκη- δόθηκε προφορική διαταγή να ανατρέψει η εθνοφρουρά το Μακάριο. Γι’ αυτή τη σύσκεψη ο Μπονάνος γράφει[4]: «Το βράδυ της επομένης ημέρας συγκεντρώθηκαν στο γραφείο μου ο Παπαδάκης, ο Γεωργίτσης και ο Κομπόκης. Ο Ιωαννίδης είχεν έλθη μόνος του ενωρίτερα και μάλιστα μου εζήτησε να ομιλήση μόνον εκείνος. Δεν τον ήκουσα και ενημέρωσα τους άλλους αξιωματικούς δια τον λόγον της προσκλήσεως των στο αρχηγείον. Εν συνεχεία ο Ιωαννίδης εξήγησε δι’ ολίγον τι θα γίνη και πως πρέπει να σχεδιασθή. Ο Παπαδάκης και οι δύο άλλοι, ετόνισαν ότι πρέπει απαραιτήτως να απομακρηνθεί εκ Κύπρου ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ (σ. Γ.Π.: Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) Ντενίσης, διότι έχει, λόγω του κινδύνου επεισοδίων δεσμεύσει όλας μονάδας της Εθνικής Φρουράς να μη κινούνται άνευ προσωπικής διαταγής του. Ανέλαβα να καλέσω τον Ντενίσην εις Αθήνας, ετόνισα δε εις τους άλλους, ότι η ενέργεια πρέπει να εκτελεσθή από τας μονάδας της Εθνικής φρουράς που εδρεύουν εις Λευκωσίαν και ότι ουδεμία άλλη μονάς θα μετακινηθή εκ των άλλων σημείων της νήσου προς την Κυπριακήν πρωτεύουσαν. Συνεφώνησαν όλοι και έφυγαν δια το γραφείον του Ιωαννίδη, όπου θα κατήρτιζαν το σχέδιον ενεργείας, το οποίον θα μου υπεβάλετο την επομένην, δια να το μελετήσω. Το πρωί της επομένης, με επεσκέφθησαν οι Παπαδάκης, Γεωργίτσης και Κομπόκης, δια να με αποχαιρετήσουν. Τους ηρώτησα διατί δεν έφεραν το σχέδιον και μου ειπον ότι το είχε ο Ιωαννίδης, ο οποίος και θα μου το υποβάλη μετ’ ολίγον. Δεν γνωρίζω εάν τελικώς κατηρτίσθη σχέδιον και εάν πράγματι κατηρτίσθη, ουδέποτε το είδον».

Ο Μπονάνος αναφέρεται σε μία ακόμη σύσκεψη ανάμεσα σ’ αυτόν, τον Ιωαννίδη και τον Γκιζίκη που έγινε στο σπίτι του τελευταίου στις 11 Ιουλίου, λίγες δηλαδή μέρες πριν το πραξικόπημα. «Ο Ιωαννίδης- γράφει[5]– μας είπεν ότι έχει πληροφορίας από την Κύπρον, συμφώνως προς τα οποίας το επικουρικόν σώμα του Μακαρίου επιτήρη στενώς και καθ’ όλην την νύκτα τα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς, ενώ “πολιορκεί” κυριολεκτικώς τα σπίτια όπου διαμένουν οι Έλληνες αξιωματικοί μετά των οικογενειών τους. Ως εκ τούτου, είπε, η ενέργεια δεν ημπορεί να γίνει νύκτα, αλλά ημέραν, όταν οι πραιτωριανοί αποσύρονται. και προέκρινε ως κατάλληλον χρόνον της πρωίαν της Δευτέρας, 15ης Ιουλίου.

Τον ηρώτησα τότε που είναι το σχέδιον ενεργείας που είχε καταρτισθή και εκείνος μου απάντησεν ότι δεν υπάρχει γραπτόν σχέδιον αλλ’ ότι έδωσεν εντολάς προφορικώς στους Γεωργίτσην και Κομπόκην, τας οποίας ούτοι απεστήθησαν».

Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε, όπως είχαν προγραμματίσει οι εμπνευστές του, τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974, γύρω στις 8.15′ π.μ. Εκτός του Προεδρικού μεγάρου χτυπήθηκαν επίσης, το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, το κτήριο των τηλεπικοινωνιών, το Αρχηγείο της αστυνομίας, το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος (αποτελούνταν από πιστούς οπαδούς του Μακαρίου) και το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), ενώ άνδρες της ΕΛΔΥΚ επιτέθηκαν στον Αερολιμένα της Λευκωσίας.. Αν και εκδηλώθηκε σθεναρή αντίσταση η δύναμη των πραξικοπηματιών ήταν απείρως ισχυρότερη και σε δύο ώρες, περίπου, είχαν πλήρως κυριαρχήσει στην Κυπριακή πρωτεύουσα. Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει ένα νέο δράμα για τη Μεγαλόνησο που κρατάει ως τις μέρες μας.

Ποιοι ήταν οι πραγματικοί οργανωτές του πραξικοπήματος

Ασφαλώς δεν μπορεί να είναι κανείς τόσο αφελής ώστε να πιστέψει πως το πραξικόπημα στην Κύπρο ήταν έργο μόνο της χούντας του Ιωαννίδη και των οργάνων της. Αλλά ούτε και τα στοιχεία που υπάρχουν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα όλα βεβαιώνουν ότι τόσο το πραξικόπημα όσο και ο ΑΤΤΙΛΑΣ που ακολούθησε αποτελούσαν ένα ενιαίο σχέδιο των Αμερικανών με κύριο στόχο να προωθήσουν δυναμικά την πολιτική που από χρόνια είχαν υιοθετήσει για διχοτομική λύση του κυπριακού. Ας δούμε όμως το θέμα αναλυτικότερα.

Το δικτατορικό καθεστώς- μαριονέτα των Αθηνών ήταν αδύνατο να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια στην Κύπρο χωρίς να έχει εξασφαλίσει τις στοιχειώδεις εγγυήσεις ότι θα έχει την κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Αντιπτέραρχος Παπανικολάου στην προαναφερόμενη απόρρητη έκθεσή του λέει πως όταν στις 16 Ιουλίου του 1974, μια μέρα δηλαδή μετά το πραξικόπημα, ρώτησε τον Ιωαννίδη για της επιπτώσεις αυτής της ενέργειας εισέπραξε την εξής απάντηση: «ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Τούρκοι επεθύμουν τον Μακάριον»[6]. Αλλά και ο τότε αρχηγός του πολεμικού Ναυτικού Αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης σε δική του έκθεση υποστηρίζει πως ο Ιωαννίδης του είχε πει για το πραξικόπημα[7]: «Κύριε αρχηγέ, όταν κάποτε πληροφορηθείτε τα εις χείρας μου στοιχεία και τας ενθαρρύνσεις ας είχον θα με δικαιολογήσητε». Πιο κατηγορηματικός και σαφής απ’ όλους, όμως είναι ο στρατηγός Μπονάνος ο οποίος πρωταγωνίστησε στην προετοιμασία και στην εκτέλεση του πραξικοπήματος κι έτσι η μαρτυρία του- αν και επιλεκτική, με αποσιωπήσεις και σκόπιμες συγχύσεις ως προς την ουσία του θέματος- έχει ιδιαίτερη σημασία[8]:

«Πολλάκις- γράφει ο Μπονάνος- ο Ιωαννίδης με διαβεβαιώσεν, ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικανοί είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας εις πάσαν περίπτωσιν».. Ακόμη ο Μπονάνος αναφέρει πως ο Ιωαννίδης του είχε πει «ότι έχει διαβεβαιώσεις από την CIA ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν».

«Δεν γνωρίζω- προσθέτει ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων- εάν ο Γκιζίκης είχε τρόπον να διασταυρώνη τας πληροφορίας αυτάς του Ιωαννίδη, εγώ όμως στερούμενος οιασδήποτε σχέσεως με τους αμερικανούς, δεν τον είχα. Μόνο αι πληροφορίαι του Αρχηγού της ΚΥΠ Σταθόπουλου, που μου εδόθησαν υπό του ιδίου (…) μου έδωσαν την εντύπωσιν διασταυρώσεως. Αι πληροφορίαι αυταί ήσαν αι εξής:

α. Ο εις Αθήνας αρχηγός του κλιμακίου της CIA, που δεν γνωρίζω ποιος ήτο, είπε στον Σταθόπουλον ότι τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία δια να επέμβωμεν στην Κύπρον, ότι οι Αμερικανοί δεν θέλουν τον Μακάριον στην εξουσίαν και “είναι μαζί μας”!

β. Ότι τον επεσκέφθη- τον Σταθόπουλον- ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Τομ Πάππας, ο οποίος του είπεν ότι η κατάστασις με τον Μακάριον πρέπει να εκκαθαρισθή και ότι τώρα είναι η κατάλληλος ευκαιρία. Επίσης του είπε ότι “η Αμερική είναι μαζί μας”».

Την άμεση εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στο πραξικόπημα της Κύπρου επιβεβαιώνει η ίδια τους η στάση όταν αυτό εκδηλώθηκε. Γράφει αναλυτικά ο Λώρενς Στέρν[9]:

«Καθ’ όλη την πρώτη εβδομάδα της κρίσης, η επίσημη φωνή της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν αυτή του πρεσβευτή Ρόμπερτ Άντερσον, του επί του τύπου εκπροσώπου του Στέιτ Ντηπάρτμεντ στην καθημερινή μεσημβρινή από μέρους του ενημέρωση του τύπου.. Ο Άντερσον ήταν ένας φιλικός και επί μακρό ταλαιπωρούμενος γραφειοκράτης, η δουλειά του οποίου ήταν, παρά τις πάρα πολύ επίμονες παρενοχλήσεις των ανακριτών- δημοσιογράφων, να εκφράζει πιστά το γράμμα και το πνεύμα αυτών που ο Κίσσιγκερ ήθελε να ειπωθούν, χωρίς να αποκλίνει ούτε ίντζα από τις κατευθυντήριες γραμμές του υπουργού (…) Τη μέρα του πραξικοπήματος, ο Άντερσον βρέθηκε μπροστά σε μια αίθουσα πλημμυρισμένη από δημοσιογράφους. Περιορίσθηκε να δηλώσει απλά και ήρεμα ότι “η πολιτική μας παραμένει η ίδια, υποστηρίζουμε την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και τις συνταγματικές της διατάξεις και καλούμε τα άλλα κράτη να ακολουθήσουν μια παρόμοια πολιτική”. Αμέσως μετά, ο Άντερσον απάντησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανέλαβαν οποιεσδήποτε “διαπραγματεύσεις, μυστικές συνομιλίες, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις” για να αποτρέψουν το πραξικόπημα. Το πιο σημαντικό ήταν αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είπαν εκείνη τη μέρα. Ενώ η ενέργεια των Αθηνών είχε προκαλέσει την κατακραυγή ολόκληρης της Ευρώπης, ο εκπρόσωπος του Κίσσιγκερ δεν πρόφερε ούτε μια επικριτική λέξη για την ανάμειξη της Ελλάδας ούτε μια λέξη καταδίκης για την ανακοινωθείσα δολοφονία του Μακαρίου (…)

Τις πρώτες μέρες ύστερα από το πραξικόπημα ο Άντερσον αμυνόμενος παρέκαμπτε τις ερωτήσεις που αναφέρονταν στο θέμα της αναγνώρισης του καθεστώτος Σαμψών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. “Η παρούσα κατάσταση στην Κύπρο δεν είναι σαφής”, είπε την Τρίτη 16 Ιουλίου. “Και, κατά την άποψή μας, προς το παρόν, δεν εγείρεται θέμα αναγνώρισης”.

“Είναι η κυβέρνηση Μακαρίου κυβέρνηση της Κύπρου αυτή τη στιγμή, όσον αφορά εμάς;” ρώτησε ένας ανταποκριτής.

“Δεν θα ήθελα να προβώ σ’ οποιοδήποτε σχόλιο”.

Στις 17 Ιουλίου: “Ρόμπερτ, ποια κυβέρνηση αναγνωρίζουμε σήμερα;”

“Πάνω σ’ αυτό το θέμα, εδώ είπα ότι, επί του παρόντος προσπαθούμε να προβούμε σε εκτίμηση της κατάστασης και δεν υπάρχει θέμα για… προσπαθούμε να αποφασίσουμε για να το θέσω μ’ αυτό τον τρόπο”».

Χαρακτηριστικό της πολιτικής στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών γύρω από την κυπριακή τραγωδία- που φανερώνει αλώστε και την άμεση εμπλοκή τους σ’ όλη την τραγική εξέλιξη του Ιουλίου 1974- είναι και το γεγονός ότι ο Κίσσιγκερ δέχτηκε συνάντηση με το Μακάριο στη Νέα Υόρκη, όμως δεν τον δέχτηκε ως πρόεδρο αλλά ως αρχιεπίσκοπο[10].

«Ένα συμπέρασμα εξάγεται καθαρά- γράφει ο Λώρενς Στέρν[11]-, αναφορικά με τις προθέσεις του Κίσσιγκερ αμέσως μετά τη βίαιη ανατροπή της Κυβέρνησης Μακαρίου. Ο Κίσσιγκερ, αντίθετα με ότι συνέβη με την κυβέρνηση Τζόνσον στην περίπτωση της κρίσης του 1964, ήθελε να κάνει όσο το δυνατό λιγότερα: Δεν ήθελε να ανταγωνισθεί την ελληνική χούντα, που πατρόναρε το πραξικόπημα, δεν ήθελε να κατακρίνει το καθεστώς του Κύπριου Πιστολά Σαμψών, δεν ήθελε να επικαλεσθεί εναντίον της Τουρκίας τις πολιτικές κυρώσεις σε περίπτωση εισβολής…».

Τι ήθελαν λοιπόν οι Ηνωμένες Πολιτείες; Προφανώς τα ήθελαν όλα. Ήθελαν και το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Χωρίς το πρώτο δεν θα ερχόταν η δεύτερη. Και χωρίς τον Αττίλα δεν θα ερχόταν η διχοτόμηση.

Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω στο χρόνο.

Στο διάστημα 19 έως 23 Νοεμβρίου του 1973 πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη ένα περίεργο σεμινάριο για το Κυπριακό πρόβλημα. Οργανωτής ήταν το Κέντρο Μεσογειακών σπουδών πίσω από το οποίο βρισκόταν το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ. Τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στο σεμινάριο κάθε άλλο παρά άγνωστα ήταν. Μεταξύ άλλων συμμετείχαν ο Γ. Κληρίδης, ο Ρ. Ντεκτάς, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο γνωστός Αμερικανός διπλωμάτης και μετέπειτα υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Σάιρους Βάνς και άλλοι. Το σεμινάριο ήταν ενδιαφέρον από κάθε άποψη αλλά πιο ενδιαφέρουσα ήταν η ομιλία του Σάιρους Βάνς ο οποίος χωρίς δισταγμό ξεκαθάρισε τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών γύρω από το κυπριακό προφητεύοντας ουσιαστικά όσα έμελλε να ακολουθήσουν. «Το Κυπριακό- είπε ο Αμερικανός αξιωματούχος- είναι εστία αναφλέξεως μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Μπορεί μάλιστα να προκληθεί και επέμβαση της Τουρκίας, αλλά αυτή τη φορά μην ελπίζετε ότι θα επέμβει η Αμερική να σταματήσει την Τουρκία»[12].

Η Τουρκία αρπάζει την ευκαιρία

Από την πρώτη στιγμή που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα στην Κύπρο η Τουρκία είδε πως είχε μπροστά της την ευκαιρία που γύρευε για να προωθήσει τα διχοτομικά της σχέδια στο νησί. Στις 16/7/1974 ο τούρκος κυβερνητικός εκπρόσωπος Ορχάν Μπιργκίτ δήλωνε πως «η Τουρκία θα ζητήσει την επέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο. Αν το Λονδίνο δεν ανταποκριθεί σ’ αυτό το αίτημα, η Τουρκία θα αντιδράσει όπως εκείνη νομίζει καλύτερα»[13]. Ήταν φανερό πως βρισκόταν προ των πυλών μια τουρκική στρατιωτική επέμβαση στο νησί.

Ως εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας η Τουρκία είχε μια σειρά δικαιώματα που απέρρεαν από τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, τα οποία φυσικά δεν ήταν διατεθειμένη να απεμπολήσει. Επίσης από χρόνια έπαιζε το χαρτί της ένοπλης επέμβασης και είχε προετοιμαστεί στρατιωτικά για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. «Τα αποβατικά σκάφη του τουρκικού στόλου και οι αναγκαίες- γράφει ο Ν. Ψυρούκης[14]– ήταν σε επιφυλακή αρκετά πριν γίνει το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου. Όλα ήταν έτοιμα και καλά προετοιμασμένα. Εκείνο που απέμενε ήταν να προετοιμαστεί το έδαφος και να δοθεί η διαταγή του big boss». Μόνο στην Αθήνα κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου. Ο Ιωαννίδης διαβεβαίωνε τους πάντες ότι είχε διαβεβαιώσεις από τους Αμερικανούς ότι οι τούρκοι δεν επρόκειτο να κινηθούν. Ο «Πρόεδρος» μάλιστα της Χουντικής Δημοκρατίας στρατηγός Φ. Γκιζίκης κατέθεσε στην επιτροπή της βουλής που εξέτασε το φάκελο της Κύπρου ότι όλοι είχαν διαβεβαιώσεις από τους Αμερικανούς: και ο Ιωαννίδης και ο «πρωθυπουργός» Αδ. Ανδρουτσόπουλος, και ο αρχηγός της ΚΥΠ Σπ. Σταθόπουλος και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος[15].

Η στάση της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ

Πριν προχωρήσει στην εισβολή η Τουρκία θέλησε να πάρει την έγκριση των δύο μεγάλων δυνάμεων του ΝΑΤΟ, της Βρετανίας- που ήταν και εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας- και των Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι παράλληλα με τις απειλές έθεσε σε εφαρμογή και την παρελκυστική της τακτική δίνοντας όρκους πίστης στην ειρηνική λύση του προβλήματος αλλά και εμφανίζοντας την ανατροπή του Μακαρίου ως υπόθεση αποκλειστικά των ελληνοκυπρίων[16].

Στις 17 Ιουλίου ο… σοσιαλιστής τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβιτ επισκέφθηκε το Λονδίνο όπου ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση την από κοινού επέμβαση στη Κύπρο βάσει των όσων προέβλεπαν οι συνθήκες εγγυήσεων. Οι βρετανοί, σε ότι τους αφορούσε, απέκρουσαν την τουρκική πρόταση αλλά δεν πήραν το παραμικρό μέτρο για να εμποδίσουν μια ενδεχόμενη μονομερή στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας. Αντίθετα, σύμφωνα με μαρτυρία του Γλαύκου Κληρίδη, οι κυβερνώντες στη Βρετανία στις 16/7/1974 «σε υπουργικό συμβούλιο αποφάσισαν να μην επέμβουν και σε περίπτωση τουρκικής εισβολής»[17]. Είναι φανερό επομένως πως ο Ετζεβιτ πήρε, ουσιαστικά, την έγκριση των βρετανών να προχωρήσει στον ΑΤΤΙΛΑ.

Ποια όμως ήταν η στάση των Αμερικανών; «Ο Κίσσιγκερ- γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης[18]– που απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στη θέση της Τουρκίας μέσα στην Ατλαντική συμμαχία, ευνοούσε τα Τουρκικά σχέδια στην Κύπρο, ήθελε όμως να τα επιβάλει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος (που θα παρέλυε τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ), και να μη δοθεί στη Σοβιετική Ένωση η ευκαιρία να παρέμβει. Γι’ αυτό, από τις πρώτες κι όλας μέρες του πραξικοπήματος, εξαπέλυσε τον υφυπουργό εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο…».

Πράγματι ο Σίσκο πέτυχε στην αποστολή του αφού κατάφερε να μην προκληθεί ελληνοτουρκικός πόλεμος και να μην αποτραπεί η τουρκική εισβολή και η δια των όπλων διχοτόμηση του νησιού. Η χούντα του Ιωαννίδη δεν ήταν διατεθημένη να κάνει το παραμικρό που θα ερχόταν σε αντίθεση με την θέληση των ΗΠΑ κι ας προέβαινε ο αόρατος δικτάτορας σε λεονταρισμούς προς τον Αμερικανό υφυπουργό λέγοντα του τη μέρα της εισβολής: «Μας εξαπατήσατε. Δεν απομένει δια την Ελλάδα ουδέν έταιρον πλην της γενικής επιστρατεύσεως και του πολέμου». Επρόκειτο για θέατρο, όπως αποκαλύπτει στην απόρρητη έκθεση του ο αντιπτέραρχος Αλ. Παπανικολάου, ο οποίος σημειώνει σχετικά[19]: «Την πρωίαν της 20ης Ιουλίου, και περί ώραν 0800, κατέφθασαν εις το γραφείον του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, εκτός των Αρχηγών των Κλάδων, και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός και ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης. Η εισβολή εις την Κύπρον είχεν αρχίσει δια βομβαρδισμών αεροσκαφών και ρίψεων αλεξιπτωτιστών δι αεροσκαφών και ελικοπτέρων. Περί της 08.30 ώραν κατέφθασαν εσπευσμένως εις το ως άνω γραφείον ο κ. SISCO, μόλις αφιχθείς εξ Αγκύρας, μετά του Αμερικανού πρέσβεως κ. TASCA. Ούτοι εζήτησαν απεγνωσμένως όπως αποφύγωμεν τον πόλεμον μετά της Τουρκίας, αναλογιζόμενοι τας συνεπείας. Ούτοι εδέχθησαν ότι η κατάστασις ήτο εξόχως κρίσιμος, υπεστήριξαν όμως ότι τα πάντα ήτο δυνατόν να τακτοποιηθούν δι’ αυτοσυγκρατήσεως. Ήτο πράγματι αγωνιώδης η επιμονή τούτων όπως μη κηρύξωμεν τον πόλεμον κατά της Τουρκίας.

Εις μία στιγμήν, ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης, εγερθείς, ύψωσεν ωργισμένος την φωνή του και εκραύγασεν εις την ελληνικήν ότι οι Αμερικανοί δεν είναι συνεπείς, “μας εξαπάτησαν” και ότι δεν απομένει δια την Ελλάδα ουδέν έτερον πλην της γενικής επιστρατεύσεως και του πολέμου. Ούτος εξήλθε του γραφείου εν οργή, επανελθών μετ’ ολίγον, εξηγήσας ότι “έπαιξε ολίγον θεάτρων” δια να πιέσει τους Αμερικανούς».

Ενδεικτικά της στάσης των αμερικανών είναι και όσα μαρτυρεί ο στρατηγός Μπονάνος για την συνάντηση που είχε με τον Τάσκα το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974. «Ο Τάσκα- γράφει ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων ήτο ανήσυχος και νευρικός. Αφού με εχαιρέτησε, εισήλθεν αμέσως εις το θέμα, δια το οποίο και ήλθε:

– Κύριε Αρχηγέ, μη πάτε σε πόλεμο και εγώ σας υπόσχομαι να σταματήσω τους Τούρκους!»[20].

                     Ο ΑΤΤΙΛΑΣ

Η Τουρκική εισβολή ξεκίνησε στις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 όταν οι ναυτικοί σταθμοί επιτήρησης ΣΕΠ «Α» και ΣΕΠ «Δ» δέχτηκαν τα πρώτα πυρά. Μέχρι τα χαράματα της 22ας Ιουλίου που οριστικοποιήθηκε η συμφωνία ανακωχής τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις εξελίξεις τον είχαν οι Αμερικανοί. Οι Τούρκοι έκαναν τον δικό τους πόλεμο έχοντας απέναντί τους μόνο τη σθεναρή αντίσταση του κυπριακού λαού και των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονταν στο νησί. Στην Αθήνα όμως κυβέρνηση δεν υπήρχε. Οι πάντες είχαν εξαφανιστεί τουλάχιστον από τις 21 Ιουλίου και ο ναύαρχος Αραπάκης- βάσει των όσων ο ίδιος λέει στην απόρρητη έκθεσή του άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τον Σίσκο και τον Κίσινγκερ ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες[21].

Στις 4.30 π.μ. της 14ης Αυγούστου 1974 ξεκίνησε η δεύτερη φάση της Τουρκικής εισβολής που έχει μείνει στην ιστορία με την επωνυμία «ΑΤΤΙΛΑΣ 2». Με την ολοκλήρωση αυτής της επιχείρησης στα χέρια των τούρκων πέρασε το 36,3% του κυπριακού εδάφους, το νησί διχοτομήθηκε και η κατάσταση αυτή παραμένει μέχρι σήμερα η ίδια. Η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε προέλθει από την πολιτική μεταβολή της 24ης Ιουλίου 1974 υποχρεώθηκε να προχωρήσει στο μέτρο της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. «Κατόπιν της αποδείξεως της ανικανότητας της Ατλαντικής Συμμαχίας- έλεγε η σχετική κυβερνητική ανακοίνωση- όπως αναχαιτίση την Τουρκίαν από του να δημιουργήση κατάσταση συρράξεως μεταξύ δύο Συμμάχων, ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Κ. Καραμανλής έδωσεν εντολήν όπως αι ελληνικαί Ένοπλοι Δυνάμεις αποσυρθούν από την Συμμαχίας του ΝΑΤΟ»[22]. Η ανακοίνωση αυτή αν μη τι άλλο φανερώνει ότι το πρόβλημα του κινδύνου εξ ανατολών δεν είναι πρόβλημα, κυρίως ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά πρωτίστως πρόβλημα των σχέσεων της Ελλάδας με την Ατλαντική Συμμαχία διότι η εν λόγω Συμμαχία είναι που ενθαρρύνει τον τουρκικό επεκτατισμό και υπονομεύει την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της χώρας μας. Η επισήμανση αυτή, που απορρέει αβίαστα από τα ιστορικά γεγονότα, έχει σήμερα ιδιαίτερη σημασία και σπουδαιότητα.-

 


[1] Ολόκληρη η απόρρητη έκθεση του Αντιπτέραρχου Αλ Παπανικολάου στο : Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 205- 239)

[2] Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 224.

[3] Κ. Κάππου: «Έγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, σελ. 57

[4] Στρατηγού Γρ. Μπονάνου, στο ίδιο, σελ. 218

[5] στο ίδιο, σελ. 219

[6] Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 276

[7] Στ. Ψυχάρη στο ίδιο, σελ. 61

[8] Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 218 κ. ε.

[9] Λώρενς Στέρν: «Λάθος Άλογο», εκδόσεις ΤΑΜΑΣΟΣ, Λευκωσία 1978, σελ. 143- 145

[10] Ν. Κρανιδιώτη: «Ανοχύρωτη Πολιτεία», Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος Β’, σελ. 431

[11] Λώρενς Στέρν:στο ίδιο, σελ. 148

[12] Μ. Ιγνατίου: «Το Σεμινάριο της Ρώμης», Εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 132

[13] Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, τόμος Δ’ σελ. 383

[14] Ν. Ψυρούκη στο ίδιο, σελ. 383- 384

[15] Κ. Κάππου: «Έγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, σελ. 76- 77

[16] Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», Εκδόσεις ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ, τόμος 7ος, σελ. 248

[17] «ΤΟ ΒΗΜΑ» 17/7/1981 και Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 384- 385

[18] Ν Κρανιδιώτη: «Ανοχύρωτη Πολιτεία», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος β’, σελ. 395- 396

[19] Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 227- 228

[20] Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 242

[21] Στ. Ψυχάρη, στο ίδιο, σελ. 249- 252

[22] Εφημερίδες 15/8/1974

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας