Εργατικός Αγώνας

Ανάξιος εστί

Γράφει ο Κώστας Γρηγοριάδης

Πολύ μελάνι χύθηκε αυτές τις ημέρες με αφορμή την πρόταση από το Δήμο Νέας Σμύρνης να δοθεί συναυλία με το έργο του Μ. Θεοδωράκη «Άξιον Εστί», με τραγουδιστή τον Σάκη Ρουβά.

Από μόνο του λοιπόν αυτό το… αταίριαστο δίδυμο, Σάκης – Μίκης, έβγαλε στην επιφάνεια πολλές και ποικίλες απόψεις.

Η μία λέει ότι ό καθένας μπορεί να τραγουδάει τους πάντες χωρίς φόβο και πάθος.

Η δική μου, γέρνει προς την μεριά που λέει ότι κάθε έργο, μουσικό ή άλλο, έχει ή πρέπει να έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις οι οποίες αν δεν εκπληρώνονται με μια ενδιαφέρουσα κατάληξη, τότε το έργο καταλήγει να είναι γκροτέσκο και καρικατούρα.

Το «Άξιον Εστί» δεν είναι τυχαίο έργο, αποτελείται από μια ποιητική ανατριχίλα του Ελύτη και μια καταιγιστική μελοποίηση του Μίκη.

Η δε αφήγηση του Κατράκη χαράζει ανεξίτηλα και συμπληρώνει το σπουδαίο αυτό έργο.

Όσο για τη φωνή του Μπιθικώτση καθορίζει και ολοκληρώνει το μέγεθος του έργου με την καθάρια δωρικότητά της.

Κι ως εδώ καλά, αλλά η ιστορία καταντάει φάρσα όταν όλο αυτό αναλαμβάνει να το εκτελέσει το pop (;) idol Σάκης Ρουβάς.

Κάθε τραγουδιστής έχει ένα εύρος φωνητικό και ένα ύφος στον τρόπο που τραγουδάει, τα οποία καθορίζονται και από το ρεπερτόριό του.

Με λίγα λόγια τη δική του… φιλοσοφία και σχολή.

Σπάνια τραγουδιστές μπορούν να τραγουδήσουν πολλά και διαφορετικά είδη, ο Ρουβάς σίγουρα δεν ανήκει σε αυτούς.

Ο Σάκης είναι καλός για αυτό που έχει μάθει να κάνει εδώ και αρκετά χρόνια, να τραγουδάει και να χορεύει «συνθέτες» τύπου Καρβέλα ή στίχους όπως:

«Μου την έσπασες μα δεν ξέσπασες συγκρατήθηκες πονηρά»
«Μα εγώ τραβάω ζόρι που πια δεν είσαι εδώ»

ή «Θα σου κάνω μακαρόνια με κιμά για να φας
θα σου κάνω και μασάζ στα πόδια σου αν πονάς
».

Ας μην βάλουμε τώρα δίπλα σε αυτά τα… μεγαθήρια στιχουργίας

τους στίχους του Ελύτη και να συγκρίνουμε.

Από την άλλη θα πει κανείς, “μα τόσοι και τόσοι τραγουδήσανε Θεοδωράκη ο Σάκης σε πείραξε;”.

Θα απαντούσα ότι με πειράξανε κι άλλοι αλλά δεν είναι της παρούσης.

Άλλωστε, του Μίκη του αρέσει να τον τραγουδάει ο καθένας, αρκεί να χειροκροτείται ακόμη και σε αυτήν την ηλικία.

Ο Μίκης δεν είναι σαν τον Χατζιδάκι που απαγόρευε σε αναρμόδιους να ξεστρατίσουν τους στόχους που αυτούς έβαζε.

Με δήλωσή του ο Θεοδωράκης για το εγχείρημα Ρουβά, εξέδωσε διπλωματική ανακοίνωση που λέει ότι δεν του αρέσουν οι απαγορεύσεις.

Άρα μπορούμε να ακούσουμε κι από το στόμα του Ρουβά το «Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε».

Σημεία των καιρών λοιπόν το ισοπέδωμα των πάντων, τα μηνύματα και οι στόχοι του καλλιτεχνικού έργου, αρκεί να γεμίζει με παραδάκι το ταμείο.

Αρκεί το έργο να καταλήγει εμπορεύσιμο.

Ας διαβάσουμε τι σημαίνει Άξιον Εστί, έτσι όπως το περιέγραψε ο Ελύτης και ας κλείσω το σημείωμά μου με τα λόγια του μεγάλου ποιητή.

«Αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να’ χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου’ δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το
Άξιον Εστί».

 

ΥΓ: Τελικά, μάλλον αποδείχτηκε προφητικός ο Γιώργος Μητσικώστας ο οποίος πριν λίγα χρόνια έκανε φάρσα στον Σάκη Ρουβά παρουσιαζόμενος ως Μίκης που δήθεν του ζητούσε να ερμηνεύσει το «Άξιον Εστί» στα αγγλικά. Ποιος να περίμενε πως μετά από κάμποσα χρόνια η… «προφητεία» Μητσικώστα θα επαληθευόταν! Προς το παρόν στα ελληνικά. Αργότερα ίσως το «Άξιον Εστί» να καταφέρει να κάνει επιτέλους διεθνή πρεμιέρα στις ντίσκο της Ευρώπης και της Αμερικής.

 

 

 

 
Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας