Εργατικός Αγώνας

Τα μηνύματα των γερμανικών εκλογών

Γράφει ο Γεράσιμος Αραβανής.

Όπως αναμενόταν, το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών εμπεριείχε σημαντικά μηνύματα, ίσως και περισσότερα από τα αναμενόμενα.

Μια πρώτη ανάγνωση καταγράφει μείωση των δύο κυβερνητικών κομμάτων του μεγάλου συνασπισμού κατά σχεδόν 14 ποσοστιαίες μονάδες και την παράλληλη αύξηση αφενός του ακροδεξιού Afd κατά 8% και των φιλελεύθερων κατά 5,8%. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα των εκλογών. Οι ψηφοφόροι των δύο κυβερνητικών κομμάτων που δεν τα ψηφίζουν στρέφονται κυρίως προς τα δεξιά και το μεγαλύτερο μέρος τους στην ακροδεξιά. Η αύξηση κατά μισή μονάδα του DieLinke και των πρασίνων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.

Η εξέλιξη αυτή είναι εξηγήσιμη και εν πολλοίς δεν απέχει πολύ από ό,τι συνέβη με τα εκλογικά αποτελέσματα άλλων χωρών της ΕΕ, Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία κ.λπ. Μπορεί να μην κατόρθωσε κανένα ακροδεξιό κόμμα στις χώρες αυτές να πάρει την πλειοψηφία και να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση και αυτό οδήγησε σε θριαμβολογίες ευρωπαϊκούς κυβερνητικούς παράγοντες, αλλά τα κόμματα αυτά ενισχύθηκαν υπέρμετρα και σταθεροποιήθηκαν ως ισχυρές πολιτικές οντότητες και επηρεάζουν αποφασιστικά τις πολιτικές εξελίξεις προς αντιλαϊκή και αντιδραστική κατεύθυνση.

Κατανοητοί είναι και οι λόγοι που οδήγησαν στα αποτελέσματα αυτά. Πολύ σημαντικός λόγος είναι η μεγάλη οικονομική κρίση που συνεχίζεται και η πολιτική διαχείρισής της από τις κυβερνήσεις, η πολυπόθητη οικονομική ανάκαμψη που δεν έρχεται και η ανάγκη για τη λήψη νέων αντιδραστικών μέτρων που ανεβάζουν ακόμη περισσότερο τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων και την αποστροφή τους προς τις κυβερνήσεις, τα αστικά κόμματα και τον πολιτικό σύστημα εν γένει.

Η θύελλα που ξεσήκωσε η αντιδραστική εργατική μεταρρύθμιση που προωθεί ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν είναι ενδεικτική, όπως και η ανοιχτή παραδοχή βασικού του συνεργάτη ότι ο νόμος αυτός και η πολιτική Μακρόν γενικά αυξάνουν την ανισότητα σε βάρος των εργαζομένων και υπέρ της εργοδοσίας. Μαζικά οι εργαζόμενοι και κυρίως οι νέοι κινητοποιούνται εναντίον του νόμου και η δημοτικότητα του γάλλου προέδρου εμφανίζει κατακόρυφη πτώση.

Στη Γερμανία, παρά την εικόνα σταθερότητας και ανόδου που δείχνουν οι οικονομικοί δείκτες, ο αναβρασμός στην κοινή γνώμη είναι υπαρκτός και τα νέα αντιλαϊκά μέτρα διακυβέρνησης θα τον οξύνουν παραπέρα. Η γερμανική κυβέρνηση, αφού καθήλωσε και μείωσε τις εργατικές αποδοχές από τη δεκαετία του 90 στο όνομα της αντιμετώπισης του κόστους της ενοποίησης της χώρας, συνέχισε με έντονους ρυθμούς τα αντιλαϊκά μέτρα, π.χ. εμφανίζει δραστική μείωση της ανεργίας. Όπως όμως σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, η μείωση αυτή βασίζεται στη δημιουργία «μικρών θέσεων» εργασίας με χαμηλούς μισθούς και ελαστικές σχέσεις απασχόλησης. Ένα εκατομμύριο τέτοιες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια και άλλες τόσες προγραμματίζονται για τα επόμενα. Η μέση σύνταξη εμφανίζεται γενικά στα 1200 € ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, το εκπαιδευτικό ζήτημα και η κοινωνική πρόνοια οξύνονται, ενώ η πολιτική κοινωνικής στέγη είναι επιεικώς ανεπαρκής. Οι ιδιωτικοποιήσεις εθνικών δρόμων επιταχύνονται προκειμένου να μειωθεί η φορολογία των επιχειρήσεων και να δυναμώσει η ανταγωνιστικότητά τους.

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η οικονομική και κοινωνική βάση της δυσαρέσκειας. Επιπλέον το δρόμο της ενίσχυσης της ακροδεξιάς τον έστρωσαν οι ίδιες οι αστικές κυβερνήσεις, με την ακροδεξιά δημαγωγία τους, ο συγκαλυμμένος ή ανοιχτός ρατσισμός και συνολικά η στροφή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής προς αντιδραστικές κατευθύνσεις με βάση την ατζέντα των ακροδεξιών κομμάτων. Οι αστικές κυβερνήσεις ξεπέρασαν σε πολλές περιπτώσεις τα ξενοφοβικά και ρατσιστικά κόμματα για να συγκρατήσουν τους ψηφοφόρους τους. Αυτό κάποια στιγμή πληρώνεται.

Ιδιαίτερα για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες και τους χριστιανοδημοκράτες η συμπεριφορά τους θυμίζει την πολιτική τους στο μεσοπόλεμο και το τέλος της δημοκρατίας στις Βαϊμάρης. Προκειμένου τότε να αποδυναμώσουν τους κομμουνιστές στράφηκαν ανοικτά εναντίον τους με κάθε μέσον, ανοίγοντας το δρόμο για το φασισμό, αντίστοιχα σήμερα ανοίγουν τον δρόμο της ακροδεξιάς. Η προσπάθεια ταύτισης του κομμουνισμού με το φασισμό που επιχειρείται από τα επίσημα όργανα της Ε.Ε. και διάφορες κυβερνήσεις, με τελευταίο παράδειγμα την απόπειρα της Εσθονίας να διοργανώσει αντίστοιχο συνέδριο είναι ενδεικτική.

Η αντιμετώπιση του ρατσισμού και του φασισμού προϋποθέτει αποφασιστική αντιμετώπιση των αιτιών που δημιουργούν τα φαινόμενα αυτά, πολιτική αποδυνάμωση τους, διευρύνοντας τη δημοκρατία, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, διαφωτίζοντας με βάση την ιστορική αλήθεια.

Το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία, ως συνέχεια προηγούμενων σε άλλες χώρες, περιείχε ισχυρό μήνυμα και προς τα αριστερά. Οι δυνάμεις της αριστεράς καθηλώθηκαν ή υποχωρούν, η προσέλκυση ελάχιστων ψηφοφόρων ενισχύει διάφορα ρεφορμιστικά σχήματα που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν ένα ριζοσπαστικό χαρακτήρα, που όμως δεν ξεφεύγει από τα όρια του ρεφορμισμού και την ανοχή του συστήματος. Η περίπτωση Μελανσόν είναι ενδεικτική. Η επαναστατική Αριστερά αποδυναμώνεται και περιθωριοποιείται σε όλες τις χώρες. Από την τεράστια κοινωνική δυσαρέσκεια τα Κομμουνιστικά κόμματα και γενικότερα οι δυνάμεις με κομμουνιστικό προσανατολισμό δεν επωφελούνται καθόλου και στις περισσότερες περιπτώσεις εξωθούνται στην πολιτική αφάνεια.

Ήδη δίνουν και παίρνουν οι ερμηνείες του εκλογικού αποτελέσματος και σε κάθε περίπτωση καθένας το ερμηνεύει κατά το συμφέρον και τις επιδιώξεις του. Οι γερμανοί χριστιανοδημοκράτες βλέπουν επιτυχία και μια νέα θητεία, άλλοι από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της συμβιβασμένης «αριστεράς» προβάλλουν σχέδιο μεταρρύθμισης της ΕΕ ως αντίδοτο στη δυσαρέσκεια, ώστε να γίνει η ΕΕ ελκτική και να αποκτήσει κοινωνικού πρόσωπο.

Ο Μακρόν παρενέβη για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων -πρότεινε την δημιουργία θέσης υπουργού οικονομικών της ΕΕ, οικονομικού προϋπολογισμού, προώθηση ενιαίας αμυντικής πολιτικής κ.λπ.- και θα καταθέσει συγκεκριμένα τις προτάσεις του. Φυσικά, μένει να δούμε τι θα αποφασίσει η Γερμανία αφού οι αποφάσεις της έχουν βαρύνουσα σημασία, πώς θα ερμηνεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα και τι μηνύματα θα πάρει για την ίδια και την ΕΕ. Και άλλες όμως προτάσεις που έχουν περισσότερη οσμή κευνσιανισμού, κρατικής παρέμβασης και «κοινωνικού» κράτους έχουν κατατεθεί.

Όλα αυτά στη σημερινή φάση που βρίσκεται ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός δεν μπορούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις, ενδεχομένως να μην είναι ούτε καν εφαρμόσιμα. Ο νεοφιλελευθερισμός αντικατέστησε τον κευνσιανισμό για να αντιμετωπιστεί η μακροχρόνια κρίση του συστήματος, τα αποτελέσματα αυτής της εξέλιξης σήμερα τα γνωρίζουμε. Μετά από μια σύντομη ανάσα που πήρε το σύστημα η κρίση του βάθυνε επικίνδυνα.

Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί η οικονομική και κοινωνική κρίση κάθε χώρας και της ΕΕ συνολικά με κοινό υπουργό οικονομικών ή άλλες θεσμικές παρεμβάσεις και μεταρρυθμιστικές προτάσεις που είτε είναι ουτοπικές, είτε ασπιρίνες για τον πόνο. Οι ελπίδες οικονομικής άνθησης είναι φρούδες για τις χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της ΕΕ και περισσότερο για τις εξαρτημένες χώρες της περιφέρειας της. Οι ανταγωνισμοί και η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, οι πόλεμοι που αυξάνονται, τα δεκάδες εκατομμύρια κάτοικοι των εμπόλεμων χωρών και τα εκατομμύρια των εκτοπισμένων και των προσφύγων δεν αντιμετωπίζονται με μεταρρυθμίσεις.

Η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται, δεν μπορεί να υπάρξει ως Ευρώπη για τους λαούς παρά μόνο ως Ευρώπη των μονοπωλιακών ομίλων, δηλαδή αντιδραστική. Μόνο με όρους ριζικής ανατροπής του χαρακτήρα της, Ευρώπη που θα κυριαρχούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής μπορεί να υπάρξει για τους λαούς.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που τίθεται με απόλυτα επιτακτικό τρόπο η ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Οι αντικειμενικές προθέσεις για αυτό είναι ώριμες όσο ποτέ. Ο παράγοντας που θα πραγματοποιήσει αυτό το γιγάντιο έργο όμως βρίσκεται, δυστυχώς, στα σπάργανα. Το εργατικό κίνημα σε αποσύνθεση, η εργατική τάξη πολυδιαιρεμένη και οι πολιτικές πρωτοπορίες της, τα Κομμουνιστικά κόμματα είτε δεν υπάρχουν, είτε είναι παντελώς ανίσχυρα, δεν διαθέτουν το πρόγραμμα και το στρατηγικό σχέδιο που να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν αίσθηση αυτών των αναγκών.

Το θέμα τίθεται σήμερα ως εξής: Συνέχιση της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας ή αγώνας για το σοσιαλισμό.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας