Εργατικός Αγώνας

Η εθνική στρατηγική και τα συμφέροντα των Ελλήνων εργαζομένων

Γράφει ο Γεράσιμος Αραβανής.

Η δημοσιοποίηση του «Μνημονίου Κατανόησης επί Θαλάσσιων Δικαιοδοσιών» μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, αναθέρμανε τις συζητήσεις σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τα τεκταινόμενα στην ανατολική Μεσόγειο.

Η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε τις συνήθεις πρωτοβουλίες σε πιο έντονο ρυθμό αυτή τη φορά, έθεσε δηλαδή το ζήτημα αυτό σε ευρωπαίους παράγοντες και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ο πρωθυπουργός  το έθεσε σε ομολόγους του και επίσης σε διεθνείς οργανισμούς. Το έθεσε στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο και ετοιμάζεται να κάνει το ίδιο στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες 12 και 13 Δεκέμβρη.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση της ΝΔ ακολουθεί την πεπατημένη, την ίδια τακτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αλλά και προηγουμένων κυβερνήσεων, έστω κι αν σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ την εγκαλεί για αυτή την τακτική. Εναποθέτει όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα με την Τουρκία και τις διεκδικήσεις της στην ανατολική Μεσόγειο στους συμμάχους της, στο ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Θεωρεί -και το επικαλείται συνεχώς- ότι τα προς ανατολάς σύνορα της χώρας είναι και σύνορα της ΕΕ, ότι η περιβόητη αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ΕΕ είναι ισχυρή και θα βαρύνει στην υπεράσπιση των θέσεων της Ελλάδας, θεωρεί, όπως το έκφρασε ο υπουργός εξωτερικών, ότι «τέτοιες έκνομες ενέργειες σαν αυτές στις οποίες προβαίνει η Άγκυρα δεν μπορούν να ζημιώσουν την Ελλάδα, αντίθετα θα έχουν τις δυσμενείς εκπτώσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ».

Ο υπουργός εξωτερικών της χώρας κατά την πρώτη συμμετοχή του στο συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ έκανε αναφορά στην «ιδιαίτερη θετική εντύπωση που του έκανε   η ομόθυμη τοποθέτηση όλων των συναδέλφων του στα ζητήματα που αφορούν στην τουρκική προκλητικότητα έναντι των κυριαρχικών δικαιωμάτων της κυπριακής   δημοκρατίας» και δήλωσε βέβαιος ότι η ΕΕ θα κάνει σαφές στην Τουρκία ότι θα έχει συνέπειες για συμπεριφορές που δεν είναι συμβατές με το διεθνές δίκαιο. Είναι γνωστό όμως ότι όλα αυτά δεν αποδείχθηκαν   σε καμία περίπτωση στην πράξη. Όσο αφορά στη στάση των ΗΠΑ, αρκεί να υπενθυμίσει κάνεις το ξεπούλημα των Κούρδων και την έγκριση της εισβολής της Τουρκίας στη Συρία, καθώς και τις τοποθετήσεις του Τραμπ για τη σημασία της Τουρκίας για τα δυτικά συμφέροντα και πόσο ικανός και φίλος του είναι ο Ερντογάν. Τέλος, το ΝΑΤΟ σε όλα αυτά νίπτει τας χείρας του θεωρώντας ότι είναι πρόβλημα των δύο χωρών και αυτές πρέπει να το επιλύσουν. Αυτή είναι με δύο λόγια η στάση των συμμάχων της χώρας.

Αναρωτιέται κανείς αν αδυνατεί η κυβέρνηση και οι αστικές πολιτικές ηγεσίες να βγάλουν ορισμένα συμπεράσματα, να θυμηθούν τις εξελίξεις παλαιότερες και σύγχρονες, να δουν ποια στάση τηρούν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες χώρες πάνω στη συμπεριφορά της Τουρκίας. Είδαν πουθενά μέχρι σήμερα την αλληλεγγύη και τη στήριξη εκ μέρους τους; Δεν θεωρούμε ότι αποτελεί εξήγηση ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει η πολιτική δύναμη εκείνη που θα διαμορφώσει ενιαία στάση. Ο λόγος είναι σαφέστατα η απόκλιση συμφερόντων μεταξύ των χωρών,  η σύγκρουση συμφερόντων και ο τρόπος μέσω του οποίου θα εξυπηρετηθούν -και εδώ δεν έχει καμία θέση η ηθική και η δικαιοσύνη. Οι πομφόλυγες περί ενωμένης Ευρώπης, αλληλέγγυας Ευρώπης, ευρωπαϊκού κεκτημένου και διεθνούς δικαίου είναι ακριβώς για να συσκοτίζουν και να αποπροσανατολίζουν τον ελληνικό λαό. Είναι οι σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ των ηγετικών χωρών της ΕΕ και ο αγώνας τους για την επικράτηση.

 Αυτό η αστική τάξη και τα κόμματά της το γνωρίζουν πολύ καλά, είναι όμως τα ταξικά συμφέροντα της που της επιβάλλουν αυτή τη στάση. Η δράση της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή δεν βλάπτει καθόλου τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αντίθετα από πολλές απόψεις τα εξυπηρετεί. Αμερικανοί και ευρωπαίοι δεν φοβούνται ότι μπορεί να διαρρηχθεί η ενότητα του ΝΑΤΟ με την αποχώρηση της Τουρκίας, ούτε να περάσει αυτή ανοιχτά στην πλευρά της Ρωσίας. Ο Ερντογάν το δηλώνει με σαφήνεια ότι η Τουρκία είναι ο πιο πιστός σύμμαχος στο ΝΑΤΟ και ο Τραμπ επίσης. Ενδεχομένως να προτιμούσαν ένα πιο πειθαρχικό σύμμαχο αλλά και έτσι μία χαρά εξυπηρετούνται. Η στάση της Τουρκίας σε σημαντικό βαθμό οδήγησε χώρες στην ανατολική Μεσόγειο να πάρουν πιο ενεργά μέρος στους  σχεδιασμούς των ΗΠΑ, να συμπήξουν άξονες και να συμβάλουν ουσιαστικά στην πλήρη κυριαρχία των αμερικανών στην ανατολική Μεσόγειο.

Από ό,τι φαίνεται, ο σχεδιασμός της Τουρκίας και κυρίως Αμερικανών και ευρωπαίων είναι μέσα από τις εξελίξεις που προωθούν μέσα από απειλές και προκλήσεις να οδηγήσουν τις εξελίξεις σε ένα συνολικό συμβιβασμό που θα περιλαμβάνει την νατοϊκή λύση του κυπριακού, διευθετήσεις στις θαλάσσιες ζώνες της ανατολικής Μεσογείου για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και ενδεχομένως ρυθμίσεις στο Αιγαίο. Στο συμβιβασμό αυτό θα αποτυπώνονται με πλήρη τρόπο κυρίως τα συμφέροντα των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών της ενέργειας και ο στρατηγικός ρόλος των Αμερικανών ενώ στην μοιρασιά θα μπει και η Τουρκία με ένα τρόπο που θα την αφήνει ικανοποιημένη. Μια τέτοια λύση είναι έτοιμες να δεχτούν η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση, ιδιαιτέρα αν τηρηθούν ορισμένα προσχήματα. Άλλωστε το δήλωσε καθαρά ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Έλληνα πρωθυπουργού και φυσικά με την έγκριση του Κ. Μητσοτάκη.

Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, για ευνόητους λόγους, θα επιδιώξουν μία ευρύτερη συναίνεση πάνω σε μία τέτοια λύση με το επιχείρημα των κινδύνων για πολεμικά επεισόδια, ακόμη και των κινδύνων για την ακεραιότητα της χώρας. Φοβούνται τη λαϊκή δυσαρέσκεια που θα προκληθεί ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες που δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί η δυσαρέσκεια λόγω των μνημονίων και της λιτότητας και σε κάθε περίπτωση η ρευστότητα στην πολιτική ζωή.

Την επιδίωξη αυτή της άρχουσας τάξης τη δίνει σαφέστατα η εφημερίδα “Βήμα της Κυριακής”: «Η Τουρκία και ο Ερντογάν», αναφέρει, «έχουν στρατηγική και θέλουν να την επιβάλουν… Το ερώτημα που τίθεται ευθέως είναι αν εμείς έχουμε στρατηγική κι αν ναι πώς την υπηρετούμε. Η συνεχής επίκληση του διεθνούς δικαίου προφανώς δεν αρκεί. Η Ελλάδα είτε θα επιμείνει στα δίκαια της και θα διαθέσει τους απαιτούμενους πόρους και τις δυνάμεις να τα υπερασπιστεί, αναλαμβάνοντας και το όποιο ρίσκο μιας ευρύτερης σύγκρουσης, είτε θα επιχειρήσει να συγκροτήσει ισχυρό συμμαχικό μέτωπο, με ότι αυτό συνεπάγεται. Είτε θα κατευθυνθεί σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τη γείτονα αποδεχόμενη όρους συνεκμετάλλευσης, είτε θα πάει μονομερώς στα διεθνή δικαστήρια προκειμένου να κατοχυρώσει τα δίκαια της. Κάθε επιλογή έχει το κόστος, τα ρίσκα και τους περιορισμούς της. Και για αυτό απαιτεί πολιτικές αποφάσεις εθνικού επιπέδου. Όσο δεν χαράσσεται Εθνική στρατηγική η χώρα θα σύρεται πίσω από τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας». Με δυο λόγια, “ελληνοτουρκική και ενδεχομένως γενικότερη σύρραξη ή επώδυνος συμβιβασμός”, “όλες οι επιλογές είναι δύσκολες έχουν κόστος”, “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα”, κατά την εφημερίδα, και όλες οι δυνάμεις από κοινού καλούνται να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις.

Η ενότητα αυτή, όπως σαφέστατα γίνεται αντιληπτό, θα γίνει πάνω στη βάση που διαμορφώνουν οι αμερικανονατοϊκοί σχεδιασμοί και παράλληλα οι επιδιώξεις της αστικής τάξης της χώρας. Μία εξέλιξη εντελώς απαράδεκτη από κάθε άποψη για κάθε δύναμη της ελληνικής αριστεράς και ιδιαίτερα της κομμουνιστικής. Η υποχώρηση στην πίεση για εθνική στρατηγική πάνω στις ταξικές επιδιώξεις των αντίπαλων έχει τεράστιες συνέπειες και θεωρούμε ότι οι δυνάμεις της αριστεράς δεν είναι απολύτως προφυλαγμένες από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Η ορθή, από ταξική άποψη, απόφαση προϋποθέτει την ολοκληρωμένη ανάλυση των συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή, των αντιθέσεων, των συμφερόντων και των συμπεριφορών με ένα ολοκληρωμένο τρόπο. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να υπάρχει. Υπολογίζεται η επιθετικότητα της Τουρκίας και οι προκλητικές ενέργειες της, όπως αυτή του μνημονίου με την Λιβύη, ο ρόλος των Αμερικανών και των ευρωπαίων, κυρίως ως ασυνεπών συμμάχων, ενώ συσκοτίζεται ο ρόλος της Ελλάδας αν δεν περιορίζεται σε πολλές περιπτώσεις στο ρόλο του θύματος. Η Ελλάδα όμως μετέχει ενεργά στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, έχει ιδιαίτερα ενεργητικό ρόλο στη δημιουργία τον αμερικανόπνευστων αξόνων με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ευελπιστεί και αυτή σε ορισμένα ψίχουλα που θα περισσέψουν από το πλούσιο τραπέζι των πολυεθνικών και μαζί ένα ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Ακριβώς αυτό το στοιχείο πρέπει να συνυπολογιστεί και κάτι τέτοιο δεν γίνεται τουλάχιστον σε ικανοποιητικό βαθμό. Έτσι ο δρόμος προς μία εθνική στρατηγική υπό την αιγίδα των αστικών δυνάμεων παραμένει ανοιχτός.

Οι εξελίξεις αυτές πέρα από τις δυσκολίες που προσθέτουν στη δράση της αριστεράς εμπεριέχουν και σημαντικές δυνατότητες, κυρίως το γεγονός ότι ευρύτερα λαϊκά τμήματα προβληματίζονται ιδιαίτερα. Ξεκαθαρίζει στα μάτια τους ο ρόλος του ΝΑΤΟ και των νατοϊκών συμμάχων και οι κίνδυνοι που διαμορφώνει η δράση τους. Στην παραίτηση και την ιδιώτευση μεγάλου τμήματος των Ελλήνων εργαζομένων, λόγω των μνημονίων και της λιτότητας και συνολικά των εξελίξεων την περασμένη δεκαετία, δυναμώνει η αίσθηση ότι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμαχία με τις ΗΠΑ δεν είναι προς το συμφέρον του λαού και της χώρας, αντίθετα χρησιμοποιούν τη χώρα για τα σχέδια και τις επιδιώξεις τους και αυτό εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους.

Σταδιακά διαμορφώνονται και στο μέλλον με εντονότερους ρυθμούς οι προϋποθέσεις για ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, προϋποθέσεις να τεθεί με αγωνιστικούς όρους το αίτημα της αποχώρησης και επιπλέον ένα κίνημα αμφισβήτησης της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ και το ευρώ. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν πως το 50% του ελληνικού λαού θεωρεί ότι η ΕΕ δεν έχει μέλλον, παρόλο που η «σωτηρία» της χώρας από τη χρεοκοπία προς χάριν των ευρωπαϊκών τραπεζών και η κατάρρευση της χώρας για γενιές ολόκληρες βαρύνει στο μυαλό του ελληνικού λαού. Σε συνδυασμό, τώρα, με τα αδιέξοδα της ΕΕ και με την κατάλληλη δράση μπορεί να διαμορφωθεί ένα αντιΕΕ πλειοψηφικό κίνημα με ταξικά ανατρεπτικά χαρακτηριστικά. Κατά παρόμοιο τρόπο και η πλήρης ένταξη στις επιδιώξεις και τα σχέδια των ΗΠΑ.

Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβούν από μόνα τους, απαιτούν την παρουσία και τη δράση της αριστεράς και κυρίως των κομμουνιστών στη βάση ενός σαφέστατου σχεδίου σύγκρουσης και ανατροπής.

Μέχρι σήμερα αυτό παραμένει ζητούμενο.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας