Εργατικός Αγώνας

Ζει με τους ανθρώπους που χτίζουν έναν κόσμο σοσιαλιστικό

Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος.

«Γείρε το τίμιο φλάμπουρο πατρίδα μου τ’ αγώνα

για κείνον που το κράτησε μέχρι θανάτου ορθό.

Κι εσύ λαέ μου λύγισε μ’ ευλάβεια το γόνα

γι’ αυτόν που δεν ελύγισε ποτέ μπρος στον εχθρό».

Αλέξης Πάρνης1

Μεσάνυχτα Σαββάτου 29 προς Κυριακή 30 Μαρτίου του 1952. Τούτη τη νύχτα το κρύο φτάνει ως το κόκαλο κι είναι λογικό να συναντάει κανείς την ερημιά στους δρόμους. Στην Αθήνα, όμως, παρατηρούνται έκτακτα αστυνομικά μέτρα που κανείς δεν είναι σε θέση να εξηγήσει. Κατά τις 2 το πρωί της Κυριακής, η αστυνομία αποκλείει ολόκληρη την περιοχή της Καλλιθέας, όπου βρίσκονται οι φυλακές και απαγορεύει την κίνηση, κυρίως, γύρω ή κοντά σε αυτές. Σε λίγο στο χώρο των φυλακών φτάνουν 15 τζιπ και δύο φορτηγά του στρατού με αξιωματικούς της ΑΣΔΕΝ και της ΕΣΑ. Επίσης έντονη είναι η παρουσία στρατιωτών, αστυνομικών και χωροφυλάκων. Στις 3 παρά 5′ φτάνει στις φυλακές ο Βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Κ. Αθανασούλης, ο οποίος και ζητάει από τον διευθυντή των φυλακών Προεστόπουλο να παραδοθούν προς εκτέλεση 4 μελλοθάνατοι κρατούμενοι: Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Νίκος Καλούμενος κι ο Ηλίας Αργυριάδης. Η αντίστροφη μέτρηση από τη ζωή προς το θάνατο έχει μόλις αρχίσει.

Στις 3.25 οι τέσσερις μελλοθάνατοι, με χειροπέδες, ανεβαίνουν στο υπ’ αριθ. 99 αυτοκίνητο – κλούβα της Χωροφυλακής κι η φάλαγγα των αυτοκινήτων ξεκινά. Πίσω από την κλούβα ακολουθούν τα αυτοκίνητα με το εκτελεστικό απόσπασμα της ΕΣΑ, τον Βασιλικό Επίτροπο, τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες2. Σε λίγο όλα θα ‘χουν τελειώσει.

Η πομπή των αυτοκινήτων ακολουθώντας τη διαδρομή Λ. Συγγρού – Στάδιο, Ρηγίλλης – Β. Σοφίας – Μεσογείων έφτασε στις 3.48′ π.μ. στον τόπο εκτελέσεων στο Γουδί. Στις 4π.μ. οι μελλοθάνατοι κατέβηκαν από την κλούβα και πήραν θέση απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στις 4.10′ π.μ. ακούστηκε το παράγγελμα «πυρ» κι αμέσως μια ομοβροντία πυροβολισμών. Ο Ν. Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του είχαν περάσει πια στην αγκαλιά της ιστορίας3.

Ας επιστρέψουμε όμως λίγο πίσω στο χρόνο κι ας δούμε πώς φτάσαμε στο μακάβριο τούτο χάραμα της 30ής Μαρτίου του 1952.

Ο Ν. Μπελογιάννης στην Ελλάδα

Στα τέλη Αυγούστου του 1949 ο εμφύλιος πόλεμος έφτασε στο τέλος του. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ μετά την ήττα τους στο Γράμμο και στο Βίτσι, υποχώρησαν συντεταγμένα στο έδαφος της Αλβανίας κι από κει, παίρνοντας το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, διασκορπίστηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ μετέφερε το κέντρο βάρους της δουλιάς του από τον ένοπλο αγώνα στην ειρηνική μαζική πολιτική δράση. «Η ήττα μας στη μάχη Βίτσι – Γράμμου τον Αύγουστο του 1949 – υπογραμμιζόταν στην πολιτική απόφαση της 6ής Ολομέλειας της ΚΕ του Κόμματος που έγινε τον Οκτώβρη του ιδίου έτους – σημειώνει μια αλλαγή στην κατάσταση. Αυτό επιβάλλει μια αλλαγή και στην πολιτική μας γραμμή. Η τακτική της συνέχισης οπωσδήποτε του ένοπλου αγώνα, που εκφράζει ένα μικροαστικό πνεύμα απελπισίας και έλλειψη προοπτικής, θα ‘δινε τη δυνατότητα στον αντίπαλο να καταφέρει συντριπτικό χτύπημα εναντίον των αγωνιστών και στελεχών του λαϊκού κινήματος». Στην ίδια απόφαση γινόταν εξονυχιστικά λόγος για το συνδυασμό παράνομης και νόμιμης δουλιάς, για τη δημιουργία ενός γερού παράνομου κομματικού μηχανισμού μέσα στην Ελλάδα, αλλά και για την αξιοποίηση όλων των νόμιμων δυνατοτήτων που υπήρχαν. Ταυτόχρονα υπογραμμιζόταν: «Χωρίς αναβολή το Κόμμα πρέπει να προετοιμάσει και να στείλει στις μεγάλες πόλεις ολόκληρη σειρά κομματικά στελέχη για το δυνάμωμα και την αναδιοργάνωση των τοπικών οργανώσεων και για την εξασφάλιση της εφαρμογής της καινούργιας γραμμής»4. Η απόφαση αυτή, ειδικά ως προς το τελευταίο σκέλος της που παραθέσαμε, βρήκε την πρώτη έμπρακτη έκφρασή της με την αποστολή του Ν. Μπελογιάννη, αναπληρωματικού μέλους της ΚΕ του Κόμματος, στην Ελλάδα.

Ο Ν. Μπελογιάννης έφτασε παράνομα στην Αθήνα δέκα, περίπου, μήνες μετά τη λήξη του εμφυλίου και συγκεκριμένα στις αρχές Ιουνίου του 1950, με αποστολή την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και την ανάπτυξη της παράνομης δουλιάς του Κόμματος. Αμέσως ρίχτηκε στη δουλιά.

«Ξεκαθαρίζω και ανασυγκροτώ αυτό που υπάρχει – έγραφε σ’ ένα από τα πρώτα τηλεγραφήματα που έστειλε στην ηγεσία του Κόμματος στο εξωτερικό5 – και προσπαθώ να χτίσω άλλο παράλληλα. Δυνατότητες πολλές, προοπτική μου αισιόδοξη». Δυστυχώς όμως πολύ γρήγορα οι διωκτικές αρχές του μετεμφυλιακού καθεστώτος μπήκαν στα ίχνη του και τον συνέλαβαν.

Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη έγινε στις 20 Δεκέμβρη του 1950 αλλά η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός μισό μήνα αργότερα, στις 5 Γενάρη 1951. Μια μέρα πριν, με απόφαση του Συμβουλίου Εφετών κλείστηκε ο «Δημοκρατικός», η πρώτη νόμιμη αριστερή εφημερίδα που βγήκε μετά τον εμφύλιο, με την αμέριστη στήριξη του ΚΚΕ για να καλύψει το κενό της έλλειψης νόμιμου κομματικού Τύπου. Τις επόμενες μέρες ανακοινώθηκαν οι συλλήψεις και άλλων κομμουνιστών, ενώ το όλο θέμα παρουσιάστηκε ως μεγάλη επιτυχία των υπηρεσιών δίωξης του κομμουνισμού. Ετσι λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του.

Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη

Η δίκη αυτή άρχισε στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτώβρη 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του ιδίου έτους. Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν την κατηγορία ότι παραβίασαν τον Α.Ν. 509, το νόμο δηλαδή με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1947. Γινόταν, συνεπώς, φανερό πως επρόκειτο για μια πολιτική δίκη και πως οι κατηγορούμενοι δικάζονταν για τις πολιτικές πεποιθήσεις τους. «Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ – είπε στην απλολογία του ο Ν. Μπελογιάννης – και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ»6.

Το ότι η δίκη ήταν πολιτική και σκηνοθετημένη δεν υπάρχει σήμερα κανείς που να το αμφισβητεί. Ορισμένοι, όμως, συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την υπόθεση Μπελογιάννη, επιχείρησαν να μετριάσουν ή ακόμη και να εξαφανίσουν τις ευθύνες που είχε στο ζήτημα αυτό η κυβέρνηση Πλαστήρα και να ρίξουν το σύνολο των ευθυνών για τη διεξαγωγή της δίκης αποκλειστικά στο παρακράτος και στον ξένο παράγοντα.

Ο Π. Παρασκευόπουλος, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι τη σύνθεση του δικαστηρίου – στην οποία συμμετείχε και ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος – την είχε καθορίσει ο ΙΔΕΑ με σκοπό να μη γίνει δυνατή η αναβολή της δίκης που επιδίωκε τάχα η κυβέρνηση Πλαστήρα λόγω του δημοκρατικού προσανατολισμού της7. Με τον Παρασκευόπουλο συμφωνεί και ο Τ. Βουρνάς8. Η ιστορική, όμως, αλήθεια για τις προθέσεις της κυβέρνησης Πλαστήρα είναι εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι την παρουσιάζουν οι προαναφερόμενοι ιστοριογράφοι.

Ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας ναύαρχος Σακελλαρίου, είχε παραδεχτεί στη Βουλή πως η κυβέρνηση Πλαστήρα επιδίωξε μια διακοπή της δίκης για λόγους σκοπιμότητας κι όχι από δημοκρατισμό ή γιατί έτρεφε αισθήματα συμπάθειας προς τους κατηγορούμενους. «Επειδή η εθνική αντιπροσωπεία μας η ευρισκόμενη τότε εις Ουάσιγκτον – είχε πει ο Σακελλαρίου9 – θα υφίστατο ίσως την επίθεση του σλαυικού μπλοκ, διότι μετά την πάροδον δύο ετών από την καταστολήν της ανταρσίας εξακολουθούμε να έχουμε λειτουργούντα τα έκτακτα στρατοδικεία, η κυβέρνησις εξέφρασε την επιθυμίαν προς αποφυγήν της επιθέσεως αυτής, εάν υπήρχε δυνατότης να διακοπή η δίκη αυτή».

Η δήλωση αυτή δεν επιδέχεται παρερμηνείες όσον αφορά στις προθέσεις της κυβέρνησης Πλαστήρα σχετικά με τη δίκη.

Η σκευωρία των ασυρμάτων

Το ότι η δίκη ήταν ξεκάθαρα πολιτική φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι αυτοί που την οργάνωσαν δεν ήταν σε θέση – μετά το πέρας της – να εφαρμόσουν την απόφαση του Στρατοδικείου βάσει της οποίας ο Ν. Μπελογιάννης και 11 ακόμη σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ετσι οργάνωσαν μια δεύτερη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, αυτή τη φορά στο τακτικό Στρατοδικείο, με την κατηγορία της διάπραξης του αδικήματος της κατασκοπίας σε βάρος της Ελλάδας. Για να μπορέσουν όμως να στήσουν αυτή τη νέα κατηγορία προχώρησαν με πομπώδη τρόπο στην αποκάλυψη των ασυρμάτων του κόμματος στη Βίλα «Αύρα» στη Γλυφάδα και στο σπίτι του παλιού κομμουνιστή Ν. Καλούμενου στην Καλλιθέα

Το ότι το ΚΚΕ χρησιμοποιούσε ασυρμάτους για την παράνομη δουλιά του ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό σε κείνες τις συνθήκες, αφού δεν είχε άλλο καλύτερο και ταχύτερο τρόπο επικοινωνίας με τις οργανώσεις του – τουλάχιστον αυτές που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα. Αλλωστε η λειτουργία των ασυρμάτων για τις ανάγκες της παράνομης κομματικής δουλίας δεν ήταν κάτι που προέκυψε τη δεκαετία του ’50. Ασυρμάτους το ΚΚΕ είχε τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’30 και ορισμένους από αυτούς τους είχε πιάσει η Δικτατορία του Μεταξά. Συνεπώς επρόκειτο για μια συνήθη κομματική πρακτική που τη γνώριζαν καλά οι διωκτικές αρχές, αλλά αυτό δεν τις εμπόδισε καθόλου να στήσουν τη σκευωρία για δήθεν κατασκοπία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ασύρματοι στη Γλυφάδα και στην Καλλιθέα ανακαλύφθηκαν στις 14 και 15 Νοέμβρη του 1951, ακριβώς με το τελείωμα της πρώτης δίκης του Ν. Μπελογιάννη και των 92 συντρόφων του, πράγμα που σημαίνει πως ο χρόνος της αποκάλυψής τους είχε προεπιλεχθεί από τις διωκτικές αρχές και τους Αμερικανούς καθοδηγητές τους ούτως ώστε με το αιτιολογικό της ανακάλυψης νέων στοιχείων να κρατήσουν την υπόθεση σε εκκρεμότητα και να προετοιμάσουν τη νέα δίκη. Αλλωστε στο Τύπο της εποχής είχε διαρρεύσει πως οι διωκτικές αρχές γνώριζαν για τους ασυρμάτους πολύ καιρό πριν και παρακολουθούσαν τη λειτουργία τους10. Τέλος, αξίζει να προσθέσουμε πως ένα μήνα μετά την πρώτη δίκη του Μπελογιάννη, η εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» πληροφορούσε πως ο συνιδιοκτήτης της και αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ Α. Κύρου, είχε ειδοποιήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις να δικάζουν τους κομμουνιστές με την κατηγορία του κατασκόπου «και τούτο ανεξαρτήτως εάν η κατηγορία προέκυπτε από τα στοιχεία τα οποία είχεν υπόψη της η ασκούσα την δίωξιν αρμόδια στρατιωτική αρχήν»11. Ετσι επανήλθε σε ισχύ ο Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία Μεταξά, βάσει του οποίου σύρθηκαν εκ νέου στο – τακτικό αυτή τη φορά – Στρατοδικείο ο Ν. Μπελογιάννης, οι καταδικασθέντες σύντροφοί του από την πρώτη δίκη καθώς και όσοι συνελήφθησαν στο πλαίσιο της υπόθεσης των ασυρμάτων.

Η δεύτερη δίκη και η εκτέλεση

Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15/2 και τελείωσε την 1η Μαρτίου του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του (Δ. Μπάτσης, Η. Αργυριάδης, Ν. Καλούμενος, Ελ. Ιωαννίδου, Τ. Λαζαρίδης, Χαρ. Τουλιάτος και Μ. Μπισμπιάνος) καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αμέσως, προσέφυγαν στο Συμβούλιο Χαρίτων σε μια ύστατη προσπάθεια να εμποδίσουν το μοιραίο συνεπικουρούμενοι από τα εκατομμύρια των επωνύμων και ανωνύμων που αγωνίζονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ώστε ν’ αποτραπεί η δολοφονία τους. Τελικά η δολοφονία έγινε και οι τέσσερις από τους οκτώ θανατοποινίτες εκτελέστηκαν γιατί το ήθελε ο ξένος παράγοντας και η ντόπια οικονομική ολιγαρχία. Βαρύτατες, ωστόσο, γι’ αυτή την κατάληξη είναι και οι ευθύνες της κεντρώας κυβέρνησης Πλαστήρα – Βενιζέλου, αν κι έχει υποστηριχτεί το αντίθετο. Υποστηρίχτηκε, π.χ., πως ο Πλαστήρας και οι συνεργάτες του εισηγήθηκαν να δοθεί χάρη στους καταδικασθέντες χωρίς όμως να εισακουστούν από το παλάτι. Είναι αλήθεια. Και δεν μπορούσε να συμβεί αλλιώς αφού μέσα στην τότε κυβέρνηση και στα κόμματα που την στήριζαν υπήρξε ισχυρό κύμα αντίδρασης στη σχεδιαζόμενη δολοφονία του Μπελογιάννη αλλά και γενικότερα σ’ όλη αυτή την πολιτική δίωξης του κομμουνισμού μέσω της εκτέλεσης των στελεχών του. Το γεγονός όμως ότι ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν ταχύτατα και μάλιστα Κυριακή ήταν συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης του Πλαστήρα. Τα γεγονότα επ’ αυτού δεν αφήνουν αμφιβολία. Συγκεκριμένα:

Το Συμβούλιο Χαρίτων συνεδρίασε το απόγευμα της Παρασκευής 28 Μαρτίου 1952 και αργά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας έβγαλε απόφαση με την οποία απέρριπτε τις αιτήσεις χάριτος των Μπελογιάννη, Αργυριάδη, Καλούμενου και Μπάτση. Την επομένη, Σάββατο 29 Μάρτη, αργά το βράδυ (αυτό όχι τυχαία), ο Βασιλιάς Παύλος κοινοποίησε στην κυβέρνηση την απόφασή του με την οποία ενέκρινε την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων. Η κυβέρνηση έδειξε πρωτάκουστη βιασύνη.

Αμέσως κίνησε τη διαδικασία και σε λίγες ώρες, χαράματα της Κυριακής, οι τέσσερις οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Είναι απολύτως σαφές πως η κυβέρνηση Πλαστήρα δεν είχε καμία διάθεση να αντιδράσει στην εκτέλεση των τεσσάρων και φρόντισε να την πραγματοποιήσει σε χρόνο που κανείς δεν πίστευε ότι θα γίνει – ούτε οι Γερμανοί δεν εκτελούσαν Κυριακή – ώστε να μην υπάρξει ο ελάχιστος χρόνος για να κινητοποιηθεί ο λαϊκός παράγοντας, και οι προοδευτικοί άνθρωποι σε Ελλάδα και εξωτερικό για τη σωτηρία των μελλοθανάτων. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Και κάτι ακόμη:

Στην απολογία του ο Ν. Μπελογιάννης είχε πει πως οι κομμουνιστές αγαπούν την Ελλάδα με την καρδιά τους και με το αίμα τους. Ο ίδιος αποδείχτηκε η πλήρης ενσάρκωση των λόγων του. Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα εκείνης της εποχής – και όχι μόνο – εκτός από τους κομμουνιστές και τους συμμάχους τους καμία άλλη πολιτική δύναμη δεν μπορούσε να διακηρύξει και ακόμη περισσότερο να πράξει το ίδιο.

 

 

1. Αλέξη Πάρνη: «Μπελογιάννης – επικό ποίημα». Εκδόσεις «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», 1955

2. Εφημερίδες 31/3 και 1/4/1952

3. Βίτιν: «Νίκος Μπελογιάννης», Αθήνα 1974, σελ. 141 – 144

4. «Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 7ος, σελ. 13 – 18

5. Στ. Κασιμάτη: «Οι Παράνομοι», εκδόσεις «ΦΙΛΙΣΤΩΡ», σελ. 177

6. «ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ – η δίκη της Αλήθειας», εκδοτικό «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», σελ. 87

7. Π. Παρασκευόπουλου: «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», εκδόσεις «Κάκτος», σελ. 58 – 71

8. Τ. Βουρνά: «Υπόθεση Μπελογιάννη», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 26 – 27

9. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα»”, εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος Α’, σελ. 319 και Π. Παρασκευόπουλου, στο ίδιο, σελ. 68

10. «Καθημερινή» 17/1/1951 και 22/1/1951

11. «ΕΣΤΙΑ» 12/12/1951

 

Πηγή: Ριζοσπάστης 31 Μάρτη 2002


Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας