Εργατικός Αγώνας

Η πολιτική του ΚΚΕ στη δικτατορία και η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Η έκδοση του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ για την χούντα των συνταγματαρχών- με τον γενικό τίτλο «Δικτατορία 1967- 1974- κείμενα και ντοκουμέντα»- είναι μια συλλογική εργασία στην οποία συμμετέχουν διάφοροι συγγραφείς οι περισσότεροι εκ των οποίων συμμετείχαν και σε άλλες, προηγούμενες, «επετειακές- αναθεωρητικές» εκδόσεις.

Δεν έχει τόση σημασία να σταθεί κανείς στο πως αντιμετωπίζει ο ένας ή ο άλλος συγγραφέας το θέμα το οποίο του ανατέθηκε και αναπτύσσει. Σημασία έχει ο στόχος της έκδοσης. Κι αυτός αποκαλύπτεται με επάρκεια στο κεφάλαιο «Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-1974», το οποίο υπογράφει το ιστορικό τμήμα, δηλαδή η καθοδήγηση του κόμματος.

Η αναθεώρηση της πολιτικής του κόμματος στη δικτατορία- Τα βασικά σημεία

Απ’ όσα αναφέρονται εκεί πληροφορούμαστε ότι:

1. «Ο αδιαμφισβήτητος ηρωικός ρόλος του Κόμματος στην πάλη κατά της στρατιωτικής δικτατορίας δεν πρέπει να βάλει σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι το ΚΚΕ ακολουθούσε από πριν λαθεμένη στρατηγική, η οποία εκδηλώθηκε αναπόφευκτα και στη δικτατορία, στο επίπεδο της πολιτικής συμμαχιών, στη γραμμή συσπείρωσης, καθώς και στο τι έπρεπε να επιδιώξει ο λαός για την ανατροπή της χούντας και μετά από αυτήν. Το ΚΚ στον καπιταλισμό πρέπει να έχει στρατηγική ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, ανεξάρτητα από τη μορφή της ή τις συνθήκες δράσης του Κόμματος (νόμιμες, ημινόμιμες, βαθιά παράνομες). Ακόμα, ανεξάρτητα αν η μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας είναι κομματική κυβέρνηση στηριγμένη στο κοινοβούλιο ή όχι, ή κυβέρνηση τεχνοκρατών ή στρατιωτικών εκπροσώπων της αστικής τάξης, σε εμπόλεμη ή μη εμπόλεμη κατάσταση» («Δικτατορία 1967- 1974- κείμενα και ντοκουμέντα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017, σελ. 187). Δηλαδή όλα μπορούν να αλλάζουν στη χώρα ή διεθνώς αλλά το κόμμα δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη του αυτές τις αλλαγές. Κάτω από οποιασδήποτε συνθήκες πρέπει να λέει τα ίδια πράγματα, να προτάσσει τους ίδιους στόχους, να τραβάει τον ίδιο δρόμο αντί να αλλάζει τακτική και να αναζητάει κάθε φορά εκείνην την πολιτική πρόταση που θα τραβήξει τις μάζες στη δράση, εκείνο τον δρόμο που θα διευκολύνει τη συγκέντρωση δυνάμεων, τη δραστηριοποίησή τους και την εκπαίδευσή τους για την προσέγγιση του στρατηγικού στόχου!!!

2. «Η ένταξη της αντιδικτατορικής πάλης σε μία επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική εκ μέρους του Κόμματος, αναμφίβολα, θα συνέβαλλε σε ταχύτερη ιδεολογική-πολιτική ωρίμανσή του σε αντιμονοπωλιακή­ αντικαπιταλιστική γραμμή παρέμβασής του στο εργατικό συνδικαλιστικό και γενικότερα στο λαϊκό κίνημα και μετά από την πτώση της δικτατορίας» (στο ίδιο, σελ. 187). Συνεπώς, η αντιδικτατορική πάλη του κόμματος δεν ήταν ενταγμένη σε μία επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική.

3. «Η δικτατορία παρέχει νέα πείρα για τον ουτοπικό χαρακτήρα της εκτίμησης του Κόμματος, που προέκυπτε και από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, ότι ο δρόμος πάλης για την αστική δημοκρατία αποτελεί το πρόσφορο πεδίο συγκέντρωσης δυνάμεων και άνοιγμα του δρόμου στην επαναστατική διαδικασία. Το βασικό πρόβλημα ήταν η απόσπαση της πάλης για δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες από την πάλη για το σοσιαλισμό, με αποτέλεσμα στη συνείδηση αγωνιζόμενων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων να βαραίνει ως αυτοσκοπός η πάλη για την «πιο καθαρή» αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία» (στο ίδιο, σελ. 189). Δηλαδή το κόμμα είχε λάθος- πίστευε σε μια ουτοπία και κυνηγούσε μια χίμαιρα, άρα έδινε έναν λάθος αγώνα- όταν επιδίωκε να συγκεντρώσει δυνάμεις υπό την καθοδήγησή του στην πάλη για την πτώση της δικτατορίας, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και των λαϊκών ελευθεριών. Εκείνο που έπρεπε να προτάσσει, κατά την σημερινή κομματική καθοδήγηση, ήταν την πάλη για τον σοσιαλισμό ως προϋπόθεση για την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών!!! Αν με αυτή τη λογική κρίνουμε, για παράδειγμα, την στάση των κομματικών δυνάμεων κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου τότε πρέπει να καταλήξουμε αβίαστα στο συμπέρασμα πως τα συνθήματα για «εργατική εξουσία» που έριχναν, τότε, διάφορες τροτσκιστικές ομάδες έπρεπε να τα ρίχνει το ΚΚΕ. Ο Δ. Γόντικας που στην εν λόγω έκδοση έχει γράψει το κεφάλαιο για το Πολυτεχνείο δεν τολμάει να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Όφειλε όμως να το κάνει αν ήθελε να είναι συνεπής με το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο της έκδοσης την οποία έχει εγκρίνει

4. «Η συνεργασία του ΚΚΕ με άλλες αστικές ή οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις οδηγεί εκ των πραγμάτων στην απεμπόληση της στρατηγικής του, αλλά και σε επιζήμιους συμβιβασμούς για το λαό, με αρνητικές συνέπειες και στην τρέχουσα, καθημερινή πάλη. Τα παραπάνω έχουν επιβεβαιωθεί παγκόσμια σε όλο τον 20ό αιώνα μέχρι και τις μέρες μας. Δεν υπάρχει ούτε καν μία εξαίρεση του κανόνα. Την πιο τελευταία απόδειξη αποτελεί και η σχετικά πρόσφατη εμπειρία του Κόμματος από τη συγκρότηση του ‘‘Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου’’» (1989)» (στο ίδιο, σελ. 188). Από αυτή τη θέση προκύπτει ευθέως το συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ και κάθε κομμουνιστικό κόμμα- για να διατηρήσει τα επαναστατικά το χαρακτηριστικά οφείλει να μην συνεργάζεται ποτέ και για οποιονδήποτε λόγο με καμία άλλη πολιτική δύναμη γιατί εκ των πραγμάτων αυτό οδηγεί «στην απεμπόληση της στρατηγικής του». Αν αποδεχτούμε αυτή τη λογική πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως το ΚΚΕ και κάθε κομμουνιστικό κόμμα είναι ένας εξ’ ορισμού αδύναμος πολιτικός σχηματισμός που μόνο περιχαρακωμένος μπορεί να έχει ζωή. Σε κάθε πάντως περίπτωση είναι εντελώς αδύναμος και απέναντι στις αστικές δυνάμεις και απέναντι στις οπορτουνιστικές ή ρεφορμιστικές. Αλλά για να συμβαίνει αυτό πρέπει να είναι αδύναμη η ίδια του η οργάνωση, η θεωρία και η πολιτική- τακτική και στρατηγική. Αν αυτό συμβαίνει τότε γιατί ένα τέτοιο κόμμα πρέπει να υπάρχει; Κι αν η σημερινή καθοδήγηση του κόμματος έχει τέτοια αντίληψη για το ΚΚΕ τότε είναι φανερό πως ούτε στο κόμμα πιστεύει, ούτε στην θεωρία και την πολιτική του, ούτε στην ίδια την εργατική τάξη. Διακηρύσσει επομένως ανέξοδα την επανάσταση στην οποία ούτε την θέλει, ούτε την μπορεί, ούτε πρόκειται να επιδιώξει αφού δεν πιστεύει σ’ αυτούς που εξ’ αντικειμένου είναι οι φορείς της και θα την πραγματοποιήσουν.

Στην βάση όσων προαναφέραμε, η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ- με την έκδοση για την χούντα- καταφέρεται κατά της πολιτικής του κόμματος της περιόδου την δικτατορίας την οποία θεωρεί απολύτως λανθασμένη. Έτσι για παράδειγμα ισχυρίζεται ότι «το Πρόγραμμα που αποφάσισε το 9ο Συνέδριο, παρά τις βελτιώσεις που επέφερε σε σχέση με εκτιμήσεις-διαπιστώσεις και την κριτική προηγούμενων αποφάσεων, στην ουσία, άφησε άθικτη τη βασική γραμμή του 8ου Συνεδρίου, δηλαδή τη λογική των δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας, όπως και το ζήτημα της εκτίμησης της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της ερμηνείας της θέσης του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα» (στο ίδιο, σελ. 181). Πρόκειται για πλήρη διαστρέβλωση των κομματικών ντοκουμέντων την οποία θα αποδείξουμε στη συνέχεια.

Ευθεία επίθεση στον Χαρίλαο Φλωράκη

Η σημερινή ηγεσία εκθειάζει το γεγονός ότι τα ηνία του ΚΚΕ ανέλαβε ο Χαρίλαος Φλωράκης στην 17η Ολομέλεια της ΚΕ (Δεκέμβρης 1972) Διαβάζουμε: «Σημαντική Απόφαση της Ολομέλειας αποτέλεσε η εκλογή του Χαρίλαου Φλωράκη ως Α’ Γραμματέα της ΚΕ, στη θέση του Κώστα Κολιγιάννη» (στο ίδιο, σελ. 173). Δεν το πιστεύουν. Φροντίζουν απλώς να μην έρθουν σε ευθεία σύγκρουση με την γενιά της αντιδικτατορικής πάλης και της μεταπολίτευσης που είναι ακόμα ζωντανή, εκείνα τα μέλη, τους φίλους, τους οπαδούς και τους ψηφοφόρους του κόμματος που εκτιμούν το Χαρίλαο και την συνεισφορά του ως ηγέτη του ΚΚΕ και του επαναστατικού κινήματος. Αυτή η υποκρισία αποδεικνύεται πολλαπλώς. Αρκεί κανείς να αναρωτηθεί: Πώς είναι δυνατό η σημερινή ηγεσία να θεωρεί σημαντικό γεγονός την ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος από έναν άνθρωπο την πολιτική του οποίου απορρίπτει; Οι ηγέτες δεν κρίνονται από το αν ήταν καλοί ή κακοί άνθρωποι αλλά από την πολιτική που εισηγήθηκαν και υπηρέτησαν, από την πολιτική τακτικής και στρατηγικής κατεύθυνσης που είχε το κόμμα στο οποίο ηγούνταν. Όταν αυτή η πολιτική απορρίπτεται, απορρίπτεται και ο ηγέτης.

Ένα δεύτερο αποκαλυπτικό στοιχείο της άποψης που η σημερινή ηγεσία έχει για τον Χαρίλαο είναι τούτο. Διαβάζουμε: «Η αντίληψη ότι δεν είναι θέμα αρχής η περίπτωση συμμετοχής του Κόμματος σε αστική κυβέρνηση προκειμένου να συμβάλει στην επίλυση ενός οξυμένου προβλήματος ή στην αντιμετώπιση μίας έκτακτης κατάστασης, παρέμεινε σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης» («Δικτατορία 1967- 1974- κείμενα και ντοκουμέντα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017, σελ. 188). Τέτοια αντίληψη το κόμμα δεν είχε ποτέ στην ιστορία του. Πρόκειται για διαστρέβλωση τοποθέτησης του Χαρίλαου Φλωράκη σε συνέντευξή του στον αείμνηστο Γιάννη Διακογιάννη που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 20-3-1999 και αναδημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστης στις 21 και 23 Μαρτίου του ιδίου έτους. Είχε πει τότε ο Χαρίλαος:

«Ερώτηση: Ας υποθέσουμε ότι προκηρύσσονται εκλογές. Τίθενται, όμως, από ορισμένους και θέματα συνεργασιών. Το ΚΚΕ μπορεί να συνεργαστεί με άλλα κόμματα, π.χ., με αυτά που λέτε “αστικά κόμματα”;

Απάντηση: Θέμα αρχής, που να αποκλείει τη συνεργασία με άλλα κόμματα, δεν υπάρχει. Η ιστορία του επαναστατικού κινήματος σε όλο τον κόσμο, αλλά και στη χώρα μας έχει πολλά παραδείγματα συνεργασίας, φυσικά στη βάση συγκεκριμένων στόχων και επιδιώξεων, που η πραγματοποίησή τους ωφελεί τον τόπο και το λαό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σ’ εμάς είναι το ΕΑΜ. Βέβαια, το θέμα των συνεργασιών με άλλα κόμματα δεν το βλέπουμε στενά συνδεδεμένο με τις εκλογές. Το ΚΚΕ δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ εκλογικός μηχανισμός, αλλά ένα μαχητικό επαναστατικό πολιτικό κόμμα, με όλη τη σημασία της λέξης. Μια πολιτική συνεργασία πρέπει να στηρίζεται σε ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα. Με τη συμφωνία πρέπει να επιδιώκεις μαζί με ένα άλλο κόμμα ή μια άλλη πολιτική κίνηση την από κοινού πραγματοποίηση ενός ή περισσότερων λαϊκών ή εθνικών στόχων».

Έτσι σέβονται αυτοί οι άνθρωποι τον Χ. Φλωράκη, στον οποίο αν μη τι άλλο οφείλουν την ίδια τους την ηγετική- πολιτική ύπαρξη. Έτσι τιμούν την ιστορία και την μνήμη του. Είναι εκπληκτικό πως όσο ζούσε δεν έλεγαν λέξη γι’ αυτά που σήμερα του αποδίδουν διαστρεβλώνοντάς τον. Κι είναι ακόμα πιο εκπληκτικό ότι περίμεναν 18 ολόκληρα χρόνια για να το πράξουν!!!

Η αποθέωση της μεταφυσικής

Ο νοήμων αναγνώστης ασφαλώς θα αναρωτιέται: Σε ποια βάση και με ποια ανάλυση η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ βγάζει σκάρτη την πολιτική του κόμματος στην δικτατορία; Το ερώτημα είναι λογικό. Και η απάντηση, μέσα από της σελίδες του επίμαχου βιβλίου, εντελώς απροσδόκητη για όσους θα περιμέναν ότι το ιστορικό τμήμα της ΚΕ μελέτησε τα δεδομένα της δικτατορίας και κατέληξε σε κάποια αντικειμενικά συμπεράσματα τα οποία ανέδειξε η έρευνα. Τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Η όλη κριτική στηρίζεται στο γεγονός ότι σήμερα το ΚΚΕ έχει άλλο πρόγραμμα από αυτό που είχε το κόμμα τότε. Συνεπώς, αφού το σημερινό πρόγραμμα είναι άλλο- και κατά την εκτίμηση της ηγεσίας σωστό- όλα τα παλιότερα είναι λάθος. Άρα το πρόγραμμα- εφόσον θεωρείται σωστό- είναι ένα αμετακίνητο πράγμα, ένα ευαγγέλιο κι ένα εικόνισμα που θα έπρεπε ισχύει όχι μόνο για το παρόν και το μέλλον αλλά και για το παρελθόν, σε όλες τις εποχές και κάτω απ’ όλες τις συνθήκες. Σαν τις δέκα εντολές του θεού προς τον Μωυσή, για παράδειγμα.

Διαβάζουμε στο υποκεφάλαιο «ΣΥΝΟΨΗ- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ», του κεφαλαίου ««Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-1974», το οποίο υπογράφει το ιστορικό τμήμα: «Μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές και την κρίση του το 1991, το ΚΚΕ δρομολόγησε μία πορεία μελέτης της ελληνικής κοινωνίας, της εξέλιξης της ΕΟΚ σε ΕΕ, του διεθνούς καπιταλιστικού συσχετισμού με την ένταξη σε αυτόν και των χωρών της πρώην σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ως προϊόν όλης αυτής της πορείας προέκυψε το Πρόγραμμα του Κόμματος στο 15ο Συνέδριο (1995), στο οποίο ξεκαθαρίστηκε το ζήτημα του χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα ως σοσιαλιστικής, οι κινητήριες δυνάμεις και η απόρριψη μεταβατικής κυβέρνησης για το σοσιαλισμό. Η προγραμματική επεξεργασία ολοκληρώθηκε και βελτιώθηκε με το Πρόγραμμα που ψήφισε το 19ο Συνέδριο το 2013, με βάση συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και την αντεπανάσταση του 1989-1991. Το 19ο Συνέδριο προσδιόρισε καλύτερα το χαρακτήρα της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ, με την επεξεργασία του χαρακτήρα και του ρόλου της Κοινωνικής Συμμαχίας, του ρόλου του εργατικού επαναστατικού μετώπου σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Προσδιόρισε τη σχέση του με την Κοινωνική Συμμαχία, με άλλες πολιτικές δυνάμεις που τυχόν θα διακηρύσσουν ότι στηρίζουν την Κοινωνική Συμμαχία, τη γραμμή και το στόχο της. Διευκρινίστηκε γιατί το ΚΚ δεν πρέπει να συμμετέχει σ’ ενιαίο όργανο Συμμαχίας με κόμματα-συστατικά μέλη, με συγκροτημένη οργανωτική μορφή και δομές, αλλά ότι η σχέση του με την Κοινωνική Συμμαχία εκφράζεται μέσω της συμμετοχής των δυνάμεών του σε αυτήν»( στο ίδιο, σελ. 186). Συνεπώς, αφού το κόμμα έχει σήμερα αυτές τις προγραμματικές θέσεις, αναλύσεις και συμπεράσματα, με βάση όλα αυτά πρέπει να κρίνει το παρελθόν του!!! Αν, όμως, η σημερινή καθοδήγηση του κόμματος αναγνωρίζει ένα τέτοιο δικαίωμα για τον εαυτό της οφείλει να το αναγνωρίσει για όλες τις κομματικές ηγεσίες. Και γι’ αυτές που προηγήθηκαν και γι’ αυτές που θα ακολουθήσουν. Μια τέτοια όμως προσέγγιση οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα πως τόσο πολιτικά όσο και ιστορικά, σωστό είναι αυτό που κάθε φορά πιστεύει η εκάστοτε ηγεσία η οποία για όσο διάστημα βρίσκεται στα πράγματα είναι ταυτισμένη με την αλήθεια. Πέρα από το γεγονός ότι κάτι τέτοιο είναι αντιμαρξιστικό, παράλογο και μεταφυσικό, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν πολλές πολιτικές ιστορικές αλήθειες στο κόμμα- όσες και οι κατά καιρούς ηγεσίες του. Οπότε η εκάστοτε κομματική- ιστορική και πολιτική- αλήθεια είναι τουλάχιστον αλήθεια υπό την αμφισβήτηση της επόμενης κομματικής ηγεσίας που θα έχει την δυνατότητα να πει- αν θέλει- την δική της καθώς οι προηγούμενες ότι είχαν να πουν το είπαν. Υπάρχει άραγε συντομότερος δρόμος για το τρελοκομείο;

Τα ψεύδη της ηγεσίας

Η ηγεσία του ΚΚΕ ψεύδεται ασυστόλως όταν ισχυρίζεται ότι στο Πρόγραμμα του Κόμματος στο 15ο Συνέδριο (1995), «ξεκαθαρίστηκε… η απόρριψη μεταβατικής κυβέρνησης για το σοσιαλισμό». Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Όχι μόνο δεν απορρίφθηκε αλλά υπογραμμίστηκε, ως πιθανότητα που έπρεπε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το κόμμα, ότι μια τέτοια κυβέρνηση μπορούσε να προκύψει. Διαβάζουμε στο πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα. Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης. Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, η κατάκτηση του ηγετικού καθοδηγητικού ρόλου της, καθώς και του Κόμματός της, του ΚΚΕ, στο Μέτωπο».

Τέτοια είναι η αξιοπιστία αυτών των ανθρώπων. Δεν διστάζουν να διαστρεβλώνουν ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό καθώς στο 15ο Συνέδριο βρίσκονταν στην ηγεσία του κόμματος και ψήφισαν τα ντοκουμέντα του, μη έχοντας το θάρρος, ορισμένοι εξ αυτών, να υποστηρίξουν τότε αυτά που λένε σήμερα.

Η ηγεσία του ΚΚΕ παραποιεί βάναυσα τα κομματικά ντοκουμέντα όταν ισχυρίζεται ότι ««Το Πρόγραμμα που αποφάσισε το 9ο Συνέδριο, παρά τις βελτιώσεις που επέφερε σε σχέση με εκτιμήσεις-διαπιστώσεις και την κριτική προηγούμενων Αποφάσεων, στην ουσία, άφησε άθικτη τη βασική γραμμή του 8ου Συνεδρίου, δηλαδή τη λογική των δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας, όπως και το ζήτημα της εκτίμησης της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της ερμηνείας της θέσης του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα» (στο ίδιο, σελ. 181).

Το 8ο συνέδριο μιλούσε για δύο ξεχωριστές επαναστάσεις: Την αντιιμπεριαλιστική- δημοκρατική επανάσταση και την σοσιαλιστική. Μάλιστα παρά το γεγονός ότι η πρώτη συνιστούσε μια ισχυρή ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης στην Ελλάδα εντούτοις δεν ξεπερνούσε κοινωνικά και πολιτικά τον καπιταλισμό, όπως συνέβαινε με τον πρόγραμμα της 6ης ολομέλειας του 1934 όπου η αστικοδημοκρατική επανάσταση ταυτιζόταν με την λενινιστική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς για χώρες όπου το αγροτικό στοιχείο είναι πλειοψηφικό και η αγροτική επανάσταση μη ολοκληρωμένη. Το 8ο συνέδριο ενέτασσε στις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης όχι μόνο την εργατική τάξη, την αγροτιά, τα μεσαία στρώματα της πόλης και την αποκαλούμενη «εθνική διανόηση» αλλά και τμήματα της αστικής τάξης τα οποία θεωρούσε ότι ήταν υπαρκτά και συνιστούσαν την λεγόμενη «εθνική αστική τάξη» (βλέπε αναλυτικά το πρόγραμμα του ΚΚΕ που ενέκρινε το 8ο Συνέδριο, «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», τόμος 9ος 1961- 1967, εκδόσεις Σ.Ε, Αθήνα 2002, σελ. 39- 56).

Αντίθετα από το 8ο, το 9ο Συνέδριο απέρριψε τη θέση περί «εθνικής αστικής τάξης» αλλά και τη θέση για δύο επαναστάσεις. Υπογράμμισε ότι η επανάσταση θα είναι μία (ενιαίο επαναστατικό προτσές ονομάστηκε) στην εφαρμογή του προγράμματος της οποίας διέκρινε δυο φάσεις ή στάδια τα οποία δεν έσπαζαν την επανάσταση στα δύο αλλά ξεχώριζαν μεταξύ τους για τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που είχαν: Η πρώτη φάση ή στάδιο ως κύριο χαρακτηριστικό της είχε τις αναγκαίες αντιιμπεριαλιστικές- αντιμονοπωλιακές- δημοκρατικές αλλαγές που χρειάζονταν στη χώρα για να απαλλαγεί από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και να αφαιρεθούν τα μέσα παραγωγής- τουλάχιστον τα βασικά- από την αστική τάξη. Η δεύτερη αφορούσε τον καθαυτό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Με δεδομένο ότι η χώρα βρισκόταν κάτω από το καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας, το πρόγραμμα του 9ου συνεδρίου μιλούσε για την «Νέα Δημοκρατία», την διάδοχη δηλαδή κατάσταση στη δικτατορία, την οποία προσδιόριζε ως «το πρώτο σοβαρό βήμα του του δημοκρατικού- αντιιμπεριαλιστικού- αντιμονοπωλιακού σταδίου της ενιαίας επαναστατικής πορείας» (βλέπε: Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ», εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1974, σελ. 158- 184).

Νομίζουμε ότι γίνεται απολύτως κατανοητή στον αναγνώστη η διαστρέβλωση των θέσεων του κόμματος και της ιστορίας του που επιχειρεί η σημερινή ηγεσία ταυτίζοντας τα προγράμματα του 8ου και του 9ου Συνεδρίου. Θα προσθέσουμε όμως και τούτο: Πρέπει να μην αντιλαμβάνεται το παραμικρό από την διαλεκτική της επανάστασης και να μην έχει ιδέα από την ιστορία των επαναστάσεων όποιος δεν αναγνωρίζει ότι υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρξει και στο μέλλον άπειρη ποικιλία αναφορικά με τους δρόμους προσέγγισης και πραγματοποίησης μιας επανάστασης και πλήθος φάσεων ή σταδίων κατά την υλοποίηση του προγράμματός της αφότου αυτή νικήσει. Ο χαρακτήρας μιας επανάστασης καθορίζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που ηγούνται στην πραγματοποίησή της και από τα προβλήματα που αυτή καλείται να λύσει. Μια επανάσταση που κέρδισε μπορεί να είναι σοσιαλιστική μόνο και μόνο επειδή η κοινωνικοπολιτική ηγεμονία ανήκει στην εργατική τάξη και το κόμμα της. Οικονομικά όμως για αρκετό καιρό- το χρονικό διάστημα θα διαφέρει από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα- κυρίαρχες θα είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αυτό για τους μαρξιστές ήταν πάντοτε η αλφαβήτα. Μόνο η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ υπόσχεται ότι με την εγκαθίδρυση της επανάστασης θα υπάρξει και ταυτόχρονη επικράτηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ή διαθέτει κάποιο μαγικό ραβδάκι ή απλώς κοροϊδεύει τον κόσμο υποσχόμενη μια επανάσταση που δεν μπορεί να γίνει και που η ίδια δεν πρόκειται να κάνει ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Έτσι το μόνο που καταφέρνει είναι να καταστρέφει το ΚΚΕ. Ό,τι έχει απομείνει από την μαρξιστικολενινιστική του ταυτότητα (ιστορία και άνθρωποι που πιστεύουν ακόμα σε αυτά τα κομματικά χαρακτηριστικά).

Το ΚΚΕ την περίοδο της δικτατορίας

Η ηγεσία του ΚΚΕ, στην επίμαχη έκδοση για την δικτατορία, εξαρτά τον επαναστατικό χαρακτήρα του κόμματος από το αν έχει πρόγραμμα που κατά τα δικά της μέτρα κρίνεται επαναστατικό, από το αν απορρίπτει τις συμμαχίες και τις μεταβατικές καταστάσεις για την σοσιαλιστική επανάσταση και το πέρασμα στον σοσιαλισμό κι από το αν αποδέχεται την έννοια της κοινωνικής συμμαχίας όπως τη προσδιόρισε το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ (2013). Οτιδήποτε άλλο έξω από αυτή την λογική είναι λαθεμένο και οπορτουνιστικό. Μόνο που τέτοιο κόμμα δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία, δεν υπάρχει πουθενά σήμερα στον κόσμο και οι ίδιοι οι εμπνευστές του κάθε άλλο παρά το υπηρετούν. Απλώς το προβάλλουν για να εξυπηρετήσουν άλλους σκοπούς και κυρίως για να κρύψουν το γεγονός ότι δεν ελπίζουν σε καμία επανάσταση, σε κανένα επαναστατικό κόμμα και σε καμία επαναστατική προοπτική.

Εμείς πιστεύουμε στο μαρξιστικό- λενινιστικό κόμμα νέου τύπου και κατά συνέπεια στο ΚΚΕ όταν είχε αυτά τα χαρακτηριστικά παρά τα όσα προβλήματα και παρεκκλίσεις εμφάνιζε κατά καιρούς τόσο το ίδιο όσο και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Με αυτό το δεδομένο θα κρίνουμε και την πολιτική του ΚΚΕ στην περίοδο της δικτατορίας.

Ο μαρξισμός- λενινισμός διδάσκει ότι οι κομμουνιστές δεν είναι αδιάφοροι για τις μορφές διακυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού. Δεν αδιαφορούν αν έχουμε αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ή ανοικτή φασιστική ή στρατιωτική δικτατορία με τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες στον γύψο. Γράφει ο Λένιν στο «Κράτος κι επανάσταση»: «Όταν ο Ένγκελς λέει πως στη δημοκρατία το κράτος μένει ‘‘όχι λιγότερο’’ από τη μοναρχία μια ‘‘μηχανή καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη’’ αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η μορφή καταπίεσης δεν ενδιαφέρει το προλεταριάτο, όπως ‘‘διδάσκουν’’ ορισμένοι αναρχικοί. Η πιο πλατιά, η πιο ελεύθερη, η πιο ανοικτή μορφή ταξικής πάλης και ταξικής καταπίεσης διευκολύνουν τεράστια το προλεταριάτο στον αγώνα για την εκμηδένιση των τάξεων γενικά» (Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος 33. σελ. 80).

Ο Λένιν είχε με απόλυτη σαφήνεια τοποθετηθεί πάνω στο ζήτημα της σχέσης «Σοσιαλιστική επανάσταση και πάλη για την δημοκρατία». Έγραφε για παράδειγμα: «Θα ήταν βασικό λάθος να νομιστεί ότι ο αγώνας για την δημοκρατία μπορεί ν’ αποσπάσει το προλεταριάτο από τη σοσιαλιστική επανάσταση ή να την φέρει σε δεύτερη μοίρα, να την επισκιάσει κτλ. Αντίθετα, όπως δεν είναι δυνατό να υπάρξει νικηφόρος σοσιαλισμός που δεν πραγματοποιεί την πλήρη δημοκρατία έτσι δεν μπορεί να προετοιμαστεί για νίκη ενάντια στην αστική τάξη το προλεταριάτο που δεν διεξάγει ολόπλευρο, συνεπή κι επαναστατικό αγώνα για τη δημοκρατία» (στο ίδιο, τόμος 27, σελ. 257).

Ο μαρξισμός διδάσκει ότι η επανάσταση δεν είναι μια υποκειμενική υπόθεση, ένας βολονταρισμός, αλλά μια αντικειμενική διαδικασία που απαιτεί αντικειμενικές προϋποθέσεις για να εκδηλωθεί. Χωρίς επαναστατική κατάσταση δεν μπορεί να ξεσπάσει επανάσταση. Επίσης, κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί αυτομάτως σε επανάσταση αν δεν υπάρχει ή δεν είναι έτοιμος ο υποκειμενικός παράγοντας που θα την πραγματοποιήσει. Τέλος, η πείρα όλων των επαναστάσεων αποδεικνύει ότι καμία επανάσταση στην ιστορία δεν έγινε με σύνθημα της το κοινωνικό καθεστώς που στη συνέχεια εγκαθίδρυσε. Όλες οι επαναστάσεις έγιναν στην βάση ώριμων και άμεσων αιτημάτων- καθόλου επαναστατικών με την έννοια ότι χρειάζονταν ένα άλλο κοινωνικό καθεστώς για να πραγματοποιηθούν- τα οποία μόνο το επαναστατικό κόμμα και η επαναστατική τάξη που ήταν φορείς νέων σχέσεων παραγωγής μπορούν να υπερασπιστούν με συνέπεια και να ικανοποιήσουν. Οι μάζες εκπαιδεύονται και περνούν με το μέρος της επανάστασης παλεύοντας για λύση στα ώριμα προβλήματά τους τα οποία αντιλαμβάνονται και συνειδητοποιούν. Ουδέποτε στην ιστορία εκπαιδεύτηκαν επαναστατικά οι πλατιές μάζες με συνθήματα και αιτήματα που αναφέρονται σε μιαν άλλη κοινωνία την οποία ούτε γνωρίζουν, ούτε μπορούν να φανταστούν κι ούτε τους λέει κάτι περισσότερο απ’ ότι μια οποιαδήποτε θεωρία ιδανικής πολιτείας. Η επανάσταση δεν είναι φροντιστήριο.

Στη βάση όλων των προαναφερόμενων, η κριτική που ασκεί η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ στην πολιτική του κόμματος της περιόδου της δικτατορίας είναι επιεικώς φληναφήματα. Εκείνη την εποχή και σε κείνες τις συνθήκες, δεν ήταν η προβολή της σοσιαλιστικής επανάστασης ο δρόμος για την συγκέντρωση των μαζών στην πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες αλλά η πάλη γι’ αυτά τα δικαιώματα και ελευθερίες αποτελούσε τον δρόμο για την συγκέντρωση και εκπαίδευση των λαϊκών στην πάλη για τον σοσιαλισμό. Μέσα από τον ολόπλευρο, συνεπή κι επαναστατικό αγώνα για τη δημοκρατία περνούσε ο δρόμος για τον σοσιαλισμό και όχι το αντίστροφο. Το αντίστροφο απλώς θα οδηγούσε τις μάζες μακριά από το κόμμα και το τελευταίο σε πλήρη απομόνωση. Αυτό που έλειπε από τις μάζες κι αυτό που εκείνες συνειδητοποιούσαν ήταν η δημοκρατία κι όχι ο σοσιαλισμός τον οποίο ποτέ δεν είχαν, δεν γνώριζαν και μετά τον εμφύλιο ήταν κατασυκοφαντημένος στη χώρα μέσα από την μακρόχρονη αντικομουνιστική προπαγάνδα. Το στοίχημα επομένως για το ΚΚΕ ήταν να ηγηθεί του δημοκρατικού αγώνα, να αναγνωριστεί από τις μάζες ως καθοδηγητική του δύναμη, να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους ώστε να μπορεί να τις οδηγήσει και να στηριχθεί σε αυτές για βαθύτερες αλλαγές. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν απλώς τυχοδιωκτισμός. Αν επομένως χρειάζεται μια συζήτηση και μια κριτική σε βάθος για την πολιτική του ΚΚΕ στην περίοδο 1967- 1974 αυτή δεν μπορεί να γίνει στη βάση του πλαισίου που προτάσσει η σημερινή ηγεσία του κόμματος η οποία άλλωστε δεν ανακάλυψε την Αμερική. Πριν από αυτή- και μάλιστα την περίοδο της χούντας- υπήρξαν ομάδες που έλεγαν πάνω- κάτω τα ίδια. Έμειναν ομάδες.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας