Εργατικός Αγώνας

Ιμπεριαλιστική λύση ή λύση προς το συμφέρον των λαών;

Γράφει ο Γεράσιμος Αραβανής.

Στο πλαίσιο της επιθετικότητας της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης, η συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς από όλες τις πλευρές του αστικού πολιτικού κόσμου ως η αρχή που μπορεί να βρει τη συνέχεια της και με άλλες χώρες και κυρίως με την Αίγυπτο και με αυτόν τον τρόπο να ανατραπούν τα σχέδια της Τουρκίας και οι ελληνικές θέσεις να επικρατήσουν.

Δεν φαίνεται όμως καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο. Διαχρονικά η εξωτερική πολιτική της χώρας ιδιαίτερα σε σχέση με τον περίγυρό της αποδείχθηκε ότι είχε σαθρές βάσεις και βάδιζε από  από ήττα σε ήττα.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις από τη μεταπολίτευση και ύστερα, για ν’ αρχίσουμε από κάπου, στηρίχθηκαν σε  ορισμένες βασικές παραδοχές για να χαράξουν την εξωτερική πολιτική, ίδιες για όλες τις κυβερνήσεις, παρά ορισμένες επιμέρους διαφοροποιήσεις που σε τελική ανάλυση δεν τροποποιούσαν σε καμία περίπτωση την ουσία της εξωτερικής πολιτικής. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ την πρώτη οκταετία παρά τους αστερίσκους και την καταγραφή στα επίσημα ντοκουμέντα ορισμένων ενστάσεων σχετικά με την πολιτική του ιμπεριαλισμού στην περιοχή ουσιαστικά την εφάρμοσαν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, η δε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019 αποδείχθηκε βασιλικότερη του βασιλέως, έπαιξε «πάρτα όλα».

Η πρώτη παραδοχή είναι το δόγμα «Ανήκουμε στη δύση», ότι η Ελλάδα συμμετέχει στις μεγαλύτερες και πιο ισχυρές συμμαχίες και αυτό παρέχει τις εγγυήσεις μιας επιτυχημένης για τα εθνικά συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα μία δεύτερη παραδοχή διαχρονικά είναι η  «ισχυρή Ελλάδα», ισχυρή οικονομικά και πολιτικά, όαση στα Βαλκάνια και το γεωγραφικό περίγυρο που τον χαρακτηρίζει η μεγάλη αστάθεια και ο κατακερματισμός. Αυτά τα δεδομένα υποτίθεται ότι εξασφάλιζαν τους όρους μιας πετυχημένης εξωτερικής πολιτικής για τη διαφύλαξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας και την αποτελεσματική δράση του ελληνικού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή. Αυτά βέβαια δεν επιβεβαιώθηκαν στην πράξη ποτέ.

Παρότι η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ αυτό το στοιχείο καθόλου δεν επηρέασε την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, σε μια χώρα ανεξάρτητη μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, και την κατάληψη του 38% του εδάφους της και με τις ευλογίες, τουλάχιστον, των Αμερικανών. Μέχρι σήμερα η κατοχή συνεχίζεται και κατά τα φαινόμενα προετοιμάζεται η οριστική διχοτόμηση του νησιού και παρόλα αυτά οι ευαίσθητες δημοκρατίες της Δύσης δεν έκαναν το παραμικρό για να εφαρμοστούν οι αποφάσεις του οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε αντίθεση με πλήθος άλλες περιπτώσεις που τα συμφέροντά τους επέβαλαν διαφορετική συμπεριφορά, ιδιαίτερα το στοιχείο αυτό πρέπει να τονιστεί για την Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία η Κύπρος προσχώρησε με κύριο επιχείρημα τη λύση του Εθνικού προβλήματος της.

Τις μετέπειτα δεκαετίες οι εντάσεις συνεχίστηκαν, μαζί και οι απειλές σε βάρος της Ελλάδας όσο αφορά στο Αιγαίο, οι εξοπλισμοί ανέβηκαν σε δυσθεώρητα ύψη στο όνομα της άμυνας της χώρας, οι πολυεθνικές των όπλων καρπώθηκαν τεράστια ποσά και η χώρα οδηγήθηκε και εξ αυτού του λόγου στην χρεοκοπία.

Το 1980 η Ελλάδα γίνεται μέλος της ΕΟΚ. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που στήριζαν την ένταξη ήταν ότι ασφαλίζονται έτσι τα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας, αφού γίνονται σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που επαναλαμβάνει καθημερινά και ο σημερινός πρωθυπουργός. Με αυτό τον τρόπο θα έπαυε κάθε απειλή. Όλοι γνωρίζουν πλέον ότι ο ισχυρισμός αυτός αποδείχθηκε το πιο σύντομο ανέκδοτο.

Το 1992 υπογράφεται η συνθήκη του Μάαστριχτ, η συνθήκη δημιουργίας της ΕΕ και παράλληλα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού επικρατεί η αντεπανάσταση και δημιουργούνται αστικά καθεστώτα. Τότε το αφήγημα συμπληρώνεται με αυτό της ισχυρής Ελλάδας, τόσο ισχυρής που η βαλκανική χερσόνησος και η Μαύρη Θάλασσα ανακηρύχθηκαν σε ενδοχώρα της με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια δίνουν και παίρνουν, το ελληνικό κεφάλαιο εξορμά να κατακτήσει, υποτίθεται, τις βαλκανικές αγορές, η ισχυρή Ελλάδα απογειώνεται.

Η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ και το Ευρώ παρουσιάζεται ως απόδειξη του γεγονότος ότι η χώρα έγινε μέλος πλέον του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λίγο πολύ ως ιμπεριαλιστική χώρα και τότε θόλωσαν τα μυαλά ακόμη και μέρος των δυνάμεων της κομμουνιστικής αριστεράς. Το αφήγημα αυτό φτάνει στην απογείωση του το 2004 με την διοργάνωση των πιο πετυχημένων Ολυμπιακών Αγώνων στην ιστορία τους, έτσι θεωρούσαν.

Και τότε σταδιακά αρχίζουν τα κρισιακά φαινόμενα με κορύφωση τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 και τα 9 χρόνια των μνημονίων.  Η ελληνική κεφαλαιοκρατία υποβαθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό, η οικονομία και ο παραγωγικός ιστός  γνώρισαν τη συντριβή και ο λαός τη φτώχεια και μαζί τα όνειρα για βαλκανική ενδοχώρα έγιναν εφιάλτης.

Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία εφαρμόζει ανοιχτά αναθεωρητική και ιδιαίτερα επιθετική πολιτική. Γκρίζο γίνεται όλο και περισσότερο το Αιγαίο, στην ΑΟΖ της Κύπρου η Τουρκία πραγματοποιεί γεωτρήσεις για εξόρυξη υδρογονανθράκων, αμφισβητεί κάθε δικαίωμα των ελληνικών νησιών πέρα από τα χωρικά ύδατα των 6 μιλίων και με τη συμφωνία που υπέγραψε με τη Λιβύη διεκδικεί τη διαμόρφωση θαλάσσιων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών.

Αλήθεια ποια είναι η στάση σε όλες αυτές τις εξελίξεις των συμμαχιών που η χώρα ανήκει και των συμμάχων της;

Ο πρόεδρος  των ΗΠΑ δηλώνει σταθερά φίλος του Ερντογάν και τον υποστηρίζει. Μάλιστα αποκαλύφθηκε ότι συμφώνησαν οι δυο τους πρόσφατα να συνεργαστούν πιο στενά  στο Λιβυκό. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ δηλώνει αναρμοδιότητα του οργανισμού να ασχοληθεί με θέματα που αφορούν δύο χώρες μέλη του και επί της ουσίας συμπορεύεται με τις θέσεις της Τουρκίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, φειδωλή σε δηλώσεις συμπαράστασης στην Ελλάδα χωρίς όμως κανένα πρακτικό αντίκρισμα, ενώ η Γερμανία ανοιχτά υποστηρίζει τις τουρκικές θέσεις. Η επιχείρηση Irini του υποτίθεται θα εμπόδιζε την ανάμειξη τρίτων χωρών στην Λιβυκή κρίση αποδεικνύεται η ομπρέλα κάλυψης της επέμβασης της Τουρκίας. Καμιά χώρα της ΕΕ πλην της Ελλάδας που παραχώρησε τη φρεγάτα Σπέτσες για την υποστήριξη της επιχείρησης αυτής δεν διέθεσε θαλάσσια και εναέρια μέσα και όταν μάλιστα επιχειρήθηκε να ελεγχθεί πλοίο που μετέφερε όπλα από την Κωνσταντινούπολη στη Λιβύη αυτό αγνόησε επιδεικτικά τον έλεγχο και ο ευρωπαίος διοικητής διέταξε την αποχώρηση της φρεγάτας από την περιοχή,  προστατεύοντας ουσιαστικά τη μεταφορά των όπλων. Δεν απέχει πολύ και η συμπεριφορά της Γαλλίας η οποία παρά τις έντονες καταγγελίες εναντίον της Τουρκίας ουσιαστικά επιδιώκει  «έντιμη συζήτηση» μαζί της. Η στήριξη των θέσεων της Ελλάδας από τους ισχυρούς συμμάχους της αποδεικνύεται  μύθος που στόχο έχει τον αποπροσανατολισμό του λαού. ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο δεν είναι εγγύηση για την Ελλάδα αλλά είναι η μεγαλύτερη  απειλή.

Οι Μ. Ιγνατίου και Ν. Μελέτης στο πρόσφατο βιβλίο τους «Η συμφωνία του γκρίζαρε το Αιγαίο» γράφουν ότι από το 1974, χρόνο το χρόνο, οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις -με την καθοδήγηση των ΗΠΑ- ωθούνταν σε ένα διμερή διάλογο και διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών επί όλων των θεμάτων του Αιγαίου καθώς και καθοδήγηση των δύο χωρών στην κατεύθυνση θεσμοθετημένης συμφωνίας που είτε θα επισημοποιούσε την επίλυση των διαφορών τους είτε θα εγκαθιστούσε ένα μορατόριουμ μονομερών ενεργειών με ταυτόχρονη αποδοχή εκ μέρους της Αθήνας της ύπαρξης  «ζωτικών» συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο.

Η κρίση του Χόρα το καλοκαίρι του 1976 οδηγεί στις συνομιλίες της Βέρνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και στο πρακτικό που υπογράφηκε η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην προχωρήσει σε καμία δραστηριότητα στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου που θα παρενοχλήσει τη διαπραγμάτευση ή θα μειώσει το κύρος της Τουρκίας. Ακολουθεί η κρίση του 1987 και οι συνομιλίες στο Νταβός μεταξύ Παπανδρέου και Οζάλ. Εκεί συμφώνησαν να σταματήσει κάθε έρευνα για πετρέλαιο στο Αιγαίο και αποσυνδέθηκε πρακτικά το Κυπριακό από όλα τα άλλα θέματα που απασχολούσαν τις δύο χώρες. Τον επόμενο χρόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου από το Βήμα της Βουλής είπε το περίφημο Mea culpa αποδεχόμενος τη μεγάλη αποτυχία των συμφωνιών αυτών, αφού ανανέωνε το μορατότιουμ αποφυγής άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στο  Αιγαίο και υποβάθμιζε τη σημασία επίλυσης του κυπριακού.

Ήταν ένα δεύτερο επεισόδιο που οδηγούσε τα πράγματα πιο μακριά και προετοίμαζε  το επόμενο, την κρίση των Ιμίων το 1996,που οδήγησε στη συμφωνία της Μαδρίτης υπό τις ευλογίες των Ηνωμένων Πολιτειών και δια χειρός της Υπουργού Εξωτερικών της χώρας αυτής Μαντλίν Όλμπράιτ. Στη συμφωνία αυτή αναγνωρίζονται “ζωτικά και νόμιμα συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο”, ουσιαστικά ήταν η βάση του casus belli. Η μεγάλη αυτή “προσφορά” των Ηνωμένων Πολιτειών οδήγησε τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη να δείξει όλη την εθελοδουλία της αστικής τάξης της χώρας λέγοντας το “Ευχαριστούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής”.

Μέσα από ένα πλήθος εξελίξεων με την  αντίστοιχη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων και το συγκεκριμένο ρόλο των Αμερικανών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την ανάδειξη λόγω υδρογονανθράκων και της τεράστιας γεωστρατηγικής σημασίας της ανατολικής Μεσογείου σε πεδίο αντιπαράθεσης και διεκδικήσεων παγκοσμίως από τις ιμπεριαλιστικές χώρες φτάσαμε στα σημερινά προβλήματα και τον κίνδυνο θερμών επεισοδίων.

Στην πορεία αυτών των εξελίξεων ο ρόλος όλων των δυνάμεων έγινε φανερός, κρατών της περιοχής,  ιμπεριαλιστικών οργανισμών και μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τις εξελίξεις, όπως πάντα εξάλλου, τις διαμόρφωναν οι πολυεθνικές και οι  ιμπεριαλιστικές ηγεσίες, πρωτίστως οι Ηνωμένες Πολιτείες με κύριο κριτήριο βέβαια την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων τους και την εδραίωση της κυριαρχία τους στην περιοχή με παράλληλο περιορισμό των ανταγωνιστών τους. Πίσω από όλα τα γεγονότα και τις εξελίξεις βρίσκονταν πρωτίστως οι Ηνωμένες Πολιτείες σε ρόλο καθοδηγητή, στοχοθέτη και συμβουλάτορα.

Οι κατά καιρούς ελληνικές κυβερνήσεις στο όνομα πάντα του εθνικού συμφέροντος, του συμφέροντος του λαού και της ειρήνης ακολουθούσαν σταθερά αυτούς τους σχεδιασμούς. Ένα τμήμα της αστικής τάξης παλαιότερα και σήμερα αναλάμβανε το ρόλο του υπερπατριώτη που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και ζητούσε καμία υποχώρηση και υπεράσπιση των ιερών και των οσίων της φυλής με κάθε μέσον και με τα όπλα. Δεν είναι ανάγκη να ψάξει κανείς πολύ αρκεί να περιηγηθεί στα κανάλια, στις πρωινές τους εκπομπές και θα συναντήσει πολλούς καθηγητές, στρατηγούς, αναλυτικές κάθε είδους, ακροδεξιούς και όχι μόνο πολιτικούς. Από την άλλη υπάρχουν οι νουνεχείς υπερασπιστές παντού και πάντα του διαλόγου. Επιδίωξη και των μεν και των δε είναι να φτάσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και στην αμερικανόπνευστη συμφωνία άμεσα χωρίς επεισόδια ή αφού προηγηθεί κάποιο θερμό επεισόδιο που θα ανεβάσει κατακόρυφα τον εθνικισμό θα πολώσει τον ελληνικό λαό και θα τον διχάσει στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας, υποτίθεται.

Η Τουρκία, αναβαθμισμένη τα τελευταία χρόνια και πιο ισχυρή, διεκδικεί στο πλαίσιο αυτό αναβαθμισμένο ρόλο και επιρροή και παράλληλα επιχειρεί να εντείνει τον εθνικισμό και τον φανατισμό και σε τελική ανάλυση τη χειραγώγηση του τουρκικού λαού. Παρόμοια είναι η κατάσταση σε όλες τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου. 

Είναι φανερό ότι κυρίαρχος του παιχνιδιού, αυτός που διαμορφώνει τους όρους του, άρα και τα οφέλη από τη διανομή είναι οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι πολυεθνικές τους. Για τις υπηρεσίες τους οι αστικές τάξεις των όμορων χωρών κάτι θα απολαύσουν και αυτές, κάποια οικονομικά οφέλη θα έχουν και θα βοηθηθούν να στερεώνουν την κυριαρχία τους στο εσωτερικό των χωρών τους.

Είναι φανερό επίσης ποιος χάνει. Χάνουν αυτοί που έχαναν πάντα στις συγκεκριμένες συνθήκες, οι εργατικές τάξεις και οι λαοί. Όσοι υδρογονάνθρακες και αν εξορυχτούν, όσα οφέλη και αν προκύψουν, στις χώρες της περιοχής θα πάνε πολύ λίγα και στο λαό τίποτε. Το όφελος του ελληνικού λαού από τον Πρίνο είναι γνωστό. Επιπλέον η μεγαλύτερη εδραίωση του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, η ολοκληρωτική ευθυγράμμιση των χωρών με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και η ένταση της εξάρτησης είναι προμήνυμα για νέα δεινά που θα ακολουθήσουν.

Οι λύσεις που δίνονται, όταν δίνονται, στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στην ουσία είναι οι ιμπεριαλιστικές λύσεις, είναι σε βάρος από κάθε άποψη των λαών, ενώ δεν λύνουν οριστικά κανένα πρόβλημα, αντίθετα αποτελούν ένα επεισόδιο στην αλυσίδα των επεισοδίων που όχι μόνο θα αφήνει εκκρεμότητες αλλά θα προετοιμάζει το επόμενο. Μόνο με το διαίρει και βασίλευε οι ιμπεριαλιστές μπορούν να κυριαρχούν. Όλα τα προηγούμενα επεισόδια που αναφέραμε και άλλα που εύκολα μπορούν να παρατεθούν το επιβεβαιώνουν. Μπαίνουν για τα καλά κάποια στιγμή οι αμερικανοί και οι ευρωπαίοι στην αντιπαράθεση για να εκτονωθεί υποτίθεται η κρίση και να αποφευχθεί ενδεχόμενο πολεμικό επεισόδιο, οδηγούν σε διάλογο και μία συμφωνία που αφήνει ανοιχτά τα κύρια ζητήματα και έτσι προετοιμάζεται το επόμενο επεισόδιο. Στο διάστημα αυτό οι εξοπλισμοί απογειώνονται, η εξάρτηση μεγαλώνει, η ένταση μεταξύ των χωρών συντηρείται και ο ρόλος των αμερικανών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται “ πολύτιμος”, αφού μας απαλλάσσουν από τις πολεμικές περιπέτειες.

Το ερώτημα είναι «υπάρχει άλλη λύση που να συμφέρει τους λαούς της περιοχής;».

Φυσικά υπάρχει λύση προς το συμφέρον του λαού, λύση λαϊκή μόνο που η υλοποίηση της απαιτεί άλλο πλαίσιο και άλλα δεδομένα και συσχετισμούς. Οι κομμουνιστές δεν παραπλάνησαν ποτέ το λαό τάζοντας λύση όλων των προβλημάτων χωρίς κανείς να κοπιάσει και δεν θα το κάνουν και στο  μέλλον. Μόνο με τη συνεννόηση των λαών και με βασικές αρχές το σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε λαού και κάθε χώρας, του ρόλου και της αξιοπρέπειας τους και την απόφαση ότι η λύση θα δίνει τη δυνατότητα σε όλους να επωφεληθούν με ισότιμο τρόπο, μπορεί  να επιτευχθεί  λύση. Αυτό όμως απαιτεί βαθιές αλλαγές στους συσχετισμούς, δυνατό εργατικό και λαϊκό κίνημα και πλατιά επιρροή του στο λαό με παράλληλη εξασθένηση της αστικής πολιτικής, με αντιιμπεριαλιστικό διεθνιστικό κίνημα που θα συσπειρώνει τους λαούς της περιοχής και των χωρών του ιμπεριαλισμού και φυσικά αυτές οι συμφωνίες αυτές πρέπει να δρομολογηθούν έξω από κάθε ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί και οι χώρες δεν θα πρέπει να διατηρούν ρόλο, τουλάχιστο τόσο ισχυρό που να επηρεάζει αποφασιστικά και να επιβάλει τη θέση τους.

Οι επιδιώξεις και οι διεκδικήσεις κάθε χώρα πρέπει να συναντούν την επιδοκιμασία των άλλων χωρών. Οι κομμουνιστές δεν γίνεται να σιωπούν μπροστά σε παράλογες διεκδικήσεις, να μην ξεκαθαρίζουν πως εννοούν τα κυριαρχικά δικαιώματα, ή να μην αντιτίθενται σε παράλογες απαιτήσεις της αστικής τάξης της χώρας τους.

Οι κομμουνιστές είναι πραγματικοί πατριώτες και διεθνιστές, υπερασπίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας τους και παράλληλα σέβονται αυτά των άλλων χωρών. Ο Λένιν ξεχώριζε δύο ειδών πατρίδες:  την αστική και εκείνη του έθνους. Η πατρίδα, σημείωνε, μπορεί να ταυτίζεται με το αστικό κράτος και τα σύνορα του, μπορεί όμως να είναι το κοινό έδαφος, η κοινή γλώσσα και η εστία του συνόλου των εργαζόμενων ενός τόπου. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την πατρίδα όπως την αντιλαμβάνονται οι αστοί και στη δεύτερη περίπτωση την πατρίδα των καταπιεσμένων που ταυτίζεται με την εθνική τους ταυτότητα, την κοινή γλώσσα το κοινό δημιουργικό έργο, δηλαδή έχουμε την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας και τα προοδευτικά πατριωτικά αισθήματα που δημιουργεί.

Με αυτή την έννοια οι κομμουνιστές είναι πατριώτες και τοποθετούνται στα θέματα αυτά και με βάση αυτές τις θέσεις θα υπερασπίσουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας σε κάθε περίπτωση και σε αυτή που θα απειληθούν ένοπλα.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας