Εργατικός Αγώνας

Για μια Ελένη

…και μια Αντζελίνα …και πολλές άλλες γυναίκες.

Γράφει η Δώρα Μόσχου.

Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος –για τους φίλους Ντίνος– Θεοτόκης, από τις σπουδαιότερες μορφές της ελληνικής πεζογραφίας και πρωτεργάτης του σοσιαλιστικού μυθιστορήματος, δημοσιεύει στο περιοδικό «Νουμάς», μια σειρά διηγημάτων που, μαζί με δυο ακόμα προσθήκες (ανάμεσά τους το περίφημο «Πίστομα»), θα αποτελέσουν τη συλλογή «Κορφιάτικες Ιστορίες». Η συλλογή αυτή που πατά με το ένα πόδι στην ηθογραφία και με το άλλο στο ρεαλισμό, περιλαμβάνει ιστορίες που έχουν (;) ή θα μπορούσαν να έχουν (;) συμβεί στην αγροτική, ημιφεουδαρχική ακόμη Κέρκυρα της εποχής του.

Ο μεγάλος συγγραφέας δεν παρουσιάζει τον αγροτικό κόσμο της ιδιαίτερης πατρίδας του εξωραϊσμένο από τη δύναμη της νοσταλγίας: αντίθετα, μας δείχνει ένα κόσμο σκληρό, όπου οι μεσαιωνικού τύπου σχέσεις παραγωγής υπονομεύονται από την είσοδο του χρήματος και της αγοράς, όπου η ιδιοκτησία αποτελεί πληγή και πηγή ερίδων και φονικών και όπου η γυναίκα –και η «τιμή» της– αποτελεί τμήμα και κτήμα της πατρικής –ή και της συζυγικής– περιουσίας.

                Σαν κόκκινη κλωστή διαπερνά όλες αυτές τις ιστορίες η έννοια της «τιμής» της γυναίκας: αν αυτή παραβιαστεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η τιμωρία που επιφυλάσσει η κοινωνία (ο πατέρας, ο σύζυγος, ο αδελφός, η κοινότητα) στη «δράστιδα» είναι εξαιρετικά σκληρή, μπορεί να φτάσει και μέχρι το φόνο. Στο «Πίστομα» η «ποινή» ξεπερνά τα όρια του ανθρώπινου νου, καθώς ο απατημένος σύζυγος θάβει ζωντανό το νήπιο που απόκτησε η γυναίκα του από μια εξωσυζυγική σχέση, ενώ ο ίδιος ήταν στην φυλακή.

                Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας, από τότε που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν οι «Κορφιάτικες Ιστορίες». Κι όμως, ανήμερα Πρωτοχρονιά, στον τόπο του Θεοτόκη, ο εφιάλτης ξαναζωντάνεψε: ένας πατέρας σκότωσε την κόρη του –την οποία κακοποιούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα– επειδή δεν ενέκρινε τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν ερωτευμένη …

                Δεν είναι το μόνο περιστατικό γυναικοκτονίας που συνέβη το τελευταίο διάστημα: προηγήθηκε, πολύ λίγο καιρό πριν, ο βιασμός και η δολοφονία μιας νέας κοπέλας στη Ρόδο από δυο νεαρούς που θεώρησαν ότι είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω της. Και δυστυχώς, τα δυο αυτά περιστατικά δεν είναι τα μόνα. Μέσα στα πλαίσια μιας –καλπάζουσας φοβάμαι– συντηρητικοποίησης της κοινωνίας –και όχι μόνο της ελληνικής– η υποτίμηση και η απαξίωση του γυναικείου φύλου περνάνε σε νέα επίπεδα.

                Έχω απόλυτη επίγνωση ότι η θέση της γυναίκας σε όλες τις κοινωνίες (δεν αναφέρομαι μόνο στις έκδηλες περιπτώσεις των μουσουλμανικών χωρών) παραμένει ανισότιμη, παρά τις κατακτήσεις του γυναικείου κινήματος. Η γυναίκα, στις λεγόμενες «προηγμένες» χώρες, δεν παύει να επωμίζεται διπλές και τριπλές ευθύνες, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την πολιτεία. Στις μέρες μας όμως, έχω την εντύπωση ότι ιδεολογήματα που διέρρεαν υπόγεια τη συνείδηση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, έχουν βγει επιθετικά στην επιφάνεια: η γυναίκα είναι αντικείμενο προς απόλαυση∙ δεν έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για το πώς θα διαθέσει το σώμα της. Εξ άλλου, είναι «κτήμα»: του πατέρα, του συζύγου, του εραστή. Η αυτοδιάθεσή της πλήττει τη δική του οντότητα, τις δικές του επιθυμίες, τα δικά του συμφέροντα (κρατήστε την τελευταία φράση, θα επανέλθω).

                Η απαξίωση και καταπίεση της γυναίκας δεν γίνεται πάντα με όρους βαρβαρότητας που μπορεί να φτάσει στην άσκηση ακραίας βίας και στο θάνατο: εξ ίσου απαξιωτικό για το γυναικείο φύλο είναι το κόψιμο και το ράψιμο του γυναικείου σώματος με τρόπο ώστε να είναι «ελκυστικό» ή «κομψό», ή «σωστό» για τον κόσμο της μόδας. Νέες γυναίκες που προσπαθούν να καταξιωθούν κοινωνικά μέσα από την έκθεσή τους σε εκπομπές–τηλεσκουπίδια, αντιμετωπίζουν τη χλεύη και την ταπείνωση από «κριτές»-επιτομές του τίποτα.

                Η ίδια η γυναίκα πείθεται ότι είναι αντικείμενο προς εξαγορά ή προς πώληση ή ότι είναι άχρηστη και βάρος. Ένας άλλος γίγαντας της λογοτεχνίας μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, βάζει τη συγκλονιστική Φραγκογιαννού – που έχει υπάρξει κόρη, αδελφή, σύζυγος, μάνα, γιαγιά και ζει για να υπηρετεί, αλλά και να καθοδηγεί τους γύρω της, να σκέφτεται «το βίο της το μάταιο και ανώφελο και βαρύ». Στις μέρες μας, κορίτσια δεκαέξι και δεκαεπτά χρονών, με όνειρα για σπουδές και καριέρα, χαιρετίζουν ως συνετή και «ψαγμένη» τη στάση αρνητικής ηρωίδας της Γαλάτειας Καζαντζάκη που επιδιώκει να βρει έναν πλούσιο εραστή για να ξεφύγει από τη φτώχεια …

                Το εφιαλτικό τρίπτυχο «κουζίνα–κρεβάτι–εκκλησία» που πρόβλεπε και πρόκρινε για τις γυναίκες ο ναζισμός, υψώνεται σαν την κόμπρα και πετάει το δηλητήριό του, φαρμακώνοντας συνειδήσεις, αποσαθρώνοντας διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, αλλά και υποβοηθώντας την αποδοχή από τη μεριά της κοινωνίας του πετάγματος της γυναίκας από την παραγωγή, της παραπέρα ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας για το φύλο της, της παραπέρα απαξίωσης και καθυπόταξής της.

                Οι γυναικοκτονίες –ακούσαμε– είναι απότοκες της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας. Κι έτσι είναι–σ` ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Σ` αυτό το σημείο όμως, είναι καλό να θυμηθούμε μερικά πράγματα από το αλφαβητάρι της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας και, κυρίως, από το μεγάλο Φρίντριχ Ένγκελς.

                Σε κάθε κοινωνικό–οικονομικό σχηματισμό, μια είναι η κυρίαρχη αντίθεση: η αντίθεση ανάμεσα στην τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής και στην τάξη των άμεσων παραγωγών, αυτών που δουλεύουν και παράγουν τον πλούτο του κόσμου. Στις μέρες μας, εννοείται ότι η κυρίαρχη αντίθεση είναι αυτή ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία. Όμως, η κυρίαρχη αντίθεση είναι ακριβώς αυτό, κυρίαρχη αλλά όχι οπωσδήποτε η μόνη. Πάνω σε αυτήν, αρθρώνονται οι επί μέρους αντιθέσεις που συγκροτούν την ολότητα της κοινωνικής και ιστορικής στιγμής και εμπεριέχουν τόσο στοιχεία από το παρελθόν όσο και τα σπέρματα των μελλοντικών εξελίξεων. Δεν θα σταθώ σε άλλες επί μέρους αντιθέσεις, εξαιρετικά σημαντικές για το σημερινό κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Θα αναφερθώ σε αυτή για την οποία γράφεται τούτο το κείμενο: την ανισότιμη θέση της γυναίκας στα ταξικά κοινωνικά συστήματα.

                Στις πρωτόγονες, αταξικές κοινωνίες η γυναίκα είχε πρωτεύουσα θέση, καθώς η συμβολή της στην αναπαραγωγική διαδικασία ήταν ορατή και κατανοητή. Το γένος αναγνωριζόταν από την πλευρά της μάνας: υπήρχαν γενάρχισσες και όχι γενάρχες. Με τον πρώτο καταμερισμό της εργασίας, τον επονομαζόμενο «φυσικό», η γυναίκα ανέλαβε την ανατροφή των παιδιών (καθώς το ανθρώπινο νεογνό χρειάζεται τη μητέρα του περισσότερο κοντά του απ` όσο τα νεογνά των ζώων) και τη μέριμνα του σπιτιού. Αυτό δε μείωσε καθόλου τον πρωτεύοντα ρόλο του γυναικείου φύλου: η μέριμνα για το σπίτι συμπεριλάμβανε, για παράδειγμα και το χτίσιμο του σπιτιού! Χαριτωμένη ειρωνεία της ιστορίας: το θεωρούμενο ως «αντρίκειο» επάγγελμα του οικοδόμου («μη βροντοχτυπάς τις χάντρες – η δουλειά κάνει τους άντρες – το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί») ασκήθηκε για πρώτη φορά από γυναίκες!

                Κι έπειτα, ήρθε ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, ήρθε το πλεόνασμα της παραγωγής, η ιδιοποίησή του και η ανάγκη να περάσουν τα μέσα παραγωγής από τη μια γενιά στην επόμενη. Μέχρι τότε (όταν βέβαια λέμε τότε, εννοούμε … κάποιες χιλιάδες χρόνια), ίσχυε το μητρογραμμικό δίκαιο: η μάνα κληροδοτούσε στην κόρη. Μόνο που η μάνα δεν είχε στα χέρια της τα μέσα παραγωγής: είχε το σπίτι και το τσουκάλι, αλλά αυτό το τσουκάλι έπρεπε να γεμίσει με όσα έφερναν τα όπλα και τα εργαλεία του άντρα! Και, κάπως έτσι, για να συνεχιστεί η παραγωγή και να εδραιωθεί η ιδιοκτησία, προϋπόθεση για την ταξική πια διαίρεση της κοινωνίας, το μητρογραμμικό δίκαιο ανατράπηκε, αντικαταστάθηκε από το πατρογραμμικό (αυτό που ονομάζουμε πατριαρχία) και το γυναικείο φύλο υποτάχθηκε πλήρως στο ανδρικό.

                Στο αρχαίο ελληνικό δράμα, παρακολουθούμε τους τελευταίους σπασμούς του μητρογραμμικού δικαίου: η «Ορέστεια» καταγράφει με ενάργεια την ιστορική ήττα του γυναικείου φύλου, όταν ο Ορέστης αθωώνεται για το φόνο της μάνας του, από το δικαστήριο των θεών και μάλιστα με την ψήφο μιας γυναικείας (αν και μάλλον άφυλης) θεότητας, της Αθηνάς. Η Αντιγόνη, με την εξεγερσιακή της στάση, είναι η στερνή υπόμνηση μιας κοινωνίας ελεύθερης και γεμάτης αγάπη, της κοινωνίας των γενών που αντιπαρατίθεται στο συγκροτημένο δουλοκτητικό κράτος. Αλλά και η κωμωδία του Αριστοφάνη μάς έχει χαρίσει ως μνήμη ενός ευτυχισμένου παρελθόντος (ή ως προοικονομία ενός ακόμα πιο ευτυχισμένου μέλλοντος) τις «Εκκλησιάζουσες» και τις «Θεσμοφοριάζουσες» έργα στα οποία αυτός ο μεγαλοφυής «συντηρητικός» συναρτά τη γυναικεία παρουσία στη διοίκηση της πόλης με μια ελεύθερη κοινωνία, βασισμένη στην κοινοκτημοσύνη.

                Να το πούμε λοιπόν ξανά, μια και στις μέρες μας πρέπει διαρκώς να υπενθυμίζουμε, ακόμα και στους εαυτούς μας τα αυτονόητα: το γυναικείο ζήτημα, η καθυπόταξη της γυναίκας, η πατριαρχία είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και αποτέλεσμα της διαμόρφωσης των ταξικών κοινωνικών συστημάτων, είναι απόρροια της ατομικής ιδιοκτησίας, της συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων και του κράτους. Ο έλεγχος της γυναίκας σε όλα τα επίπεδα, της σεξουαλικότητάς της, της αναπαραγωγικής της δυνατότητας (που έχει συναρτηθεί με την έννοια της «τιμής») της προσωπικότητάς της, υπάρχει για να είναι σίγουρος ο άνδρας–ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής ότι η περιουσία του, τα υπάρχοντά του, θα κληροδοτηθούν στο γνήσιο του απόγονο. Έτσι λοιπόν η γυναίκα γίνεται κτήμα του, τμήμα της περιουσίας του.

                Και ο άνδρας που δεν είναι ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής; Που δεν έχει περιουσία αλλά είναι άμεσος παραγωγός; Δεν ζηλεύει τη συντρόφισσά του; Δεν ελέγχει την κόρη του και την «τιμή» της; Μα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κυρίαρχη ηθική, η κυρίαρχη ιδεολογία είναι, σε κάθε ιστορική στιγμή, η ιδεολογία και η ηθική της άρχουσας τάξης. Αυτή διδάσκονται εξ απαλών ονύχων οι υποτελείς τάξεις και αυτήν εντέλει υιοθετούν. Γι` αυτό και ιστορικά η γυναίκα των λαϊκών στρωμάτων υφίσταται διπλή καταπίεση, ταξική και φυλετική. Ας δούμε πάλι την εμβληματική Φραγκογιαννού, τη «Φόνισσα» που είναι γυναίκα και φτωχή και που «κάνει τα πάθια της τραγούδι», πριν καταλήξει στην τρέλα και στο φόνο των μικρών κοριτσιών–την ακύρωση του φύλου της.

                Από μιαν άλλη πλευρά όμως, ακριβώς οι γυναίκες των υποτελών τάξεων, επειδή δουλεύουν, έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν μια προσωπικότητα ισχυρή και να παλέψουν (κάποτε ντε φάκτο) για την ισοτιμία τους, τουλάχιστον μέσα στο σπίτι. Ο καπιταλισμός είναι αλήθεια ότι έδωσε αυτή τη δυνατότητα στη γυναίκα της εργατικής τάξης, βγάζοντάς την μαζικά στην παραγωγή. Ωστόσο, σήμερα που οι αντιθέσεις και η επιθετικότητά του οξύνονται, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επάνοδο όλων των αντιδραστικών ιδεολογημάτων για τη «γυναικεία φύση» και τη γυναικεία συμπεριφορά που «πρέπει» να απορρέει από αυτήν. Και, όπως είδαμε στην αρχή αυτού του σημειώματος, η επαναφορά αυτή οδηγεί σε εγκληματικές συμπεριφορές εναντίον γυναικών που θεωρούσαμε ότι, τουλάχιστον το «δικό μας» κομμάτι του κόσμου έχει αφήσει πολύ πίσω του. Λησμονήσαμε ότι και το «δικό μας» κομμάτι του κόσμου είναι καπιταλιστικό …

                Πατριαρχία λοιπόν σημαίνει εκμεταλλευτικά ταξικά συστήματα, δηλαδή στην εποχή μας, καπιταλισμός. Η πάλη για την επανεδραίωση των δικαιωμάτων των γυναικών, ιδιαίτερα των γυναικών των υποτελών τάξεων, δεν μπορεί και δεν πρέπει να εννοηθεί ξεκομμένη από την κυρίαρχη αντίθεση του καιρού μας. Ούτε όμως και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται το γυναικείο ζήτημα σαν να αφορά μια «επικουρική» δύναμη στον αγώνα της εργατικής τάξης, ένα είδος σώματος «αδελφών νοσοκόμων» της ταξικής πάλης. Το γυναικείο ζήτημα, η γυναικεία καθυπόταξη, εκφράζεται με μια ποικιλία τρόπων και μορφών που πρέπει να μελετηθούν και να αναπτυχθούν, ώστε γυναίκες και άντρες να κατανοήσουν τη διπλή φύση του ζητήματος και να οργανώσουν αντίστοιχα την πάλη τους.

                Να τελειώσω όπως άρχισα: με μιαν αναφορά στο μεγάλο Ντίνο Θεοτόκη. Ας μου επιτραπεί ένας βαθμός αυθαιρεσίας; αν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ήταν μυθιστόρημα, θα ήταν «Η Τιμή και Το Χρήμα». Η ιστορία του έρωτα της μικρής εργάτριας για τον ξεπεσμένο αριστοκράτη, τα παζάρια που γίνονται ανάμεσα στον αγαπημένο της και τη φιλοχρήματη μάνα της, η λύση που η ίδια δίνει στο αδιέξοδο με την εμβληματική φράση «Δουλεύτρα είμαι, ποιόν έχω ανάγκη;» δεν είναι παρά μια αλληγορία της πάλης των τάξεων. Ένας συμβολισμός για την τάξη που θα λύσει όλες τις προηγούμενες ταξικές αντιθέσεις με τη χειραφέτησή της, ακριβώς γιατί είναι «δουλεύτρα» και δεν έχει κανέναν ανάγκη. Το έργο όμως αυτό είναι και ένας ύμνος στη .χειραφέτηση της γυναίκας, ακριβώς μέσα από την ένταξή της στην εργατική τάξη.

                Ναι, η τάξη και το φύλο χειραφετούνται ταυτόχρονα. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, η γυναικεία συνείδηση πρέπει να κάνει ένα βήμα παραπέρα: οι πρωτοπόρες πολιτικές δυνάμεις, οι κομμουνιστές πρέπει να προωθούν και να διασφαλίζουν τη συμμετοχή των γυναικών στους συλλογικούς αγώνες, με τον τρόπο που το πάλεψε κάποτε το ΚΚΕ, στη διάρκεια της εαμικής εθνικής αντίστασης και του αγώνα του ΔΣΕ. Επαναλαμβάνω: όχι ως βοηθητικό προσωπικό, όχι ως «αδελφές νοσοκόμες» δίπλα στους μαχητές άνδρες, αλλά με όρους ισοτιμίας. Αυτές οι προϋποθέσεις (μελέτη των εκφάνσεων του γυναικείου ζητήματος, κατανόηση της σύνδεσής του με την κυρίαρχη αντίθεση, μισθωτή εργασία, συμμετοχή στους συλλογικούς αγώνες) είναι η βάση πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί ένα ρωμαλέο δημοκρατικό γυναικείο κίνημα που θα αποτρέπει κατά το δυνατό την οπισθοδρόμηση στις σημερινές συνθήκες, θα αποσπά καταχτήσεις, αλλά και θα προετοιμάζει τις συνειδήσεις για μια ολότελα διαφορετική θέση της γυναίκας σε μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία, όταν η υλική βάση της ανισοτιμίας θα έχει καταργηθεί.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας