Εργατικός Αγώνας

Η «προοδευτική παράταξη» και η αντιμετώπιση του νεοφιλελευθερισμού

Ο ΣΥΡΙΖΑ που ήρθε το Γενάρη του 2015 στην κυβέρνηση με σύνθημα την κατάργηση των μνημονίων και των αντιλαϊκών μέτρων που είχαν επιβληθεί, χωρίς μάλιστα την ανάγκη σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, επέβαλε το 3ο μνημόνιο και εξίσου επαχθές με τα δύο προηγούμενα. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής το βιώνει ο λαός μας σήμερα. Ανεργία, κατακόρυφη αύξηση της φτώχειας, κλείσιμο εκατοντάδων χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων, πρωτοφανής επέκταση της αμερικανοκρατίας στο όνομα του λαϊκού συμφέροντος και της υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.

Αυτή η πολιτική οδήγησε σε διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας και σοβαρή μείωση της επιρροής του. Με την υπερφορολόγηση που επέβαλε και τα υπερπλεονάσματα που δημιούργησε, προβαίνει σε μικροπαροχές στην ακραία φτώχεια οι οποίες δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από μία ανακούφιση των ακραία φτωχών. Με την απομύζηση των λιγότερο φτωχών θέλει να ανακουφίσει, παραμονές των εκλογών, ανθρώπους που βρίσκονται κυριολεκτικά στα όρια της επιβίωσης.Αυτή είναι η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ των πιο αδυνάτων στο κοινωνικό επίπεδο, την οποία διαφημίζει με ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο.

Στο πολιτικό επίπεδο προωθεί την ευρεία συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και την ακροδεξιά στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτό είναι το κεντρικό σύνθημα του στις ευρωεκλογές, ανάλογα συνθήματα προβάλλουν οι σοσιαλδημοκρατικές και κεντρώες δυνάμεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η προοδευτική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με σοσιαλδημοκρατικές και άλλες κεντρώες δυνάμεις στοχεύει αφενός μεν στην Ελλάδα στην υπερίσχυση του στον κεντρώο χώρο σε βάρος του ΚΙΝΑΛ, ώστε να εδραιωθεί και να μην απειλείται ως ο δεύτερος πόλος του δικομματισμού, ακόμη και να διεκδικήσει ένα ικανοποιητικό ποσοστό στις ευρωεκλογές και τις ισχνές πιθανότητες του να υπερψηφιστεί στη βουλευτική κάλπη. Αφετέρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση να δημιουργηθεί ένα πιο ισχυρό ρεύμα με τη σοσιαλδημοκρατία και άλλες δυνάμεις ως αντίπαλο δέος, υποτίθεται, στη δεξιά, η οποία αναπτύσσει ανοιχτή συνεργασία με την ισχυροποιούμενη ακροδεξιά. Βαθύτερος όμως στόχος τους είναι η πόλωση και η παρεμπόδιση της δυσαρέσκειας πλατιών λαϊκών στρωμάτων να πάρει βαθύτερα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά και να στραφεί σε αγωνιστική κατεύθυνση, να διαμορφωθεί ένα ρεύμα ριζοσπαστικό ανατρεπτικό και εν δυνάμει απειλητικό για το σύστημα.

Πόσο όμως είναι δυνατή η δημιουργία πραγματικής προοδευτικής συμμαχίας από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ και τις δυνάμεις με τις οποίες επιδιώκει να συμπορευτεί, ώστε να σταθεί πράγματι αντιμέτωπος στο νεοφιλελευθερισμό και την ακροδεξιά;

Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι ήταν και παραμένει αριστερή δύναμη. Το πρώτο ερώτημα είναι “πόσο αριστερή μπορεί να είναι μία πολιτική δύναμη όταν για πέντε χρόνια εφαρμόζει την πολιτική των μνημονίων, μία ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική και συνολικά η διακυβέρνησή της είναι βαθιά αντιλαϊκή, παρόμοια με την πολιτική που άσκησαν το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία τα προηγούμενα χρόνια; Όταν ολόκληρο το μνημονιακό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί και εκτείνεται σε βάθος δεκαετιών θα το εφαρμόσει μέχρι κεραίας;”.

Με βάση την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ η ελληνική οικονομία δεν αντέχει ουσιαστικές αυξήσεις στις αποδοχές των εργαζομένων, την αύξηση των συντάξεων, τη χρηματοδότηση των κοινωνικών αναγκών ενώ αντέχει τη μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, όπως ακριβώς προτείνει και η Νέα Δημοκρατία. Πόσο διαφορετικές ήταν οι πολιτικές συνεργασίες του από αυτές της Νέας Δημοκρατίας όταν συνεργάστηκε στην κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ ένα κόμμα εθνικιστικό ακροδεξιό; Μήπως στην εξωτερική πολιτική έχουν κάποια διαφορά; Οι αμερικανοκρατία στις ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ διογκώθηκε σε πρωτοφανή βαθμό και το άνοιγμα προς το Ισραήλ που άρχισαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις το ολοκληρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώνοντας με το Ισραήλ μια αντιδραστική συμμαχία καθοδηγούμενη από τους αμερικανούς για τον απόλυτο έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου.

Τα ίδια ισχύουν και για τα κόμματα με τα οποία συνεργάζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες συγκυβερνούν με τη Μέρκελ, ο Μακρόν αναδείχθηκε πρωταθλητής στην καταστολή και όλοι από κοινού στρώνουν το έδαφος στην ακροδεξιά με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζουν.

Θέλοντας να συσπειρώσουν την πλατιά λαϊκή δυσαρέσκεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ισχυρίζονται, θέτουν το στόχο της ήττας του νεοφιλελευθερισμού και της άκρας δεξιάς και την ανάδειξη προοδευτικών δυνάμεων που θα εφαρμόσουν μία κεϋνσιανή πολιτική στο επίπεδο συνολικά της ΕΕ, ώστε να διορθώσουν τις ανισότητες και να κλείσουν το έλλειμμα της δημοκρατίας που κυριαρχεί και τη χαρακτηρίζει.

Διατυπώνουν ευθέως την αντίληψη ότι η λύση για την Ελλάδα και κάθε χώρα δεν είναι η ρήξη και η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τελικά το ξήλωμα της συνολικά. Υποστηρίζουν ότι αν αυτό συμβεί, θα είναι βλαβερό έως και καταστροφικό, «θα οδηγήσει σε τεράστια αδιέξοδα και θα επιστρέψει στην Ευρώπη ο πόλεμος». Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα φέρνουν το Brexitπου αποδεικνύεται ιδιαίτερα αρνητικό για τη μεγάλη Βρετανία, παρότι είναι μία ισχυρή δύναμη με μεγάλες δυνατότητες. Λύση κατ’ αυτούς είναι η προοδευτική μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της ήττας των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού.

Το πρόβλημα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, δεν βρίσκεται στο συσχετισμό δύναμης και ακόμη περισσότερο το συσχετισμό μεταξύ πολιτικών δυνάμεων που εκφράζουν τα ίδια ταξικά συμφέροντα, αλλά στον ίδιο το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως καπιταλιστικής ολοκλήρωσης που δημιουργήθηκε για να εκφράζει και να προωθεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, είτε έχει νεοφιλελεύθερη είτε κεϋνσιανή διακυβέρνηση, είτε με Χριστιανοδημοκρατία είτε με σοσιαλδημοκράτες και τους συμμάχους τους.

Επιπλέον η πολιτική του κεφαλαίου που θα ακολουθηθεί δεν πρόκειται να οριστεί από πολιτικές ηγεσίες με βάση τη θέληση και τις απόψεις τους, έστω και αν η απόφαση παρθεί από αυτές, αλλά από τα βαθύτερα συμφέροντα του κεφαλαίου και τις ανάγκες του στις σημερινές συνθήκες.

Δεν αποφάσισε ξαφνικά ο Ρήγκαν ή η Θάτσερ ένα πρωί να τελειώσουν με το κεϋνσιανισμό αλλά οι ίδιες οι ανάγκες του κεφαλαίου οδήγησαν στην απόρριψη του προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση του συστήματος. Έτσι και σήμερα δεν αποφασίζει η σοσιαλδημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά η κυρίαρχη κοινωνική δύναμη, το κεφάλαιο, οι πολιτικοί ηγέτες του και οι υπερεθνικοί οργανισμοί του στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πολιτική αυτή της μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κυριαρχεί στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πρέπει να γίνει ότι είναι δυνατόν στους καθημερινούς αγώνες και στις εκλογές να καθηλωθεί και να ηττηθεί. Οι αντιΕΕ  δυνάμεις πρέπει να εκφράσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, να δυναμώσουν τις αντιΕΕ διαθέσεις του λαού στην κατεύθυνση της ρήξης και της αποδέσμευσης.

 

                                                                                                                         Τ.  Δ.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας