Εργατικός Αγώνας

Η αναγκαιότητα και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κόμματος νέου τύπου

Του Γεράσιμου Αραβανή.

Στις 18 Μάρτη 1871 όταν η αστική τάξη της Γαλλίας είχε συνθηκολογήσει με τους Πρώσους για να πολεμήσουν εναντίον των εργατών, οι εργάτες επαναστάτησαν και κατέλαβαν την εξουσία. Στη θέση του αστικού κοινοβουλίου δημιούργησαν την Κομμούνα που συνένωνε τις εκτελεστικές και τις νομοθετικές εξουσίες. Τα μέλη της εκλέγονταν με καθολική ψηφοφορία, ήταν άμεσα ανακλητά και αμείβονταν με το μέσο μισθό του εργάτη. Ο στρατός διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον οπλισμένο λαό, η αστυνομία αναμορφώθηκε και τέθηκε σε λαϊκό έλεγχο, τσακίστηκε ολοκληρωτικά η αστική κρατική μηχανή.

Ο ‘Έγκελς στον πρόλογο του έργου του Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία έγραφε: «Τον τελευταίο καιρό το σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του προλεταριάτου. Λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή κομμούνα. Αυτή είναι η δικτατορία του προλεταριάτου».

Η Κομμούνα κράτησε ως το τέλος Μάη, οι εργάτες, οι γυναίκες και τα παιδιά τους σφαγιάστηκαν κατά χιλιάδες από το στρατό της αστικής τάξης. Η κρατική οργάνωση της Κομμούνας αποτέλεσε το πρότυπο των επαναστατικών εργατικών κομμάτων, βγήκαν πολύτιμα συμπεράσματα. Η αναγκαιότητα διάλυσης του αστικού κατασταλτικού, γραφειοκρατικού και δικαστικού μηχανισμού και η οργάνωση του κράτους στη βάση των συμβουλίων ήταν τα μεγαλύτερα διδάγματα που έβγαλαν οι Μαρξ και Έγκελς και τα υιοθέτησε ο Λένιν στο επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας και το πιο σπουδαίο δίδαγμα ήταν η ανάγκη ενός κόμματος ισχυρού, εμπνεόμενου από την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού, με συνοχή και συγκεντρωτισμό, που συνδύαζε την δημοκρατική λειτουργία με το συγκεντρωτισμό και την πειθαρχία και με τους ισχυρούς δεσμούς του με την εργατική τάξη και το λαό.

Το έργο της εργατικής τάξης για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι απείρως δυσκολότερο από όλων των προηγούμενων επαναστάσεων. Από τη στιγμή που ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς, διαδέχεται ένα άλλο, π.χ. ο καπιταλισμός τη φεουδαρχία, η νικηφόρα αστική επανάσταση αποτυπώνει στο επίπεδο του κράτους και των θεσμών τις παραγωγικές και γενικότερα τις κοινωνικές σχέσεις που η κοινωνική εξέλιξη δημιούργησε μέσα στην κοινωνία. Η εργατική τάξη πρέπει να νικήσει και να καταργήσει όλες τις εκμεταλλευτικές τάξεις, να καταργήσει την εκμετάλλευση και τις τάξεις, μαζί και τον ίδιο τον εαυτό της. Με δύο λόγια, η αστική επανάσταση ολοκληρώνεται με την κατάληψη της εξουσίας από την αστική τάξη, ενώ η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη είναι μόνο η αρχή μιας μακράς διαδικασίας επαναστατικού μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό. Από εκεί πηγάζουν οι μεγάλες δυσκολίες και η απαίτηση για κόμμα νέου τύπου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα ηγηθεί αυτής της προσπάθειας.

Η εργατική τάξη σταδιακά μέσα από τους αγώνες για την επιβίωση της και κάτω από την επίδραση της μαρξιστικής θεωρίας οργανώνεται ως πρωτοπορία όλων των υπόλοιπων εκμεταλλευόμενων τάξεων, των μικροαστικών τάξεων της πόλης και της υπαίθρου, κερδίζει με τη στάση της στους αγώνες και με την υποστήριξη των ζωτικών διεκδικήσεών τους τη συμπαράσταση τους, ενώ ταυτόχρονα καταπολεμά τις ταλαντεύσεις τους, την τάση για συμβιβασμό με την αστική τάξη και τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές που αυτές φέρνουν μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι μεγάλες αλλαγές στη ζωή των μικροαστών, η επιδείνωση της φτώχειας και της ανέχειας, οι δύσκολες στιγμές που περνούν, γεννούν εξαιρετικά απότομες εκδηλώσεις ταλαντεύσεων στις διαθέσεις της μικροαστικής και μισοπρολεταριακής μάζας. Οι ταλαντεύσεις αυτές τείνουν ποτέ προς το δυνάμωμα της συμμαχίας αυτών των μαζών με το προλεταριάτο, πότε προς την παλινόρθωση της αστικής τάξης και όλη η πείρα όλων των επαναστάσεων του 18ου, του 19ου και του 20ου αιώνα, δείχνει με αναμφισβήτητη σαφήνεια και πειστικότητα ότι, με την παραμικρότερη εξασθένηση της ενότητας, της δύναμης και της επιρροής της επαναστατικής πρωτοπορίας του προλεταριάτου, οι ταλαντεύσεις αυτές δεν μπορούν να καταλήξουν σε τίποτε άλλο, εκτός από την παλινόρθωση της εξουσίας και της ιδιοκτησίας των καπιταλιστών και των τσιφλικάδων, έγραφε ο Λένιν στο Σχέδιο απόφασης του 10ου συνεδρίου του κομμουνιστικού κόμματος Ρωσίας.

Αυτό το μεγάλο εγχείρημα είναι δυνατόν αν η ίδια η εργατική τάξη είναι οργανωμένη κάτω από την ηγεσία ενός ανεξάρτητου επαναστατικού εργατικού κόμματος, Κομμουνιστικού κόμματος. «Στον αγώνα του για την εξουσία», έγραφε ο Λένιν, «το προλεταριάτο δεν διαθέτει άλλο όπλο από την οργάνωση, διασπασμένο κάτω από το καθεστώς του αναρχούμενου ανταγωνισμού στον αστικό κόσμο, εξουθενωμένο από την υποχρεωτική εργασία για το κεφάλαιο, διαρκώς καθηλωμένο στα «έγκατα» της εσχάτης ένδειας, εκβαρβάρωσης και εκφυλισμού. Το προλεταριάτο μπορεί να γίνει και μοιραία θα γίνει μια ακατανίκητη δύναμη μόνο όταν η ιδεολογική του συνοχή κάτω από τις αρχές του μαρξισμού οριστικοποιηθεί από την υλική συνοχή της οργάνωσης, που συνενώνει εκατομμύρια μεροκαματιάρηδες σε στρατό της εργατικής τάξης».

Το κομμουνιστικό κόμμα οργανώνεται ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Αυτό δεν σημαίνει υποκατάσταση της τάξης, η τάξη είναι το υποκείμενο της επανάστασης και το κόμμα είναι τμήμα της, το πιο πρωτοπόρο. Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο επικίνδυνα λάθη που διαπράχθηκαν από τους κομμουνιστές είναι η αντίληψη πως μια επανάσταση μπορεί να συντελεστεί από επαναστάτες και μόνο. Αντίθετα, για να πετύχει κάθε σοβαρή επαναστατική δράση, απαιτεί την κατανόηση και την εφαρμογή στην πράξη της αντίληψης πως οι επαναστάτες μπορούν να παίξουν το ρόλο της πρωτοπορίας, της αληθινά αρρενωπής και προχωρημένης τάξης. Μια πρωτοπορία εκπληρώνει την αποστολή της σαν πρωτοπορίας, μόνο όταν καταφέρνει να αποφύγει την αποξένωση από το λαό που καθοδηγεί και μπορεί πράγματι να οδηγήσει όλη τη μάζα προς τα μπρος, έγραφε ο Λένιν.

Επειδή πολλές κατηγορίες εκτοξεύονται, όχι πάντα αβάσιμες, ξεκαθαρίζουμε ότι τον πρωτοπόρο ρόλο των κερδίζει το Κομμουνιστικό κόμμα καθημερινά μέσα στους αγώνες και τη δράση, με τις πρωτοβουλίες που παίρνει για τη διεκδίκηση των άμεσων αιτημάτων των εργαζομένων και για την προοπτική των αγώνων τους, δεν τον αντλεί από νόμους, καταστατικά και συντάγματα. Καταξιωμένη πρωτοπορία από κάθε άποψη σημαίνει γνώση, αφομοίωση της επαναστατικής θεωρίας του μαρξισμού, μελέτη της πραγματικότητας και διαμόρφωση στρατηγικού σχεδίου και τακτικής που να υπηρετεί το σκοπό, που είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και ο σοσιαλισμός.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να κατακτήσει και να διατηρήσει το κομμουνιστικό κόμμα τον ηγετικό του ρόλο είναι να έχει αφομοιώσει δημιουργικά τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία. Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα, έγραφε ο Λένιν και συσχετίζοντας άμεσα την ανάγκη της θεωρίας για το επαναστατικό εργατικό κίνημα και την ανάγκη ενός κόμματος οπλισμένου με το μαρξισμό έγραφε: «Μόνο ένα κόμμα καθοδηγούμενο από μια πρωτοπόρα θεωρία είναι ικανό να εκπληρώσει το ρόλο του πρωτοπόρου μαχητή».

Πρέπει επιπλέον να μπορεί να συνδυάζει αρμονικά τον αγώνα της εργατικής τάξης και στα τρία επίπεδα που διεξάγεται αυτή, το πρακτικό- οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό. Για πρώτη φορά, έγραφε ο Έγκελς αναφερόμενος στο εργατικό κίνημα της Γερμανίας, από τότε που υπάρχει εργατικό κίνημα η πάλη και προς τις τρεις κατευθύνσεις της διεξάγεται προγραμματισμένα, με συνοχή και σύστημα. Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκεντρωτική δράση, θα λέγαμε, βρίσκεται η δύναμη και το ακατανίκητο του γερμανικού κινήματος και στη συνέχεια, ιδιαίτερο καθήκον των ηγετών θα είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σε όλα τα θεωρητικά προβλήματα, να απαλλάσσονται όλο και περισσότερο από την επίδραση της πατροπαράδοτης φρασεολογίας που κληρονομήθηκε από την παλιά κοσμοθεωρία και να έχουν πάντα υπόψη τους ότι ο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον μεταχειρίζονται σαν επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούν.

Ο πολύπλευρος αυτός αγώνας της εργατικής τάξης πρέπει να συνοδεύεται και να φωτίζεται από τη μαρξιστική θεωρία, από θεωρητικές αναλύσεις. Η σωστή χρήση της θεωρίας σε κάθε φάση είναι αναγκαιότητα. Οι αγώνες του μπολσεβίκικου κόμματος άλλοτε ακολουθούσαν θεωρητικές αναλύσεις και διαφωτίζονταν από αυτές και άλλοτε προηγούνταν, πράγμα που συνέβαλε να γίνεται ο απολογισμός τους. Η ανάπτυξη του επαναστατικού μαρξισμού που πραγματοποιούνταν με αυτό τον τρόπο δεν παίρνει τη μορφή μιας «πρόσθεσης ιδεών» και «νέων θεωριών», πρόκειται για μια διαλεκτική ανάπτυξη: προχωρεί με ρήξεις που με βάση αυτό που διδάσκει η ίδια η ζωή, επιτρέπουν την απόρριψη και τη διόρθωση των σφαλμάτων. Αυτή η διαδικασία ρήξης και διόρθωσης, διαλεκτικής ανάπτυξης, επιτρέπει τη συγκρότηση ενός επαναστατικού κόμματος χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, στέρεα εξοπλισμένο από θεωρητική άποψη, και όλο και περισσότερο στενά δεμένο με τις μάζες. Αυτό είναι το κόμμα που επέτρεψε στο ρωσικό προλεταριάτο, το 1917, να οργανωθεί σε κυρίαρχη τάξη, γράφει ο Σαρλ Μπετελέμ στους Ταξικούς Αγώνες στην ΕΣΣΔ 1917 -1923.

Ολόκληρη η πορεία του μπολσεβίκων μέχρι την επανάσταση και αργότερα ακριβώς αυτό το στοιχείο υπογραμμίζει. Το 1903 όταν η ιστορία έβαζε στην ημερήσια διάταξη επιτακτικά την ανάγκη δημιουργίας Επαναστατικού κόμματος στη Ρωσία για την πραγματοποίηση της επανάστασης, τότε ο Λένιν έγραψε το Τι να κάνουμε και το Ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω. Το 1905 στα πρόθυρα της επανάστασης και κάτω από την ανάγκη της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τους μενσεβίκους για το χαρακτήρα της και για τη στάση του σοσιαλδημοκρατίας έγραψε το έργο Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση. Το 1908 όταν στις γραμμές των μπολσεβίκων αναφύονται σοβαρά θεωρητικά προβλήματα έγραψε το Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, που ήταν η θεωρητική θεμελίωση του κόμματος νέου τύπου, το 1916 έγραψε το Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, ακριβώς για να αναλύσει το χαρακτήρα της εποχής στην οποία είχε εισέλθει ο καπιταλισμός και το χαρακτήρα του Α’ παγκόσμιου πολέμου και να αναδείξει την αντίστοιχη στρατηγική των κομμουνιστών, το 1920 έγραψε το Κράτος και Επανάσταση προκειμένου να υπερασπιστεί τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος, τη δικτατορία του προλεταριάτου και τα ιστορικά καθήκοντά της για την ολοκλήρωση της μεταβατικής περιόδου και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι ήταν με ποιο τρόπο θα εξασφαλίζεται στο επαναστατικό κόμμα η κομματική πειθαρχία και η ενιαία δράση κάτω από κεντρική καθοδήγηση και παράλληλα το κόμμα θα λειτουργεί δημοκρατικά, ώστε τα μέλη και τα στελέχη του να διαμορφώνουν ουσιαστικά τις αποφάσεις, να συμβάλουν με ουσιαστικό τρόπο στη δράση και την εν γένει παρουσία του. Η λύση δόθηκε από το Λένιν, ο οποίος διαμόρφωσε την αρχή του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού και αυτή πέρασε στο καταστατικό των μπολσεβίκων το 1907 και εγκρίθηκε στο 5ο συνέδριο τους. Η κομματική πειθαρχία στηρίζεται στη δημοκρατία κάτω από κεντρική καθοδήγηση. Με τον τρόπο αυτόν συνδυάζεται η ελευθερία του διαλόγου και της κριτικής με την ενότητα στη δράση. Τα κατώτερα σώματα επιλέγουν τα ανώτερα και υπάγονται στον έλεγχο τους. Για την ανάγκη της πειθαρχίας ο Λένιν έγραφε: Την πειθαρχία την ορίσαμε σαν ενότητα δράσης, ελευθερίας διαλόγου και κριτικής. Μόνο τότε η πειθαρχία είναι αντάξια του δημοκρατικού κόμματος της προχωρημένης τάξης. Η δύναμη της εργατικής τάξης έγκειται στην οργάνωση των μαζών, το προλεταριάτο δεν είναι τίποτε· οργανωμένο είναι το παν. Οργάνωση σημαίνει δράση, ενότητα σε πρακτικές δραστηριότητες. Γι’ αυτό το προλεταριάτο δεν δέχεται ενότητα πράξης, χωρίς ελευθερία διαλόγου και κριτικής.

Ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός εξασφαλίζει ενότητα όλων των κομματικών δυνάμεων στη δράση. Από τη στιγμή που με πραγματικά δημοκρατικό τρόπο διαμορφώθηκε μια απόφαση υπάρχουν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινή δράση μαζί και όσων διαφώνησαν σε πλευρές της απόφασης αυτής. Ο ολοκληρωμένος δημοκρατικός τρόπος λειτουργίας είναι το οξυγόνο του κόμματος. Διεξοδική συζήτηση όλων των ζητημάτων, ανοιχτή αντιπαράθεση των ιδεών και των θέσεων, δυνατότητα όλες οι απόψεις και οι θέσεις που διατυπώνονται να φθάνουν στο σύνολο των κομματικών δυνάμεων, δυνατότητα να διατυπώνονται δημόσια μέσα από τον κομματικό τύπο και τα κομματικά μέσα ενημέρωσης οι απόψεις των στελεχών και των μελών παρότι σε διάφορες πλευρές τους, ενδεχομένως και σημαντικές, είναι διαφορετικές από την απόφαση της πλειοψηφίας. Έτσι λειτούργησε ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός από τη σύλληψη του ως τον θάνατό του Λένιν και αρκετά χρόνια ακόμη.

Οι κομμουνιστές έχουν ενιαία αντίληψη για τα ζητήματα της ιδεολογίας, για τη θεωρία, για το στρατηγικό στόχο και τη στρατηγική στις γενικές κατευθύνσεις της, όπως αποφασίστηκε στα κομματικά σώματα, συχνά όμως για ζητήματα τακτικής, σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικά, ακόμη και για πλευρές της στρατηγικής, έχουν διαφορετικές απόψεις. Πρέπει να μπορούν να τις υποστηρίζουν και κάθε μέλος του κόμματος να τις πληροφορείται. Αυτό δεν είναι πρόβλημα για το κόμμα, είναι η πραγματική δύναμη του, που εξασφαλίζει όχι μόνο την ενότητα στη δράση, αλλά ουσιαστική ενότητα των γραμμών του. Η ανοιχτή συζήτηση, η αντιπαράθεση των θέσεων, η ζωντάνια στις θεωρητικές συζητήσεις οξύνουν τη σκέψη, ωθούν στην ενασχόληση με τη θεωρία, κάνουν κοινό κτήμα την πείρα της δράσης. Μόνο σ’ αυτή τη βάση το κόμμα δημιουργεί, ανανεώνεται, πλουτίζει το θεωρητικό εξοπλισμό του, γίνεται ικανό να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες, προφυλάσσεται από τη ρουτίνα και την αποπολιτικοποίηση, προφυλάσσεται από τις συχνές διασπάσεις, γιατί είναι εντελώς αφύσικο κάθε λίγο και λιγάκι τα κομμουνιστικά κόμματα να αιμορραγούν από τις διασπάσεις.

Ο ηγετικός ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος προϋποθέτει τη θεωρητική, την πολιτική και την πρακτική δράση σε μια αρμονική σχέση, για να προχωρήσει η ενότητα της εργατικής τάξης. Είναι ένα πολύ δύσκολο και σύνθετο εγχείρημα. Ιδιαίτερα τις σημερινές συνθήκες που το ποσοστό των εργατών έχει αυξηθεί πολύ και στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι μεγάλη πλειοψηφία. Η εργατική τάξη είναι ανομοιογενής σήμερα, πολύ περισσότερο από ότι πριν 30 ή 50 χρόνια. Αυτό σημαίνει απόκλιση των συμφερόντων των διαφόρων τμημάτων της, διαφορετικό επίπεδο αντιλήψεων και συνείδησης. Τμήματα της μικροαστικής τάξης των πόλεων και των αγροτών που καταστρέφονται και περνούν τις γραμμές της φέρνουν μαζί τους τη συνείδηση, τις συνήθειες και τις συμπεριφορές τους, επηρεάζουν τμήματα της εργατικής τάξης και επιτείνουν τις διαφοροποιήσεις στις γραμμές της. Χωρίς την ενότητα της εργατικής τάξης, η συμπόρευση και η συμμαχία με τμήματα της μικροαστικής τάξης είναι ακατόρθωτη και η επιτυχία των στόχων του κόμματος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ακριβώς αυτό το στόχο, την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τμήματα της μικροαστικής, πρέπει να έχει τη δυνατότητα το κόμμα της εργατικής τάξης να τον φέρει σε πέρας.

Σπουδαία προϋπόθεση για να κατακτήσει η εργατική τάξη τον ηγετικό της ρόλο είναι να μη μένει μόνο στην υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων παρά να προβάλει, να αγωνίζεται και να διεκδικεί τα συμφέροντα όλων των καταπιεσμένων τάξεων. Η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι αληθινά πολιτική συνείδηση, αν οι εργάτες δεν μάθουν να απαντούν σε όλες χωρίς εξαίρεση τις περιπτώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, βίας και κατάχρησης, οποιεσδήποτε τάξεις και αν αφορούν οι περιπτώσεις αυτές και μάλιστα να απαντούν από σοσιαλδημοκρατική και όχι από οποιαδήποτε άλλη σκοπιά, έγραφε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε. Χωρίς τη συνειδητή παρέμβαση του Κομμουνιστικού κόμματος η ανάπτυξη μιας τέτοιας συνείδησης δεν είναι δυνατή.

Τέλος, τα κομμουνιστικά κόμματα δρουν σε πολύ δύσκολες συνθήκες, οι οποίες συχνά διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό και ο αντίπαλος χρησιμοποιεί κάθε μέσον. Πρέπει το Κομμουνιστικό κόμμα να είναι σε θέση να δρα στις συνθήκες, όπως αυτές κάθε φορά διαμορφώνονται, να μπορεί να τροποποιεί την τακτική του, τις μορφές πάλης, να θέτει νέους επιμέρους στόχους πάντα φυσικά στο πλαίσιο που οι στρατηγικοί στόχοι του επιτάσσουν.

Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός όσο καιρό εφαρμόζονταν με σωστό τρόπο, έδινε σπουδαία αποτελέσματα, βοήθησε το κόμμα του μπολσεβίκων να αντεπεξέλθει στις μεγάλες δυσκολίες του ταξικού αγώνα στην τσαρική Ρωσία, καθοδήγησε επιτυχώς την επανάσταση. Κατά παρόμοιο τρόπο είχε σημαντική συμβολή στο να γίνουν τα Κομμουνιστικά κόμματα υπολογίσιμη δύναμη που επηρέαζαν σημαντικά τις εξελίξεις στην πλειοψηφία των καπιταλιστικών χωρών. Η εφαρμογή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, που ουσιαστικά χαρακτηρίζει η αντίθεση συγκεντρωτισμός- δημοκρατία, έπαιρνε πάντα υπόψη σοβαρά τις επικρατούσες συνθήκες. Σε περιόδους ομαλών, ειρηνικών, περισσότερο δημοκρατικών συνθηκών το σκέλος της δημοκρατίας ήταν πολύ ανεπτυγμένο, ενώ το αντίθετο συνέβαινε σε συνθήκες αυταρχισμού και παρανομίας του Κομμουνιστικού κόμματος. Πάντα όμως έπρεπε να εξαντλούνται όλες οι δυνατότητες για πιο δημοκρατική λειτουργία των Κομμουνιστικών κομμάτων.

Θα σταθούμε σε ένα παράδειγμα λειτουργίας του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, το οποίο είναι χαρακτηριστικό. Αναφερόμαστε στις αποφάσεις 10ου συνεδρίου του μπολσεβίκικου κόμματος το 1921. Οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε στη Ρωσία ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την επανάσταση. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει και οι καταστροφές στη χώρα που συσσώρευσαν ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, ο εμφύλιος πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση ήταν τεράστιες. Η οικονομία είχε δεχθεί πολύ μεγάλα πλήγματα, η πείνα κυριαρχούσε. Η εργατική τάξη υπέφερε, τα δελτία για προμήθεια τροφίμων που προσέφερε η εργατική εξουσία τους κατοίκους των πόλεων ήταν στο 30% έως 40% των αναγκών. Η εργατική τάξη βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους αποσυντονισμού λόγω του κλεισίματος των περισσότερων βιομηχανικών μονάδων. Δεν μπορούσε να παίξει τον ηγετικό της ρόλο. Η αγροτιά σε μεγάλο βαθμό δυσαρεστημένη και με τον κίνδυνο διάρρηξης της συμμαχίας της με την εργατική τάξη στα πρόθυρα. Η δυσαρέσκεια στις γραμμές των στρατιωτών αυξανόταν με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την εξέγερση των ναυτών της Κρονστάνδης. Σ’ αυτές τις συνθήκες βρίσκει πρόσφορο έδαφος η δράση των αντιδραστικών δυνάμεων, μαζί και των μικροαστικών και αναρχικών κομμάτων, η οποία καθημερινά δυναμώνει. Και όλα αυτά σε μια χώρα που η υπεροχή του μικροαστικού στοιχείου ήταν τεράστια.

Στις συνθήκες αυτές το κόμμα των μπολσεβίκων είναι βαθιά διαιρεμένο. Στο καθοδηγητικό του όργανο λειτουργούν διάφορες ομάδες και φράξιες, με κυριότερη την Εργατική Αντιπολίτευση. Η συνολική εικόνα είναι διαλυτική. Οι απόψεις της εργατικής αντιπολίτευσης όχι μόνο είναι θεωρητικά εσφαλμένες αλλά στην πράξη αποτελούν εκδήλωση των μικροαστικών, και αναρχικών ταλαντεύσεων, εξασθενούν στην πράξη την καθοδηγητική γραμμή του Κομμουνιστικού κόμματος και βοηθούν στην πράξη τους ταξικούς εχθρούς της προλεταριακής επανάστασης, σημείωνε το Σχέδιο Απόφασης του 10ου συνεδρίου.

Το συνέδριο αποφάσισε: «Θεωρεί διαλυμένες και δίνει εντολή να διαλυθούν αμέσως χωρίς εξαίρεση οι ομάδες που σχηματίστηκαν με τη μια ή με την άλλη πλατφόρμα. Η μη εκτέλεση αυτής της απόφασης του συνεδρίου συνεπάγεται τη χωρίς όρους και άμεση διαγραφή από το κόμμα». Εξουσιοδότησε την ΚΕ να εφαρμόζει σε περιπτώσεις παραβιάσεων όλα τα μέτρα της κομματικής τιμωρίας ως και διαγραφή από το κόμμα και για τα μέλη της ΚΕ τον υποβιβασμό τους σε αναπληρωματικά μέλη και σαν έσχατο μέτρο τη διαγραφή τους από το κόμμα. Η λήψη τέτοιων μέτρων προϋποθέτει ότι θα συγκαλείται η ολομέλεια από τα μέλη της ΚΕ, τα αναπληρωματικά μέλη και όλα τα μέλη της επιτροπής ελέγχου. Σε αυτή την περίπτωση η απόφαση λαμβάνεται με τα δύο τρίτα των ψήφων.

Είναι ενδεικτικό της λογικής που επικρατούσε τότε στους μπολσεβίκους, ότι προκειμένου να γίνει αυτή η συζήτηση στο συνέδριο η πλατφόρμα της Εργατικής Αντιπολίτευσης τυπώθηκε στο κομματικό τυπογραφείο σε 250.000 αντίτυπα για να ενημερωθούν όλοι οι κομμουνιστές, ενώ για την ανταλλαγή απόψεων αποφασίστηκε η έκδοση περιοδικών κατά τακτά διαστήματα για να γίνεται η ανταλλαγή θέσεων και απόψεων μεταξύ των κομμουνιστών, ως αντιστάθμισμα στον περιορισμό της δημοκρατίας που είχε επιβληθεί. Στον τελικό του λόγο στο συνέδριο ο Λένιν πρότεινε η παράγραφος 7 της απόφασης (αυτή που περιείχε τις ποινές) να μη δημοσιευτεί γιατί «ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί» η εφαρμογή της. Είναι ένα μέτρο έσχατο.

Επιπλέον ανέφερε ότι καμιά δημοκρατία, κανένας συγκεντρωτισμός δεν θα επιτρέψει ποτέ να έχει η ΚΕ που εκλέχθηκε στο συνέδριο το δικαίωμα να διαγράψει ένα μέλος της. Είναι έσχατο μέτρο που παίρνετε ειδικά από την επίγνωση του κινδύνου της κατάστασης.

Η απόφαση αυτή είναι ενδεικτική και έπρεπε να είναι διδακτική. Η περιστολή της δημοκρατίας και μάλιστα ως έσχατο μέτρο ήρθε όταν οι συνθήκες ήταν τραγικά δύσκολες. Θεωρούμε ότι η απόφαση του 10ου συνεδρίου είναι το έσχατο σημείο που μπορεί να φθάσει η περιστολή της δημοκρατίας και η κυριαρχία του συγκεντρωτισμού. Φράξιες δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν στο κόμμα, αλλά οι ιδέες και οι απόψεις και η ανοιχτή αντιπαράθεση τους πρέπει να είναι κανόνας στα Κομμουνιστικά κόμματα

Και όμως δεν ήταν στην πορεία. Τα μέτρα διάλυσης των ομάδων και οι ποινές από έσχατο μέτρο σε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές, στην πορεία μπήκαν στα καταστατικά των Κομμουνιστικών κομμάτων και μάλιστα επαυξημένα, έγιναν ο κανόνας. Η διατύπωση της άποψης των κομμουνιστών περιορίστηκε σε έναν ολιγόλογο κείμενο μόνο κατά την προσυνεδριακή περίοδο και αυτό φιλτραρισμένο. Παντού έβλεπαν ομάδες και φράξιες ή τον κίνδυνο εκδήλωσης τους και παίρνοντας προληπτικά μέτρα, η διαφωνία σε ένα σημαντικό ζήτημα, οδηγούσε στην απομάκρυνση του στελέχους κ.λπ.

Η εξέλιξη αυτή ήταν μια από τις βασικές αιτίες της συρρίκνωσης των Κομμουνιστικών κομμάτων και της απομάκρυνσης τους από την εργατική τάξη και το λαό, τη μετατροπή των ζωντανών οργανισμών που είναι τα κομμουνιστικά κόμματα σε μηχανισμούς διαχείρισης.

Χωρίς την ανατροπή αυτής της λογικής αναζωογόνηση και ανάκαμψη του Κομμουνιστικού κινήματος δεν μπορεί να υπάρξει.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας