Εργατικός Αγώνας

Τα νέα μέτρα λιτότητας και η αντίδραση του εργατικού κινήματος

Το τρίτο μνημόνιο έφερε νέα δυσβάστακτα μέτρα σε βάρος των εργαζομένων, περισσότερα απ’ ό,τι τα προηγούμενα παρά τους επανειλημμένους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι διαπραγματεύεται σκληρά. Η πρώτη αξιολόγηση καθυστέρησε, ολοκληρώθηκε τον Οκτώβρη του 2016 και συνοδεύτηκε με μια δέσμη νέων προαπαιτούμενων. Μειώθηκε η προστασία της πρώτης κατοικίας και απελευθερώθηκαν οι πωλήσεις δανείων σε founds, ήρθε το νέο ασφαλιστικό με αυξήσεις εισφορών και μειώσεις συντάξεων, λήφθηκαν νέα φορολογικά μέτρα, αποφασίστηκε η συγκρότηση του υπερταμείου ξεπουλήματος για 99 χρόνια και του παραχωρήθηκε η δημόσια περιουσία, επιταχύνθηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις (Ελληνικό, ΔΕΗ, περιφερειακά αεροδρόμια κλπ).

Η δεύτερη αξιολόγηση, που είχε προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το Νοέμβρη του 2016, τραβά μέχρι σήμερα και ίσως για κάποιους μήνες ακόμη. Έλεγχοι των τεχνικών κλιμακίων, συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, από κει στο Γιούρογκρουπ και πάλι στα τεχνικά κλιμάκια και νέες διαπραγματεύσεις. Το βέβαιο είναι ότι τα νέα επώδυνα μέτρα έρχονται.

Στη σύνοδο στις Βρυξέλες ο πρωθυπουργός φάνηκε αισιόδοξος δηλώνοντας ότι είμαστε κοντά σε λύση, μπορεί να υπάρξει τεχνική συμφωνία μέχρι τις 20/3 και ολοκληρωμένη συμφωνία εντός του Απριλίου. Παράλληλα, η Γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε εξαιρετικά αισιόδοξη ως προς το κλείσιμο της αξιολόγησης. Η σιγουριά και η αισιοδοξία του πρωθυπουργού μπορεί να πηγάζουν μόνο από την απόφασή του να συμφωνήσει και να δεχτεί όλες τις απαιτήσεις των δανειστών και κυρίως του ΔΝΤ.

Όπως όλα δείχνουν, το ΔΝΤ έχει το πάνω χέρι στις συζητήσεις και στις εξελίξεις, χωρίς φυσικά να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι ισχυροί παράγοντες στην ευρωπαϊκή πλευρά, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της, έχουν αντιρρήσεις γι’ αυτό. Ίσα ίσα, που οι αποφάσεις είναι εντός των σχεδιασμών τους. Η θέση της Γερμανίας για το ελληνικό πρόγραμμα είναι γνωστή. Η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι προϋπόθεση ύπαρξης του και για να υπάρξει συμμετοχή του πρέπει να γίνει ξεχωριστή διαπραγμάτευση που σημαίνει σίγουρα νέα μέτρα και μάλιστα επώδυνα.

Οι απαιτήσεις του ΔΝΤ ως γνωστόν περιλαμβάνουν:

  • Περικοπές στις συντάξεις από το 2020 μέσω της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς με στόχο την εξοικονόμηση 1,8 δις ευρώ.
  • Μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2019 με στόχο την εξοικονόμηση επίσης 1,8 δις.
  • Λήψη αντίμετρων, κυρίως φορολογικού χαρακτήρα, όπως μείωση του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων και μερισμάτων, μείωση του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ) για αξίες άνω των 200.00 ευρώ.
  • Περιλαμβάνει επίσης τις πολυσυζητημένες απαιτήσεις του ΔΝΤ στα εργασιακά, δηλαδή την αύξηση του ορίου απολύσεων στο 10%, την επαναφορά του λοκ άουτ, την αλλαγή στον συνδικαλιστικό νόμο και φυσικά δεν δέχεται συζήτηση για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Εκεί θα κινηθούν οι συζητήσεις και η συμφωνία. Και, με βάση αυτά, το καλύτερο που μπορεί να επιτύχει η κυβέρνηση θα είναι ένας εξαιρετικά επώδυνος συμβιβασμός.

Φαίνεται ότι κατά τις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης-θεσμών οι δανειστές απέσπασαν τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης για μέτρα ύψους 2% του ΑΕΠ που θα προέλθουν από τη μείωση των συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου. Όσο για τα αντίμετρα, ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι θα ψηφιστούν και θα εφαρμοστούν από την πρώτη στιγμή είναι προπαγανδιστικό πυροτέχνημα. Τα αντιλαϊκά μέτρα εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου από την πρώτη στιγμή, ενώ τα αντίμετρα μόνο αν επιτευχθεί ο στόχος για πλεονάσματα 3,5%, τον οποίο το ίδιο το Γιούρογκρουπ τον θεωρεί εντελώς ανέφικτο.

Με δυο λόγια, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο «πρόγραμμα» και σε νέα επιτροπεία ως το 2021 τουλάχιστον.

Το μεγάλο πρόβλημα της κυβέρνησης είναι η διαχείριση του πολιτικού κόστους των μέτρων αυτών το επόμενο διάστημα. Αντιλαμβάνεται ότι οι επιπτώσεις θα είναι μεγάλες, ιδιαίτερα στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τους συνταξιούχους, τους χαμηλά αμειβόμενους με 500 ευρώ και πάνω, τους μικροεπιχειρηματίες, τους αγρότες κλπ.

Στρέφεται κατ’ αρχήν εναντίον του ΔΝΤ κατηγορώντας το για εμμονές που είναι εντελώς αντίθετες με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αυτή όμως τη θέση της κυβέρνησης κανείς ευρωπαϊκός θεσμός δεν τη στηρίζει, ενώ σήμερα το περιβόητο κεκτημένο πλήττεται ανηλεώς σε όλες τις χώρες, τόσο που τείνει να εξαφανιστεί. Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι με το ΔΝΤ την χωρίζουν ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις. Το ΔΝΤ, κατά την κυβέρνηση, ασπάζεται «τα οικονομικά της προσφοράς», ενώ η ίδια «τα οικονομικά της ζήτησης». Έτσι η κυβέρνηση ελπίζει ότι, καταγγέλλοντας τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό του ΔΝΤ, απαλλάσσεται η ίδια από τις τεράστιες ευθύνες της. Περισσότερο όμως την απασχολούν άλλα πράγματα. Πώς η υλοποίηση των μέτρων θα μεταφερθεί για μετά το 2020 ώστε το κόστος των αντιλαϊκών μέτρων να το επωμιστεί στο μεγαλύτερο βαθμό η επόμενη κυβέρνηση, ενώ τα λεγόμενα αντίμετρα, αν κάποια απ’ αυτά έχουν θετικό χαρακτήρα, να υλοποιηθούν άμεσα από την 1/1/2019. Βλέπετε το 2019 είναι εκλογικό έτος.

Παράλληλα, βάση συγκεκριμένου σχεδιασμού, προωθεί στην πολιτική ατζέντα θέματα που δεν σχετίζονται με τα οξύτατα προβλήματα της περιόδου. Αναφερόμαστε στο άνοιγμα της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος, μια συζήτηση που θα τραβήξει χρονικά και ελπίζει η κυβέρνηση ότι θα τραβήξει την προσοχή των εργαζομένων από τα προβλήματα και τις ανάγκες τους. Δεν είναι η πρώτη φορά που η αναθεώρηση του Συντάγματος χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο από τις κυβερνήσεις. Το ίδιο έπραξε και η κυβέρνηση της ΝΔ το 2015 όταν οι δανειστές έσφιγγαν τα λουριά της αξιολόγησης.

Μετά από 7 χρόνια μνημονίων, τα λαϊκά προβλήματα είναι πλέον εκρηκτικά και ο χειμώνας του 2016, παρ’ όλα όσα ισχυρίζεται η κυβερνητική προπαγάνδα, ήταν για το λαό ο χειρότερος. Η ανεργία παραμένει στα ύψη και η ελάχιστη μείωσή της που αναφέρουν οι στατιστικές, είναι λόγω της μερικής απασχόλησης που καλπάζει. Ακόμα και σε όσες οικογένειες έχουν έναν εργαζόμενο η φτώχια και η εξαθλίωση μεγαλώνει. Σχεδόν το 30% των εργαζομένων που απασχολούνται με μερική απασχόληση έχουν μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από 400 ευρώ μικτά. Η καταστροφή των μικροεπαγγελματιών συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς, ενώ τα προβλήματα των αγροτών καθημερινά διογκώνονται.

Η ανάπτυξη, που είναι το κύριο επιχείρημα της κυβέρνησης, αποδείχνεται «όνειρο θερινής νυκτός». Παρά τις θριαμβολογίες ότι η οικονομία πέρασε στην ανάπτυξη και αλλάζει πρόσημο, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν για το Δ΄ τρίμηνο του 2016 μείωση κατά 1,2% σε σχέση με το προηγούμενο, ενώ συνολικά το 2016 είχαμε ύφεση. Η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,7% για το 2017 είναι εξωπραγματική.

Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα και το κλείσιμο της αξιολόγησης θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα και τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό ο λαός το αντιλαμβάνεται πολύ καλά, όπως αντιλαμβάνεται τις μεγάλες ευθύνες της κυβέρνησης και δεν πείθεται καθόλου από τη ΝΔ.

Το ερώτημα είναι το εξής: υπάρχει η δυνατότητα οι εργαζόμενοι να προβάλλουν μαζική και σθεναρή αντίσταση στα μέτρα αυτά και αν όχι να αποτρέψουν την ψήφιση και την εφαρμογή τους, πράγμα με τα σημερινά δεδομένα ιδιαίτερα δύσκολο, τουλάχιστον να δώσουν μια μάχη αξιοπρεπή, αντάξια των παραδόσεων της εργατικής τάξης της χώρας και να γράψουν παρακαταθήκες για το μέλλον; Ή θα επαναληφθεί η φαρσοκωμωδία των κινητοποιήσεων κατά την προηγούμενη αξιολόγηση και η κήρυξη απεργίας το Σαββατοκύριακο; Τα συλλαλητήρια που πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα και οι όποιες προετοιμασίες δείχνουν μια από τα ίδια.

Αν η πρόβλεψη μας επαληθευθεί, θα είναι ένα ακόμη σημαντικό βήμα στην απαξίωση του εργατικού κινήματος.

Τ. Κ.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας