Εργατικός Αγώνας

Το «σπιράλ της σιωπής», η κρίση της πολιτικής και το «ελιξίριο» της ψηφιακής επικοινωνίας

Του Στέλιου Στυλιανού.

Οι τελευταίες τρεις δεκαετίες οδήγησαν αρκετούς επιστήμονες σε μια αναθεώρηση των ζητημάτων που άπτονται της Δημοκρατίας, της Πολιτικής και των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Ιδιαίτερα μετά την εξάπλωση του διαδικτύου, το επικοινωνιακό τοπίο φαίνεται όντως να αλλάζει και να προκαλεί διάφορες μετατοπίσεις και αναπροσαρμογές.

Την ίδια ώρα, η στάση του ατόμου ως αλληλοεπιδρώντα χρήστη των κοινωνικών δικτύων και η δυνατότητά του να διαφοροποιηθεί από την επίσημη άποψη ή τη γνώμη της πλειοψηφίας, συνεχίζει να απασχολεί τους ειδικούς. Με δεδομένη πια την πραγματικότητα της διαδικτυακής εποχής, επιστήμονες επιχειρούν μια διευρυμένη και τεχνολογικά ενήμερη προσέγγιση του «σπιράλ της σιωπής».

Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τη Γερμανίδα Noelle-Neumann το 1974, και ήταν βασισμένη στις προσωπικές της εμπειρίες από την περίοδο του Ναζισμού[1].

Η κρίση της πολιτικής και το «ελιξίριο» της ψηφιακής επικοινωνίας

Σε περιόδους κρίσεων και ευρύτερων αποτυχιών του συστήματος, ο εθνοκεντρισμός και η «αντισυστημικότητα», σε συνδυασμό με τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου και τον αρνητισμό, παρουσιάζονται ως μια υποσχόμενη δέσμη εκλογικών στρατηγικών. Η πολιτική επένδυση στις φοβίες απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και τη μετανάστευση, αναδεικνύονται σε διάφορες χώρες ως ικανές συνταγές χειραγώγησης των μαζών. Η περίπτωση του Nigel Farage και του βρετανικού UKIP, όπως και η εκλογή του Donald Trump στην ηγεσία των ΗΠΑ, φέρουν χαρακτηριστικά αντίδρασης στα φαινόμενα των σκανδάλων, της διαφθοράς και της ευρύτερης δυσλειτουργίας των φιλελεύθερων δημοκρατιών.

Η αυξανόμενη απαξίωση του κοινού απέναντι στις κομματικές αφηγήσεις και τους πολιτειακούς θεσμούς, αφήνει περιθώρια δράσης σε επικοινωνιακές μεθόδους που προάγουν ή αποδέχονται ένα παθητικό ρόλο «θεατή» για τους πολίτες. Η καταλληλόλητα της τηλεόρασης και των διαδικτυακών εφαρμογών ως εργαλεία για πολιτική δουλειά σ’ αυτά τα πλαίσια, είναι δεδομένη και εμφανίζεται μάλιστα ενισχυμένη.

Παρά τις πολλαπλές δυνατότητες αλληλεπίδρασης και διαλόγου που προσφέρουν, μέσα όπως το Twitterκαι το Facebookχρησιμοποιούνται κυρίως μονοδιάστατα από τους υποψηφίους και με σαφή στόχευση την προώθηση των θέσεων και τη βελτίωση εικόνας τους. Η παρουσία των πολιτικών και των κομμάτων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν αναιρεί και δεν αντικαθιστά τη σχέση εξουσίας και ΜΜΕ, φαίνεται ωστόσο να αναδιαμορφώνει την εφαρμοσμένη πολιτική επικοινωνία και να της προσδίδει ένα πιο προσωπικό και συναισθηματικό ύφος.

Όπως σημειώνεται στη βιβλιογραφία, «το κάθε μέσο, με την τεχνολογία του, φέρει τη δική του γραμματική»[2]. Αυτή η «γραμματική» επηρεάζει και σε κάποιο βαθμό δημιουργεί ένα νέο επικοινωνιακό περιβάλλον, χωρίς όμως να επεμβαίνει κάθετα στις σχέσεις πολιτών και κομμάτων. Οι νέες τεχνολογίες ίσως να θεωρήθηκαν στα αρχικά στάδια πως αποτελούσαν κάποιου είδους «ελιξίριο» που θα γεφυρώσει το χάσμα στην επικοινωνία ανάμεσα στις μάζες και την πολιτική. Σύντομα όμως, η εμπειρία και σχετική επιστημονική έρευνα έχουν περιγράψει τις ομοιότητες ανάμεσα στα «πραγματικά» κοινωνικά δίκτυα και τα διαδικτυακά, παραπέμποντας ως εκ τούτου και στους περιορισμούς που υφίστανται[3].

Οι άνθρωποι, ακόμα και ως χρήστες σε απέραντες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, συνεχίζουν να συσχετίζονται στη βάση κοινών ιδιοτήτων και πεποιθήσεων, αναγκάζοντας τους ακαδημαϊκούς να επιστρέφουν στο «σπιράλ της σιωπής» και τις κλασικές μελέτες της κοινωνικής συμπεριφοράς.  

Η αυτολογοκρισία στα κοινωνικά δίκτυα

Σύγχρονες έρευνες κάνουν αναφορά σε επιπλέον παραμέτρους που ωθούν τους πολίτες σε διαδικασίες αυτολογοκρισίας. Η αποκάλυψη για παράδειγμα των προγραμμάτων διαδικτυακής παρακολούθησης της NSA, έδειξε σε σχετική έρευνα να βαρύνει σημαντικά την επιλογή ενός ατόμου να εκφράσει θέσεις σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα.

Η αυτολογοκρισία των χρηστών στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης υπογραμμίζει τις ομοιότητες ανάμεσα στα «εικονικά» και τα «πραγματικά» κοινωνικά δίκτυα. Για πολλούς λόγους που αφορούν τη θέση, την εικόνα και το μέλλον του χρήστη, έτσι όπως αυτός τα βιώνει και τα διαχειρίζεται, επιλέγεται συχνά η σιωπή. Οι τάσεις αυτές είναι ισχυρότερες όταν τα ζητήματα που τίθενται συγκρούονται με τις κρατικές πολιτικές και τα σώματα ασφαλείας. Ο κίνδυνος ενός δυνητικά ενοχοποιητικού «ψηφιακού αποτυπώματος» που θα εκθέτει τον δρώντα και θα τον φέρνει αντιμέτωπο με τις αρχές, είναι φυσιολογικά αποτρεπτικός.

Ο φόβος της απομόνωσης ή της περιθωριοποίησης είναι σαφώς λιγότερο σημαντικός από τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον οι όποιες «αμφιλεγόμενες» ή «ύποπτες» τοποθετήσεις ενός ατόμου στο διαδίκτυο, με στόχο να τον πλήξουν ηθικά, νομικά ή ακόμα και φυσικά. Η επιβίωση υπερτερεί της κοινωνικής αποδοχής, και μια τέτοια διαπίστωση οδηγεί σε θεωρήσεις που θέτουν στο μικροσκόπιο τα ζητήματα ταξικής ισχύος και κοινωνικών συγκρούσεων.

Τα κυρίαρχα νοήματα, σύμφωνα με τον Castells[4], είναι στην ουσία αντανακλάσεις του συσχετισμού δύναμης σε μια κοινωνία. Οι αξίες που κυριαρχούν καθορίζονται ως επί το πλείστον από την άρχουσα τάξη, η οποία, όταν δεν καταφέρνει να επιτύχει την κοινωνική ειρήνη με συναίνεση και πειθώ, καταφεύγει στην επίσημη βία. Η «διαδικτυακή αδιαφορία» ενός αφροαμερικανού ή ενός ισπανόφωνου μπροστά στα φαινόμενα αστυνομικής ρατσιστικής βίας που κορυφώθηκαν στα μέσα της παρούσας δεκαετίας στις ΗΠΑ, οφείλει να διασυνδέεται με μια σειρά από αποκλεισμούς και διακρίσεις που υπόκεινται τα φτωχότερα στρώματα του αμερικανικού λαού.

Ειδικά στην ψηφιακή εποχή, όπου ένας μελλοντικός πιθανός εργοδότης είναι σε θέση να εκτελέσει ένα background checkμε απλά εργαλεία αναζήτησης, το «σπιράλ της σιωπής» φαίνεται να αποκτά καινούριες και ακόμα πιο ζωτικές διαστάσεις για την επιβίωση ενός εκάστου. Όπως αποδείχτηκε στην πράξη, «το διαδίκτυο δεν ξεχνά». Οι τοποθετήσεις και τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών γίνονται αντικείμενα συναλλαγών, αποτελώντας ταυτοχρόνως προνομιακό πεδίο έρευνας για τις μυστικές κρατικές υπηρεσίες και την «αντιτρομοκρατική επαγρύπνηση».    

Όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν

Κυρίαρχο εύρημα των σχετικών μελετών, είναι οι διάφοροι επιδρώντες κοινωνικοί παράγοντες που διαμορφώνουν ένα πλαίσιο ελέγχου πάνω στην ευχέρεια ή την επιθυμία του ατόμου να διαφοροποιηθεί. Θέματα αυτό-εικόνας και αυτολογοκρισίας που ανάγονται στη θεωρία του «σπιράλ της σιωπής», βρίσκουν εφαρμογή τόσο στα μικροκοινωνικά δίκτυα των σύγχρονων αστικών κέντρων όσο και στα μετανεωτερικά Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι πολιτικοοικονομικές τάσεις και ιδεολογίες, οι επικοινωνιακές προσεγγίσεις των πολιτικών θεαμάτων και η εκλογική συμπεριφορά μαζών, παραμένουν ως επί το πλείστον στα πλαίσια που βρίσκονταν πριν από την ψηφιακή επανάσταση.

Η διάχυση της πληροφορίας και ο πολλαπλασιασμός των ευκαιριών για επικοινωνία και αλληλεπίδραση, δεν δείχνουν να οδηγούν σε μια νέα συνειδητότητα αλλά μάλλον αναπαράγουν τα γνωστά κοινωνικά φαινόμενα. Η ψευδοεπιστήμη και τα fake news, ο εθνοκεντρικός λαϊκισμός, ο μιλιταρισμός και σε πολλές περιπτώσεις ο αναχρονισμός που παρατηρείται στο σύγχρονο κόσμο ως απάντηση σε πραγματικές ή τεχνητές απειλές, καταδεικνύουν την απόσταση που χωρίζει την κοινωνία της πληροφορίας από την κοινωνία της γνώσης.      

 

Ο Στέλιος Στυλιανού είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Επικοινωνίας και Νέας Δημοσιογραφίας του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου

 


[1]Noelle‐Neumann E. (1974) ‘The Spiral of Silence – A Theory of Public Opinion’ Journal of Communication, 24: 43-51 1974

[2] Παπαθανασόπουλος Σ. (2011) ‘Τα Μέσα Επικοινωνίας στον 21ο Αιώνα’ Καστανιώτη 2011

[3] McQuailD.(2003) ‘Η Θεωρία της Μαζικής Επικοινωνίας για τον 21ο Αιώνα’ Καστανιώτη 2003

[4]Castells M. (2011) ‘Communication Power’ Oxford University Press. 2011:10-53

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας