Εργατικός Αγώνας

Οι νέες τεχνολογίες και η εργατική τάξη (μέρος 8ο)

Ο Εργατικός Αγώνας επιχειρεί να ανοίξει μια συζήτηση για την προοπτική της εργατικής τάξης στο σύγχρονο κόσμο με την είσοδο των νέων τεχνολογιών και τις νέες εργασιακές σχέσεις που αυτές επιβάλλουν. Στα πλαίσια αυτά, δημοσιεύει μια εργασία του Γεράσιμου Αραβανή υπό τον γενικό τίτλο «Οι νέες τεχνολογίες, οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους και την καπιταλιστική οικονομία, η προοπτική της εργατικής τάξης». Η εργασία δημοσιεύεται σε «αυτοτελή» επιμέρους τμήματα και, με την ολοκλήρωσή της, θα δοθεί στο σύνολό της με τη μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου. Σήμερα δημοσιεύουμε το όγδοο μέρος:

 

Κριτική των θεωριών του μετακαπιταλισμού

Στο χώρο των αστών διανοουμένων διατυπώνονται ουσιαστικά οι εξής δύο απόψεις σχετικά με το μέλλον του καπιταλισμού στις συνθήκες της εφαρμογής των νέων επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων στην παραγωγή. Η πρώτη εν συντομία λέει ότι ο καπιταλισμός όπου να’ ναι τέλειωσε ή τελειώνει οριστικά τα επόμενα χρόνια και μάλιστα πριν από το 2050, ο μετακαπιταλισμός έρχεται. Η δεύτερη, ο καπιταλισμός διανύει μια νέα περίοδο, μια νέα φάση ανάπτυξης του που ορίζεται από την ραγδαία είσοδο στην παραγωγή των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών, διαφοροποιώντας ως ένα βαθμό τα δεδομένα της ανάπτυξης και της λειτουργίας του, απαιτούνται όμως μια σειρά μέτρα και ρυθμίσεις για να ενσωματώσει τις διαδικασίες αυτές, τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις τους. Μετατρέπεται σε καπιταλισμό της πληροφορίας και της γνώσης ή κάτι παρόμοιο. Δεν λείπουν φυσικά και οι απόψεις ότι με τον καπιταλισμό έχει επέλθει το τέλος της ιστορίας, δεν υπάρχει κάτι άλλο μετά από αυτόν.

Οι απόψεις ότι σημειώνονται μεγάλες αλλαγές που τροποποιούν ριζικά την ανάπτυξη των κοινωνιών άρχισαν να αναπτύσσονται από το τέλος της δεκαετίας του πενήντα ακόμη και δυναμώσουν με την ανάπτυξη της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών τη δεκαετία ’60 και ύστερα, σταδιακά εξελισσόταν και στις μέρες μας παίρνουν τη μορφή της θεωρίας του μετακαπιταλισμού. Όλες χαρακτηρίζονται από ασάφεια, ρευστότητα και αμφισημίες όσον αφορά το χαρακτήρα του μετακαπιταλισμού, ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο του, πώς θα μεταβούν οι κοινωνίες στο μετακαπιταλισμό. Σε ένα όμως είναι συνεπείς, ότι η μαρξιστική κοσμοθεωρία έχει πάψει πλέον να ισχύει, αν κάποτε ίσχυε για ορισμένους. Με τη μια ή την άλλη μορφή όλες αυτές οι θεωρίες ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, ότι στις μέρες μας λόγω των αλλαγών που συντελούνται στην καπιταλιστική παραγωγή η κύρια παραγωγική δύναμη είναι η γνώση και η τεχνολογία και όχι πλέον η ανθρώπινη εργασία και η εργατική δύναμη. Ως εκ τούτου δεν λειτουργεί πλέον ο νόμος της αξίας και της υπεραξίας που είναι η βάση της μαρξιστικής θεωρίας. Αυτή η θέση συμπαρασύρει και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συγκροτούν τον μαρξισμό, τον ρόλο της εργατικής τάξης ως φορέα των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, την ιστορική προοπτική της διότι έχασε το ρόλο της στην παραγωγική διαδικασία και την κοινωνία και τις δυνατότητες της ως επαναστατικής τάξης, και η νέα κοινωνία που διαμορφώνεται δεν θα είναι ο σοσιαλισμός και βέβαια δεν θα προκύψει από επανάσταση, αλλά αυθόρμητα.

Ας δούμε κατ’ αρχή ποιο είναι το περιεχόμενο της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, οι σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας, η οικονομική δηλαδή βάση της, ο χαρακτήρας του κράτους της κ.λπ.; Είναι γεγονός ότι 30 και περισσότερα χρόνια από την διατύπωση των πρώτων μετακαπιταλιστικών θεωριών το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας των κοινωνιών αυτών είναι εντελώς αδιευκρίνιστος και ασαφής, δεν δίδονται συγκεκριμένες και σαφείς απαντήσεις σε πλήθος σοβαρών ζητημάτων ή όταν δίνονται είναι εντελώς ασαφείς και συγκεχυμένες. Περισσότερο προσπαθούν οι μετακαπιταλιστές να περιγράψουν τι δεν είναι οι κοινωνίες αυτές παρά το ακριβώς είναι. Ας δούμε πώς περιγράφει την μετακαπιταλιστική κοινωνία ο Peter Drucker το 1993, πριν δηλαδή από 25 χρόνια:

Η μεταμόρφωση των κοινωνιών, δηλαδή η διαμόρφωση της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας δεν θα περιοριστεί σε ένα τμήμα του κόσμου, αλλά θα γίνει παγκόσμια, επειδή πλέον έχει διαμορφωθεί μια παγκόσμια ιστορία και ένας μόνο παγκόσμιος πολιτισμός. Οι μετακαπιταλιστικές κοινωνίες θα έχουν διαμορφωθεί ως το 2020.

Δεν μπορούν να προβλεφθούν, γράφει, ακριβώς τα χαρακτηριστικά της, ωστόσο η νέα κοινωνία θα είναι τόσο μια μη- σοσιαλιστική όσο και μια μη- καπιταλιστική κοινωνία. Αυτό είναι πρακτικά βέβαιο. Και είναι επίσης βέβαιο ότι ο βασικός πλουτοπαραγωγικός της πόρος θα είναι οι γνώσεις. Αυτό σημαίνει επίσης ότι θα είναι μια κοινωνία οργανώσεων. Είναι βέβαιο ότι στην πολιτική έχουμε ήδη μετακινηθεί από την τετρακοσιόχρονη περίοδο του κυρίαρχου εθνικού κράτους προς ένα πλουραλισμό, όπου το κράτος θα είναι μια μάλλον από τις πολλές παρά η αποκλειστική μονάδα της πολιτικής ολοκλήρωσης.[1]

Η αγορά θα παραμείνει σίγουρα ο πραγματικός συντελεστής ολοκλήρωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Ως κοινωνία όμως, οι αναπτυγμένες χώρες έχουν ήδη μετακινηθεί προς τον μετακαπιταλισμό. Μετατρέπονται με ταχείς ρυθμούς σε μια κοινωνία νέων «τάξεων», με ένα νέο πλουτοπαραγωγικό πόρο στον πυρήνα της.[2]

Η νέα κοινωνία θα χρησιμοποιήσει σίγουρα την ελεύθερη αγορά ως το μοναδικό δοκιμασμένο μηχανισμό οικονομικής ολοκλήρωσης. Δεν θα είναι μια «αντί-καπιταλιστική κοινωνία». Δεν θα είναι καν μια «μη-καπιταλιστική» κοινωνία. Οι καπιταλιστικοί θεσμοί θα επιζήσουν, αν και ορισμένοι, όπως οι τράπεζες, ενδέχεται να παίξουν διαφορετικούς ρόλους.[3]

Ο κεφαλαιοκράτης έχει σχεδόν πάψει οικονομικά να παρουσιάζει ενδιαφέρον. Τα ασφαλιστικά ταμεία ελέγχουν πλέον την προσφορά και την κατανομή του χρήματος, τα κεφάλαια δηλαδή τα ελέγχουν και τα καρπώνονται οι εργαζόμενοι.[4]

Ο βασικός οικονομικός πόρος- ο «συντελεστής της παραγωγής» δεν είναι πια το κεφάλαιο, ούτε οι φυσικοί πόροι, ούτε η εργασία. Είναι και θα είναι οι γνώσεις.[5]

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι απόψεις άλλων μετακαπιταλιστών, όπως του Μέισον, του Ρίφκιν κ.α. Ώστε κατά τον Ντράκερ η μετακαπιταλιστικήκοινωνία είναι μια κοινωνία με τάξεις, όχι όμως ίδιες με τις τάξεις του καπιταλισμού, μια κοινωνία με ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πουθενά δεν γίνεται λόγος για κατάργηση της παρ’ ότι κατά τη γνώμη τους με το χρόνο θα ατονήσει το ενδιαφέρον για την ιδιοκτησία και θα αντικατασταθεί από το ενδιαφέρον των εργαζομένων για τον «διαμοιρασμό»[6], δηλαδή να μοιράζεται από κοινού ένας άνθρωπος με κάποιον άλλο ότι αυτός διαθέτει, θα είναι μια κοινωνία με κράτος, παρότι οDrucker κάνει λόγο για κοινωνία των οργανώσεων όπου όμως θα υπάρχει κράτος, αλλά αυτό δεν θα είναι η μοναδική πολιτική δύναμη, θα είναι μια κοινωνία όπου τελικά η οικονομική δραστηριότητα θα καθορίζεται από την αγορά και θα παραμείνουν όλοι οι θεσμοί των καπιταλιστικών κοινωνιών.

Η ανάπτυξη της επιστήμης, των επιστημονικών ανακαλύψεων γενικότερα και οι τεχνολογικές καινοτομίες που δημιουργήθηκαν καθώς και η εφαρμογή τους στην παραγωγή δεν είναι νέο, αλλά αρκετά παλιό φαινόμενο. Στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης σημειώθηκε ένα τεράστιο άλμα στην επιστήμη και την τεχνολογία. Βέβαια στις μέρες μας παίρνει άλλες διαστάσεις, αλλάζει χαρακτήρα και βαθμό επίδρασης στην παραγωγή, δυναμώνει με γρήγορους ρυθμούς η τάση να κυριαρχήσει σε ορισμένους τουλάχιστον κλάδους η επιστήμη και η διανοητική εργασία, βρισκόμαστε όμως μακριά από την πλήρη επικράτηση της και τον εξοβελισμό της εργασίας από την παραγωγή. Ως εκ τούτου η πείρα που αποκτήθηκε από τη θεωρητική διερεύνηση και επεξεργασία των μέχρι σήμερα εξελίξεων τηρουμένων των αναλογιών έχει στις μέρες μας μεγάλη σημασία.

Ο Μαρξ μελέτησε τις επιπτώσεις της μαζικής μετατροπής της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη κατά την πρώτη βιομηχανική επανάσταση και παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο ήταν στα πρώτα βήματά του τα θεωρητικά συμπεράσματα και οι γενικεύσεις του είναι πράγματι μεγαλοφυείς και έχουν τεράστια σημασία, τόσο που ελάχιστοι σήμερα τα αμφισβητούν, πολύ περισσότεροι όμως τα παρερμηνεύουν και τα διαστρεβλώνουν.

Τι εν συντομία περιλαμβάνουν οι αναφορές του Μαρξ στο κεφάλαιο και κυρίως στο έργο του Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας που πραγματεύεται πιο αναλυτικά και πιο ολοκληρωμένα το ρόλο και τις επιπτώσεις της επιστήμης και της γνώσης στην παραγωγή:

Το μέσον εργασίας, το εργαλείο, σε μια ορισμένη φάση της εξέλιξης σταδιακά μεταμορφώνεται σε μηχανή ή μάλλον σε αυτόματο σύστημα μηχανών, σε μια δηλαδή μορφή που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο, αφού τα απλά εργαλεία χαρακτήριζαν κυρίως τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς και την εποχή της μανιφακτούρας, σε «μια ύπαρξη επαρκή για το κεφάλαιο[7]».

Οι μηχανές δεν διαμεσολαβούν τη δραστηριότητα του εργάτη πάνω στα αντικείμενα και τις πρώτες ύλες, αντίθετα η δραστηριότητα του αυτή διαμεσολαβεί τη δουλειά των μηχανών πάνω στη πρώτη ύλη, ο εργάτης επιβλέπει και προφυλάσσει τις μηχανές από διαταραχές[8].

Η δραστηριότητα του εργάτη καθορίζεται και ρυθμίζεται ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανών. Πρωτεύον στοιχείο στην παραγωγική διαδικασία γίνεται η μηχανή και η εργασία, σημαντική μεν, έρχεται όμως σε ένα δευτερεύοντα ρόλο.

Στο μέτρο που οι μηχανές εξελίσσονται με την συσσώρευση της κοινωνικής επιστήμης και γενικά της παραγωγικής δύναμης- η γενική κοινωνική εργασία εκφράζεται στο κεφάλαιο, υπάρχει με αντικειμενική μορφή μέσα σ’ αυτό, «ξένη προς τον εργάτη και η ζωντανή εργασία εμφανίζεται υποταγμένη στην αντικειμενοποιημένη, ο εργάτης εμφανίζεται περιττός στο μέτρο που η δράση του δεν καθορίζεται από τις ανάγκες του κεφαλαίου[9].

Η τάση του κεφαλαίου είναι να δίνει επιστημονικό χαρακτήρα στην παραγωγή και η άμεση εργασία υποβαθμίζεται σε απλό συνθετικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας… Φαίνεται καθαρά πως το κεφαλαίο από τη μια μεριά προϋποθέτει μια ορισμένη, ιστορικά ορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων- ανάμεσα σε αυτές και τις επιστήμης- και από την άλλη τις ωθεί και τις αναγκάζει να αναπτυχθούν. Η ποσοτική έκταση και η δραστικότητα (εντατικότητα) της ανάπτυξης του κεφαλαίου σαν παγίου κεφαλαίου δείχνει άρα και το βαθμό που το κεφάλαιο έχει αναπτυχθεί σαν κεφάλαιο- σαν την εξουσία πάνω στην ζωντανή εργασία και έχει υποτάξει στον αυτού του την παραγωγική διαδικασία γενικά.[10]

Τα μηχανήματα δεν χάνουν την αξία τους από τη στιγμή που παύουν να είναι κεφάλαιο. Το γεγονός ότι τα μηχανήματα είναι η πιο πρόσφορη μορφή της αξίας χρήσης του παλιού κεφαλαίου δεν σημαίνει καθόλου πως η υπαγωγή στην κοινωνική σχέση του κεφαλαίου είναι η πιο πρόσφορη και η τελευταία κοινωνική σχέση παραγωγής για την εφαρμογή των μηχανημάτων[11]. Με δύο λόγια η αξιοποίηση των μηχανών όχι σαν κεφάλαιο, αλλά από την κοινωνία συλλογικά είναι πιο πρόσφορη από ότι στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.

Στο μέτρο που το κεφαλαίο τοποθετεί τον χρόνο εργασίας- την απλή ποσότητα εργασίας- σαν μοναδικό αξιοκαθοριστικό στοιχείο, στον ίδιο βαθμό εξαφανίζεται η άμεση εργασία και η ποσότητα της σαν η καθοριστική αρχή της παραγωγής- και δημιουργίας αξιών χρήσης- και υποβαθμίζεται τόσο ποσοτικά, μειώνεται η αναλογία της- όσον και ποιοτικά, σαν ένα απαραίτητο βέβαια αλλά δευτερεύον συνθετικό στοιχείο απέναντι στη γενική επιστημονική εργασία, την τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών από την μια μεριά, όπως και τη γενική παραγωγική δύναμη που προέρχεται από την κοινωνική διάρθρωση μέσα στην συνολική παραγωγή… Έτσι το κεφάλαιο δουλεύει για την ίδια του τη διάλυση σα μορφής που κυριαρχεί στην παραγωγή[12].

Όταν οι μηχανές αναπτυχθούν και εκτελούν την εργασία που πριν εκτελούσαν οι εργάτες, όταν το κεφάλαιο έχει αιχμαλωτίσει πλέον όλες τις επιστήμες, όταν οι μηχανές προσφέρουν μεγάλους πόρους, τότε η εφεύρεση γίνεται επιχείρηση και η εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή γίνεται σκοπιά που την καθορίζει και την παρακινεί.[13]

Προϋπόθεση τη κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι και παραμένει: Η μάζα άμεσου χρόνου εργασίας, η ποσότητα καταβεβλημένης εργασίας να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στην παραγωγή του πλούτου. Όμως στο μέτρο που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου ολοένα και λιγότερο εξαρτάται από το χρόνο εργασίας και την ποσότητα καταβεβλημένης εργασίας· ολοένα περισσότερο από τη δύναμη των υλικών παραγόντων που κινητοποιούνται στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου· και η δύναμη αυτή- η ισχυρή τους αποτελεσματικότητα- δεν βρίσκεται σε καμία σχέση προς τον άμεσο χρόνο εργασίας που κοστίζει η παραγωγή τους, αλλά αντίθετα εξαρτάται από τη γενική κατάσταση της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνολογίας, δηλαδή λόγω της εφαρμογής της επιστήμης στην παραγωγή…

Σε αυτή τη μεταλλαγή σαν ο μεγάλος ακρογωνιαίος λίθος της παραγωγής και του πλούτου δεν εμφανίζεται η άμεση εργασία που εκτελεί ο ίδιος ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος αυτής της εργασίας, αλλά η ιδιοποίηση της γενικής παραγωγικής δύναμης του ανθρώπου… Η κλοπή ξένου εργάσιμου χρόνου, όπου βασίζεται ο σημερινός πλούτος παρουσιάζεται σαν μίζερη βάση μπροστά σ’ αυτή τη νέα βάση που δημιούργησε και ανέπτυξε η ίδια η μεγάλη βιομηχανία. Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει αναγκαστικά ο χρόνος εργασίας να είναι το μέτρο του πλούτου και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης. Η υπερεργασία των πολλών έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη του γενικού πλούτου, όπως και η μη εργασία λίγων έπαψε να είναι ο όρος για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού. Έτσι καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία και η άμεση υλική παραγωγική διαδικασία αποβάλει τη μορφή της ανέχειας και αντιθετικότητας. Η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των ατόμων και άρα όχι η μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου για να δημιουργηθεί υπερεργασία αλλά γενικά η μείωση της αναγκαίας εργασίας της κοινωνία στο ελάχιστο, με αντίστοιχη τότε καλλιτεχνική, επιστημονική κλπ καλλιέργεια των ατόμων με το χρόνο που ελευθερώθηκε και τα μέσα που δημιουργήθηκαν για όλους.[14] Αυτό είναι ένα περίγραμμα των απόψεων του Μαρξ που περιλαμβάνονται στις Βασικές Γραμμές της Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και παρότι εκτεταμένο και ενδεχομένως κουραστικό το θεωρήσαμε αναγκαίο για να δοθεί η άποψη του συγκεκριμένα και με σαφήνεια.

Εν ολίγοις, τη διαδικασία μετατροπής της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη ο Μαρξ την περιγράφει ως μια διαδικασία σε εξέλιξη. Άρχισε αυτή πριν από δύο- τρεις αιώνες και συνεχίζεται, δεν έφτασε στην ολοκλήρωση της και δεν φαίνεται ότι αυτή είναι προ των πυλών. Ο Μαρξ περιγράφει μια από τις πλέον σημαντικές αντιθέσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ιδιαίτερα στη σημερινή φάση ανάπτυξης του. Το κεφάλαιο επαναστατικοποιεί τα μέσα παραγωγής και γι’ αυτό είναι μονόδρομος η ενίσχυση του ρόλου της επιστήμης και της τεχνολογίας και στις μέρες μας γίνονται πλέον άμεσες παραγωγικές δυνάμεις. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε ουσιαστική μείωση του ζωντανής εργασίας που ενσωματώνεται στα προϊόντα προς όφελος της αντικειμενοποιημένης. Οι μηχανές και η μεγάλη βιομηχανία και τις τελευταίες δεκαετίες οι υπολογιστές, η πληροφορία και η επικοινωνία, η τεράστια συσσωρευμένη γνώση οδηγούν στην ενίσχυση της άυλης παραγωγής, της αυτοματοποίησης κ.λπ. Για το κεφάλαιο όμως είναι μονόδρομος η διατήρηση της ζωντανής εργασίας. Είναι αναγκασμένο να προβαίνει σε εκσυγχρονισμούς που μειώνουν τη ζωντανή εργασία και βέβαια το ποσοστό κέρδους και από την άλλη κάνει κάθε τι για να διατηρήσει τη ζωντανή εργασία και μετρά τον πλούτο με το χρόνο εργασίας, κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως οξύνονται τα αδιέξοδα του. Η αντίθεση αυτή στις μέρες μας οξύνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Το ίδιο το κεφάλαιο, σημειώνει ο Μαρξ, είναι η κινούμενη αντίφαση: Προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας. Άρα τοποθετεί την υπερεργασία περισσότερο σαν όρο- ζήτημα ζωής και θανάτου- για την αναγκαία… Από τη μια μεριά λοιπόν ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης… για να κάνει τη δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη από το χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε για αυτόν. Από την άλλη μεριά αυτές τις γιγάντιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με το χρόνο εργασίας και να τις περιχαρακώσει μέσα στα όρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της ήδη δημιουργημένης αξίας σαν αξίας… Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις εμφανίζονται στο κεφάλαιο απλά και μόνο σαν μέσα, και για το κεφάλαιο δεν είναι παρά μέσα για να συνεχίσει να παράγει πάνω στη δική του στενή βάση. Στην πραγματικότητα όμως αποτελούν τους υλικούς όρους για να το ανατινάξουν[15].

Ο Μαρξ προβαίνει επίσης σε μια πολύ σημαντική παρατήρηση ως προς τη σημασία της ανάπτυξης του σταθερού κεφαλαίου. Η ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου δείχνει όχι μόνο το βαθμό στον οποίο η γνώση και την επιστήμη έχουν γίνει άμεση παραγωγική δύναμη, αλλά και το αν και σε ποιο βαθμό οι σχέσεις παραγωγής αντιστοιχούν στην ανάπτυξη αυτή[16]. Η μεγάλη ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου, η μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ιστορικά αντιστοιχούν σε συνθήκες κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής που θα αξιοποιούνται για όλο το λαό και όχι για το κεφάλαιο. Τότε η κοινωνία θα πρέπει να πάρει από το κεφάλαιο στα χέρια της τη διαχείριση των παραγωγικών δυνάμεων.

Στη σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, ιδιαίτερα με την πληρέστερη αξιοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, με τη ρομποτοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη οι παραγωγικές δυνάμεις οδηγούνται σε τέτοιο βαθμό ανάπτυξης που η αντίθεση τους με τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής γίνεται εκρηκτική, η ανάγκη αντικατάστασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής γίνεται επιτακτική. Από την πλευρά της ολόπλευρης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ο κομμουνισμός βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη και ο αγώνας για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού αποκτά επιτακτικό χαρακτήρα.

 


[1] Peter Drucker: Μετακαπιταλιστική Κοινωνία σ. 13 εκδόσεις Γκούτενμπερκ 1993.

[2] Στο ίδιο σ. 13

[3] Στο ίδιο σ. 17

[4] Στο ίδιο σ. 15

[5] Στο ίδιο σ. 17

[6] Τζέρεμυ Ρίφκιν: Η κοινωνία του μηδενικού οριακού κόστους σ. 429-448

[7] Καρλ Μαρξ: Βασικές αρχές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας , τόμος 2 σ. 531

[8] Στο ίδιο

[9] στο ίδιο σ. 533

[10] στο ίδιο σ. 533-534

[11] στο ίδιο σ. 534

[12] στο ίδιο σ. 534

[13] στο ίδιο σ. 537

[14] στο ίδιο σ. 538-539

[15] στο ίδιο σ.539

[16] στο ίδιο σ.539

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας