Εργατικός Αγώνας

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και η στάση του εργατικού κινήματος

Γράφει ο Κ. Αγραφιώτης

Έχοντας στην πλάτη την τρομερή πενταετή καταιγίδα του μνημονίου, μετά από όλα όσα έζησε και υπέστη, ο εργαζόμενος λαός έτρεφε -και τρέφει ακόμη- ελπίδες ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να δώσει ανακούφιση στα οξύτατα προβλήματα του.

Ακριβώς αυτή η εκρηκτικότητα των προβλημάτων και η ελπίδα για κάτι καλύτερο έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ το 36% και την κυβέρνηση, έστω και αν σχετικά λίγοι άνθρωποι πίστεψαν όλες τις διακηρύξεις του. Πολύς κόσμος πίστευε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγηθεί σε ένα συμβιβασμό με την αστική τάξη και το ευρωπαϊκό κατεστημένο, αλλά ότι χειρότερα από την κυβέρνηση Σαμαρά δεν θα μπορούσε να είναι.

Οι πρώτες μέρες της κυβέρνησης, οι απανωτές εξαγγελίες υπουργών κατά την παράδοση και παραλαβή των υπουργείων και τις επόμενες μέρες για βαθιές αλλαγές σε κάθε υπουργείο και σε κάθε τομέα, ιδιαίτερα οι δηλώσεις Βαρουφάκη και Ντάισελμπλουμ μετά τη συνάντησή τους και η εικόνα οξύτατης σύγκρουσης που δόθηκε, ενίσχυσαν την εντύπωση ότι θα επακολουθήσουν βαθιές τομές και ρήξεις στη διακυβέρνηση της χώρας, ενίσχυαν την εικόνα σύγκρουσης με τον ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό και μάλιστα όχι για το θεαθήναι. Έτσι το προσλάμβανε ο απλός κόσμος. Αυτό έδωσε τις πρώτες μέρες την ελπίδα ότι ως ένα βαθμό εκεί θα πάνε τα πράγματα, ότι η αντίσταση της κυβέρνησης άρχισε και θα συνεχιστεί.

Καθώς περνούν οι μέρες και με τις νέες εξαγγελίες που έγιναν, η ελπίδα άρχισε να ξεθωριάζει. Ήρθαν στην επικαιρότητα νέες θέσεις των υπουργών, οι οποίες τροποποιούσαν τις προηγούμενες εξαγγελίες τους και ο κόσμος άρχισε να προβληματίζεται και να δυσπιστεί. Άρχισαν να δυναμώνουν οι φόβοι για συμβιβασμό με την αστική τάξη και την ΕΕ. Φυσικά, η μεταστροφή των λαϊκών διαθέσεων δεν είναι κάτι που γίνεται γρήγορα και δεν ακολουθεί τις πολιτικές πράξεις και τους συμβιβασμούς με ένα αυτόματο και άμεσο τρόπο. Όμως, στο ζήτημα αυτό ο ελληνικός λαός έχει μεγάλη πείρα, ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση, κυρίως από τη στάση και τη συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ.

Τις τελευταίες μέρες έχουμε μπαράζ εξαγγελιών που αποκαλύπτουν την τάση συμβιβασμού της κυβέρνησης με το ευρωπαϊκό κατεστημένο. Πιο ηχηρή είναι η στροφή στα ζητήματα του χρέους. Η αρχική θέση του ΣΥΡΙΖΑ για μονομερή διαγραφή του χρέους στο συνέδριο του μετατράπηκε σε διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και πληρωμή του με καλύτερους όρους. Μα κι αυτή η συνεδριακή θέση στη διάρκεια της συνάντησης του Γ. Βαρουφάκη με επιχειρηματίες στο Λονδίνο έδωσε τη θέση της σε μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους σε ομόλογα χωρίς ημερομηνία λήξης ή μια μακρινή ημερομηνία λήξης και για τα οποία θα πληρώνονται κανονικά οι τόκοι, ενώ θα παραμένει το κεφάλαιο. Ίσως να ζητηθεί και κάποια περίοδος χάριτος. Η λύση αυτή εμφανίστηκε ως μία από τις τεχνικές, ένας από τους πρακτικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να διαγραφεί το χρέος. Αναπτύχθηκαν μάλιστα απόψεις ότι το χρέος με μια τέτοια πρακτική αντιμετώπιση δεν είναι πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι –λένε- η ανάπτυξη και εάν δοθεί μια παρόμοια λύση στο ζήτημα του χρέους μπορεί να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της ανάπτυξης. Η ιστορία όμως του κρατικού χρέους της χώρας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα και η ιστορία των χρεοκοπιών του, άλλα πράγματα μαρτυρεί. Παρόμοιες δηλώσεις έκανε στο Mega και ο Ε. Τσακαλώτος πράγμα που δείχνει ότι πρόκειται για θέση της κυβέρνησης και όχι για προσωπικές απόψεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το χρέος δεν διαγράφεται, ότι παραμένει και ο λαός πληρώνει για πολλές δεκαετίες, ουσιαστικά καθίστανται αιχμάλωτες γενιές ολόκληρες. Η αιμορραγία που προκαλεί το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα συνεχιστεί στο διηνεκές και μαζί διαιωνίζεται η λιτότητα, χώρια που οι δανειστές θα έχουν τη χώρα μόνιμα στο χέρι.

Δεν πρόκειται δηλαδή για μια τεχνική διαγραφής του χρέους, αλλά για συνέχιση της αιχμαλωσίας του λαού από τους δανειστές. Μάλιστα ήταν ενδεικτική η απάντηση του Ε. Τσακαλώτου στην επιμονή των δημοσιογράφων αν υπάρχει πρόθεση υποχώρησης της κυβέρνησης από τις παραπάνω θέσεις. Θα προσέλθουν με αυτές τις θέσεις και θα διαβουλευτούν, αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο για υποχωρήσεις και να πάρουν ό,τι μπορέσουν.

Πρόκειται για πολύ μεγάλη στροφή, για μεγάλη υποχώρηση, για λύση κοντά σε αυτή που οι δανειστές είναι διατεθειμένοι να δώσουν, παρόμοιες λύσεις συζητούσαν και με την κυβέρνηση Σαμαρά.

Δεύτερος τομέας που σημειώθηκαν μεγάλοι συμβιβασμοί και υποχωρήσεις από τις αρχικές δηλώσεις είναι ο τομέας των ιδιωτικοποιήσεων. Τις πρώτες ημέρες η κυβέρνηση έδωσε την εικόνα ολικής ανατροπής τους. Γρήγορα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Πήγε στη θέση ότι “όσες ιδιωτικοποιήσεις έγιναν είναι καλά καμωμένες”. Π.χ. Η εκχώρηση του λιμανιού του Πειραιά στην Cosco, την οποία η κυβέρνηση τη θεωρεί πολύ θετική εξέλιξη, ο αγωγός ΤΑΡ, η εκχώρηση στην Socar του φυσικού αερίου, οι άδειες για έρευνες στο Αιγαίο και το Ιόνιο για πετρέλαιο και φυσικό αέριο και άλλες. Παράλληλα, εξάγγειλε ότι ορισμένες θα ελεγχθούν για τη νομιμότητά τους, το ύψος του τιμήματος και τους όρους της ιδιωτικοποίησης. Αυτά και είμαστε ακόμη στην αρχή. Οι ευρωπαίοι δεν έχουν ακόμη μιλήσει.

Εκτός από ορισμένες εξαγγελίες μέτρων ανακούφισης, κυρίως ορισμένα μέτρα του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, η δήλωση του αρμόδιου υπουργού ήταν σαφής. Δεν υπάρχει περιθώριο για αυξήσεις των μισθών μέσα στο 2015. Αλλά και οι όποιες παροχές στα χαμηλότερα στρώματα που εξαγγέλθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπονομεύονται. Π.χ. η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 € μικτά θα γίνει σταδιακά και θα συνοδεύεται με μέτρα για τη στήριξη των μικρών επιχειρήσεων. Η δέκατη τρίτη σύνταξη θεσμοθετείται τώρα, αλλά θα δοθεί μετά από δέκα- έντεκα μήνες κ.τ.λ.

H κυβέρνηση δεσμεύεται σε κάθε ευκαιρία να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της ολιγαρχίας. Το σύστημα τις έχει απόλυτα ανάγκη και μέχρι σήμερα οι προηγούμενες κυβερνήσεις δρομολόγησαν τεράστιες ανατροπές. Σε ορισμένους όμως τομείς στους οποίους η σημερινή κυβέρνηση δεσμεύεται να προωθήσει αποφασιστικά τις μεταρρυθμίσεις, όπως είναι η διαφορά, το λαθρεμπόριο, η φοροδιαφυγή, οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ. είναι αλήθεια ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις απέτυχαν και σε αυτούς τους τομείς πιέζει επίμονα η ΕΕ. Εξάλλου είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστούν συνολικά οι μεταρρυθμίσεις και οι ανατροπές και όχι μόνο στους παραπάνω τομείς. Η επιμονή της κυβέρνησης να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις είναι ενδεικτική σε μεγάλο βαθμό και του χαρακτήρα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που θα ακολουθήσει.

Με δύο λόγια, το στίγμα της νέας κυβέρνησης είναι συμβιβασμός με την ΕΕ σε βάση τουλάχιστον ανεκτή από το σύστημα, πίστη στη δύση και στις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας, συνέχιση της λιτότητας με μια ορισμένη ανακούφιση εξαθλιωμένων και πολύ φτωχών τμημάτων του πληθυσμού, απόλυτος σεβασμός της ιδιοκτησίας και των κερδών των πολυεθνικών και του μονοπωλιακού κεφαλαίου και παράλληλα αριστερή φρασεολογία ώστε να κρατούνται ευρύτερα τμήματα των εργαζομένων σε στάση αναμονής.

Σαφέστατα πρόκειται για πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης από τη σκοπιά των συμφερόντων του κεφαλαίου και των δανειστών. Φυσικά δεν έχουμε καμία πρόθεση να μειώσουμε τη σημασία όποιου θετικού μέτρου πάρει η κυβέρνηση, αλλά η γενική κατεύθυνση της, τα μέτρα και η πολιτική που κατά βάση προσδιορίζουν το χαρακτήρα της είναι οι θέσεις της στα κεντρικά, στα μεγάλα προβλήματα.

Από τα προηγούμενα προκύπτει με σαφήνεια ο χαρακτήρας της νέας κυβέρνησης και η στάση που πρέπει να τηρηθεί απέναντί της. Ιδιαίτερα όταν εκτός του ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχουν σ’ αυτή και οι ΑΝΕΛ, σκληρό δεξιό κόμμα με θρησκοληψία, ξενοφοβικές και εθνικιστικές αναφορές. Πρόκειται για κυβέρνηση αστικού προσανατολισμού σε συμφωνία με τους ευρωπαίους και την αστική τάξη της χώρας. Όσον αφορά το ΣΥΡΙΖΑ, ο σχηματισμός κυβέρνησης μ’ αυτή την πολιτική και τις ταξικές αναφορές διαλύει τις οποίες ταλαντεύσεις υπήρχαν για το χαρακτήρα του, ως κόμμα ενσωματωμένο στην αστική στρατηγική και τις αστικές επιδιώξεις.    Η αριστερή πλατφόρμα του από τη στιγμή που αποδέχτηκε αυτές εξελίξεις και ανέλαβε υπουργικά χαρτοφυλάκια και κυβερνητικές ευθύνες σε αυτή την κυβέρνηση και θα εφαρμόσει την πολιτική που περιγράψαμε δείχνει να έχει ξοδέψει τις όποιες δυνατότητες αντίστασης είχε και την οποία αριστερή προοπτική στην οποία μπορούσε κάποιος να ελπίζει.

Στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στο ΣΥΡΙΖΑ και την αριστερή πλατφόρμα του, το εργατικό κίνημα και η εργατική πολιτική στέκουν απέναντι, δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για κοινή δράση και πολύ περισσότερο για συνεργασία μαζί τους. Σαφής διαχωρισμός όμως πρέπει να γίνει με την εργατική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, με τον αριστερό κόσμο που δείχνει διαθέσεις να συνεχίσει τον αγώνα έστω και με αναστολές. Σε μεγάλο βαθμό η στάση του κόσμου αυτού θα κρίνει το στοίχημα. Αν θα ακολουθήσουν την κυβέρνηση στη συμβιβαστική πολιτική της και θα ενσωματωθούν ή θα αδρανοποιηθούν, ή αντίθετα θα αντιδράσουν αγωνιστικά ξεπερνώντας την ευφορία των πρώτων μηνών της κυβέρνησης και την αναμονή που δείχνουν.

Για τη συμπεριφορά και τον προσανατολισμό των αριστερών και εργατικών δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ κρίσιμη σημασία έχει η στάση και ο τρόπος που θα δράσει η κομμουνιστική Αριστερά και τα αγωνιστικά και σε ταξική κατεύθυνση συνδικάτα. Δεν νοείται συμμετοχή σε κινητοποιήσεις του αστικοποιημένου συνδικαλισμού με τις θέσεις, την τακτική και τα αιτήματα που προωθεί, ή σε καθοδηγούμενες κινητοποιήσεις από το ΣΥΡΙΖΑ. Οι αγώνες που θ’ αναπτυχθούν πρέπει να οργανωθούν αυτοτελώς από τις ταξικές δυνάμεις, με χαρακτήρα ενωτικό και πλατιά συσπειρωτική κατεύθυνση. Να αποφευχθεί η ισοπεδωτική απολυτότητα και η ηχηρή καταγγελία της κυβέρνησης ως βάση και περιεχόμενο της συσπείρωσης. Το πλαίσιο της δράσης πρέπει να οριοθετείται από τις ανάγκες που δημιουργεί η έξοδος από την κρίση από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Με δύο λόγια, η ανάπτυξη των αγώνων για την σωτηρία του λαού από τη φτώχεια, για την αντιμετώπιση της ανεργίας, για τους μισθούς, τις συντάξεις και τα μεροκάματα, για την υγεία και την παιδεία, με τη διατύπωση και διεκδίκηση αιτημάτων κατά κλάδο και κατά χώρο. Η μονομερής διαγραφή του χρέους. Κεντρική θέση πρέπει να πάρει το ζήτημα της ΕΕ. Το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων και η ακύρωση όσων ιδιωτικοποιήσεων έγιναν, ένα πλαίσιο εθνικοποιήσεων μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, αρχής γενομένης από τις τράπεζες, η διεκδίκηση μέτρων εκδημοκρατισμού κ.λπ.

Πρέπει να είναι σαφές ότι η διαδικασία διαμόρφωσης των αντιλήψεων και της συνείδησης πλατιών λαϊκών δυνάμεων δεν ακολουθεί ενιαία και ευθύγραμμη κατεύθυνση. Ως εκ τούτου απαιτείται μεγάλη ευελιξία για να επιτευχθούν πλατιές συσπειρώσεις εργαζομένων. Δεν πρέπει να κατανοείται το πλαίσιο των αιτημάτων ως έτοιμο κουστούμι που πάμε να το φορέσουμε στον καθένα και σε κάθε περίπτωση. Αυτή η λογική δεν οδηγεί πουθενά. Λίγοι θα βρεθούν έτοιμοι να υποστηρίξουν άμεσα το αίτημα της αποχώρησης από την ΕΕ, ενδεχομένως περισσότεροι την αποχώρηση από την ευρωζώνη. Οι περισσότεροι θα έχουν την αντίληψη να μείνουν όλα αυτά στην άκρη για να πλατύνει η συσπείρωση. Ένα μεγάλο εργατικό και λαϊκό κίνημα με προοπτική νίκης τούς χρειάζεται όλους. Αντίστοιχα θα συμβαίνει και για όλους τους άλλους μεγάλους ριζοσπαστικούς στόχους του εργατικού κινήματος. Πρέπει να βρεθεί η ισορροπία. Ούτε να πέσει το κίνημα στις άμεσες διεκδικήσεις μόνο, ούτε να τίθενται ολοκληρωμένα ανώριμοι πολιτικοί στόχοι που εμποδίζουν την πλατιά ταξική συμπαράταξη.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας