Εργατικός Αγώνας

Τι θα γίνει μ’ αυτούς εκεί στον Περισσό;

Του Στέλιου Στυλιανού.

Εντάξει, το ΚΚΕ δεν είναι το μόνο κόμμα μπολσεβίκικης σποράς που παίρνει την κάτω βόλτα, είτε πέφτοντας με τα μούτρα στον αριστερισμό και το σεχταρισμό ή κατρακυλώντας με την ίδια και χειρότερη φόρα στο ρεφορμισμό και τη λατρεία της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς. «Αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες κομμουνιστικές οικογένειες», μα τα ερωτήματα θα συνεχίσουν να μπαίνουν για την στενή ομάδα που νέμεται τις τύχες του κόμματος. Ενός κόμματος που παραπαίει ιδεολογικά και κινηματικά ενόσω ο λαός αγωνίζεται να βρει την άκρη με τα πλέον επείγοντα.

Η σημερινή ηγεσία έχει στρέψει το κόμμα της ελληνικής εργατικής τάξης στη μοιρολατρία και την μετάθεση της όποιας ελπίδας για σοσιαλισμό σε ένα μεταπολεμικό μέλλον όπου οι κοινωνίες θα δουν, επιτέλους, ξεκάθαρα το συμφέρον τους. Έχουν καταντήσει πολλά από τα μέλη και τους οπαδούς του να παρατηρούν τα σημάδια του πολέμου όπως ακριβώς οι πιστοί της «αποκάλυψης», αναμένοντας κατά κάποιο τρόπο την απόδοση δικαιοσύνης από εξωτερικούς παράγοντες και μετά από μια παγκόσμια καταστροφική σύρραξη που θα αλλάξει το ρουν της ιστορίας. Ξαφνικά, μετά από τον Αρμαγεδώνα αυτό, οι εναπομείναντες άνθρωποι θα διαφωτιστούν με το πνεύμα του σοσιαλισμού και της ειρήνης, θα πουν «ποτέ ξανά πόλεμος και φασισμός» και θα προχωρήσουν προς την κομμουνιστική αιωνιότητα. Κάπως έτσι μας τα λένε οι σύντροφοι, μεταφυσικά και παλαιοτροτσκιστικά.

Το κόμμα έφτασε να μας θυμίζει μεσσιανικές σέχτες της Αμερικής που προετοιμάζονται για το αναπόφευκτο τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε, ενισχύοντας παράλληλα τη θρησκευτική τους ευλάβεια και την υποταγή στο αλάθητο ιερατείο. Σε χωριστές πορείες, στην κυριολεξία και μεταφορικά, όπως τους Amish[1] στην Πενσυλβανία και τους δικούς μας τους παλαιοημερολογίτες, μήπως βάλουν σε κίνδυνο την ορθοδοξία τους. Αυτά τα ιδεολογήματα και οι νοοτροπίες εννοείται πως δεν ταιριάζουν σε κομμουνιστές «παντός καιρού», σ’ αυτούς που αναλύουν τις συνθήκες με επιστημονικότητα και με το βλέμμα στο σήμερα και το αύριο. Στους μαρξιστές-λενινιστές της εποχής μας που θέλουν πολιτική και κινηματική διέξοδο εδώ και τώρα, όπως ακριβώς προτάσσει η κοσμοθεωρία τους.

Η ιδεολογικοπολιτική ισορροπία ήταν, είναι και θα είναι πάντα δύσκολη, σε όποια φάση κι αν βρίσκεται η εξέλιξη προς το σοσιαλισμό. Ακόμα και σε συνθήκες δικτατορίας του προλεταριάτου, στην οικοδόμηση μια νέας οικονομίας και πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας, οι τάσεις μέσα στο κίνημα θα είναι μάλλον ανάλογες με τις σημερινές. Δεν είναι ανάξιο αναφοράς πως και ο ίδιος ο Λένιν είχε κατηγορηθεί για προδοσία της επανάστασης και δεξιά στροφή σε σχέση με τη Νέα Οικονομική Πολιτική ή πως το μέγα επαναστατικό σύμβολο της εποχής μας, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, θεωρήθηκε και χαρακτηριζόταν ως αριστεριστής από τον φιλοσοβιετικό χώρο για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Σχετικά είναι και τα αφηγήματα για το Βελουχιώτη, τον Πλουμπίδη και πολλούς άλλους τίμιους αγωνιστές μέσα κι έξω απ’ τον υπαρκτό και για όλη την περίοδο από το 1917 μέχρι και τις απαρχές τις δεκαετίας του 1980 όπου είχε πλέον διαφανεί η ανάγκη για μεγάλες αλλαγές.

Η αυτοκριτική άλλωστε, όπως και η επακόλουθη διόρθωση πορείας, είναι ένα καθήκον που το νιώθει ιδιαίτερα η κομμουνιστική αριστερά. Ο σοσιαλισμός είναι επιστήμη και σαν τέτοια υπόκειται στους ίδιους κανόνες όπως όλες οι υπόλοιπες. Το γεγονός πως η τάση που κατάφερε να περάσει το ΚΚΕ στα χέρια της αναθεωρεί και ερμηνεύει με διαφορετική ματιά την ιστορία και τα καθήκοντα του κινήματος απ’ ότι έκανε το κόμμα μέχρι και τα μέσα περίπου της προηγούμενης δεκαετίας, δεν είναι από μόνο του κακό και επιλήψιμο. Οπωσδήποτε χρειαζόταν μια απάντηση στο φαινόμενο της κατ’ όνομα αριστεράς που παίζει με τις ελπίδες των τίμιων ανθρώπων για αξιοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ανεξαρτησία. Σίγουρα το ΚΚΕ έπρεπε να διαφοροποιηθεί από τα πολιτικά συνεργεία, τους εξουσιομανείς και τους λαϊκιστές που συσσωρεύονται απέναντι στη δεξιά προεκλογικά και μετεκλογικά για να γίνουν «βεζίρηδες στη θέση του βεζίρη». Και αναμφίβολα πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα σε όσους νιώθουν «σαν στο σπίτι τους» μέσα στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και σ’ αυτούς που λένε τα πράγματά με το όνομά τους για τη φύση και τους σκοπούς αυτών των οργανισμών.

Στη προσπάθειά του το κόμμα να στείλει το μήνυμα στο λαό πως βλέπει σοβαρά την υπόθεση της εξουσίας, πως της δίνει απελευθερωτικά και αυτο-οργανωτικά χαρακτηριστικά και πως αυτό απαιτεί συνειδητή συμμετοχή και πάλη από τον κάθε ένα και την κάθε μία ξεχωριστά, πως χρειάζεται επαναστατική θεωρία για να υπάρχει ριζοσπαστισμός στην πράξη και πως «δεν γίνεται δουλειά» μέσα στις λυκοφωλιές που μας έμπασε η αστική τάξη με το ζόρι, πέρασε στην αντίπερα όχθη και έγινε το περίγελο του κάθε Πρετεντέρη. Τα μέλη, οι φίλοι και οι οπαδοί του ιστορικού ΚΚΕ, ναι, αυτού με τα πολλά λάθη αλλά και τις αμέτρητες ανιδιοτελείς και πανανθρώπινες θυσίες, του κόμματος του Ρίτσου, του Βάρναλη του Γληνού και του Μπελογιάννη, του κινήματος που συνέδεσε την πορεία του με τον πόνο και τα όνειρα των φτωχών και των κυνηγημένων, έχουν μπροστά τους μια πολύ δύσκολη αποστολή. Στην ουσία έχουν χάσει το κόμμα τους. Και το ενδιαφέρον στην ελληνική περίπτωση είναι πως δεν το έχασαν από σοσιαλδημοκράτες όπως θα αναμενόταν λογικά, λαμβάνοντας υπόψη τις γνωστές εμπειρίες με το Εσωτερικού και το Συνασπισμό και γενικότερα τους αντικειμενικούς κινδύνους παρεκτροπής που ελλοχεύουν πίσω από αριστερά μέτωπα όπως υπήρξε η ΕΔΑ ή είναι το ΑΚΕΛ στην Κύπρο.

Θα μείνουμε απλά στη διαπίστωση, γιατί η απάντηση στο ερώτημα «τι θα γίνει μ’ αυτούς εκεί στον Περισσό;» αφορά τυπικά και ουσιαστικά αυτούς που νιώθουν πως έχουν μείνει πολιτικά άστεγοι, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους εργαζόμενους, αγωνιστές ιδεολόγους που ήταν έτοιμοι από καιρό για ένα ποιοτικό άλμα εκδημοκρατισμού και αξιοπρέπειας αλλά δεν είχαν την απαραίτητη μαρξιστική-λενινιστική καθοδήγηση από το μαζικότερο κόμμα της κομμουνιστικής αριστεράς. Αυτού που φέρει τα σοβιετικά σύμβολα και αντιπροσωπεύει την εργατική τάξη της χώρας στο παγκόσμιο κίνημα.

Η Ελλάδα υπήρξε για μια σχετικά μεγάλη περίοδο, ιδιαίτερα από το 2010 μέχρι και το 2015, σε μια ρευστή κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επέτρεπε στους κομμουνιστές και τους συμμάχους τους να βγουν έξω ενωτικά, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία για σπάσιμο του παλιού διπολισμού. Το που θα έφτανε αυτό είναι μια άλλη ιστορία, μα η τεμπελιά και το κρυφτούλι από το λαό που επέδειξε η ηγεσία του ΚΚΕ δεν περνούν απαρατήρητα. Χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία, κι αυτό μάλλον τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Ιούλη του ’15, να οδηγηθεί ο λαός και το κίνημα σε μια πιο ισχυρή πολιτική θέση που θα προσπαθούσε να μεταβάλει τα ισοζύγια στη χώρα και την Ευρώπη υπέρ των αδυνάτων.

Είναι ασφαλώς σωστό να λέμε πως δεν αλλάζει η ΕΕ, πως είναι δομικό το ζήτημα ή πως η αστική ρεμούλα δεν διορθώνεται με φτιασιδώματα, μα είναι ακόμα πιο σωστό να λέμε και να κάνουμε κάτι που να αφορά τις μάζες όπως αυτές αντιλαμβάνονται τις δυνατότητές τους σε κάθε φάση του αγώνα. Χίλιες φορές να πέφτουν τα ριζοσπαστικά δημοκρατικά μέτωπα από πραξικοπήματα κι άλλες τόσες να λυντσάρονται πολιτικά και επικοινωνιακά, παρά να παραιτούνται εκ προοιμίου χωρίς να εκμεταλλευτούν ούτε σπιθαμή από τα χιλιόμετρα που αφήνουν διαθέσιμα οι περιοδικές κρίσεις του συστήματος. Μια τέτοια κρίση ήταν η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κεντροαριστερού χώρου στην Ελλάδα, η οποία συνόδευσε το οικονομικό φαλιμέντο και την ευρύτερη αποκάλυψη της διαπλοκής. Ο κόσμος ήταν στους δρόμους, οι μάζες ήταν εκεί, μα η πολιτική καθοδήγηση από το λαϊκό κίνημα, η βήμα προς βήμα και μέρα με την ημέρα κορύφωση πάνω στα δύο-τρία βασικά ζητούμενα που ενώνουν περισσότερους και τους ανοίγουν την προοπτική, απουσίαζαν.

Το αποτέλεσμα Τσίπρας-ΣΥΡΙΖΑ και η κλασική νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή τους επί του πρακτέου, αποτελούν σε κάποιο βαθμό και μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία εκ μέρους της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ. Αν στο ευρύτερο δημοκρατικό μέτωπο που διεκδικεί τη διακυβέρνηση συμμετέχει και το Κομμουνιστικό Κόμμα, με ένα κοινά αποδεκτό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που να προσπαθεί να αλλάξει τις ισορροπίες για λογαριασμό των μη προνομιούχων, των μισθωτών και του δημοσίου συμφέροντος, ίσως το ελληνικό παράδειγμα να μην είναι το «μία από τα ίδια» που συνηθίσαμε. Πόσο μάλλον όταν του μετώπου αυτού, που εκφράζει το σύνολο της αριστεράς και όλους τους αγωνιστές της δουλειάς, του δρόμου και της πλατείας, ηγείται το κόμμα νέου τύπου που έχει το επαναστατικό και ταξικό καθήκον να το πράξει.

Το σίγουρο είναι πως η στάση και η ανάλυση που κάνει τα τελευταία χρόνια η ηγεσία στον Περισσό, αφήνουν χώρο δράσης σε κάποια εξωφρενικά σχήματα που φιλοδοξούν να εκφράσουν το μέσο εργαζόμενο, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τα συμπιεσμένα τοπικά συμφέροντα, ενώ αυξάνουν την ίδια ώρα την απογοήτευση και την αποχή ανάμεσα στα αποφασισμένα τμήματα του λαού. Η θέση του κινήματος απέναντι στις εξελίξεις δεν μπορεί να είναι αυτή του γερογκρινιάρη θεατή ή στην καλύτερη περίπτωση του ξεχασμένου επιθετικού που θα πάρει, κάποτε, μια μπαλιά από το πουθενά. Χρειάζεται η ενεργητική του σύμπραξη με τις μάζες με μια πολιτική γλώσσα και πρακτική που να κατανοούν και να στηρίζουν.

Όλα αυτά φυσικά, σε περίπτωση που υπάρχει πραγματική διάθεση για πάλη, μια προσγειωμένη προσπάθεια για μεγάλωμα και βάθεμα του κινήματος και του ριζοσπαστικού μετώπου. Εκεί στον Περισσό πάντως, δείχνουν μακάριοι με το ρόλο του «ιεροκήρυκα του σοσιαλισμού» που άλλα λέει κι άλλα κάνει με την κοινωνία και τις ταξικές τις διαστρωματώσεις, με κάποια δεκάλεπτα κρεσέντο στα κυρίαρχα ΜΜΕ και τη Βουλή, κατεβαίνοντας σε πορείες και συγκεντρώσεις που απλά επιβεβαιώνουν το μοναχισμό και την ασυμβατότητά τους με τους λαϊκούς πολιτικούς αγώνες του σήμερα. Το ζήτημα είναι τι θα μπορέσει να κάνει ο κόσμος του ιστορικού ΚΚΕ απέναντι σ’ αυτό το φαινόμενο, ανοικοδομώντας και επανενώνοντας το κόμμα και το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς που προδόθηκε από πολλές κατευθύνσεις και σε διάφορα επίπεδα το τελευταίο διάστημα.

 

Ο Στέλιος Στυλιανού είναι μέλος της Συντακτικής Ομάδας της εβδομαδιαίας Κυπριακής εφημερίδας «Γνώμη» (http://gnomionline.com.cy/).

 


[1] Οι Άμις (Amish) κατοικούν στην Αμερική και είναι Ευρωπαίοι που έφθασαν στις ΗΠΑ το 18ο αιώνα, ο πληθυσμός τους ανέρχεται στους 250.000 και ζουν απομονωμένοι σε μικρές κοινότητες χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή καμία από τις σύγχρονες ανέσεις.

Οι Άμις πήραν το όνομά τους από τον Τζέικομπ Άμαν (1956-1730), έναν Ελβετό προτεστάντη γερμανικής καταγωγής. Ο ίδιος θεωρούσε ότι οι ομόθρησκοι του είχαν απομακρυνθεί από τα διδάγματα του ιδρυτή τους, Μένο Σίμονς ο οποίος πίστευε ότι πρέπει να αποφεύγεται η οποιαδήποτε επαφή με ξένους. Έτσι το 1693 ο Αμάν ίδρυσε την κοινότητα των Άμις, η οποία υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει λόγω του ότι δεν γινόταν αποδεκτή από τους θρησκευτικούς αντιπάλους του ιδρυτή της.

Τα μέλη της κοινότητας έφθασαν στην Πενσιλβάνια και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Λάνκαστερ Κάντρι. Οι απόγονοι κάποιων από τους πρώτους ταξιδιώτες ονομάστηκαν Ολλανδοί της Πενσιλβάνια, επειδή μιλούσαν γερμανό-ολλανδικές διαλέκτους. Αργότερα, μετακινήθηκαν και δημιούργησαν μικρές κοινότητες σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Το βράδυ χρησιμοποιούν κεριά, μετακινούνται με κάρο, ράβουν μόνοι τους τα ρούχα τους και τρέφονται από τα περιβόλια και τα ζώα τους. Κατοικούν μόλις 2 ώρες μακριά από τη Νέα Υόρκη αλλά αρνούνται πεισματικά να έχουν την οποιαδήποτε σχέση με τη σύγχρονη κοινωνία και την τεχνολογία.

Ο χρόνος έχει σταματήσει για τους Άμις δύο αιώνες πριν, καθώς υιοθετούν ένα σχεδόν πρωτόγονο τρόπο ζωής. Επίσης, θεωρούν περιττή την ανάπτυξη οποιασδήποτε φυσικής ή πνευματικής σχέσης με τον έξω κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο ζουν στο περιθώριο ενώ δεν δέχονται την παραμικρή βοήθεια ούτε την κρατική βοήθεια. Έχουν την φήμη ότι είναι αδιάλλακτοι, φανατισμένοι και αρνούνται να αλλάξουν τα ήθη και τα έθιμα τους.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας