Εργατικός Αγώνας

Η αποδέσμευση από την ΕΕ αναγκαίος όρος για φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση

Γράφει ο Στωικός

Η πρόταση διεξόδου από την κρίση σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, συνδέεται άμεσα με τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, με την οποία είναι οργανικό μέλος από το 1981.

Το ερώτημα που ευθέως τίθεται και λόγο των πρόσφατων εξελίξεων, είναι: μπορεί να υπάρξουν φιλολαϊκές εξελίξεις μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ευρώ, ή το λαϊκό κίνημα πρέπει να αναζητήσει λύσεις έξω από το ευρωενωσιακό αυτό πλαίσιο;

 

Οι τρεις περίοδοι

Για να δώσουμε θετική ή αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην περίοδο συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ – ΕΕ από την ένταξη της ως σήμερα.

Την περίοδο αυτή, μπορούμε να την χωρίσουμε σε τρεις ημιπεριόδους.

  • Από το 1981 ως το 1992 ( υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ)
  • Από το 1992 ως το 2002 (ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ)
  • Από το 2002 ως σήμερα, αν και στο μεσοδιάστημα μεσολάβησε η μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει ιδιαίτερο κεφάλαιο.

Την πρώτη περίοδο (1981 – 1992) θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε και ως περίοδο της αθωότητας.

Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, χαιρετίστηκε από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, ως μεγάλη πολιτική και οικονομική επιτυχία και συνοδεύτηκε από υποσχέσεις, ότι η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΟΚ θα έλυνε με επιτυχία τα οικονομικά της προβλήματα. Ήταν η εποχή που ο Πρόεδρος της ΕΔΗΚ Γ. Μαύρος, υποστήριζε με θέρμη την ένταξη της Ελλάδας σε μια αγορά 300 εκατ. κατοίκων, η οποία θα απορροφούσε τις ελληνικές εξαγωγές και ειδικότερα τα αγροτικά μας προϊόντα. Μέσα στην ΕΟΚ οι Έλληνες θα τρώνε με χρυσά κουτάλια μας υπόσχονταν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής.

Υπήρχε βέβαια και ο ισχυρός αντίλογος, καθώς από τη δεκαετία του 60 ακόμη το ΚΚΕ είχε προειδοποιήσει τον ελληνικό λαό, ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ, θα επέφερε σημαντικό πλήγμα στην ελληνική βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή της χώρας. Οι κομμουνιστές, αλλά και στελέχη της ΕΔΑ όπως ο Η. Ηλιού, είχαν χαρακτηρίσει την ΕΟΚ ως λάκκο των λεόντων, δίνοντας έτσι το στίγμα της πολεμικής θέσης της κομμουνιστικής και ευρύτερης Αριστεράς, στην προοπτική παράδοσης της ελληνικής οικονομίας στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο.

Αλλά και το ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου, με τα μικροαστικά ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά, είχε πάρει και αυτό αρνητική θέση στην προοπτική ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, προβάλλοντας το γνωστό – και κλεμμένο από το ΚΚΕ σύνθημα – «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Σύνθημα το οποίο σαν κυβέρνηση εγκατέλειψε για να το αντικαταστήσει με τους γνωστούς αστερίσκους στις ανακοινώσεις των κοινοτικών θεσμικών οργάνων.

Ενθερμος υποστηριχτής της Ελλάδας στην ΕΟΚ, υπήρξε τότε το ΚΚΕ (εσ), το οποίο προπαγάνδιζε τις γεμάτες αυταπάτες θέσεις, ότι σε μια δημοκρατική Ευρώπη, είναι δυνατή η ειρηνική συνύπαρξη του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των εργαζομένων, ή ότι οι εργαζόμενοι με την πάλη τους θα μπορούσαν να μετατρέψουν την ΕΟΚ των μονοπωλίων σε ΕΟΚ των εργαζομένων. Θέσεις τις οποίες συναντάμε και σήμερα, ειδικά στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ.

Γενικότερα όμως η δεκαετία του 80, μπορεί να χαρακτηριστεί σαν η «ειρηνική περίοδος» της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ, καθώς τότε δεν είχε αποκαλυφθεί ο αντιδραστικός της χαρακτήρας. Ακόμα και όταν οι αγρότες πετούσαν την παραγωγή τους στις χωματερές, επειδή οι ευρωπαϊκή αγορά ήταν κλειστή γι΄ αυτά, κανείς, ή σχεδόν κανείς δεν είχε αντιληφθεί τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Λίγο οι κοινοτικές αποζημιώσεις για το θάψιμο της αγροτικής παραγωγής, λίγο τα μεσογειακά προγράμματα που άρχισαν να εφαρμόζονται από το 1987, όλα συνέβαλαν στον εφησυχασμό και την ενίσχυση των αυταπατών της ελληνικής κοινωνίας.

Καθοριστικός όμως παράγοντας για τη διατήρηση του «ειρηνικού» χαρακτήρα της εποχής, αποτέλεσε ο τότε συσχετισμός δυνάμεων σε πανευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ενωσης και της σοσιαλιστικής κοινότητας στην Ευρώπη, λειτουργούσε αποτρεπτικά σε σχέδια εφαρμογής επιθετικών πολιτικών, σε βάρος των λαών της Δ. Ευρώπης, από το πολυεθνικό κεφάλαιο. Οι ηγετικοί πολιτικοί και οικονομική κύκλοι της ΕΟΚ την εποχή εκείνη, επεδίωκαν να έχουν την στήριξη και την συμπάθεια των εργαζομένων της Δύσης, στον πολύμορφο πόλεμο που, από κοινού με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, είχαν εξαπολύσει κατά της Σοβιετικής Ενωσης και της σοσιαλιστικής κοινότητας.

Όταν ο παράγοντας αυτός εξέλειψε, τότε και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο απελευθερώθηκε και έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο.

 

Η περίοδος 1992 – 2002. Όταν άνοιξαν οι πύλες της κόλασης.

Το 1999 – 2000 εξελίσσονται τα δραματικά γεγονότα στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που οδήγησαν στη διάλυση της σοσιαλιστικής κοινότητας. Ηταν μια αλλαγή – με όποια έννοια μπορεί να δώσει κάποιος στη λέξη αυτή – κοσμοϊστορικών διαστάσεων που άλλαξε τις γεωπολιτικές ισορροπίες στον πλανήτη. Όπως απλά λέει και ο λαός, το αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό, έπαψε να υπάρχει.

Τη νέα αυτή κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν οι ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές ελίτ, και προχώρησαν στο νέο σχεδιασμό της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Απόρροια των εξελίξεων αυτών ήταν η συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία τέθηκε σε ισχύ το Γενάρη του 1992, και σηματοδότησε την επίθεση σε βάρος των ευρωπαϊκών λαών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης πλέον και την οικονομική διείσδυση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης.

Οι νέες πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες, οι οποίες πήραν τη μορφή της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, δεν αποτελούσε επιλογή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, όπως ισχυρίζονταν και συνεχίζουν να ισχυρίζονται δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά είχε στρατηγική στόχευση. Ήταν η απάντηση του ευρωπαϊκού και διεθνούς κεφαλαίου στην «πετρελαϊκή» κρίση του 1973, που σηματοδότησε την εξάντληση και το τέλος της κεϊνσιανής ρύθμισης των καπιταλιστικών οικονομιών και την απαρχή της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης στις ΗΠΑ του Ρέιγκαν και στην Αγγλία της Θάτσερ το 1979, για να ακολουθήσουν με χρονική υστέρηση οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συμπυκνωμένα αν θέλουμε να δούμε το θέμα, η νεοφιλελεύθερη ρύθμιση, προσβλέπει στη βίαιη υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, όπως αυτή διαμορφώθηκε ιστορικά μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Στην έννοια αξία της εργατικής δύναμης, εκτός από το μισθό, συμπεριλαμβάνουμε και τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση, τη δημόσια υγεία και δημόσια παιδεία. Πρόκειται για φορείς που έμμεσα ή άμεσα συμβάλουν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ώστε αυτή να είναι ικανή να λειτουργήσει σε μακροπρόθεσμη βάση.

Η βίαιη αυτή επίθεση κατά του εργαζόμενου ανθρώπου, την πρώτη παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, συνιστούσε ωμή και κυνική ομολογία, ότι ο καπιταλισμός – ιμπεριαλισμός ενίσχυε τα αντιδραστικά του χαρακτηριστικά, κοινό γνώρισμα των κοινωνιών που βρίσκονται στη φάση της ιστορικής τους παρακμής.

Στην Ελλάδα, η στρατηγική αυτή επιλογή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, εφαρμόστηκε με διακυμάνσεις, σε συνάρτηση με το επίπεδο της ταξικής πάλης, της ικανότητας δηλαδή των εργαζομένων να αντιδρούν στις κυβερνητικές πολιτικές.

Την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ (1990 – 1993) σημειώθηκε μια σφοδρή επίθεση στις εργασιακές κατακτήσεις, με αιχμή τις μεγάλες ανατροπές στη φορολογία, την κοινωνική ασφάλιση (νόμοι Σιούφα), και τους μισθούς – βρισκόμαστε στην αλήστου μνήμης εποχή του 0% + 0% = 14% – ενώ μια πρώτη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ απέτυχε, κυρίως λόγω της αντίδρασης ανταγωνιστικών συμφερόντων προς το συγκεκριμένο εγχείρημα.

Ο κύκλος των ιδιωτικοποιήσεων, ξεκίνησε ουσιαστικά την περίοδο του ΠΑΣΟΚ και πάλι από τον ΟΤΕ, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια όλοι οι μεγάλοι δημόσιοι Οργανισμοί. Η δε πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς, ανεξάρτητα αν στη κυβέρνηση ήταν το ΠΑΣΟΚ ( 1993 – 2004), ή η ΝΔ που το διαδέχτηκε.

Την περίοδο 1990 – 1993 ολοκληρώνεται και η περιβόητη «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος, η οποία στηρίχθηκε σε μελέτη εργασίας που είχε εκπονήσει το 1987 ομάδα υπό τον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Οικονομίας Θ. Καρατζά, με υπουργό τον Κ.Σημίτη. Η ώρα της ιδιωτικοποίησης του τραπεζικού συστήματος της χώρας, είχε σημάνει.

Στις εργασιακές σχέσεις, έχουμε τα πρώτα δειλά βήματα το 1992 (κατοχύρωση της μερικής απασχόλησης στον αναπτυξιακό νόμο 1892), ενώ επί ΠΑΣΟΚ προωθούνται τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, που παράκαμπταν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Ευτυχής συγκυρία για το σύστημα της εποχής αυτής, ήταν, ότι η ελληνική οικονομία, μετά από την ύφεση της περιόδου 1989 – 1993, από το 1994 εισέρχεται σε μια περίοδο μακράς οικονομικής ανάπτυξης, η οποία ολοκληρώθηκε το 2007. Ανάπτυξη, η οποία υποβοηθήθηκε και από ευνοϊκούς διεθνείς παράγοντες, όπως οι τιμές του πετρελαίου, οι οποίες είχαν μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Αναμφίβολα ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη, έπαιξαν και να περίφημα κοινοτικά πακέτα στήριξης, μέσω των οποίων χρηματοδοτήθηκαν τα μεγάλα έργα υποδομής της συγκεκριμένης περιόδου. Η κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, του αερολιμένα της Αθήνας, η ζεύξη Ρίου – Αντιρρίου, εντάσσονται στο σχέδιο εκσυγχρονισμού του ελληνικού καπιταλισμού, ο οποίος μέχρι τότε διέθετε απαρχαιωμένες υποδομές. Οι συμβάσεις όμως που υπογράφηκαν, ήταν κυριολεκτικά αποικιοκρατικές, καθώς όλα τα μεγάλα έργα παραδόθηκαν στους εργολάβους κατασκευαστές, μηδέ εξαιρουμένων και των αυτοκινητοδρόμων, οι οποίοι ιδιωτικοποιήθηκαν. Ορισμένες μάλιστα συμβάσεις, όπως η κατασκευή της Αττικής Οδού, ξεπέρασε τα όρια του σκανδάλου, καθώς οι εργολάβος (όμιλος Μπόμπολα), συμμετείχε στην κοινοπραξία με λιγότερο από το 10% του κεφαλαίου, ενώ του παραχωρήθηκε η εκμετάλλευση του έργου για τα επόμενα 25 χρόνια.

Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων και των κατασκευών) τη συγκεκριμένη περίοδο διαμορφώθηκαν στα επίπεδα του 25% του ΑΕΠ, καθώς πολλές μεταποιητικές επιχειρήσεις εκσυγχρόνισαν τον μηχανολογικό τους εξοπλισμό. Δεν παρατηρήθηκε ως τόσο παραγωγική επέκταση, δεν δημιουργήθηκαν δηλαδή νέες παραγωγικές μονάδες, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, ενώ την ίδια περίοδο, η εισαγωγική διείσδυση από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο σε μηχανολογικό εξοπλισμό, όσο και σε καταναλωτικά εμπορεύματα, συνεχιζόταν. Επίσης, παρά την μηχανολογική αναβάθμιση στον μεταποιητικό τομέα της οικονομίας, η συμμετοχή της βιομηχανικής παραγωγής και της γεωργίας στη συνολική οικονομική δραστηριότητα, μειώνεται σταθερά προς όφελος του τριτογενή τομέα (υπηρεσίες), οι οποίος συμμετέχει στη διαμόρφωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος με ποσοστά που ξεπερνούν το 75%. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, ότι η αστική στατιστική εντάσσει τους κλάδους των επικοινωνιών και των μεταφορών στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ αντίθετα η μαρξιστική πολιτική οικονομία τους θεωρεί παραγωγικούς τομείς.

Η κερδοσκοπία τέλος, η οποία στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, έχει αποκτήσει ενδημικά χαρακτηριστικά, εκδηλώνεται τόσο στην παραγωγική σφαίρα της οικονομίας με συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των ειδών διατροφής, όσο και στο χρηματοπιστωτικό τομέα – αγορές μετοχών και ομολόγων – και την αγορά ακινήτων, όπου και δημιουργήθηκε φούσκα, η οποία όταν έσκασε οδήγησε στην κατάρρευση των τιμών των ακινήτων.

Κάνοντας μια αποτίμηση της περιόδου αυτής, θεωρούμε ότι ενισχύθηκε ο καπιταλιστικός χαρακτήρας της οικονομίας, καθώς έχουμε απόλυτη και σχετική αύξηση της εργατικής τάξης στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Από την άλλη επιταχύνθηκε η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, κυρίως μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, στο τέλος του 2000, σε ένα σύνολο 17.500 επιχειρήσεων με τη νομική μορφή των Ανωνύμων Εταιριών και των ΕΠΕ, μόλις το 1% απασχολούσε το 38% του εργατικού δυναμικού, συγκέντρωνε το 42% του Ενεργητικού και το 83% των καθαρών, μεταφορολογημένων κερδών, ενώ το υπόλοιπο 99% των επιχειρήσεων μοιραζόταν όλα τα άλλα. Ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας, είναι ευδιάκριτος.

Η θέση όμως του ελληνικού καπιταλισμού, σαν του αδύνατου κρίκου της ευρωζώνης δεν άλλαξε, κάτι που θα διαπιστωθεί περίτρανα την περίοδο της οικονομικής κρίσης.

 

Η μετά το 2002 περίοδος. Η οικονομική κρίση.

Πολύ μεγάλη συζήτηση έχει γίνει στην Ελλάδα για τον χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 και συνεχίζεται ως και σήμερα.

Η επίσημη αστική άποψη χαρακτηρίζει την κρίση ως κρίση χρέους και την αποδίδει στο γεγονός, ότι από τις αρχές του 2010 τα επιτόκια δανεισμού των κρατικών ομολόγων εκτοξεύτηκαν στα επίπεδα του 16% και του 20%, γεγονός που έκανε απαγορευτικό το δανεισμό για το ελληνικό δημόσιο. Και από τη στιγμή που το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει το χρέος του προς τους ντόπιους και ξένους δανειστές, ο μόνος δρόμος ήταν η υπογραφή του γνωστού μνημονίου και της δανειακής σύμβασης με ΕΕ – ΕΚΤ – ΔΝΤ.

Από την πλευρά της η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2010, απέδωσε την εκτίναξη των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων στη δημοσιονομική κατάρρευση που σημειώθηκε το 2009 ( ως το Σεπτέμβρη του 2009 κυβέρνηση ήταν η ΝΔ), με αποτέλεσμα το δημοσιονομικό έλλειμμα – μετά από πολλές αναθεωρήσεις – να εκτοξευτεί στο 15,4% του ΑΕΠ και το κρατικό χρέος στο 120% του ΑΕΠ.

Επομένως, αν κάποιος ευθύνεται για την κρίση και τα μνημόνια που ακολούθησαν, δεν είναι ούτε το εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα, ούτε η διεθνής οικονομική κρίση, αλλά η ανεύθυνη και ανίκανη κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία οδήγησε τη χώρα σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

Πολύ βολική και πολύ «ουδέτερη» άποψη για τους απολογητές του συστήματος.

Εκείνο, το οποίο προσπαθούν να αποκρύψουν και να το απωθήσουν στο περιθώριο της δημόσιας συζήτησης, είναι, ότι η οικονομική κρίση, ακριβώς λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ και την ΟΝΕ, βρήκε την ελληνική οικονομία πολύ αδύνατη και εξασθενημένη με αποτέλεσμα να την πλήξει καθοριστικά.

Τι εννοούμε όταν λέμε, ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και την ΟΝΕ, εξασθένησε την οικονομία της;

Την 1/1/1992 καταργούνται οι τελωνειακοί έλεγχοι και η επιβολή δασμών μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η εισαγωγική διείσδυση κοινοτικών εμπορευμάτων και υπηρεσιών προς τη χώρα μας. Στα χέρια των κυβερνήσεων, είχε απομείνει πλέον η χάραξη της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, αλλά και αυτή προσωρινά.

Το 1997, έχουμε νέο διπλό χτύπημα. Με την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας – προέβλεπε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα των χωρών μελών δεν μπορεί να ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ – η δημοσιονομική πολιτική τίθεται υπό τον έλεγχο των Βρυξελών. Από τότε βέβαια τα πράγματα χειροτέρεψαν, γιατί με νεότερες κοινοτικές οδηγίες απαιτούν οι κρατικοί προϋπολογισμοί να κατατίθενται προς έγκριση από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, σε περίπτωση που σημειωθούν παρεκκλίσεις από τους στόχους να λαμβάνονται μέτρα μέσα στο έτος εκτέλεσης κλπ.

Την ίδια χρονιά, οι χώρες οι οποίες προετοιμάζονται να ενταχθούν στην ΟΝΕ, είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν πολιτική σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών – με άνω και κάτω απόκλιση 1,5% – ως προς την ενιαία νομισματική μονάδα, το Γιούρο, το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Ευρώ.

Με λίγα λόγια, από το 1992 ως το 1997 καταργούνται όλοι οι μηχανισμοί που είχαν στα χέρια τους οι ελληνικές κυβερνήσεις, για να προστατέψουν την εσωτερική αγορά από τους ξένους ανταγωνιστές. Η ελληνική αγορά έμοιαζε πλέον με ανοχύρωτη πόλη. Αυτό όμως δεν ίσχυε και αντιστρόφως. Με δεδομένη την ασθενή παραγωγική βάση και την χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, η τελευταία δεν αποτελούσε απειλή για τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές, με αποτέλεσμα η μικρή ελληνική αγορά να κατακλιστεί από ευρωπαϊκά εμπορεύματα, ενώ η μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά παρέμεινε ερμητικά κλειστή για τις ελληνικές εξαγωγές.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτά που αδυνάτησαν την ελληνική οικονομία.

Το εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας ( ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, καύσιμα, τράπεζες) στερούσε από τις ελληνικές κυβερνήσεις τη δυνατότητα να εφαρμόσουν και τον στοιχειώδη οικονομικό προγραμματισμό, και ειδικά σε περιόδους κρίσης, να ακολουθήσουν αντικυκλικές πολιτικές.

Η ελληνική οικονομία αδυνάτησε και από τις καταστρεπτικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στον αγροτικό τομέα, που είχε σαν αποτέλεσμα, η χώρα μας, η οποία μέχρι την ένταξη στην ΕΟΚ είχε θετικό αγροτικό ισοζύγιο, μετά την ένταξη αυτό να μετατραπεί σε αρνητικό και δίπλα στην πολιτικοστρατιωτική να προστεθεί και η διατροφική εξάρτηση της χώρας.

Αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν, η διεθνής οικονομική κρίση, να βρει ευάλωτη την ελληνική οικονομία και να την κτυπήσει καθοριστικά. Μάλιστα τα αρνητικά σημάδια, είχαν φανεί πριν την εκδήλωση της κρίσης. Θυμίζουμε απλώς, ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, το μεν 2007 παρουσίασε έλλειμμα ίσο με το 12,5% του ΑΕΠ, το οποίο το 2008 ανέβηκε 13,5% του ΑΕΠ.

Τότε οι αστοί αναλυτές ωρύονταν ότι θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ενώ σφύριζαν αδιάφορα μπροστά στο γεγονός, ότι η ισοτιμία Ευρώ / Δολαρίου τη συγκεκριμένη περίοδο είχε διαμορφωθεί στο 1,35. Και πως μπορούσε μια ασθενής οικονομία, όπως η ελληνική, να απορροφήσει τις συνέπειες του ισχυρού Ευρώ, που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού τραπεζικού κεφαλαίου;

Με όσα αναφέραμε, επιδιώξαμε να τεκμηριώσουμε την άποψη, ότι η κρίση είναι κατά βάση παραγωγική, η οποία μεταλλάχθηκε σε δημοσιονομική και κρίση χρέους. Οτι η ελληνική οικονομία βρέθηκε χωρίς αντιστάσεις μπροστά στη διεθνή κρίση, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΟΝΕ.

 

Το πολιτικό πρόβλημα

Από το 2010, με την είσοδο της Ελλάδας στο καθεστώς το μνημονίων, η χώρα βρίσκεται σε μεταίχμιο.

Το κύριο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης περιόδου, είναι η μαζική κινητοποίηση του λαού, η οποία εκδηλώθηκε με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο το χρονικό διάστημα 2010 – 2012. Ο κύριος λόγος που το κίνημα αυτό πέρασε σε ύφεση μετά τις εκλογές του Ιούνη του 2012, ήταν η έλλειψη ενός διεκδικητικού προγράμματος που θα αμφισβητούσε τις πολιτικές εξαθλίωσης του λαού και θα έθετε στην ημερήσια διάταξη το αίτημα να σπάσουν τα δεσμά της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης της χώρας από το διεθνή ιμπεριαλισμό. Εξάρτηση, η οποία βάθυνε και εντάθηκε την περίοδο εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών.

Και οι συνθήκες για την προώθηση ενός τέτοιου προγράμματος πάλης, ήταν ευνοϊκές. Η λαϊκή συνείδηση την περίοδο αυτή ριζοσπαστικοποιήθηκε με γρήγορους ρυθμούς, ενώ το σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης άρχισε να εμφανίζει ρωγμές.

Είχε σημάνει η ώρα το κόμμα της εργατικής τάξης να μπει επικεφαλής ενός παλλαϊκού κινήματος υπεράσπισης του βιοτικού επιπέδου του λαού από τις καταστροφικές πολιτικές λιτότητας και την προώθηση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος αλλαγών στην οικονομία και την κοινωνία, με αίτημα αιχμής την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είχε σημάνει η ώρα της συγκρότησης του κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα στηριζόταν στην πλατιά συμμαχία της εργατικής τάξης με τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που θα υλοποιούσε τους φιλόδοξους αυτούς στόχους.

Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Με κύρια ευθύνη της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία όχι μόνο υποτίμησε τις δυνατότητες ανάπτυξης ενός μαζικού, ενωτικού κινήματος αντίστασης ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας, όχι μόνο κράτησε αρνητική και καταγγελτική στάση απέναντι στο αυθόρμητο κίνημα που αναπτύχθηκε τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά αρνήθηκε να καταθέσει μεταβατικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, παραπέμποντας την επίλυση του πολιτικού και οικονομικού προβλήματος της χώρας στη σοσιαλιστική επανάσταση!

Η πολιτική αυτή στάση ήταν βαθιά επιζήμια για το λαϊκό κίνημα, καθώς, ενώ είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις να περάσει στην επίθεση, βρέθηκε σε άμυνα και οπισθοχώρηση χωρίς πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό.

Από τη στιγμή που το αυθόρμητο αυτό κίνημα, δεν ήταν δυνατό να συναντηθεί με την επαναστατική γραμμή πάλης – γιατί δυστυχώς δεν υπήρξε επαναστατική πρόταση διεξόδου από την κρίση – και να αποκτήσει συνείδηση του ρόλου του, ως κίνημα ρήξης και ανατροπής του πλαίσιου της λιτότητας και του καθεστώτος της εξάρτησης, στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις με ένα δυναμισμό και μια τυφλή ορμή, που κυριολεκτικά σάρωσε όλο το παλιό πολιτικό σκηνικό και κονιορτοποίησε το δικομματισμό της μεταπολίτευσης. Κραταιά κόμματα του παρελθόντος, όπως το ΠΑΣΟΚ καταποντίστηκαν και τείνουν να εξαφανιστούν από τον πολιτικό χάρτη, ενώ η ΝΔ υποβιβάστηκε σε «μεσαίο» κόμμα. Το ΚΚΕ το οποίο όλη αυτή την περίοδο φυγομαχεί από την πραγματικότητα, τιμωρήθηκε με την απώλεια μεγάλου μέρους της πολιτικής και εκλογικής του επιρροής. Το κενό αυτό ήρθαν να το καλύψουν δυνάμεις που μέχρι τότε κινούνταν στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής. Ο ΣΥΡΙΖΑ με βερμπαλιστικά αντιμνημονιακά συνθήματα, εκτοξεύτηκε από το 4% στο 17%, στο 27% και σήμερα στο 36%, γεγονός που του επέτρεψε να σχηματίσει κυβέρνηση. Νέα κόμματα, όπως η ΔΗΜΑΡ, οι ΑΝ.ΕΛ, η Χρυσή Αυγή και το Ποτάμι δημιουργούνται εκ του μηδενός, για να εξαφανιστούν στη συνέχεια, όταν αποκαλύφθηκε ο ρόλος τους ως εφεδρείες του συστήματος – περίπτωση ΔΗΜΑΡ – ή να επιβιώσουν οριακά όταν άρχισαν να υποχωρούν τα θολά αντιμνημονιακά συνθήματα και να έρχεται στην επιφάνεια ο ταξικός, αστικός τους χαρακτήρας (ΑΝ.ΕΛ). Αντίθετα, η φασιστική Χρυσή Αυγή, η οποία λειτουργούσε και συνεχίζει να λειτουργεί σαν εγκληματική οργάνωση, εμφανίζει αξιοσημείωτη σταθερότητα και ανθεκτικότητα, κάτι που θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ευρύτερου προβληματισμού.

Η λαϊκή συνείδηση εμφανίζεται σήμερα να έχει σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να αναζητά εναγωνίως διέξοδο από τη ζοφερή πραγματικότητα των τελευταίων πέντε χρόνων άγριας λεηλασίας της ζωής των λαϊκών στρωμάτων.

Όσο όμως οι αιτίες που οδήγησαν το λαό να σπάσει τα φράγματα και τις σταθερότητες του παρελθόντος, παραμένουν και συνεχίζουν να επενεργούν στο κοινωνικό περιβάλλον – το σκληρό πλαίσιο των πολιτικών λιτότητας που βυθίζει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων – ο λαϊκός παράγοντας δεν πρόκειται να εφησυχάσει, παρά το γεγονός, ότι, ελλείψει επαναστατικής πρότασης διεξόδου από την κρίση, εναποθέτει τις ελπίδες του, πότε στο ένα και πότε στο άλλο κόμμα της αστικής διαχείρισης. Η πολιτική αστάθεια και η ρευστότητα θα συνεχιστούν και την επόμενη περίοδο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είτε θα δοθεί ριζοσπαστική απάντηση στην κρίση, είτε η λύση που θα υπάρξει θα είναι αντιδραστική.

Παρά το γεγονός ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος, οι προϋποθέσεις συγκρότησης του κοινωνικοπολιτικού μετώπου πάλης σε αντιμονοπωλιακή – αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, παραμένουν και σήμερα ευνοϊκές και μπορούμε να πούμε μοναδικές.

Η συγκρότηση όμως του μετώπου, προϋποθέτει ανάλογες πρωτοβουλίες από το κόμμα της εργατικής τάξης, την ανώτερη πολιτική συνείδηση του οργανωμένου λαϊκού κινήματος.

Κατά τραγική όμως ειρωνεία, η ηγεσία του κόμματος, με διάφορες προφάσεις, τις οποίες επενδύει με ιδεολογικά και πολιτικά – υποτίθεται – επιχειρήματα, αρνείται να αναλάβει τις ιστορικές της ευθύνες και να τεθεί επικεφαλής ενός παλλαϊκού κινήματος αντίστασης και ανατροπής της σημερινής πολιτικής και κοινωνικής ισορροπίας δυνάμεων. Ένα κίνημα που θα θέσει ως άμεσο αίτημα την αποδέσμευση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ παράλληλα θα καταθέσει πρόγραμμα ώριμων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών με σαφή κατεύθυνση το σοσιαλισμό.

Έτσι διαμορφώνεται η κατάσταση σήμερα και ο καθ’ ένας καλείται να συμβάλει με τον προβληματισμό του και τη δράση του στη διαμόρφωση των όρων και των συνθηκών προοδευτικής και ριζοσπαστικής εξόδου από την κρίση προς όφελος του εργαζόμενου λαού.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας