Εργατικός Αγώνας

Γη των απολίτιστων θρασύδειλων τραμπούκων

Γράφει ο Αμετανόητος.

14 Σεπτέμβρη 1814. Ένας ρομαντικός ιδεολόγος, ο 35χρονος δικηγόρος Francis Scott Key, παρακολουθώντας τον βομβαρδισμό του λιμανιού της Βαλτιμόρης από το βρετανικό στόλο, έγραψε ένα ποίημα στο οποίο αποκαλούσε την πατρίδα του, τις ΗΠΑ, «γη των ελεύθερων» και «σπίτι των γενναίων»[1]. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν ο ποιητής μπορούσε να δει πώς είναι σήμερα η «χώρα της ελευθερίας» που με τόσο πάθος ύμνησε.

16 Αυγούστου 2018, Τσάτσγουορθ, Τζώρτζια, ΗΠΑ. Η 87χρονη Μάρθα Αλ Μπίσρα, πρόσφυγας από τη Συρία, βγαίνει από το σπίτι της και πηγαίνει στο διπλανό οικόπεδο να κόψει χόρτα για να φτιάξει μια σαλάτα στον σύζυγό της.

Οι γείτονες εκτιμούν πως αυτό συνιστά καταπάτηση του ιδιωτικού τους χώρου από τη γριούλα και ειδοποιούν την αστυνομία, σημειώνοντας πάντως ότι η γερόντισσα δεν μιλά αγγλικά και προσθέτοντας ότι δεν φαίνεται επικίνδυνη.

Τρεις αστυνομικοί σπεύδουν στον τόπο του «εγκλήματος» και καλούν τη γιαγιά Μάρθα να αφήσει κάτω το «όπλο» της, δηλαδή το κουζινομάχαιρο με το όποιο έκοβε τα χόρτα. Δυστυχώς όμως για κείνη, η γιαγιά μιλά μόνο αραβικά και δεν καταλαβαίνει τις διαταγές τους, απλά τους… χαμογελά κρατώντας το κουζινομάχαιρο. Τα υπόλοιπα εύκολα εννοούνται απ’ όποιον έχει δει αμερικανικές ταινίες δράσης.

Τα όργανα «της τάξης» σπεύδουν να ακινητοποιήσουν την «τρομοκράτισσα». Την κεραυνοβολούν στο στήθος με ένα Taser (όπλο ηλεκτρικής εκκένωσης) και, καθώς πέφτει ζαλισμένη στο έδαφος, της περνούν χειροπέδες.

Το τερατώδες είναι πως ο Τζος Έθεριτζ, επικεφαλής των «ηρωικών Ράμπο» του Τσάτσγουορθ, έσπευσε να καλύψει τα «παλληκάρια» του ισχυριζόμενος ότι «ακολουθήσαμε τα πρωτόκολλα που ισχύουν». Παραδέχτηκε δηλαδή πως τα πρωτόκολλα είναι πάνω από τη λογική ή πως οι αστυνομικοί στερούνται της στοιχειώδους λογικής για να καταλάβουν πως μια 87χρονη γιαγιά δεν αποτελεί τον «public enemy no 1» (υπ’ αριθμόν 1 δημόσιο κίνδυνο).

Το ακόμα πιο τερατώδες είναι πως η 87χρονη γιαγιά συνελήφθη, φωτογραφήθηκε και σημάνθηκε και θα δικαστεί στις 19 Σεπτεμβρίου για σωρεία ποινικών αδικημάτων: επειδή «αποτέλεσε κίνδυνο» κι επειδή «παρεμπόδισε αστυνομικό», καθώς αρνήθηκε να συμμορφωθεί με εντολές του.

Το περιστατικό αυτό δείχνει πως τα απανταχού «όργανα της τάξης» είναι πανομοιότυπα: επιδεικνύουν απίστευτη βία και τσαμπουκά κατά των αδύναμων και είναι αναποτελεσματικά όταν πρέπει στ’ αλήθεια να κάνουν τη δουλειά τους εναντίον πραγματικών εγκληματιών. Δεν είναι τυχαίο πως στη χώρα μας η αρχική σημασία της λέξης «μπάτσος» («σφαλιάρα», «χαστούκι») έχει σχεδόν ξεχαστεί και στη θέση της όλοι γνωρίζουμε τη συνεκδοχική ερμηνεία της: «χωροφύλακας (παλιότερα), αστυνομικός (σήμερα)». Ο λόγος αυτής της συνεκδοχής είναι απλός: μέχρι πριν λίγα χρόνια στα «όργανα της τάξης» δινόταν η δυνατότητα να χαστουκίζουν αφειδώς τους υπόπτους κατά τη σύλληψη, προσαγωγή και ανάκρισή τους, ενώ εδώ και λίγα χρόνια το πράττουν με φειδώ και –κατά το δυνατόν- όχι σε δημόσια θέα ώστε να μη υπάρχει πολιτικό κόστος για την «υπηρεσία» και τους εκάστοτε πολιτικούς προϊσταμένους της.

Το περιστατικό της Τζώρτζια δείχνει επίσης πως οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ εκπαιδεύονται στη χρήση βίας κατά αδύνατων και την ασκούν με το παραμικρό. Οι δεκάδες μαύροι «ύποπτοι» που αφήνουν την τελευταία τους πνοή στους δρόμους από πυρά αστυνομικών προφανώς δεν τους φτάνουν. Τώρα άρχισαν να τα βάζουν και με υπέργηρους «τρομοκράτες» με… κουζινομάχαιρα.

Λένε πως ο πολιτισμός ενός κράτους φαίνεται από τον τρόπο που το κράτος αυτό συμπεριφέρεται στους ηλικιωμένους και τους δυστυχείς, εκείνους που χρειάζονται ειδική μέριμνα και αρωγή. Με αυτό το κριτήριο, οι ΗΠΑ πρέπει να βρίσκονται χαμηλά στην πολιτιστική κλίμακα στο ίδιο επίπεδο με χώρες που έχουν στρατοκρατικά και θεοκρατικά καθεστώτα.

Θα αποτολμούσαμε μια φανταστική υπόθεση: Αν ο ρομαντικός ποιητής της «αστερόεσσας» τα έβλεπε όλα τούτα, το πιο πιθανό είναι πως θα μιλούσε για «γη των απολίτιστων» και «σπίτι των θρασύδειλων τραμπούκων». Αλλά, και πάλι, με τους αμερικάνους, που τα ζουν όλα αυτά κι επιμένουν να μιλούν για «ελευθερία» και «δημοκρατία», ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος.

Εμείς, πάντως, θα προτιμούσαμε την αποστροφή του Τζίμη Πανούση για τα «καρκινάκια του πλανήτη»:

 


[1] Πρόκειται για το ποίημα «The Star-Spangled Banner» («Η αστερόεσσα σημαία») που μετατράπηκε σε τραγούδι όταν «ντύθηκε» με τη μελωδία ενός δημοφιλούς τραγουδιού το οποίο -με άλλους στίχους- τραγουδιόταν τότε στα καπηλειά της Βρετανίας και των «αποικιών». Η «αστερόεσσα», με τη μελωδία του «Anacreon in heaven», έγινε ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας