Εργατικός Αγώνας

Πολιτικά συμπεράσματα από την εκλογική αναμέτρηση της 25ης Γενάρη

Γράφει ο Τάσσος Δορυλαίου

Η ευφορία που επικρατεί σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας για τα αποτελέσματα των εκλογών της 25ης Γενάρη, είναι δικαιολογημένη. Η πολιτική λεηλασίας των εισοδημάτων των εργαζομένων, η κατεδάφιση του βιοτικού επιπέδου τους επιπέδου, η άσκηση αφόρητης οικονομικής και ψυχολογικής πίεσης πάνω στα λαϊκά στρώματα, προκειμένου να τους «πειστούν» ότι ο εφιάλτης που ζουν τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει τα στοιχεία της «λογικής» και της «αναγκαιότητας», γιατί «έτσι θα σωθεί ο τόπος από την καταστροφή»  η μαζική πλύση εγκεφάλου, το όργιο παραπληροφόρησης και εξαπάτησης ενός ολόκληρου λαού από τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης, όλα τα στοιχεία που συνωμότησαν για να καταστρέψουν την οντότητα του εργαζόμενου ανθρώπου, πήραν σάρκα και οστά στα πρόσωπα των πολιτικών διαχειριστών  των μνημονιακών μέτρων.

Το δίδυμο Σαμαρά – Βενιζέλου συγκέντρωσε πάνω του το μίσος εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι στα πρόσωπα τους, είδαν τις αιτίες της προσωπικής τους καταστροφής.  

Η εκδίωξη τους από το πολιτικό προσκήνιο, εκλαμβάνεται από μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, ως εκδίκηση για την ταπείνωση της ζωής τους και το διασυρμό που έχουν υποστεί τα «πέτρινα» χρόνια των μνημονίων, αλλά και ως δικαίωση των προσδοκιών για κάτι καλύτερο.

 

Η ψυχρή ανάλυση των αριθμών

Μέσα στο κλίμα γενικού ενθουσιασμού που προκάλεσε η απομάκρυνση του μισητού δίδυμου Σαμαρά – Βενιζέλου, διέλαθε της προσοχής, ότι η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έγινε δυνατή χάρη στον καλπονοθευτικό εκλογικό νόμο, με αποτέλεσμα, αντί να αποσπάσει 109 έδρες – σε περίπτωση που ίσχυε η απλή αναλογική – να διαθέτει σήμερα 149 έδρες. Ακριβώς όμως λόγω του καλπονοθευτικού εκλογικού νόμου, όπως παραδοσιακά συμβαίνει τα τελευταία 60 χρόνια, οι εκλογικοί συσχετισμοί δύναμης στην κοινωνία, έχουν αλλοιωθεί  στο επίπεδο του κοινοβουλίου.

Το καθοριστικό όμως είναι οι συσχετισμοί δύναμης που διαμορφώνονται στην κοινωνία και αυτούς πρέπει να εξετάσουμε, αν θέλουμε να βγάλουμε τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών στις 25 Γενάρη ψήφισαν συνολικά 6.330.786 άνδρες και γυναίκες.

Αν τοποθετήσουμε το εκλογικό σώμα στην κλίμακα αριστερά – δεξιά ( όπου στην Αριστερά τοποθετούμε τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και τη συνεργασία ΚΚΕ μ- λ, μ-λ ΚΚΕ και στη Δεξιά τη ΝΔ, τη Χ.Α, το Ποτάμι, τους ΑΝΕΛ, το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα του ΓΑΠ, το ΛΑΟΣ, τη ΔΗΜΑΡ, και τα κόμματα Τελεία του Α. Γκλέτσου και την Ένωση Κεντρώων του Β. Λεβέντη), παρά το γεγονός ότι μια τέτοια εξέταση των πραγμάτων είναι σε μεγάλο βαθμό σχηματική και σε ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης ευμετάβλητη και ασταθής, η πρώτη διαπίστωση που μας προσγειώνει στην πραγματικότητα, είναι, ότι στις εκλογές της 25ης Γενάρη, η ευρύτερη Αριστερά συγκέντρωσε το 42,58% των ψήφων του εκλογικού σώματος και η ευρύτερη Δεξιά το 57,11%.

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα, ότι η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος τοποθετείται στο ευρύτερο δεξιό μπλοκ, ενώ η ευρύτερη Αριστερά παραμένει μειοψηφική.

Ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε στην εκλογική συμπεριφορά στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου συγκεντρώνεται πάνω από το 40% του εκλογικού σώματος, ενώ η ταξική θέση είναι ευδιάκριτη.

Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, στην Α’ Αθήνας, τα ψηφοδέλτια της ευρύτερης Αριστεράς συγκέντρωσαν το 40,61% του εκλογικού σώματος και τα ψηφοδέλτια της ευρύτερης Δεξιάς το 58,98%. Είναι σαφές και εδώ το προβάδισμα του δεξιού μπλοκ.

Στη Β’ Αθήνας, η ευρύτερη Αριστερά συγκέντρωσε το 45,03% των ψήφων και η ευρύτερη Δεξιά το 54,49%. Αλλά επειδή στη Β ΄Αθήνας υπάρχει και το Περιστέρι και η Κηφισιά, αξίζει να παρακολουθήσουμε την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών στους δύο αυτούς δήμους του λεκανοπέδιου, όπου στον μεν πρώτο κυριαρχεί το εργατικό στοιχείο και στο δεύτερο το αστικό και το μεγαλοαστικό.

Στο μεν Περιστέρι το μπλοκ της ευρύτερης Αριστεράς συγκέντρωσε το 53,5% των ψήφων (σημειώθηκε δηλαδή απόλυτη πλειοψηφία) και της ευρύτερης Δεξιάς το 45,98%.

Η μετατόπιση προς τα βόρια προάστια, μαζί με την αλλαγή της κοινωνικής – ταξικής διαστρωμάτωσης, αλλάξει και την εκλογική συμπεριφορά. Στο μεν Μαρούσι η ευρύτερη Αριστερά συγκέντρωσε το 38,99% των ψήφων και η ευρύτερη Δεξιά το 60,53%. Στη Κηφισιά τέλος, όπου κυριαρχεί το αστικό και μεγαλοαστικό στοιχείο, η ευρύτερη Αριστερά συγκέντρωσε το 28,57% του εκλογικού σώματος και η ευρύτερη Δεξιά το 71,10%. 

Στον Πειραιά, η εικόνα δεν διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με αυτή της Αθήνας.

Στην Α’ Πειραιά η ευρύτερη Αριστερά συγκέντρωσε το 40,47% των ψήφων και η ευρύτερη Δεξιά το 59,18%

Στη Β΄ Πειραιά το μπλοκ της ευρύτερης Αριστεράς είναι οριακά πλειοψηφικό καθώς συγκέντρωσε το 51,10% του εκλογικού σώματος και της ευρύτερης Δεξιάς το 47,43%.

 

Ορισμένα πρώτα συμπεράσματα

Μετά από πέντε χρόνια, καταστροφικών πολιτικών, που ενσωματώθηκαν στα μνημόνια, με ολέθριες συνέπειες στη ζωή των καθημερινών ανθρώπων, η εκλογική συμπεριφορά των πολιτών της χώρας, συνεχίζει να κινείται σε συντηρητική κατεύθυνση. Από την άλλη βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι τα τελευταία 35 χρόνια, ο δικομματισμός του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ συγκέντρωνε ποσοστά άνω του 80% των ψήφων, μπορεί να δει κάποιος και μια σχετική πρόοδο. Αλλά και για τα ποσοστά της ευρύτερης Αριστεράς, υπάρχουν αρκετά ερωτηματικά, ειδικά γι’ αυτά που συγκέντρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τις αναλύσεις των δημοσκόπων, το κόμμα αυτό επιλέχθηκε από ανθρώπους που στις τελευταίες ευρωεκλογές είχαν ψηφίσει ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Χ.Α, Ποτάμι, ΚΚΕ κλπ. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι ιδεολογικά και πολιτικά πεισμένοι από το ΣΥΡΙΖΑ. Απλώς τον ψήφισαν με μια αόριστη προσδοκία ότι χειρότερα δεν μπορούμε να πάμε. Και σε αυτές τις εκλογές το σκηνικό θυμίζει κινούμενη άμμο. Τα παλιά φράγματα του δικομματισμού έχουν σπάσει, αλλά το εκλογικό σώμα μέσα σε συνθήκες απελπισίας και απόγνωσης και υπό το καθεστώς του καλλιεργούμενου φόβου, παραχωρεί την ψήφο του πότε στον ένα και πότε στον άλλο σωτήρα, χωρίς να πολυπιστεύει ότι θα εφαρμοστούν πολιτικές που θα οδηγήσουν στη βελτίωση της κατάστασης.

Ασφαλώς και στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα, βάρυνε το γεγονός, ότι την περίοδο Ιούνη 2012 – Γενάρη 2015, σημειώθηκε μια άτακτη υποχώρηση του λαϊκού κινήματος,  σε αντίθεση με την περίοδο 2010 – 2012 όπου το κίνημα αυτό, με έντονα στοιχεία αυθορμητισμού, έκανε υπεραισθητή την παρουσία του, βάζοντας την σφραγίδα του στις εξελίξεις, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στη διάλυση του παλιού δικομματισμού. Δυστυχώς η κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, η οποία υπόβοσκε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, αλλά εκδηλώθηκε με εκρηκτική μορφή στις εκλογές του Μάη του 2012 – με την έννοια ότι στην εκλογική αυτή αναμέτρηση χρεοκόπησε η στρατηγική της κατάκτησης του σοσιαλισμού χωρίς μεταβατική περίοδο και προσδιορισμό ενδιάμεσων στόχων πάλης  –  ήταν η βασική αιτία που το κίνημα αυτό οδηγήθηκε στην ήττα. Οι κομμουνιστές ήταν η μόνη πολιτική δύναμη, που θα μπορούσε να επιδράσει θετικά στο αυθόρμητο αυτό κίνημα, να πολιτικοποιήσει τη δράση του ώστε να στρέψει τη δυναμική του σε στόχους που θα αμφισβητούσαν το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και θα άνοιγαν το δρόμο σε ριζοσπαστικές αλλαγές αντιμονοπωλιακού, αντιιμπεριαλιστικού  χαρακτήρα με σαφή κατεύθυνση το σοσιαλισμό. 

Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.

Στις τελευταίες εκλογές, το νεοναζιστικό κόμμα της Χ.Α, παρά τις δικαστικές και αστυνομικές παρεμβάσεις για την εγκληματική της δραστηριότητα, σημείωσε αξιοθαύμαστη σταθερότητα και διατήρησε την 3η θέση και στη νέα βουλή. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη επιβεβαιώνει την άποψη, ότι η δράση της ναζιστικής αυτής οργάνωσης, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με δικαστικά και αστυνομικά μέτρα. Αποφασιστικός παράγοντας για τη μείωση έως και εξάλειψη της επιρροής της, είναι η ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος πάνω σε στόχους πάλης που θα δίνουν προοπτική στους αγώνες, θα αμφισβητούν όχι απλώς τις πολιτικές των μνημονίων, αλλά και τη θέση εξάρτησης της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και θα ανοίξουν το δρόμο για βαθιές ριζοσπαστικές αλλαγές. Ένα τέτοιο κίνημα προοπτικής και ελπίδας χρειάζεται σήμερα για να κόψει τα πλοκάμια που έχουν απλώσει οι νεοναζί πάνω στα φτωχότερα τμήματα της εργατικής τάξης και σε μικρομεσαία στρώματα που απειλούνται με περιθωριοποίηση και εξαφάνιση.

Αρνητική εξέλιξη αποτελεί και η εμφάνιση στη βουλή του κόμματος «Ποτάμι», με ένα ποσοστό της τάξης του 6%. Πρόκειται για καθαρά νεοφιλελεύθερο κόμμα, το οποίο εκφράζει τα συμφέροντα των πιο επιθετικών κύκλων του κεφαλαίου και του δυτικού ιμπεριαλισμού. Νεοφιλελεύθερα μορφώματα υπήρξαν και στο παρελθόν, αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν μαζική βάση. Η εκδήλωση της κρίσης, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του λαϊκού κινήματος, είναι κατά την άποψη μας οι δύο βασικοί παράγοντες που επέτρεψαν στο νεοφιλελεύθερο αυτό μόρφωμα να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα.

Πρόκειται για εξέλιξη καθαρά αντιδραστική που πρέπει να αντιμετωπιστεί ιδεολογικά και πολιτικά, ώστε να αποκαλυφτούν οι βαθιά αντιλαϊκές του θέσεις.

 

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

Και ερχόμαστε τώρα στη «κυβερνώσα Αριστερά», την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία σχηματίστηκε την προηγούμενη Τρίτη 27/1.

Ας δούμε πρώτα τα αντικειμενικά δεδομένα, τις υλικές συνθήκες τις οποίες καλείται να διαχειριστεί.

Η Ελλάδα είναι μια ώριμη καπιταλιστική χώρα, καθώς μετράει πίσω της περισσότερους από δύο αιώνες καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, αν και ο καπιταλισμός στη χώρα μας για ιστορικούς λόγους εμφανίστηκε πρώτα στη ναυτιλία (εφοπλιστικό κεφάλαιο), την πίστη και  το εμπόριο, για να ακολουθήσει στη συνέχεια με καθυστέρηση η εμφάνιση του παραγωγικού κεφαλαίου.

Η Ελλάδα είναι μια εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με την ιδιομορφία, ο ελληνικός καπιταλισμός να είναι σήμερα υπηρέτης δύο αφεντικών. Πολιτικά και στρατιωτικά η χώρα παραμένει εξαρτημένη στο άρμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και οικονομικά εξαρτάται από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Αυτές οι δύο μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καθορίζουν εν τέλει με τις αποφάσεις τους την πορεία της χώρας. Η ελληνική αστική τάξη, βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τους δύο αυτούς ιμπεριαλιστικούς πόλους, και είναι ο φορέας διάχυσης του πολυπλόκαμου μηχανισμού της εξάρτησης στην ελληνική κοινωνία. Σε σχέση εξάρτησης με το διεθνή ιμπεριαλισμό, βρίσκεται και το πολιτικό σύστημα, ο καθεστωτικός Τύπος, θεσμοί όπως η εκκλησία κλπ.

Η ελληνική οικονομία και κοινωνία τα τελευταία πέντε χρόνια δοκιμάζονται από μια πρωτοφανούς έκτασης και έντασης οικονομική κρίση και από την εφαρμογή βίαιων πολιτικών (μνημόνια) που υπαγορεύουν οι δανειστές της χώρας, δηλαδή τα ιμπεριαλιστικά κέντρα με τα οποία βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης ο ελληνικός καπιταλισμός.

Αυτά είναι τα αντικειμενικά δεδομένα, οι υλικές συνθήκες τις οποίες πρέπει να διαχειριστεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Η τελευταία, έχει διακηρύξει πολλά χρόνια τώρα «το σεβασμό στις διεθνείς συμμαχίες της χώρας», εγγυάται επομένως την παραμονή της Ελλάδας τόσο στη ζώνη του ευρώ, όσο και γενικότερα στην ΕΕ.

Άξονας της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του κόμματος αυτού, αποτελεί το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, το οποίο παρουσίασε ο νυν πρωθυπουργός Α. Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ. Με αυτό υπόσχονται τερματισμό της λιτότητας – αλλά και εφαρμογή ισοσκελισμένων προϋπολογισμών -, αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης» με μέτρα ανακούφισης των πιο εξαθλιωμένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, καθιέρωση νέας φορολογικής κλίμακας με αφορολόγητο τα 12.000 ευρώ, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και καθιέρωση φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Στο επίδικο θέμα του κρατικού χρέους, υποστηρίζουν τη θέση της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους (του χρέους), μετά από διαπραγμάτευση με «τους εταίρους της ΕΕ», και διεκδικούν να υπάρξει ρήτρα ανάπτυξης, να πληρώνεται δηλαδή το υπόλοιπο του χρέους ( αυτό που δεν θα κουρευτεί) την περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία θα περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η κριτική που ασκείται στο πρόγραμμα αυτό, ειδικά από τα φιλοϊμπεριαλιστικά κόμματα, είναι, ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με το υπάρχον οικονομικό πρόγραμμα ( τα μνημόνια), κάτι που θα φέρει τη χώρα σε σύγκρουση με τους δανειστές. Στην περίπτωση αυτή (οι δανειστές)  θα σταματήσουν τη χρηματοδότηση της χώρας, οδηγώντας την έτσι στη χρεοκοπία. Επισείουν επίσης την απειλή, ότι τυχόν εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, θα οδηγήσει τη χώρα εκτός ευρώ.

Είναι προφανές ότι το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν διεκδικεί επαναστατικές δάφνες. Δεν διεκδικεί ρήξεις και ανατροπές με το καθεστώς της εξάρτησης σε μια πορεία κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας.

Είναι πολύ πιο μετριοπαθές, καθώς περιέχει ορισμένα δειλά κεϊνσιανά μέτρα, ενώ από την άλλη δεν αμφισβητεί τις πολιτικές «απελευθέρωσης» των αγορών, ούτε και προβλέπει τη λήψη αντιμονοπωλιακών μέτρων. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει στη ταξική συνεργασία και όχι στην ταξική πάλη.

Για να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις στρατηγικές επιλογές του κόμματος αυτού, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: με κοινωνικούς, ταξικούς όρους τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;

Ο ΣΥΡΙΖΑ του 3 – 4% είχε χαρτογραφηθεί πολιτικά και κοινωνικά. Είχαμε να κάνουμε με ένα κόμμα που εξέφραζε τα συμφέροντα των μορφωμένων και οικονομικά ανερχόμενων μεσοαστικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, ενώ είχε ελάχιστη παρέμβαση και επιρροή στην εργατική τάξη (ειδικά στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα) και τα μικροαστικά στρώματα, το επίπεδο της ζωής των οποίων προσεγγίζει με αυτό της εργατικής τάξης.

Είναι χαρακτηριστική η μεγάλη επιρροή που είχε το κόμμα αυτό σε συνδικαλιστικούς φορείς, όπως οι μηχανικοί και οι δικηγόροι, στο δημόσιο τομέα (καθηγητές, δάσκαλοι κλπ).

Αυτός ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ του 3 – 4%. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 36% τι κόμμα είναι, σαν εκφραστής οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων; Το ερώτημα αυτό πρέπει να μελετηθεί και να απαντηθεί άμεσα, γιατί είναι αναγκαίο προκειμένου να χαραχτεί μια επαναστατική γραμμή πάλης.

Αν μείνουμε στην πρώτη ανάλυση – έκφραση των ταξικών συμφερόντων των ανερχόμενων μεσοαστικών στρωμάτων – μπορούμε να κατανοήσουμε ορισμένες από τις πλευρές του σημερινού του οικονομικού προγράμματος. Τα κοινωνικά αυτά στρώματα, είναι επιφυλακτικά έως και εχθρικά απέναντι στην εργατική τάξη. Ο τρόπος ζωής τους, τα κάνει συντηρητικά, αποφεύγουν και απεχθάνονται τις κοινωνικές συγκρούσεις, φοβούνται την ταξική πάλη, γι΄ αυτό και αναζητούν την μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Γι΄ αυτό και επιδιώκουν μια συμμαχία με την αστική τάξη, αλλά και τους ευρωπαϊκούς εκείνους θεσμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση) που λειτουργούν ως κυματοθραύστης του εργατικού κινήματος, όλων εκείνων που απειλούν τη σταθερότητα του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος.

Από την άλλη τμήματα των μεσοστρωμάτων αυτών και των δημοσίων υπαλλήλων έχουν χτυπηθεί από  την οικονομική κρίση και τις πολιτικές του μνημονίου, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τους μηχανικούς (λόγω της κατάρρευσης της οικοδομής) και των μεγάλων περικοπών των μισθών στο δημόσιο τομέα.

Από τη μία τα στρώματα αυτά, αντιδρούν σε μια οικονομική πολιτική που υπονομεύει τη θέση τους, ενώ από την άλλη δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να απαγκιστρωθούν από θεσμούς – θεματοφύλακες του εκμεταλλευτικού συστήματος. Γι’ αυτό και δεν θέτουν ούτε σαν υπόθεση εργασίας το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας από την ΕΕ. Στην πιο αριστερή εκδοχή τους, ζητάνε την αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την καθιέρωση εθνικού νομίσματος (Αριστερό Ρεύμα).

Η ανάλυση αυτή μας βοηθάει να κατανοήσουμε μέρος των αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ (και παραμονή στην ευρωζώνη και τερματισμός της λιτότητας), αλλά καθίσταται παρωχημένη μπροστά στις νέες εξελίξεις. Ήδη η ηγεσία του, στην προοπτική της κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας, επεδίωξε και πέτυχε να έχει επαφές με τον αμερικάνικο παράγοντα, αλλά και τους Γερμανούς ηγέτες ( τα δύο αφεντικά της χώρας), αν και οι τελευταίοι εμμένουν στη θέση της εφαρμογής του οικονομικού προγράμματος λιτότητας χωρίς αστερίσκους και αποσιωπητικά. 

Εξελίσσεται ο ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της αστικής τάξης; Το ερώτημα θέλει μελέτη και αναζήτηση και όχι ευκαιριακές απαντήσεις. Από την άλλη, είναι γνωστό από τη διεθνή ιστορία, ότι, όταν ένας πολιτικός φορέας καλείται να διαχειριστεί επί μακρό τις υποθέσεις της αστικής τάξης ( αυτός είναι ο ρόλος μιας κυβέρνησης με αστικό ορίζοντα), αργά ή γρήγορα θα προσαρμοστεί και θα ενσωματωθεί στο αστικό αυτό πλαίσιο. Αυτή άλλωστε η εμπειρία προκύπτει και από τη σταδιακή προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ, από μικροαστικό κόμμα σε κόμμα της αστικής τάξης.

Το πρόβλημα γίνεται περισσότερο σύνθετο, από τη στιγμή που ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ έχει αποσπάσει την ψήφο του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης. Μια ματιά αν ρίξει κανείς στα εκλογικά αποτελέσματα της δυτικής Αθήνας και της Β’ Πειραιά, όπου συγκεντρώνονται μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης της χώρας, θα το διαπιστώσει πολύ εύκολα.

Τι καθήκοντα μπαίνουν στο επαναστατικό κίνημα μπροστά στη νέα αυτή κατάσταση;

Το πρώτο που πρέπει να γίνει, είναι η υποβολή ενός προγράμματος εξόδου από την κρίση, που θα εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ένα πρόγραμμα που θα έχει στον πυρήνα του, την ρήξη με το μονοπωλιακό κεφάλαιο και τους μηχανισμούς της πολύπλευρης εξάρτησης. Γιατί είναι προφανές, ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Την προοπτική αυτή δυσκολεύουν οι σημερινές πολιτικές θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ, που έχουν οδηγήσει στην εγκατάλειψη της αναγκαιότητας συγκρότησης του κοινωνικοπολιτικού μετώπου πάλης στην προοπτική αμφισβήτησης της εξουσίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του καθεστώτος της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.

Κατά δεύτερο με τους ανθρώπους αυτούς, που συγκυριακά ή όχι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον ΣΥΡΙΖΑ, λόγω ακριβώς της πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης που ταλανίζει το κομμουνιστικό κίνημα, πρέπει να έχουμε ζωντανό διάλογο. Γιατί μπορεί υπό προϋποθέσεις να λειτουργήσουν για ένα ορισμένο, σύντομο χρονικό διάστημα, σαν αριστερός μοχλός πίεσης προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια πιθανή προοπτική  νέων συμβιβασμών που αυτή θα θελήσει να κάνει προς την αστική τάξη και το διεθνή παράγοντα. Τελικός στόχος βέβαια δεν είναι οι εργαζόμενοι αυτοί να λειτουργούν εσαεί ως αριστερός μοχλός πίεσης, γιατί από ένα σημείο και μετά η στάση αυτή μπορεί να λειτουργήσει και ως άλλοθι στην περαιτέρω πορεία ενσωμάτωσης της χώρας στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό.

Ο τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης, απέναντι στην αστική τάξη και μικροαστικά κόμματα, σε μια πορεία επαναστατικής ρήξης  με το σύστημα καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, με έπαθλο την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας και την κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεζόμενων στρωμάτων της αστικής κοινωνίας. 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας