Εργατικός Αγώνας

Επικίνδυνες πολιτικές εξελίξεις για τα λαϊκά συμφέροντα

Γράφει ο Στωικός

Τελικά και μετά την τρίτη ψηφοφορία δεν εκλέχθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η χώρα βαδίζει για εκλογές στις 25 Γενάρη. Τι μπορεί να περιμένει ο ελληνικός λαός από τις εξελίξεις αυτές;

Στο συγκεκριμένο άρθρο θα επιχειρήσουμε να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις, σαν στοιχείο συμβολής στο διάλογο που αναπτύσσεται στα πλαίσια της κομμουνιστικής Αριστεράς για τις τρέχουσες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.

 

Η οικονομική και πολιτική κρίση στο προσκήνιο

Οι εκλογές της 25ης Γενάρη διεξάγονται στο φόντο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που σοβεί στη χώρα.

Μετά από 5 χρόνια καταστροφικής πορείας για τον ελληνικό λαό, ο οποίος κυριολεκτικά θυσιάστηκε για να σωθεί η οικονομική ολιγαρχία της χώρας, η οικονομία δεν φαίνεται να ανακάμπτει. Οι κυβερνητικές προσδοκίες, ότι μετά το τσάκισμα των μισθών και των συντάξεων και τη διάλυση των κοινωνικών υποδομών, θα ακολουθούσε επενδυτικό «μπουμ» με την είσοδο του ξένου κεφαλαίου στη χώρα, το οποίο -υποτίθεται- θα έσπευδε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να επενδύσει πάνω πάνω στα ερείπια της μνημονιακής πολιτικής, διαψεύστηκαν πανηγυρικά.

Η Ελλάδα σήμερα είναι μια κατεστραμμένη, ερειπωμένη χώρα.  Έχει χαθεί σχεδόν το 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, η ανεργία διατηρείται σταθερά πάνω από το 25% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν ισοπεδωθεί, το δημόσιο σύστημα σε παιδεία, υγεία, πρόνοια, κοινωνική ασφάλιση, έχει δεχτεί καθοριστικά πλήγματα, ενώ ο αποπληθωρισμός εκπέμπει μηνύματα μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας.

Απότοκο της οικονομικής κρίσης, είναι η πολιτική κρίση που έχει αλλάξει άρδην το πολιτικό τοπίο της χώρας. Το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα που ποδηγετούσε τις εξελίξεις από το 1974, τα τελευταία χρόνια έχασε την ικανότητα χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία σταδιακά το εγκαταλείπουν. Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ ψυχορραγεί και στις εκλογές αυτές, κυριολεκτικά θα δώσει  μάχη επιβίωσης. Η ΝΔ έχει χάσει σημαντικές δυνάμεις και έχει υποβιβαστεί σε ένα «μεσαίο» κόμμα του 20 – 25% της εκλογικής επιρροής. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι, ότι, για λόγους εντελώς διαφορετικούς, σε κρίση σήμερα βρίσκεται και το  ΚΚΕ. Στην επερχόμενη εκλογική μάχη, θα δοκιμαστούν οι αντοχές του, καθώς, ένα αποτέλεσμα στην περιοχή του 4% και του 5% θα εντείνει τα κρισιακά φαινόμενα.

Μεγάλος κερδισμένος της οικονομικής και πολιτικής κρίσης είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, από κόμμα που στο παρελθόν κινούνταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, τα τρία τελευταία χρόνια, έχει απορροφήσει ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, έχει διεισδύσει στην εκλογική επιρροή του ΚΚΕ και έχει σχεδόν αφανίσει το χώρο της αποκαλούμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Υπάρχει όμως μια ποιοτική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν. Η πολιτική σκηνή της χώρας την περίοδο της οικονομικής κρίσης, μοιάζει με κινούμενη άμμο. Στη πολύ μεγάλη τους πλειονότητα, οι ψηφοφόροι των λαϊκών στρωμάτων, δεν επιλέγουν το κόμμα της προτίμησης τους με ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια, αλλά με την προσμονή, ότι θα κάνει κάτι για να γλυτώσουν από τον εφιάλτη που ζουν τα τελευταία χρόνια. Κατά συνέπεια, οι δεσμοί των λαϊκών στρωμάτων με το πολιτικό σύστημα, είναι εξαιρετικά χαλαροί και επιδέχονται μεταβολών ανά πάσα στιγμή. Ο κόσμος που θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Γενάρη, θα το κάνει, όχι γιατί υπερασπίζεται τις θέσεις του συγκεκριμένου πολιτικού φορέα, αλλά γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Θα το κάνει γιατί έχει στερέψει από άλλες λύσεις.

 

Η σύντομη άνοιξη του λαού

Οι  εκλογές στις 25 Γενάρη θα διεξαχθούν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, ριζικά διαφορετικό από αυτό των διπλών εκλογών του 2012.

Οι προηγούμενες εκλογές έγιναν σε κλίμα λαϊκής, αγωνιστικής ανάτασης, καθώς είχαν προηγηθεί μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις που έβαλαν τη σφραγίδα τους στις πολιτικές εξελίξεις. Δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες λαού, που στο παρελθόν παρακολουθούσε τα πολιτικά δρώμενα από απόσταση, μπροστά στον κίνδυνο των μνημονιακών μέτρων που απειλούσαν τη ζωή τους, βγήκαν ορμητικά στους δρόμους, συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής, ζητούσαν να πάρουν το μέλλον στα χέρια τους.

Η  περίοδος 2010 – 2012 ήταν η άνοιξη του λαού, η οποία όμως αποδείχτηκε σύντομη και βραχύβια. Γιατί αμέσως μετά ακολούθησε ο πολιτικός χειμώνας της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η οποία ακολούθησε κατά γράμμα τις μνημονιακές πολιτικές που πρόσθεσαν  νέα βάρη και δεινά στο λαό.

Για το τι συνέβη στις διπλές εκλογές του 2012  οι οποίες  οδήγησαν σε συντηρητική αναδίπλωση τον λαϊκό παράγοντα, θα ασχοληθούν κάποτε οι πολιτικοί αναλυτές, οι κοινωνιολόγοι, οι ιστορικοί, τα ίδια τα πολιτικά κόμματα. Εμείς πάντως εμμένουμε στη θέση, ότι σημαντικές ευθύνες, τις σημαντικότερες ίσως,  είχε τότε η ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία δεν διείδε τις μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος -το οποίο σε πολλές περιπτώσεις η ίδια προβόκαρε- για να αναγκαστεί να δώσει στο τέλος μια αμυντική μάχη με το κόμμα πολιτικά και ιδεολογικά αφοπλισμένο.

Το ότι ο παράγοντας λαϊκό κίνημα, έβαλε τη σφραγίδα του στις πολιτικές εξελίξεις εκείνης της περιόδου, φάνηκε και από τις πολιτικές τοποθετήσεις των κομμάτων, ειδικά αυτές που έγιναν πριν από τις εκλογές της 6ης του Μάη. Τότε η ηγεσία της ΝΔ, η οποία έβλεπε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της, αναγκάστηκε να μιλήσει για «αναδιαπραγμάτευση των μνημονίων», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, με «πλήρη πολεμική εξάρτηση», έκανε λόγο για «άμεση κατάργηση των μνημονίων με μία νομοθετική πράξη».

Κρατήστε την εικόνα αυτή, και συγκρίνετε τη με τη σημερινή. Η μεν ΝΔ υπόσχεται σήμερα «σταθερότητα», η οποία -άκουσον, άκουσον- περνάει μέσα από την εφαρμογή των νέων σφαγιαστικών μέτρων που απαιτεί η τρόικα. Ζητά δηλαδή να την ψηφίσουμε για να επιβάλλει μέτρα που θα βυθίσουν ακόμα περισσότερο το βιοτικό επίπεδο του λαού. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, τονίζει σε όλους τους τόνους, ότι τάσσεται «υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας», ότι δεν θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες, οι οποίες θα μπορούσαν να τραυματίσουν τις σχέσεις με τους συμμάχους, ενώ όταν η ΝΔ τον κατηγορεί ότι επιδιώκει να βγάλει τη χώρα από το ευρώ, σπεύδει ασμένως να διαψεύσει μετά βδελυγμίας τέτοιου είδους κατηγορίες και παράσχει διαβεβαιώσεις ότι η χώρα σε κάθε περίπτωση θα παραμείνει στο ευρώ.

Καταλαβαίνει κανείς, ότι το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον σήμερα, είναι πολύ πιο συντηρητικό, πολύ πιο μουντό και πολύ πιο απαισιόδοξο απ’ ότι το 2012. Και όμως η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμειναν ίδιοι και το 2012 και το 2014. Γιατί τότε μιλούσαν άλλη γλώσσα και σήμερα μια άλλη; Απλούστατα, το 2012 είχαν απέναντι τους ένα οργισμένο και αποφασισμένο λαό, που άφησε τον καναπέ του σπιτιού του και κατέβηκε στους δρόμους για να συγκρουστεί και να διεκδικήσει το δίκιο του. Σήμερα ο παράγοντας αυτός δεν υπάρχει, έχει εκλείψει. Ο κόσμος έχει κλειστεί στα σπίτια του και ο καθένας βράζει στο ζουμί του. Τα δύο κόμματα εξουσίας, μπορούν επιτέλους να προσαρμόσουν ελεύθερα το λεξιλόγιο τους πιο κοντά στην αλήθεια που πιστεύουν.

 

Κόμματα εκφραστές ταξικών συμφερόντων και κόμματα εκτελεστές αποφάσεων των ιμπεριαλιστικών κέντρων και των «αγορών»

Προσπαθήσαμε ως τώρα να κάνουμε μια αντικειμενική καταγραφή των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, μπροστά στις εκλογές της 25ης του Γενάρη, αλλά μείναμε στην κορυφή των γεγονότων  και δεν καταγράψαμε άλλες σημαντικές πλευρές της κίνησης αυτής.

Και αυτά που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στη πολιτική σκηνή της χώρας, πρέπει πραγματικά να μας ανησυχήσουν. Τα μηνύματα που εκπέμπει το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και ο ξένος παράγοντας την τελευταία περίοδο, θέτουν υπό ευθεία αμφισβήτηση ακόμα και τις τυπικές αστικοδημοκρατικές ελευθερίες. Αμφισβητούν ακόμα και το δικαίωμα του εκλέγειν, υπό την απειλή ότι η έκφραση ελεύθερη κρίσης θα οδηγήσει στον οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας.

Τι ακριβώς εννοούμε θα γίνει κατανοητό ευθύς αμέσως.

Στις αναλύσεις του το ΚΚΕ – πριν αλλάξει θέσεις η σημερινή ηγεσία- την Ελλάδα την ενέτασσε στο ιμπεριαλιστικό σύστημα με σχέση πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής εξάρτησης από το δυτικό ιμπεριαλισμό.  

Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε πολλές φορές, γιατί σε όλα τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της χώρας, η παρουσία του ξένου παράγοντα ήταν πάντα ευδιάκριτη και καταλυτική.

Η εξάρτηση της Ελλάδας βάθυνε ακόμα περισσότερο στις αρχές της δεκαετίας του 90, με την οργανική ένταξη και ενσωμάτωση της στην ΕΕ (συνθήκη του Μάαστριχτ) τη ΔΕΕ και το ΝΑΤΟ (ένταξη στη νέα δομή της βορειοατλαντικής συμμαχίας).

Το καθεστώς της εξάρτησης και της υποτέλειας της χώρας από το δυτικό ιμπεριαλισμό, κορυφώνεται την  περίοδο εφαρμογής των μνημονίων, όταν, οι ελληνικές κυβερνήσεις χάνουν ακόμα και τα τυπικά δικαιώματα της εκπροσώπησης του ελληνικού λαού και μετατρέπονται σε εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του ΔΝΤ, της Ε.Ε και της ΕΚΤ.

Από το Μάρτη του 2010, με μοχλό τα μνημόνια, οι επεμβάσεις των ΗΠΑ και της Γερμανίας στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, γίνονται πιο ωμές και απροκάλυπτες. Στο όνομα των δανείων που μας έδωσαν για τη σωτηρία της οικονομικής ολιγαρχίας της χώρας -και δη των τραπεζών- απαιτούν με κυνικό τρόπο την εφαρμογή ενός οικονομικού προγράμματος που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τον ελληνικό λαό στην εξαθλίωση.

Και ερχόμαστε στην περίφημη 5η και τελευταία αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Στις 23 Σεπτέμβρη συναντάται ο πρωθυπουργός Α. Σαμαράς με την καγκελάριο Α. Μέρκελ στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Έλληνας πρωθυπουργός επεδίωκε να αποσπάσει την σύμφωνη γνώμη των Γερμανών σε τρία ζητήματα:

α)  στην επίσπευση της ολοκλήρωσης της 5ης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα, ώστε στη συνέχεια και με τον αέρα του νικητή να εξαγγείλει στον ελληνικό λαό «το τέλος των μνημονίων»

β)  στο ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται τρίτο πακέτο βοήθειας

γ) στην αποχώρηση του ΔΝΤ από τις διαπραγματεύσεις.

Αυτός ήταν ο κυβερνητικός σχεδιασμός στο δρόμο προς τις κάλπες. Οι εκπρόσωποι της συγκυβέρνησης, με ύφος θριαμβευτή, θα ισχυρίζονταν, ότι έβαλαν τέλος στα μνημόνια, ότι πέτυχαν την έξοδο του ΔΝΤ από τη διαπραγμάτευση και ότι, επιτέλους, έκαναν την Ελλάδα μια κανονική χώρα.

Αυτά που ακολούθησαν στη συνέχεια θα μπορούσαν να αποτελέσουν λαμπρό μάθημα στην ιστορία της διπλωματίας για το πώς συμπεριφέρονται οι ξένοι επικυρίαρχοι σε ιθαγενείς υποτελείς,  οι οποίοι απλώς «τόλμησαν» να εκφέρουν γνώμη και να διατυπώσουν απόψεις για το πώς θα ήθελαν να επιλυθούν τα προβλήματα τη χώρα τους.

 Η περιβόητη αποχώρηση του ΔΝΤ εξελίχθηκε σε κυβερνητικό Βατερλό. Με το που ανακοινώθηκαν οι κυβερνητικές προθέσεις σημειώθηκε  βίαιη αντίδραση «των αγορών»  η οποία οδήγησε σε κατάρρευση του χρηματιστηρίου και σε εκτίναξη των «σπρεντ» στην αγορά ομολόγων. Αντίδραση, η οποία ερμηνεύτηκε ως «ανησυχία» του διεθνούς οικονομικού παράγοντα από μια προοπτική απομάκρυνσης του ΔΝΤ από την ομάδα  διαπραγμάτευσης.

Και εφόσον οι «αγορές» δεν ενέκριναν την αποχώρηση του ΔΝΤ από την ομάδα διαπραγμάτευσης, τι θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση, από το να καταπιεί την γλώσσα της και να αποδεχτεί το μοιραίο.

Στο θέμα του «τρίτου πακέτου βοήθειας» επίσης σημειώθηκε άτακτη κυβερνητική υποχώρηση, καθώς, μετά από μερικούς φραστικούς λεονταρισμούς, αναδιπλώθηκε και  έκανε πλήρως αποδεκτούς τους όρους του Βερολίνου για νέα παράταση των μνημονίων.

 

Ουαί τοις ηττημένοις!

Και ερχόμαστε στην περιβόητη 5η αξιολόγηση, η οποία κατά την κυβέρνηση ήταν μια τυπική υπόθεση, η οποία μάλιστα θα έκλεινε μέσα στον Οκτώβρη. Και η «τυπική» αυτή υπόθεση, εξελίχθηκε σε ένα νέο εφιάλτη. Για τη θετική κατάληξη της αξιολόγησης, οι δανειστές απαίτησαν με σκαιό τρόπο τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων 2,5 – 3 δις. ευρώ – για το 2015 μόνο – εκ νέου άνοιγμα του ασφαλιστικού, νέες μεγάλες περικοπές των συντάξεων, αύξηση του ΦΠΑ, ολοσχερή διάλυση των εργασιακών σχέσεων («απελευθέρωση» των ομαδικών απολύσεων), νομοθετική απαγόρευση των απεργιακών κινητοποιήσεων, κατάργηση του μόλις πρόσφατα ψηφισθέντος μέτρου της μείωσης κατά 30% του ΕΝΦΙΑ, αλλά και επιβολή περιορισμών στη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων φορολογικών υποθέσεων.

Η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε και βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Όχι γιατί είχε καμία διάθεση να προβάλει αντίσταση στις νέες σκληρές απαιτήσεις των δανειστών. Αλλά γιατί είχε μπροστά της τον σκόπελο της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Μπροστά στο αδιέξοδο, επέλεξε να επισπεύσει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και να μεταθέσει τη λήψη των νέων μέτρων για αργότερα.

Στη διάρκεια των τριών ψηφοφοριών στη Βουλή, εκτός από τις αφόρητες πιέσεις που ασκήθηκαν από τη συγκυβέρνηση και το ντόπιο κατεστημένο για την υφαρπαγή της ψήφου βουλευτών υπέρ του Δήμα, οι ωμές και προσβλητικές παρεμβάσεις των δυτικών ευρωπαίων «εταίρων» που αποσκοπούσαν στη στήριξη της «δικής τους» πειθήνιας κυβέρνησης και του εκλεκτού της, απέδειξαν αυτό που όλοι γνωρίζαμε ενδόμυχα. Ότι η Ελλάδα είναι μια πολύπλευρά και πολύμορφα εξαρτημένη χώρα από το δυτικό ιμπεριαλισμό και είναι αυτός που παίρνει όλες τις σοβαρές αποφάσεις για τη χώρα μας. Ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και οι κυρίαρχες οικονομικές ελίτ, οι οποίες επίσης βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης με τα διεθνή οικονομικά και πολιτικά κέντρα,  είναι οι δίοδοι, οι αγωγοί μέσω των οποίων διοχετεύονται οι αποφάσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων στο εσωτερικό της χώρας.

Και ερχόμαστε στον τραγέλαφο της προεκλογικής περιόδου. Η ΝΔ κατεβαίνει στην αναμέτρηση, σαν ο πολιτικός φορέας – υποχείριο  του Βερολίνου και των «αγορών». Αυτοί είναι που καθορίζουν το προεκλογικό της πρόγραμμα. Οι απαιτήσεις των ξένων ιμπεριαλιστικών κέντρων, είναι και  δικές της θέσεις! Και αυτό το ονομάζει συνέχιση της πορείας προς τη σταθερότητα.

Καταλαβαίνει κανείς πόσο επικίνδυνο είναι αυτό; Δεν έχουμε  μπροστά μας το παραδοσιακό κόμμα της αστικής τάξης, που με τις πολιτικές του θέσεις εκφράζει τα γενικά ταξικά συμφέροντα του κατεστημένου. Έχουμε ένα κόμμα – μαριονέτα στα χέρια του δυτικού ιμπεριαλισμού που του υπαγορεύουν απ’ ευθείας ακόμα και τις προεκλογικές του εξαγγελίες. Ένα κόμμα που τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οι «αγορές» χρησιμοποιούν σαν πολιορκητικό κριό για να επιβάλουν τη δικτατορία τους σε ένα ολόκληρο λαό.

Αυτό είναι πέρα από τα όρια της τυπικής αστικής δημοκρατίας. Είναι η άρνηση της και ο πλήρης ευτελισμός της, το άνοιγμα του δρόμου σε νέες ολισθηρές, βαθιά αντιδημοκρατικές και επικίνδυνες καταστάσεις.  

Το πολιτικό σύστημα πλέον δεν είναι ο εκφραστής -μέσω των δικών του εσωτερικών διεργασιών- των γενικών υποθέσεων της αστικής τάξης. Υποβιβάζεται σε ένα απλό διαχειριστή και εκτελεστή της θέλησης του ξένου παράγοντα και της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας. Αν έτσι διαμορφώνονται τα πράγματα, τότε η σχετική αυτονομία του πολιτικού συστήματος απέναντι στην οικονομική βάση συνεχίζει να υφίσταται;

Από την άλλη πλευρά, σαν «αντίπαλο δέος» στο κόμμα – μαριονέτα της ΝΔ προβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα, το οποίο αποδέχεται πλήρως τη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, αποδέχεται τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας» και τις συμμαχίες της με τον ξένο παράγοντα (ΝΑΤΟ). Δεν έρχεται να αμφισβητήσει το καθεστώς της εξάρτησης, αλλά να το υπηρετήσει. «Τολμά» όμως να διατυπώσει ορισμένα μέτρα αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας, που σε καμία περίπτωση δεν δίνουν λύση στα ζωτικά προβλήματα του ελληνικού λαού. Και όμως αυτό το έλασσον ζήτημα, δεν γίνεται αποδεκτό από τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα και τις διεθνείς «αγορές». Οι οποίοι σε ωμή γλώσσα διαμηνύουν: ή θα ευθυγραμμιστείτε πλήρως με τις απαιτήσεις μας, ή θα σας τσακίσουμε, θα σας γονατίσουμε οικονομικά.

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί τις επόμενες ημέρες η προεκλογική αντιπαράθεση. Και η «μάχη» θα δοθεί ανάμεσα σε δύο κόμματα, που το μεν πρώτο διακηρύσσει την υποτέλεια και τη δουλοφροσύνη στους ιμπεριαλιστές ληστές του λαού της χώρας και το άλλο έχει την αυταπάτη(;) ότι χωρίς ρήξη με το καθεστώς της εξάρτησης, αλλά σε πλήρη σύμπνοια μαζί του, θα μπορέσει να διαπραγματευτεί την αλλαγή των πιο ακραίων θέσεων του προγράμματος λιτότητας.

 

Αλληλεπίδραση πολιτικής και οικονομίας

Θα ήταν αυταπάτη να πιστεύαμε, ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα θα έμμενε ανεπηρέαστο και αλώβητο μετά τις βίαιες αλλαγές στις οικονομικές σχέσεις που επήλθαν τα τελευταία 5 χρόνια, με τη δική του παρέμβαση και διαμεσολάβηση.

Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε αλληλεπίδραση πολιτικής και οικονομίας. Η αντιδραστικοποίηση της οικονομικής πολιτικής, επιδρά συνολικά στο πολιτικό σύστημα, το οποίο επίσης γίνεται περισσότερο αυταρχικό και αντιδραστικό. Από την άλλη. Η στρατηγική επιλογή της βίαιης και ωμής πολιτικής παρέμβασης στις οικονομικές σχέσεις, όχι προσωρινά, αλλά σε μόνιμη βάση -οι πολιτικές αυτές έχουν το στοιχείο της μονιμότητας- απαιτεί αντίστοιχες αλλαγές και στο πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι ο φορέας υλοποίησης των συγκεκριμένων πολιτικών.

Έχουμε δηλαδή μία συνολική στροφή προς την οικονομική και πολιτική αντίδραση, η οποία δεν ερμηνεύεται βολονταριστικά, δεδομένου ότι η κίνηση αυτή υπηρετεί τις ανάγκες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης και ταχείας εισόδου των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία.

Η ολική επομένως στροφή προς την αντίδραση που αγκαλιάζει το σύνολο των τομέων της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής σφαίρας, έχει δομικά χαρακτηριστικά.   

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας